Με έκπληξη και απαξία ταυτόχρονα ακούσαμε τον πρώην υπουργό εξωτερικών κ. Κοτζιά, να δηλώνει δημόσια σε συνέντευξή του:...
του ΣΤΕΛΙΟΥ ΦΕΝΕΚΟΥ
«Ο στρατός αρνείται να αναγνωρίσει τα σύνορα Ελλάδας-Αλβανίας. Ο στρατός πρέπει να κάνει κάποιες ενέργειες για να εκφραστεί η αναγνώριση των συνόρων και δεν τις κάνει... Υπάρχουν δυνάμεις στην Ελλάδα που δεν αναγνωρίζουν το πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, των Παρισίων, οι οποίοι...
ανατρέχουν σε πρωτόκολλα του 1914, όπως είναι αυτό της Κέρκυρας, το οποίο δεν είναι νομικώς ζωντανό.»
Η συνέντευξη αυτή, όπως ήταν φυσικό, έγινε αμέσως αντικείμενο εκμετάλλευσης από την αλβανική πλευρά.
Η θέση του κ. Κοτζιά, πέραν του ότι είναι εσφαλμένη διεθνολογικά (από πλευράς διεθνούς δικαίου), παρουσιάζει τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας μας ως επιθετικές προς τους γείτονές τους, ότι δεν υφίστανται πολιτικό έλεγχο και ότι προβαίνουν σε ενέργειες που υπερβαίνουν τις αρμοδιότητές τους και την συνταγματική τάξη της Δημοκρατίας μας.
Επίσης είναι απολύτως αυθαίρετη και εναντίον της εθνικής μειονότητας της Β. Ηπείρου, η επιχειρούμενη από την πλευρά του ακύρωση του πρωτοκόλλου της Κέρκυρας (1914), ενώ ταυτόχρονα αποδέχεται την ισχύ των πρωτοκόλλων της Φλωρεντίας (1913 και 1924).
1. Πως είναι δυνατόν να ισχυρίζεται κάτι τέτοιο, ενώ ταυτόχρονα αποδέχεται τα πρωτόκολλα που όρισαν το αλβανικό κράτος την ίδια εποχή.
2. Αν δεχθούμε το επιχείρημά του, ότι η παλαιότητα και μόνο του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας του 1914, του στερεί την νομική υπόσταση, τότε θα πρέπει να πούμε το ίδιο και για όλες τις συνθήκες της εποχής εκείνης, με τις οποίες έληξαν πόλεμοι, δημιουργήθηκαν κράτη, ρυθμίστηκαν σχέσεις και έγιναν ξεριζωμοί.
3. Το πρωτόκολλο της Κέρκυρας, όταν υπογράφηκε, είχε την αποδοχή των Μεγάλων Δυνάμεων, της Ελλάδος, των Βορειοηπειρωτών και βεβαίως της Αλβανίας η οποία το συνυπέγραψε. Αυτό το γεγονός και μόνο του δίνει ιδιαίτερο κύρος.
4. Δεν έχει ακυρωθεί το περιεχόμενό του από καμία μεταγενέστερη σύμβαση, υπογεγραμμένη από οποιαδήποτε από τις πλευρές που το υπέγραψαν και διακήρυξαν την αποδοχή του.
5. Η μεταγενέστερη συνθήκη των Παρισίων του 1946 ορίζει ξεκάθαρα ότι το Βορειοηπειρωτικό ζήτημα είναι ανοικτό και θα επιλυθεί μετά το Αυστριακό (το οποίο έκλεισε το 1955).Και ποτέ δεν επιλύθηκε.
6. Ταυτόχρονα αποκρύπτει την εντολή των τότε μεγάλων δυνάμεων το 1914 για κατάληψη της Β. Ηπείρου από την Ελλάδα, ως αναγνώριση φυσικά της ταυτότητας και της αυτονομίας της Β. Ηπείρου, αλλά και την ανακατάληψη που έγινε το 1940, γεγονότα που απεικονίζουν τον Ελληνικό χαρακτήρα της περιοχής, ο οποίος αναγνωρίζεται και εξ αυτού προκύπτει και η εκκρεμότητα των συνόρων στην συνθήκη των Παρισίων.
7. Ερμηνεύει συνεπώς την συνθήκη των Παρισίων επιλεκτικά εις βάρος μας, για να επιβεβαιώσει αποκλειστικά και μόνο τις ιδεοληψίες του.
Καταλήγοντας:
Συνεπώς το πρωτόκολλο όχι μόνο ισχύει, αλλά θα πρέπει να το επικαλεσθούμε ως διαπραγματευτικό μας όπλο για να προστατεύσουμε και να υποστηρίξουμε τα δικαιώματα των συμπατριωτών μας στη Β. Ήπειρο.
Η διάσταση που δίνει δημόσια και διεθνώς για τις Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας, δημιουργώντας υπόνοιες ότι δεν υφίστανται πολιτικό έλεγχο, είναι εξόχως υπονομευτική και δυσφημιστική για την υπόσταση της ίδιας της χώρας, των θεσμών της Δημοκρατίας και της πολιτικής διακυβέρνησης.
Πέραν των διεθνών επιπτώσεων των δηλώσεών του, οι οποίες είναι σοβαρές και θα αξιοποιηθούν σε κάθε περίπτωση από την απέναντι πλευρά, (διότι τις κάνει ένας πρώην υπουργός εξωτερικών), αποκαλύπτει τις κρυφές και άνομες προθέσεις και ιδεοληψίες του εις βάρος των συμφερόντων της χώρας.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Ας δούμε εν συντομία τις συνθήκες με τις οποίες καθορίζονται τα ελληνικά και τα αλβανικά εδάφη στην Ήπειρο.
1. Η Ιταλία και η Αυστροουγγαρία, ήθελαν να υποστηρίξουν τα συμφέροντά τους στα Βαλκάνια, επερχόμενης της πτώση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Τον Δεκέμβριο του 1912, υπόγραψαν μυστική συμφωνία η οποία επισημοποιήθηκε στη Ρώμη, αρχές Μαϊου του 1913, για να διαμοιράσουν την Αλβανία σε σφαίρες επιρροής. Η Ιταλία ήθελε την περιοχή που είναι το λιμάνι της Αυλώνας και η Αυστροουγγαρία, την Αλβανία ως «ειδική ζώνη επιρροής».
2. Την 30η Μαΐου του 1913, με βάση τη Συνθήκη Ειρήνης του Λονδίνου, ανατέθηκε στις Μεγάλες Δυνάμεις η ρύθμιση των συνόρων της Αλβανίας. Τον Ιούλιο του 1913, η συνδιάσκεψη των πρέσβεων με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, ανακήρυξε την Αλβανία ανεξάρτητο κράτος, χωρίς να καθορίσει τα σύνορά της. Η Ελλάδα δεν κατάφερε να υποστηρίξει με συγκεκριμένο σχέδιο τις θέσεις της για την Βόρειο Ήπειρο και το αίτημά της για δημοψήφισμα στη περιοχή και για αυτοπροσδιορισμό, απορρίφθηκε λόγω των αντίθετων συμφερόντων που υπήρξαν. Αποφασίσθηκε η δημιουργία επιτροπής για τον καθορισμό των συνόρων, η οποία μετά από επιμονή της Αυστροουγγαρίας και της Ιταλίας και με την ανοχή της Μεγάλης Βρετανίας και της Γερμανίας, κατέληξε στο να υπογραφτεί το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας τον Δεκέμβριο του 1913, που οριοθετούσε τις Βόρειες περιοχές της Ηπείρου στην κυριαρχία της Αλβανίας, μετονομάζοντάς τες σε «Νότιο Αλβανία», οι δε Έλληνες κάτοικοι της χαρακτηρίστηκαν ως «Ελληνική Μειονότητα».
3. Την παραχώρηση της Βορείου Ηπείρου στην Αλβανία, ακολούθησε ένοπλος αγώνας των Βορειοηπειρωτών εναντίον του αλβανικού στρατού, ο οποίος κατευθυνόταν από Ιταλούς και Ολλανδούς αξιωματικούς, με αποτέλεσμα να κηρυχθεί η αυτονομία της Β. Ηπείρου τον Φεβρουάριο του 1914 και στη συνέχεια να υπογραφεί το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας στις 5 Μαΐου 1914.
4. Το πρωτόκολλο αυτό, με το οποίο αναγνωριζόταν η αυτονομία της Βορείου Ηπείρου, υπογράφηκε μεταξύ της αλβανικής κυβέρνησης, επικεφαλής της ήταν ο πρίγκιπας Βηντ, και του προέδρου της «Αυτόνομης Δημοκρατίας της Βορείου Ηπείρου» Γεωργίου Χρηστάκη-Ζωγράφου,. Η κυβέρνηση της Β. Ηπείρου αξίωνε να εγκριθούν και να εγγυηθούν για το πρωτόκολλο οι Μεγάλες Δυνάμεις. Τελικά την 1 Ιουνίου 1914 το επικύρωσαν και λίγες μέρες αργότερα η αλβανική κυβέρνηση αποδέχτηκε τελικά την συμφωνία και στις 23 Ιουνίου 1914, απέδωσε το υπογεγραμμένο επίσημο έγγραφο του πρωτοκόλλου στην αυτόνομη κυβέρνηση. Η αποδοχή της συμφωνίας ανακοινώθηκε στην Διεθνή Επιτροπή Ελέγχου. Το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας δεν αναιρέθηκε ποτέ από οιαδήποτε μεταγενέστερη συνθήκη, μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
5. Μετά τον Α’ΠΠ, τον Νοέμβριο του 1921, ακολούθησε διάσκεψη πρέσβεων η οποία αποφάσισε για την ενσωμάτωση της Β. Ηπείρου στην Αλβανία. Η απόφαση αυτή υπογράφηκε τον Δεκέμβριο του 1923 από την Μ. Βρετανία, Ιταλία, Γαλλία και Ιαπωνία. Επίσης αποφασίστηκε η σύσταση τετραμελούς διεθνούς επιτροπής για τη διαχάραξη των νοτίων και νοτιοανατολικών συνόρων της Αλβανίας. Τον Μάρτιο του 1924, η διεθνής επιτροπή υπέβαλε το πόρισμά της και κατέληξε ότι η Ελλάδα έπρεπε να δώσει στην Αλβανία, εκτός της Βορείου Ηπείρου, και πρόσθετο ελληνικό έδαφος, 14 συνολικά χωριά κοντά στις Πρέσπες!
6. Η οριστική απόφαση για παραχώρηση της Β. Ηπείρου και των 14 χωριών στην Αλβανία επικυρώθηκε στις 27/11/1925, με το Δεύτερο Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, που υπογράφτηκε από Ιταλία, Γαλλία, Βρετανία και Ελλάδα.
7. Στις 30 Αυγούστου 1946, η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε επίσημα στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης στο Παρίσι, την ένωση της Β. Ηπείρου με την Ελλάδα. Οι εκπρόσωποι της ΕΣΣΔ και της Ουκρανίας αντέδρασαν σθεναρά, και κατέθεσαν προσφυγή κατά της χώρας μας. Τα υπόλοιπα κομμουνιστικά κράτη συντάχθηκαν με την Ε.Σ.Σ.Δ. Στις 28 Σεπτεμβρίου 1946, η Αθήνα, υποχρεώθηκε να αποδεχθεί την υπαγωγή του θέματος, υπό τη δικαιοδοσία της Συνδιάσκεψης των τεσσάρων Μεγάλων Δυνάμεων.
8. Έτσι, το τελικό κείμενο της Συνδιάσκεψης, υπογράφτηκε με επιφύλαξη από τον Έλληνα αντιπρόσωπο, ο οποίος δήλωσε ενώπιον της επιτροπής της Συνδιάσκεψης για την Ιταλία, ότι η αναγνώριση της Αλβανίας σε σχετικό άρθρο του σχεδίου Συνθήκης, δεν προδικάζει την έκβαση του ζητήματος των ελληνοαλβανικών συνόρων.
9. Στις 10 Φεβρουαρίου 1947, υπογράφτηκε η Συνθήκη Ειρήνης με την Ιταλία (γνωστή ως Συνθήκη των Παρισίων). Σ’ αυτήν ΔΕΝ περιλήφθηκε όρος για την εδαφική ακεραιότητα της Αλβανίας (όπως επιδίωκαν τα κράτη του ανατολικού μπλοκ) μετά από εντονότατη αντίδραση της Ελλάδας η οποία πρότεινε μόνο την αναγνώριση της κυριαρχίας και της ανεξαρτησίας της Αλβανίας.
10. Επίσης η Ελλάδα πέτυχε να καταχωρηθεί στα πρακτικά η εξής δήλωση: «Προς αποφυγή πάσης αμφιβολίας, η αντιπροσωπεία της Ελλάδος δηλώνει ότι η Ελληνική Κυβέρνηση, προσυπογράφουσα την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Αλβανίας, δεν θα εγκαταλείψει σε καμία περίπτωση και με κανέναν όρο τα προαιώνια και απαράγραπτα δικαιώματά της επί ενός ελληνικού εδάφους, το οποίο το αίμα των παιδιών της ένωσε με την Μητέρα πατρίδα, διατηρούσα στο ακέραιο τις επιφυλάξεις της μέχρι το Βορειοηπειρωτικό Ζήτημα να διακανονισθεί κατά τρόπο σύμφωνο με την δικαιοσύνη».
Το θέμα των συνόρων με την Αλβανία, παραμένει ως σήμερα ανοιχτό, αφού οι διασκέψεις των Μεγάλων Δυνάμεων που ακολούθησαν και στις οποίες είχε παραπεμφθεί το ζήτημα, ολοκληρώθηκαν στη Γενεύη το 1955, χωρίς αυτό να συζητηθεί.
*Ο Στέλιος Φενέκος είναι Υποναύαρχος ε.α. ΠΝ και Πρόεδρος της «Κοινωνίας Αξιών»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου