Τεταμένες παραμένουν οι σχέσεις ΗΠΑ - Τουρκίας, καθώς και οι δύο πλευρές επαναξιολογούν τη διμερή τους σχέση, στο φόντο της μεγάλης ρευστότητας που γεννούν γεωπολιτικά παζάρια και ανακατατάξεις από τη Δύση έως την Ανατολή του πλανήτη, αντανακλώντας σημαντικές αλλαγές στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα...
Τη βδομάδα που πέρασε, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ διαμήνυσε ότι «δεν θα κάνουμε παραχωρήσεις», δήλωση που δεν αναφερόταν μόνο στην υπόθεση του Αμερικανού πάστορα Μπράνσον (διώκεται στην Τουρκία με τις κατηγορίες της συνωμοσίας και της κατασκοπείας κατά του τουρκικού κράτους), όπως μεταδόθηκε, αφού η Ουάσιγκτον ανησυχεί για μια σειρά από...
επιλογές της τουρκικής αστικής τάξης: Από τη σύσφιξη των σχέσεών της με τη Ρωσία και την αγορά αντιπυραυλικών συστημάτων από τη Μόσχα και τη συνεργασία τουρκικών ομίλων και αντίστοιχων του Ιράν, μέχρι τις κινήσεις της στη Συρία (όπου εξακολουθεί να παίρνει «αυτόνομες» στρατιωτικές πρωτοβουλίες, παρά τις αντιρρήσεις συμμάχων της) και χειρισμούς της απέναντι στους Κούρδους, σε σημαντικό τμήμα των οποίων οι ΗΠΑ «επενδύουν» σοβαρά για να αυξήσουν την επιρροή τους σε όλη τη Μέση Ανατολή.
Από την πλευρά της, η Τουρκία εξακολουθεί να αντιδρά έντονα στους δασμούς που επέβαλαν οι ΗΠΑ στις εισαγωγές τουρκικών προϊόντων στις αρχές του μήνα, με τον Πρόεδρο Ρ. Τ. Ερντογάν να κατηγορεί όσους «προσπαθούν να μας απειλήσουν μέσω της οικονομίας, μέσω των επιτοκίων, του συναλλάγματος, των επενδύσεων και του πληθωρισμού» και να υποστηρίζει ότι «η επίθεση στην οικονομία μας» δεν διαφέρει από «μια επίθεση στη σημαία μας» και ότι «ο σκοπός είναι ο ίδιος», η «αιχμαλωσία» της Τουρκίας.
Βεβαίως, η υποχώρηση των ρυθμών ανάπτυξης της τουρκικής οικονομίας καταγράφεται μετά από μια μακρά περίοδο καλπάζουσας κερδοφορίας για τους ντόπιους ομίλους, με «διεθνείς διακρίσεις» σε ορισμένους κλάδους, όπως οι Κατασκευές, όπου τουρκικά κεφάλαια δυνάμωσαν τόσο ώστε να κυριαρχήσουν σε μεγάλες επενδύσεις σε πολλές χώρες. Επιπλέον, η «έξοδος κεφαλαίων» από την Τουρκία συνδέεται και με τη διαμόρφωση ευνοϊκότερου επενδυτικού περιβάλλοντος σε μια σειρά άλλες περιοχές, με «καλύτερες ευκαιρίες» δηλαδή που διαμορφώνονται για ξένα αλλά και τουρκικά μονοπώλια. Επομένως, η συνεχής υποτίμηση της τουρκικής λίρας και οι δυσκολίες στην οικονομία αφορούν τις ίδιες τις νομοτέλειες του άναρχου καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, όπου η ανάπτυξη προετοιμάζει την περίοδο της ύφεσης και της κρίσης. Φυσικά οι «έξωθεν παρεμβάσεις», όπως των ΗΠΑ, είναι υπαρκτές στο πλαίσιο του ευρύτερου ανταγωνισμού και προφανώς έχουν επίδραση, όχι όμως στο μέγεθος που την παρουσιάζει η τουρκική ηγεσία.
Επαναξιολογήσεις...
Το μέλλον και η αξία των σχέσεων ΗΠΑ - Τουρκίας απασχολούν τη συζήτηση τόσο στις ίδιες τις χώρες όσο και ευρύτερα, εδώ και πολύ καιρό. Τον τελευταίο καιρό, ακόμα περισσότερο, μια σειρά αναλύσεις, τις οποίες αξιοποιούν τα αστικά επιτελεία και στη χώρα μας, εμφανίζουν μια Τουρκία λίγο - πολύ «κλοτσοσκούφι», που βρίσκεται ένα σκαλί πριν την «αποπομπή» της από το ΝΑΤΟ, «στριμωγμένη στη γωνία» εξαιτίας «λανθασμένων επιλογών» και «υπερβολών» της «εκκεντρικής και αυταρχικής» σημερινής της ηγεσίας.
Τέτοιες αναλύσεις δεν είναι απλά επιφανειακές, βιαστικές και μονόπλευρες, αλλά τις περισσότερες φορές μελετημένες ώστε να στρώνουν το έδαφος για τα σχέδια της «γεωστρατηγικής αναβάθμισης» της ελληνικής αστικής τάξης, που συνδέονται με σχεδιασμούς ισχυρών ιμπεριαλιστικών συμφερόντων. Ετσι, πολλοί εντοπίζουν νέες «ευκαιρίες» για την ενίσχυση της συνεργασίας Ελλάδας - ΗΠΑ και για την πρωταγωνιστική συμβολή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ στην υλοποίηση των στόχων του ΝΑΤΟ, καλώντας το λαό να σκύψει το κεφάλι στα νέα επικίνδυνα σχέδια που ετοιμάζονται σε βάρος του.
Ομως, σε όποια κατεύθυνση κι αν «επανακαθοριστούν» οι σχέσεις της Τουρκίας και συνολικά της Δύσης, αυτό θα είναι αποτέλεσμα ενός σκληρού παζαριού του οποίου το αποτέλεσμα μπορεί πολύ δύσκολα να προβλεφθεί, εκτός από μία πλευρά: Οι συνέπειες για το λαό, που θα είναι οδυνηρές σε κάθε περίπτωση.
Πάντως, ενδεικτικό των μεγάλων αντιθέσεων είναι ότι τμήματα της ίδιας της αστικής τάξης της Τουρκίας ταλαντεύονται για τα οφέλη που έχει η συμμετοχή της χώρας τους στο ΝΑΤΟ. Ο Ερντογάν και το ΑΚΡ εδώ και πολύ καιρό τονίζουν ότι η χώρα ιεραρχεί τις συμμαχίες της και με άλλα κέντρα, όπως η Ρωσία, η Κίνα, οι BRICS ως σχήμα κ.λπ.
Αλλά και στις ΗΠΑ αναπτύσσονται έντονοι προβληματισμοί, ως έκφραση και της ενδοαστικής διαπάλης για τις προτεραιότητες και την τακτική της εξωτερικής πολιτικής. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι ακόμα και όσοι «γκρινιάζουν» για τη στάση της Τουρκίας αναγνωρίζουν ότι μια πιθανή «αποστασιοποίηση» χρειάζεται προσεκτικό σχεδιασμό και επαναπροσαρμογή με βάση τις ευρύτερες εξελίξεις.
«Η Δύση πρέπει να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα στο θέμα της Τουρκίας», επισήμαινε στις 15 Αυγούστου άρθρο στην ιστοσελίδα της «δεξαμενής σκέψης» «Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων» (Council of Foreign Affairs), αναδημοσιευμένο από το «Project Syndicate». «Γινόμαστε μάρτυρες της σταδιακής αλλά σταθερής διακοπής μιας σχέσης που ήδη αποτελεί μόνο κατ' όνομα συμμαχία...», αναφέρει ο συντάκτης και, ξεχωρίζοντας ως βασικό πρόβλημα στις σχέσεις ΗΠΑ - Τουρκίας το ότι πλέον δεν «ευθυγραμμίζονται» σε πολλά θέματα εξωτερικής πολιτικής, αναφέρει:
«Η αντισοβιετική κόλλα που κράτησε τις δύο χώρες κοντά κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου έχει χαθεί εδώ και καιρό. Αυτό που έχουμε τώρα είναι ένας γάμος χωρίς αγάπη, στον οποίο οι δύο πλευρές παραμένουν στην ίδια στέγη παρόλο που εδώ και καιρό δεν έχουν καμία πραγματική σχέση. Το πρόβλημα είναι ότι η ιδρυτική συνθήκη του ΝΑΤΟ δεν προβλέπει κανέναν μηχανισμό διαζυγίου. Η Τουρκία μπορεί να αποσυρθεί από τη Συμμαχία, αλλά δεν μπορεί να εκδιωχθεί. Με δεδομένη αυτήν την πραγματικότητα, ΗΠΑ και ΕΕ πρέπει να διατηρήσουν μια διττή προσέγγιση απέναντι στην Τουρκία...».
...και επιλογές
«...Πρώτον: Οσοι χαράσσουν πολιτική πρέπει να ασκούν κριτική στην πολιτική της Τουρκίας όταν δικαιολογείται. Αλλά πρέπει την ίδια στιγμή να μειώσουν την εξάρτηση και την εμπιστοσύνη τους στην πρόσβαση σε τουρκικές βάσεις όπως αυτή του Ιντσιρλίκ, να αρνηθούν στην Τουρκία πρόσβαση σε αναπτυγμένο στρατιωτικό υλικό όπως τα αεροσκάφη "F-35" και να επανεξετάσουν την πολιτική εγκατάστασης πυρηνικών όπλων στην Τουρκία...».
Χαρακτηριστικές είναι και οι επισημάνσεις για τις σχέσεις Ουάσιγκτον - Κούρδων, «τους οποίους οι ΗΠΑ δεν πρέπει να εγκαταλείψουν, δεδομένου του ανεκτίμητου ρόλου τους στην αντιμετώπιση του "Ισλαμικού Κράτους"».
Ωστόσο, η ανάλυση ξεχωρίζει πολύ προσεκτικά την ανάγκη σε καμία περίπτωση να μη διακοπούν εντελώς οι «γέφυρες» με την άρχουσα τάξη της Τουρκίας συνολικά, θυμίζοντας και την «κινητοποίηση» διαφόρων δυνάμεων για τη διασφάλιση «εναλλακτικής» στο ΑΚΡ και τον Ερντογάν (βλέπε και πρόσφατες προεδρικές εκλογές, με νέες ελπίδες που εναποτέθηκαν σε κόμματα της τουρκικής αντιπολίτευσης):
«Δεύτερον, ΗΠΑ και Ευρώπη πρέπει να περιμένουν μέχρι να τελειώσει η εποχή Ερντογάν και τότε να προσεγγίσουν τη νέα ηγεσία της Τουρκίας, με μια μεγάλη συμφωνία. Η προσφορά θα πρέπει να είναι η στήριξη της Δύσης ως αντάλλαγμα για μια φιλελεύθερη δημοκρατία στην Τουρκία και μια εξωτερική πολιτική που θα εστιάζει στην αντιμετώπιση της τρομοκρατίας και την απόκρουση της Ρωσίας».
Οι όροι που τίθενται δηλαδή είναι σαφείς...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου