Τρίτη 12 Απριλίου 2016

Ένα μεταμοντέρνο πολιτικό «πραξικόπημα»: Πως η Τουρκία ελέγχει το κατοχικό καθεστώς

Η συνεδρίαση του κεντρικού εκτελεστικού συμβουλίου του Κόμματος Εθνικής Ενότητας στις 2 Απριλίου 2016, κατά τη διάρκεια της οποίας λήφθηκε η απόφαση για αποχώρηση από την «κυβέρνηση» (στα κατεχόμενα), διήρκεσε μόλις σαράντα λεπτά... 

Ο Πρόεδρος της Τουρκίας, Ταγίπ Ερντογάν. Φωτογραφία ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΝΗΣτου ΝΙΚΟΥ ΜΟΥΔΟΥΡΟΥ 

Παρά τα δημοσιεύματα περί παρασκηνιακών διαβουλεύσεων μεταξύ των προέδρων των δύο κομμάτων της συνεργασίας για το πώς θα διατηρούσαν την «κυβέρνηση» μέσα από τις διαφωνίες του τελευταίου χρονικού διαστήματος, η ευκολία με την οποία το Κόμμα Εθνικής Ενότητας αποχώρησε από τον συνασπισμό, οδηγεί σε άλλα συμπεράσματα. Είναι ξεκάθαρο ότι η απόφαση διάλυσης της συνεργασίας με το Ρεπουμπλικανικό Τουρκικό Κόμμα, ήταν μια καλά προετοιμασμένη, μεθοδευμένη και καθόλου τυχαία κίνηση που έγινε στη βάση προηγούμενων εξελίξεων. 

Η γενική κατεύθυνση του Ρεπουμπλικανικού Τουρκικού Κόμματος που υπογράμμιζε την αναγκαιότητα διαπραγματεύσεων με την Τουρκία σε μια σειρά σημαντικών κειμένων πολιτικής, αλλά και η άρνηση αποδοχής κάποιων από τους όρους της Άγκυρας είτε σε...
ζητήματα ιδιωτικοποίησης του νερού, είτε σε άλλα θέματα οικονομικής στρατηγικής, προκάλεσαν την οικονομική ασφυξία των κατεχομένων με αποτέλεσμα οι μισθοί του Μαρτίου, για πρώτη φορά στα χρονικά, να πληρωθούν με δόσεις. Αυτού του τύπου οι εξελίξεις μιας καθοδηγούμενης αστάθειας προσέφεραν με τη σειρά τους τη βάση για την έναρξη νέων συζητήσεων περί της βιωσιμότητας και αποτελεσματικότητας της «κυβέρνησης». Πέραν, όμως, των ευρύτερων αντιπαραθέσεων για το μέλλον του συνασπισμού ως μια μορφή διακυβέρνησης, οι εξελίξεις από τον Ιανουάριο του 2016 μέχρι και σήμερα φαίνεται ότι απελευθέρωσαν εκ νέου κάποιες σημαντικές δυναμικές με ποιοτικά χαρακτηριστικά που ξεπερνούν την επιφανειακή αντιπαράθεση στο κομματικό σύστημα. 

Η πρώτη δυναμική είναι η αποφασιστικότητα της τουρκικής κυβέρνησης να δώσει οριστικό τέλος στη μορφή και στο περιεχόμενο αυτού του ιδιότυπου «κράτους πρόνοιας και ευημερίας» που οικοδομήθηκε στα κατεχόμενα μετά το 1974 και το οποίο σήμερα δεν ανταποκρίνεται ούτε στο ιδεολογικό υπόβαθρο, αλλά ούτε και στον βαθμό οικονομικής ανάπτυξης της «νέας Τουρκίας» του Ερντογάν. Η δεύτερη είναι η ενίσχυση της πεποίθησης της κυβέρνησης του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) ότι η τουρκοκυπριακή κεντροαριστερά, έτσι όπως εκφράζεται σήμερα από το Ρεπουμπλικανικό Τουρκικό Κόμμα, δεν μπορεί να είναι η δύναμη υλοποίησης του κοινωνικο-οικονομικού μετασχηματισμού που οραματίζεται για τα κατεχόμενα. Η τρίτη δυναμική προκύπτει στο τοπικό κυπριακό πλαίσιο. Το κόμμα της παραδοσιακής δεξιάς, το Κόμμα Εθνικής Ενότητας, φαίνεται ότι αποφάσισε να αξιοποιήσει τη συγκυρία των προαναφερθεισών δυναμικών για να εμφανιστεί ως μια οργάνωση ικανή να υλοποιήσει τα μέτρα του οικονομικού πρωτοκόλλου, αλλά και γενικότερα να επιδιώξει την «κυπριοποίηση» του νεοφιλελεύθερου εκσυγχρονισμού που επιβάλλει η Άγκυρα με την παρουσίασή του ως μιας «αναπόφευκτης αναγκαιότητας» για το ψευδοκράτος. 

Η μέθοδος που ακολουθήθηκε για την πτώση της «κυβέρνησης» χαρακτηρίζεται από γνώριμες συνταγές του παρελθόντος, αλλά και από τον εμπλουτισμό με κάποια νέα στοιχεία, τα οποία προκύπτουν από τους μελλοντικούς κοινωνικο-οικονομικούς προσανατολισμούς που θέλει να επιβάλει η κυβέρνηση ΑΚΡ στα κατεχόμενα. Το τελευταίο χρονικό διάστημα καθόλου τυχαία επανήλθε στην επικαιρότητα η αναγκαιότητα ενοποίησης της τουρκοκυπριακής δεξιάς σε έναν πολιτικό φορέα. Είναι γεγονός ότι τόσο το Κόμμα Εθνικής Ενότητας του Χουσεΐν Όζγκιουργκιουν, όσο και το Δημοκρατικό Κόμμα του Σερντάρ Ντενκτάς, βρίσκονται ενώπιον της ανάγκης για αναθεώρηση των ιδεολογικών τους προγραμμάτων ως αποτέλεσμα των ευρύτερων κοινωνικών αλλαγών των τελευταίων δεκαετιών. Η βούληση της κοινότητας έτσι όπως εκφράστηκε στα δημοψηφίσματα του 2004, η βαθιά αλλαγή της κοινωνίας των Τουρκοκυπρίων και η εκφρασμένη πλέον διεκδίκηση για αναθεώρηση των σχέσεων με την Άγκυρα, αμφισβήτησαν σε έναν πολύ μεγάλο βαθμό την αρχαϊκή επιμονή των δύο αυτών κομμάτων περί αναγνώρισης της «ΤΔΒΚ». 

Ούτως ή άλλως οι εξελίξεις επί του εδάφους στο υφιστάμενο διχοτομικό πλαίσιο παραπέμπουν στη σταδιακή ενσωμάτωση των κατεχομένων στην Τουρκία, παρά στην ανεξαρτητοποίηση ενός δεύτερου κρατικού μορφώματος στην Κύπρο. Παράλληλα, η εμφάνιση του Κόμματος του Λαού υπό την ηγεσία του Κουντρέτ Όζερσαϊ, τα κοινωνικά στρώματα που εκπροσωπεί στο παρόν στάδιο, σε συνδυασμό με τη γενική κρίση ενός πολιτικού συστήματος που για δεκαετίες καθοδηγήθηκε από την παραδοσιακή τουρκοκυπριακή δεξιά, είναι παράγοντες που σπρώχνουν ντε φάκτο τα δύο κόμματα σε αλλαγές, ανεξαρτήτως του βαθμού επιτυχίας τους. Στις τελευταίες μετρήσεις κοινής γνώμης, πάντως, φαίνεται ότι το Κόμμα του Λαού αντλεί στήριξη από όλα τα κόμματα, αλλά ιδιαίτερα από το Κόμμα Εθνικής Ενότητας και το Δημοκρατικό. Έτσι μέσα σε αυτό το πλαίσιο και παρά τις πολύ βαθιές ανταγωνιστικές σχέσεις των δύο κομμάτων, η συζήτηση για μια μακροπρόθεσμη συνεργασία τους επικαιροποιήθηκε. Στο σημείο αυτό ήταν που ενεργοποιήθηκαν οι συνταγές από το παρελθόν. Μια ομάδα «βουλευτών» του Δημοκρατικού Κόμματος παραιτήθηκε. Συγκεκριμένα, οι Χασάν Τάτσιοϊ, Μεντές Γκιουντούζ και Χακάν Ντίντσγιουρεκ αποχώρησαν από το κόμμα διατηρώντας όμως τη βουλευτική τους ιδιότητα. 

Ταυτόχρονα, ο τουρκοκυπριακός Τύπος αποκάλυψε ότι στα παρασκήνια, τα συγκεκριμένα πρόσωπα είχαν κάποιες διαβουλεύσεις τόσο με το Κόμμα Εθνικής Ενότητας, όσο και με τον πρώην Τουρκοκύπριο ηγέτη Ντερβίς Έρογλου, σε σχέση με το ενδεχόμενο μιας ενοποίησης της δεξιάς. Ήδη, οι δύο από τους τρεις έχουν δηλώσει δημόσια ότι είναι έτοιμοι να στηρίξουν μια «κυβερνητική» συνεργασία του Κόμματος Εθνικής Ενότητας με το Δημοκρατικό. Στο μεταξύ, όμως, απώλειες κατέγραψε και το Ρεπουμπλικανικό μετά την παραίτηση του «βουλευτή» Οντέρ Σεννάρολγου. Με αυτό τον τρόπο η αριθμητική αναδιάταξη εντός «βουλής» έγινε με τρόπο που θεωρητικά να μπορεί να σχηματιστεί «υπουργικό συμβούλιο» από τα δύο μεγάλα κόμματα της δεξιάς με την στήριξη των τριών ή τεσσάρων ανεξάρτητων «βουλευτών», με μια αδύνατη πλειοψηφία των 26 ή 27 εδρών. Συγκεκριμένα, μετά τις παραιτήσεις: 
>>το Ρεπουμπλικανικό έχει 20 έδρες, 
>>το Κόμμα Εθνικής Ενότητας 18, 
>>το Δημοκρατικό 5, 
>>το Κόμμα Κοινοτικής Δημοκρατίας 3 και 
>>οι ανεξάρτητοι 4. 

Το καθεστώς κηδεμονίας 
Οι ιδιαίτερες συνθήκες μέσα στις οποίες δοκιμάστηκε η εγκαθίδρυση χωριστών δομών εξουσίας στην Κύπρο μετά την εισβολή του 1974, απαιτούσαν από τη μια τη δημιουργία συγκεντρωτικών κλιμακίων εξουσίας για περισσότερο έλεγχο και από την άλλη έναν ισχυρό μηχανισμό απορρόφησης των αντιδράσεων των Τουρκοκυπρίων που προκαλούσε το καθεστώς κηδεμονίας. Η διευρυμένη κοινωνική πολιτική και η πρόνοια που εφαρμόστηκαν για πάρα πολλά χρόνια είχαν λοιπόν έναν στρατηγικό χαρακτήρα ενσωμάτωσης της κοινότητας στο νέο πλαίσιο, πέραν από τα χαρακτηριστικά της οικονομίας του εξωτερικού σπόνσορα, δηλαδή της Τουρκίας. Έτσι, για πολλά χρόνια η βιωσιμότητα του ψευδοκράτους ήταν περισσότερο μια έννοια εντυπώσεων, παρά ουσίας. Η εξωτερική (τουρκική) χρηματοδότηση των δομών εξουσίας ήταν ο ένας βασικός πυλώνας καλλιέργειας των εντυπώσεων. 

Ο δεύτερος εξίσου σημαντικός πυλώνας ήταν η εσωτερική διευθέτηση ενός τουρκοκυπριακού δικτύου πελατειακών σχέσεων, το οποίο υποτίθεται ότι προοπτικά θα κέρδιζε τη συναίνεση του πληθυσμού, θα απορροφούσε τις αντιδράσεις και θα μπορούσε να επιμηκύνει τη βιωσιμότητα του χωριστού κρατικού εγχειρήματος. Για πολλά χρόνια, το ισχυρό «κράτος πρόνοιας», ο μεγάλος δημόσιος τομέας, οι πολιτικές πλήρους απασχόλησης και ωφελημάτων, ήταν ένα είδος σιωπηλής συμφωνίας μεταξύ του εξωτερικού χρηματοδότη και της τοπικής ελίτ. Οι κυβερνήσεις στην Άγκυρα και το δίδυμο Ντενκτάς-Έρογλου στην Κύπρο, παρά τους ανταγωνισμούς εξουσίας, μεριμνούσαν για τη συνέχιση της συγκεκριμένης ισορροπίας, με την ελπίδα ότι η απρόσκοπτη λειτουργία της θα βοηθούσε στην προσαρμογή ολόκληρης της κοινότητας. Όμως, η συγκεκριμένη διευθέτηση του «κράτους πρόνοιας» δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει τις αντιφάσεις. Η οικονομική τάξη πραγμάτων προσπαθούσε και σε κάποιο βαθμό κατάφερνε να ικανοποιήσει βασικές ανθρώπινες ανάγκες, την ανάπτυξη και τη διάχυση ενός σχετικού βαθμού ευημερίας. Την ίδια στιγμή, όμως, ανανέωνε και τα βασικά χαρακτηριστικά του καθεστώτος κηδεμονίας, τα οποία εμπόδιζαν την κανονικοποίηση της κατάστασης. 

Η εσωτερική διευθέτηση της τότε τουρκοκυπριακής δεξιάς σε συνδυασμό με την εξωτερική τουρκική χρηματοδότηση, δεν κατάφερναν να απορροφήσουν τους κοινωνικούς κραδασμούς. Ο εκτουρκισμός του οικονομικού και κοινωνικού πλαισίου, συνέβαλλε ακόμα περισσότερο στην ένταση της κυπριακής ταυτότητας της κοινότητας, αλλά και στην πολιτικοποίησή της. Με λίγα λόγια, η συγκάλυψη της ιδεολογίας της διχοτόμησης από την πρόνοια και την κοινωνική πολιτική, αποδείχτηκε μια μη βιώσιμη συνεργασία. Αυτή η αντίφαση και η γενικευμένη κρίση που προκαλούσε, συνέπεσε χρονικά και με την αλλαγή προσανατολισμών της ίδιας της Άγκυρας. Το ΑΚΡ τα τελευταία χρόνια μέσα από τη φιλοσοφία των οικονομικών πρωτοκόλλων δεν προσπαθεί μόνο να «τακτοποιήσει» τα δημόσια οικονομικά των «απροσάρμοστων και σπάταλων» Τουρκοκυπρίων. 

Αντίθετα, μέσα από τη δημοσιονομική πειθάρχηση της κοινότητας, επιδιώκει να σπρώξει προς μια περιεκτική αλλαγή του πολιτικού και οικονομικού συστήματος. Η αλλαγή αυτή, όμως, προϋποθέτει μεταξύ άλλων την απελευθέρωση της τουρκοκυπριακής αγοράς προς την τουρκική, εξέλιξη που ούτως ή άλλως αναδιανέμει την ίδια στιγμή την πολιτική ισχύ προς όφελος της Άγκυρας και των τουρκικών φορέων εξουσίας εις βάρος των τουρκοκυπριακών. Σε αυτό το στάδιο η κατάρρευση της «κυβέρνησης» και η έναρξη ενός ακόμα κύκλου αστάθειας στην κοινότητα, είναι ένδειξη ότι ακόμα δεν εμφανίστηκαν με ολοκληρωμένο τρόπο οι τοπικοί φορείς εξουσίας που θα αναλάβουν χωρίς προϋποθέσεις την υλοποίηση του προαναφερθέντος μετασχηματισμού. 

Η ρήξη για το οικονομικό πρωτόκολλο 
Ανεξαρτήτως του τρόπου υιοθέτησης του νέου οικονομικού πρωτοκόλλου της περιόδου 2016-2018 που ακόμα δεν έχει υπογραφεί, οι αντιπαραθέσεις που έγιναν με επίκεντρο το συγκεκριμένο κείμενο και τη φιλοσοφία του, αλλά πολύ περισσότερο η σημερινή κατάληξη σε μια διευρυμένη αποσταθεροποίηση, αποτελούν σημάδια μιας βαθιάς κρίσης που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα γεννήσει μια νέα κατάσταση πραγμάτων. Η χρονική διάρκεια, οι απώλειες, τα κέρδη και το περιεχόμενο του τέλους της κρίσης μπορεί να παραμένουν άγνωστα, ιδιαίτερα σε συνθήκες εκκρεμότητας του ίδιου του κυπριακού προβλήματος. Όμως οι γενεσιουργές αιτίες μπορούν να οδηγήσουν σε σχετικά ολοκληρωμένα συμπεράσματα για το άμεσο μέλλον των χωριστών δομών εξουσίας στην τουρκοκυπριακή κοινότητα. Το φαινόμενο της κατάρρευσης «κυβερνήσεων» και της διάλυσης συνεργασιών στο τουρκοκυπριακό κοινοβουλευτικό σύστημα αποτελούν βασικά γνωρίσματα του καθεστώτος κηδεμονίας που οικοδομήθηκε μετά την εισβολή. 

Οι πρώτες «βουλευτικές» εκλογές έγιναν το 1976 και οι τελευταίες τον Ιούλιο του 2013. Μέσα σε αυτή τη χρονική διάρκεια έγιναν συνολικά 15 «εκλογικές αναμετρήσεις» για τη «Βουλή» και σχηματίστηκαν 37 διαφορετικές «κυβερνήσεις». Ο μέσος όρος διάρκειας που είχαν ήταν μόλις 12 μήνες. Μόνο τρεις «κυβερνήσεις» κατάφεραν να ολοκληρώσουν τη θητεία των πέντε χρόνων. Το σκηνικό ήταν σχεδόν πάντα το ίδιο, αφού τη διάλυση «κυβερνήσεων» ακολουθούσαν είτε πρόωρες εκλογές, είτε αλλαγές κομματικών συνασπισμών, οι οποίες αντικατοπτρίζονταν και στη σύνθεση του εκάστοτε «Υπουργικού Συμβουλίου». Σε όλη αυτή τη διάρκεια το καθεστώς των κατεχομένων είχε 11 διαφορετικούς «πρωθυπουργούς», με τη μεγαλύτερη παρουσία να είναι αυτή του Ντερβίς Έρογλου ως ηγέτη του Κόμματος Εθνικής Ενότητας. 

Η χαρακτηριστική αυτή αστάθεια είναι αποτέλεσμα ακριβώς της αδυναμίας και των ελλειμμάτων που παρουσιάζει η βάση πολιτειακών δομών όπως η «ΤΔΒΚ». Η οικονομία και ο τρόπος ανάπτυξής της σε περιπτώσεις όπως οι παράνομες ή μη αναγνωρισμένες κρατικές δομές, μπορούν να προκαλέσουν ισχυρές αντιδράσεις ενάντια στην ιδρυτική τους ιδεολογία. Οι αντιδράσεις αυτές μπορεί να μη φτάνουν στο επίπεδο ριζικής ανατροπής της ίδιας της παράνομης ή μη αναγνωρισμένης κρατικής δομής, αλλά μπορούν να συμβάλουν στην περαιτέρω αποξένωση της από την κοινωνία. Επομένως η ίδια η οικονομική διαχείριση, όπως δείχνει η τουρκοκυπριακή περίπτωση σήμερα, προκαλεί κρίσεις ηγεμονίας και νομιμοποίησης το ξεπέρασμα των οποίων επιβάλλει την αναδιάταξη των πολιτικών δυνάμεων, την ιδεολογική αλλαγή, ακόμα και την ποιοτική συστημική αναδιάρθρωση. Τα τρίχρονα οικονομικά πρωτόκολλα της περιόδου μετά τα δημοψηφίσματα του 2004 στην Κύπρο είναι ταυτόχρονα προσπάθεια ξεπεράσματος της κρίσης, αλλά τελικά και αιτία εμφάνισης ενός φαύλου κύκλου αναπαραγωγής της συγκεκριμένης κρίσης. 

Μεθοδεύσεις προς αποφυγή πρόωρων «εκλογών» 
Η επικράτηση ενός περιβάλλοντος στο οποίο η μόνη διακριτή δυναμική είναι αυτή της αστάθειας, περιλαμβάνει μια σειρά από σενάρια για το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα. Ήδη οι αποφάσεις των τουρκοκυπριακών πολιτικών κομμάτων, μετά τη διάλυση της «κυβέρνησης», παραπέμπουν σαφώς στον απρόβλεπτο χαρακτήρα που θα έχει το πολιτικό σύστημα στα κατεχόμενα τις μέρες που θα ακολουθήσουν. Οι συνομιλίες για σχηματισμό μιας νέας «κυβέρνησης» έχουν ξεκινήσει και στην παρούσα φάση ο κυριότερος προσανατολισμός των τριών μεγαλύτερων κομμάτων, του Ρεπουμπλικανικού Τουρκικού, του Εθνικής Ενότητας και του Δημοκρατικού, είναι η αποφυγή άμεσων πρόωρων «εκλογών». 

Τα υπόλοιπα κόμματα, όπως το Κοινοτικής Δημοκρατίας και το Κόμμα του Λαού, φαίνεται να προσανατολίζονται περισσότερο στην άμεση προσφυγή στις κάλπες. Ωστόσο, λαμβανομένου υπόψη του περιβάλλοντος που έχει ήδη διαμορφωθεί στην κοινότητα, των διλημμάτων στα οποία θα καλεστεί να απαντήσει η όποια νέα συνεργασία προκύψει, σε συνδυασμό με τις παρούσες αριθμητικές ισορροπίες στη «βουλή», φαίνεται ότι η επόμενη «κυβέρνηση» θα έχει περισσότερο τον χαρακτήρα «τεχνοκρατικής διαχείρισης» μέχρι και τον καθορισμό πρόωρων «εκλογών». Η έγκριση του οικονομικού πρωτοκόλλου και οι επιπτώσεις της εφαρμογής του αναμένεται να δημιουργήσουν ένα πολύ δύσκολο περιβάλλον για το «υπουργικό συμβούλιο» που θα καλεστεί να διαχειριστεί την κατάσταση. 


Ο Νίκος Μούδουρος είναι δρ Τουρκικών Σπουδών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου