Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2018

Η άνοδος της ισλαμικής ήπιας ισχύος - Θρησκεία και εξωτερική πολιτική στον μουσουλμανικό κόσμο

Οι κυβερνήσεις της Μέσης Ανατολής, ακόμα και οι κοσμικές και σχετικά προοδευτικές, έχουν ισχυρό κίνητρο για να εισαγάγουν το Ισλάμ στην εξωτερική πολιτική τους, χρησιμοποιώντας θρησκευτικές ιδέες για να αυξήσουν το κύρος τους και να προωθήσουν τα συμφέροντά τους στο εξωτερικό˙ να αναπτύξουν, με άλλα λόγια, αυτό που αποκαλούμε «ισλαμική ήπια ισχύ»...
10122018-1.jpg
Ο PETER MANDAVILLE είναι καθηγητής Διεθνών Υποθέσεων στην Σχολή Πολιτικής και Διακυβέρνησης στο Πανεπιστήμιο George Mason και εξωτερικός ανώτερος συνεργάτης του Ινστιτούτου Brookings.
Ο SHADI HAMID είναι ανώτερος συνεργάτης στο...
Πρόγραμμα για τις Σχέσεις των ΗΠΑ με τον Ισλαμικό Κόσμο, στο Brookings. Είναι οι συν-συγγραφείς του βιβλίου «Islam as Statecraft: How Governments Use Religion in Foreign Policy» [1].

Το Ισλάμ έχει γίνει ένα σημαντικό, ακόμα και εμμονικό, θέμα δημόσιας συζήτησης τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Από τις προσπάθειες των ισλαμιστικών ομάδων όπως η Μουσουλμανική Αδελφότητα να αποκτήσουν εξουσία μέσω της κάλπης μέχρι την βίαιη ριζοσπαστικότητα του Ισλαμικού Κράτους (ή ISIS) [2], η κυρίαρχη εικόνα του Ισλάμ στις πολιτικές του κόσμου ήταν εκείνη μιας θρησκευτικής ιδεολογίας που προωθείτο από μη κρατικούς δρώντες οι οποίοι επιθυμούν να δουν μια πιο «ισλαμική» μορφή της πολιτικής. Αλλά τι γίνεται με τα ίδια τα κράτη;
Οι συγκρούσεις μεταξύ κυβερνήσεων της Μέσης Ανατολής φαίνεται συχνά να αφορούν στην σκληρή ισχύ, και σε πολλές περιπτώσεις έτσι είναι. Η Σαουδική Αραβία διεξάγει πόλεμο στην Υεμένη [3] κατά των Χούθι, τους οποίους θεωρεί ως ένα υποκατάστατο της επέκτασης του Ιράν. Αλλά υπάρχει και μια άλλη πλευρά στις περισσότερες μουσουλμανικές κυβερνήσεις: Κι εκείνες χρησιμοποιούν -και κακοποιούν- το Ισλάμ για πολιτικούς σκοπούς.
Σε σχεδόν όλες τις χώρες μουσουλμανικής πλειοψηφίας, το Ισλάμ είναι μια σημαντική -και μερικές φορές η μόνη- ιδεολογική αξία που συνδυάζεται αποτελεσματικά με την πιο καθιερωμένη realpolitik. Με την παρακμή αμφοτέρων του σοσιαλισμού και του παν-αραβισμού στη Μέση Ανατολή, ο μόνος πραγματικός ιδεολογικός ανταγωνισμός στο Ισλάμ προέρχεται από τον εθνικισμό. Αλλά ο εθνικισμός, εξ ορισμού, είναι δύσκολο να προωθηθεί έξω από το έθνος του καθενός. Αυτό σημαίνει ότι οι κυβερνήσεις –ακόμα και οι κοσμικές και σχετικά προοδευτικές- έχουν ισχυρό κίνητρο για να εισαγάγουν το Ισλάμ στην εξωτερική πολιτική τους, χρησιμοποιώντας θρησκευτικές ιδέες για να αυξήσουν το κύρος τους και να προωθήσουν τα συμφέροντά τους στο εξωτερικό- να αναπτύξουν, με άλλα λόγια, αυτό που αποκαλούμε «ισλαμική ήπια ισχύ».
Υπάρχει, όμως, ένα ζήτημα. Μόλις εισαχθεί το «Ισλάμ» στις δημόσιες συζητήσεις, ο τρόπος με τον οποίο οι πολίτες ερμηνεύουν την θρησκεία τους μεταμορφώνεται από μια ιδιωτική πράξη πίστης σε ένα θέμα εθνικής ασφάλειας. Οι κυβερνήσεις αισθάνονται υποχρεωμένες να εμπλακούν άμεσα στις συζητήσεις σχετικά με την φύση του Ισλάμ αλλιώς ρισκάρουν να αφήσουν να υπάρχει ένα ιδεολογικό κενό που θα το γεμίσουν οι εγχώριοι αμφισβητίες. Με άλλα λόγια, οι εσωτερικές διαφωνίες και την συνάφειά του στην καθημερινή πολιτική διαμορφώνουν το πώς τα κράτη χρησιμοποιούν το Ισλάμ στο εξωτερικό.
ΚΡΑΤΙΚΙΣΤΙΚΟ ΙΣΛΑΜ
Από μια άποψη, η χρήση της ισλαμικής ήπιας ισχύος δεν είναι κάτι νέο. Από την δεκαετία του 1960, η Σαουδική Αραβία έχει επενδύσει δισεκατομμύρια δολάρια για να χρηματοδοτήσει την κατασκευή τζαμιών, την διάδοση (συχνά αμφιλεγόμενων) θρησκευτικών κειμένων, και υποτροφίες για σπουδές στα θρησκευτικά πανεπιστήμια της Σαουδικής Αραβίας. Η εξαγωγή της υπερσυντηρητικής εκδοχής του ισλαμισμού από την Σαουδική Αραβία καθοδηγήθηκε από την αίσθηση υποχρέωσης της βασιλικής οικογένειας και του θρησκευτικού κατεστημένου να διαδώσει το Ισλάμ, αλλά εξυπηρετούσε επίσης έναν γεωπολιτικό σκοπό, να επιτρέψει στην Σαουδική Αραβία να αντιπαραβάλλει τον εαυτό της και να ανταγωνιστεί τους περιφερειακούς αντιπάλους της, όπως η Αίγυπτος υπό τον κοσμικό-εθνικιστή πρόεδρο Gamal Abdel Nasser [4] ή το Ιράν μετά το 1979. Η Τεχεράνη χρησιμοποίησε ομοίως την επαναστατική εκδοχή του σιιτικού Ισλάμ του Αγιατολάχ Χομεϊνί για να απεικονιστεί σε ολόκληρο τον κόσμο ως αντι-ιμπεριαλιστική ισλαμική δύναμη.
Από την εποχή των αραβικών εξεγέρσεων του 2011, ωστόσο, έχει αναδειχθεί ως ένα σημαντικό κομμάτι μιας νέας γεωπολιτικής της θρησκείας, όπως αναλύσαμε σε μια πρόσφατη έκθεση [1]. Σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό, τι στο παρελθόν, οι σημερινές μουσουλμανικές κυβερνήσεις προσπαθούν να διαμορφώσουν τον θρησκευτικό τους λόγο και να ελέγξουν την θρησκευτική γνώση ώστε να επιδιώξουν τα δικά τους εθνικά συμφέροντα.
Δείτε την δολοφονία του δημοσιογράφου Jamal Khashoggi [5] από Σαουδάραβες πράκτορες στην Κωνσταντινούπολη τον Οκτώβριο, που προσέφερε την περίεργη εικόνα ενός άκαμπτου ισλαμιστικού καθεστώτος να σκοτώνει έναν αρθρογράφο τον οποίο κατηγορεί ότι ήταν ισλαμιστής. Σήμερα, η Σαουδική Αραβία αντιτίθεται σε ένα συγκεκριμένο είδος ισλαμισμού -αυτό της Μουσουλμανικής Αδελφότητας. Όμως, πριν από δεκαετίες, η Σαουδική Αραβία ήταν πολύ ευχαριστημένη να προσφέρει καταφύγιο και θέσεις εργασίας σε μέλη της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, αναθέτοντας μερικές πτυχές του τεράστιου μηχανισμού προσηλυτισμού σε θυγατρικές του ισλαμικού κινήματος. Σε προσωπικότητες των εξόριστων Αδελφών δόθηκαν ανώτερες θέσεις στα πανεπιστήμια της Σαουδικής Αραβίας και πολλοί στελέχωσαν τα υψηλότερα επίπεδα των διεθνών θρησκευτικών οργανώσεων που χρηματοδοτούνται από την Σαουδική Αραβία, όπως το Παγκόσμιο Μουσουλμανικό Σωματείο (Muslim World League) και η Παγκόσμια Συνέλευση των Μουσουλμάνων Νέων (World Assembly of Muslim Youth). Αλλά μετά τις επαναστάσεις του 2011, όταν τα πολιτικά κόμματα που σχετίζονταν με την Αδελφότητα κέρδισαν εκλογές στην Αίγυπτο και την Τυνησία, οι βασιλικές οικογένειες του Κόλπου έφτασαν να βλέπουν την εξέλιξη αυτή ως μια υπαρξιακή απειλή για την επιβίωση των καθεστώτων τους.
Η Αίγυπτος, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα σήμερα χαρακτηρίζουν την Μουσουλμανική Αδελφότητα ως τρομοκρατική οργάνωση. Φοβούμενες ότι το μείγμα της θρησκευτικής ευλάβειας και της οργανωτικής ικανότητας θα επιτρέψει στην ομάδα να γίνει ελκυστική για τους πληθυσμούς τους, προειδοποιούν για τους κινδύνους του ισλαμισμού. Εντούτοις, οι αντι-ισλαμιστές είναι εξίσου πιθανό με τους Ισλαμιστές να αναμείξουν την θρησκεία με την πολιτική –απλώς με διαφορετικό τρόπο.
Οι κυβερνήσεις που είναι εναντίον της Αδελφότητας, προσπαθούν επιθετικά να διεκδικήσουν τον έλεγχο θρησκευτικών ιδρυμάτων και προωθούν αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί «κρατικιστικό Ισλάμ» -μια εκδοχή της θρησκείας που είναι, πάνω απ’ όλα, υποταγμένη στα συμφέροντα του κράτους. Στην Αίγυπτο, ο πρόεδρος Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι απηύθυνε έκκληση στο Πανεπιστήμιο Al-Azhar να ενημερώσει και να εκσυγχρονίσει την προσέγγισή του στις ισλαμικές πηγές, ως ένα κομμάτι μιας ευρύτερης «θρησκευτικής επανάστασης» [6] που μπορεί να αντιμετωπίσει τόσο το αντιπολιτευτικό Ισλάμ της Αδελφότητας όσο και το βίαιο, εξτρεμιστικό Ισλάμ του ISIS και της Αλ Κάιντα. Και ο Σαουδάραβας πρίγκιπας-διάδοχος, Mohammed bin Salman (MbS), δεσμεύτηκε το 2017 να επιστρέψει την Σαουδική Αραβία σε μια παράδοση του «μετριοπαθούς Ισλάμ» που, όπως ισχυρίστηκε, κάποτε επικρατούσε στο βασίλειο. Περιόρισε την επιρροή της θρησκευτικής αστυνομίας της Σαουδικής Αραβίας, αφαιρώντας της την εξουσία να κάνει συλλήψεις, και επέβαλλε σκληρές ποινές εναντίον ανεξάρτητων θρησκευτικών προσωπικοτήτων όπως ο Sheik Salman al-Awda, ένας εξαιρετικά δημοφιλής κληρικός με χαρακτηριστική κλίση προς την Αδελφότητα. Ενώ οι προηγούμενοι Σαουδάραβες μονάρχες και ανώτερα μέλη της βασιλικής οικογένειας έδιναν πάντα την δυνατότητα για τουλάχιστον κάποια δούναι και λαβείν με το θρησκευτικό κατεστημένο της χώρας, ο MbS έχει καταστήσει σαφές ότι, για εκείνον, το μετριοπαθές Ισλάμ δεν είναι μόνο η απόρριψη του ISIS αλλά η προώθηση του σεβασμού προς τις υπάρχουσες πολιτικές Αρχές.
Οι άλλες δύο «ατμομηχανές» του Περσικού Κόλπου, το Κατάρ και τα ΗΑΕ, έχουν επίσης αναπτύξει ξεχωριστές προσεγγίσεις για την υποστήριξη και την προώθηση της θρησκείας στο εξωτερικό. Το Κατάρ έχει τοποθετηθεί ως προστάτης του ισλαμισμού στο στυλ της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, παρέχοντας –προς μεγάλη πικρία του Ριάντ και του Αμπού Ντάμπι- ένα καταφύγιο για Ισλαμιστές αντιφρονούντες, και φιλοξενώντας μια σειρά από μέσα ενημέρωσης υπέρ της Αδελφότητας. Εν τω μεταξύ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα αναδύθηκαν ήσυχα την τελευταία δεκαετία ως κύριος προστάτης αρκετών σπουδαίων Σουφιτών ακαδημαϊκών, και χρηματοδότησαν εκδηλώσεις υψηλού προφίλ που συγκέντρωσαν όχι μόνο Μουσουλμάνους ηγέτες από ολόκληρη την Αφρική, την Ασία και τη Μέση Ανατολή, αλλά και Χριστιανούς και Εβραίους ηγέτες από την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες, επίσης. Ένα σημαντικό θέμα αυτών των διασκέψεων είναι ο θρησκευτικός πλουραλισμός, αλλά είναι ένας πιο χαλαρός πλουραλισμός που δεν αμφισβητεί το κράτος.
ΤΟ ΙΣΛΑΜ ΚΑΙ Η ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗ ΤΑΞΗ
Για τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες Δυτικές δυνάμεις, οι πραγματικότητες της ισλαμικής ήπιας ισχύος περιπλέκουν τις προσπάθειες κατανόησης των μουσουλμανικής πλειοψηφίας συμμάχων. Η Ουάσινγκτον πρέπει να αναγνωρίσει, πρώτον, ότι ο εσωτερικός ανταγωνισμός για τον ρόλο του Ισλάμ και του Ισλαμισμού δεν μπορεί να περιοριστεί στα σύνορα μιας χώρας και ότι οι εξωτερικές πολιτικές των αυταρχικών συμμάχων δεν θα -και δεν μπορούν να- απομονωθούν από τους ενδο-ισλαμικούς αγώνες στο εσωτερικό [της κάθε χώρας]. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και για τους αξιωματούχους των ΗΠΑ που ενδιαφέρονται ελάχιστα για τα ανθρώπινα δικαιώματα, παραμένουν σημαντικοί λόγοι -κατά μήκος των γραμμών των αυστηρά «εθνικών συμφερόντων»- για να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στο πώς τα καθεστώτα καταστέλλουν τους εγχώριους αντιπάλους τους. Οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν μπορεί να χαρακτηριστούν ως ένα θέμα για αφελείς ιδεαλιστές που δεν έχουν εκπαιδευτεί στις σκληρές πραγματικότητες της realpolitik.
Διάφορες αμερικανικές διοικήσεις, Ρεπουμπλικανικές όπως και Δημοκρατικές, έχουν υιοθετήσει κάποιες κακές συνήθειες όταν πρόκειται να αγκαλιάσουν θρησκευτικούς δρώντες που οι Άραβες σύμμαχοί τους διαλαλούν ως λύσεις στον θρησκευτικό εξτρεμισμό. Όπως τα ΗΑΕ, η Ιορδανία και το Μαρόκο έχουν τοποθετηθεί επίσης ως υπέρμαχοι του «μετριοπαθούς Ισλάμ», ένα υποτιθέμενο αντίδοτο στον θρησκευτικό εξτρεμισμό. Οι Δυτικές κυβερνήσεις έχουν επαινέσει την υποστήριξή τους προς διαθρησκευτικές συνόδους κορυφής και την δημιουργία κέντρων κατάρτισης για θρησκευτικούς ηγέτες -ακόμη και ενώ δεν υπάρχει ξεκάθαρη απόφαση σχετικά με την επίδραση [7] αυτών των πρωτοβουλιών. Στο κάτω-κάτω, τα εμπλεκόμενα θρησκευτικά ιδρύματα θεωρούνται συχνά από τους πληθυσμούς της περιοχής ως εκπρόσωποι των ίδιων των κυβερνήσεων τις οποίες [οι πληθυσμοί] περιφρονούν. Αυτές, δύσκολα είναι αξιόπιστες φωνές.
Το να κερδηθούν όμως οι καρδιές και τα μυαλά, δεν είναι απαραίτητα το βασικό ζήτημα. Η χρήση της Ισλαμικής ήπιας ισχύος προορίζεται να εξυπηρετεί τις κυβερνήσεις περισσότερο από ό, τι εξυπηρετεί τα μουσουλμανικά κοινά. Σχεδόν χωρίς εξαίρεση σήμερα, όσοι αγωνίζονται για επικράτηση στη Μέση Ανατολή έχουν αγκαλιάσει διάφορες μορφές θρησκευτικής προσέγγισης στις περιφερειακές στρατηγικές τους. Για παράδειγμα, η παράνοια της Σαουδικής Αραβίας σχετικά με την επιθετικότητα του Ιράν σε ολόκληρη την περιοχή οδήγησε το Ριάντ να ενθαρρύνει, ή τουλάχιστον να κάνει τα «στραβά μάτια», σε φαρμακερά και κατά καιρούς βίαια αντι-σιιτικά αισθήματα από Σαουδάραβες και σχετιζόμενους με την Σαουδική Αραβία κληρικούς, ειδικά σε χώρες όπως ο Λίβανος και το Ιράκ, όπου η Τεχεράνη έχει ισχυρή παρουσία. Αφενός, αυτοί οι κληρικοί δεσμεύονται σε μια πλήρη καταδίκη αυτού που ειλικρινά βλέπουν ως αίρεση˙ αφετέρου, οι εκφράσεις της πίστης τους εξυπηρετούν την ατζέντα ενός σαουδαραβικού κράτους που θεωρεί τον σιιτισμό ως μια αντανάκλαση της Τεχεράνης.
Το Ιράν, από την πλευρά του, προσπάθησε να προκαλέσει θρησκευτικές εντάσεις σε χώρες όπως το Μπαχρέιν, το Ιράκ και ο Λίβανος, όπου οι σιιτικοί πληθυσμοί υφίστανται διακρίσεις και στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων. Το Ιράν δεν μπορεί να αντέξει να εμπλακεί σε ξεκάθαρη αντι-σουνιτική υποκίνηση, κάτι που θα αποξένωνε την συντριπτική πλειοψηφία των Μουσουλμάνων. Αντ’ αυτού, η Τεχεράνη βασίζεται σε σύμβολα των σιιτικών διωγμών στην ισλαμική ιστορία σε μια προσπάθεια να εξισώσει τα κατεστημένα σουνιτικά καθεστώτα με τους αντι-σιίτες δράστες του παρελθόντος. Σε καθένα από αυτά τα παραδείγματα, η γεωπολιτική και το Ισλάμ είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα, τόσο πολύ ώστε να είναι δύσκολο να γνωρίζουμε πού τελειώνει η πρώτη και ξεκινά το δεύτερο.
Αν και το Ισλάμ ήταν πάντα παρόν στην πολιτική της περιοχής, η σημασία του έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια -χάρη όχι μόνο στις σπασμούς της Αραβικής Άνοιξης αλλά και στις αποφάσεις που λαμβάνονται στην Ουάσινγκτον. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, όπως και ο προκάτοχός του, Μπαράκ Ομπάμα, προσπάθησε να απεμπλακεί από τους καθημερινούς εκνευρισμούς της πολιτικής της Μέσης Ανατολής και να παραδώσει περισσότερη ευθύνη στους Άραβες συμμάχους. Αυτό ενθάρρυνε αυτούς τους συμμάχους -ιδιαίτερα την Σαουδική Αραβία- να υιοθετήσουν πιο επιθετικές εξωτερικές πολιτικές, οι οποίες με την σειρά τους απαιτούσαν μια ιδεολογική γλώσσα για την στήριξη αυτής της επιθετικότητας. Η ισλαμική ήπια ισχύς, είτε με τη μορφή αντι-σιιτισμού είτε του «μετριοπαθούς Ισλάμ», προσφέρει ακριβώς αυτό.
Σε γενικές γραμμές, σημειώνεται μια μετατόπιση σε όλο τον κόσμο, καθώς δημιουργούνται αμφιβολίες σχετικά με το μέλλον του φιλελευθερισμού και την υπό την ηγεσία των ΗΠΑ «φιλελεύθερη διεθνή τάξη». Με την παγκόσμια συναίνεση γύρω από τον φιλελευθερισμό να ξεφτίζει, ανοίγεται περισσότερος χώρος για ιδεολογική μάχη. Εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεχίσουν να αποσύρονται από τον ρόλο τους στην προώθηση μιας προβλέψιμης παγκόσμιας τάξης, ο ανταγωνισμός γύρω από το Ισλάμ -ποιος τον ορίζει, ποιος μιλά εξ ονόματός του και ποιος θα τον κινητοποιεί για τους δικούς του σκοπούς- μάλλον μόνο θα εντείνεται.
Copyright © 2018 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Σύνδεσμοι:

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου