Παρασκευή 10 Ιουνίου 2016

Ο νεοφιλελεύθερος παραλογισμός

Εάν δεν αλλάξουν ριζικά οι συνθήκες στην οικονομία, θα συνεχίσουν να αυξάνονται τα χρέη, θα δημιουργούνται φούσκες στις αγορές, ενώ θα υπάρχουν αθετήσεις πληρωμών και χρεοκοπίες – έως ότου το σύστημα καταρρεύσει εντελώς...

ΕΙΚΟΝΑ---κατάρρευση-χρηματοπιστωτικού-συστήματος
του ΒΑΣΙΛΗ ΒΙΛΙΑΡΔΟΥ


«Από την πλευρά της θεωρίας, πιστεύει κανείς πως σε μία ολοκληρωμένη οικονομία της αγοράς επικρατεί ο απόλυτος ανταγωνισμός – ότι δεν υπάρχει κανένας, ο οποίος να έχει μεγάλη ισχύ, καθορίζοντας τις συνθήκες. Οι σημερινές πανίσχυρες πολυεθνικές δεν προβλέπονται από τη θεωρία – ενώ από την άλλη πλευρά υποτίθεται πως, όταν χαμηλώνουν οι μισθοί, οι εργαζόμενοι μειώνουν τις ώρες εργασίας τους.
Στην πραγματικότητα όμως, οι πολυεθνικές αυξάνουν συνεχώς την ισχύ τους, καθορίζοντας οι ίδιες τους κανόνες του παιχνιδιού – ενώ οι εργαζόμενοι αυξάνουν τις ώρες εργασίας τους, όταν μειώνονται οι μισθοί τους,αναζητώντας μία δεύτερη δουλειά, η οποία είναι συνήθως πιο κακοπληρωμένη από...
την πρώτη. Έτσι «παράγουν» ανεργία, η οποία μειώνει ακόμη περισσότερο τις αμοιβές τους – διαιωνίζοντας το πρόβλημα»..

Ανάλυση

Η χρηματοπιστωτική κρίση ξέσπασε σαν αποτέλεσμα του γεγονότος ότι,αγοράζονταν σπίτια αξίας 300.000 $ με τη λήψη δανείων 400.000 $, από άτομα με χαμηλή πιστοληπτική ικανότητα – κάτι που συνέβαινε μεν σε μεγάλη έκταση στις Η.Π.Α., στις οποίες οι εργαζόμενοι συμπλήρωναν τους χαμηλούς μισθούς τους με δάνεια και πιστωτικές κάρτες, αλλά χαρακτήριζε επίσης αρκετές άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένης εν μέρει της Ελλάδας.
Αυτός που διαχειρίζεται τώρα τα οικονομικά του με τέτοιον τρόπο, δεν πρέπει λογικά να εκπλήσσεται, όταν αργότερα κατάσχεται το σπίτι του – ούτε φυσικά οι τράπεζες, οι οποίες εγκρίνουν τέτοια ενυπόθηκα ή καταναλωτικά δάνεια, αδυνατώντας στη συνέχεια να τα εισπράξουν και απειλούμενες να χρεοκοπήσουν.
Άλλωστε τα δάνεια οφείλουν να λαμβάνονται μόνο για επενδυτικούς σκοπούς, μέσω των οποίων εξασφαλίζεται η επιστροφή τους – σε καμία περίπτωση για καταναλωτικούς, όπου η αποπληρωμή των δανείων στηρίζεται σε άλλες ασταθείς πηγές εισοδημάτων και ειδικά στους μισθούς.
Εύλογα λοιπόν πολλαπλασιάσθηκαν οι κατασχέσεις και οι πλειστηριασμοί, κατέρρευσαν οι τιμές των ακινήτων από τη μεγάλη προσφορά, ενώ το κράτος υποχρεώθηκε να διασώσει, καθώς επίσης ρυθμίσει καλύτερα το χρηματοπιστωτικό κλάδο – αν και με πολύ περιορισμένη, εάν όχι με μηδενική επιτυχία, αφού οι τράπεζες διοικούν απολυταρχικά τον πλανήτη.
Η διάσωση τώρα των τραπεζών από τα κράτη, σε συνδυασμό με τη μείωση των εσόδων τους λόγω της ύφεσης που ακολούθησε, προκάλεσε την κρίση κρατικού χρέους (Sovereign Debt Crisis) – με ορισμένες χώρες να αντιμετωπίζουν την ύφεση αντί για τα χρέη, αυξάνοντας τις δημόσιες δαπάνες, καθώς επίσης με κάποιες άλλες να τοποθετούν τα δημόσια χρέη, άρα τη μη αύξηση των ελλειμμάτων, ως πρώτη προτεραιότητα, μειώνοντας τις δαπάνες (πολιτική λιτότητας).
Στα πλαίσια αυτά, το έλλειμμα του προϋπολογισμού των Η.Π.Α., το οποίο ξεπέρασε το 10% του ΑΕΠ, δεν θεωρήθηκε πως αιτιολογούσε προγράμματα αναδιάρθρωσης της οικονομίας, ούτε τη δραστηριοποίηση του ΔΝΤ – ενώ στην περίπτωση της Ελλάδας προκάλεσε μία παγκόσμια κατακραυγή (γράφημα, Η.Π.Α. δεξιά στήλη, διακεκομμένη γραμμή – το έλλειμμα του 2014 της Ελλάδας οφείλεται κυρίως στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών)..
ΓΡΑΦΗΜΑ - Ελλάδα, ΗΠΑ, προϋπολογισμός, σύγκριση
Παρά το ότι λοιπόν ο μοναδικός τρόπος της αποφυγής μίας καταστροφικής ύφεσης, η οποία συνήθως καταλήγει στη θανατηφόρο ασθένεια τουαποπληθωρισμού, είναι η αύξηση των δημοσίων δαπανών, η Ελλάδα υποχρεώθηκε στη λήψη εκείνου του φαρμάκου που επιταχύνει την αρρώστια – ενώ οι Η.Π.Α., η Μ. Βρετανία και άλλες χώρες έκαναν ακριβώς το αντίθετο..

Οι παγκόσμιες ασυμμετρίες

Οι ασυμφωνίες μεταξύ των διαφόρων χωρών επεκτείνονται και σε άλλους τομείς, όπως για παράδειγμα στις παγκόσμιες ανισορροπίες. Ειδικότερα,ορισμένοι κατηγορούν τις Η.Π.Α. ή τη Μ. Βρετανία, ισχυριζόμενοι πως ζουν επάνω από τις δυνατότητες τους, «παράγοντας» ελλείμματα και χρέη.
Κάποιοι άλλοι κατηγορούν τη Γερμανία ή την Ολλανδία, λέγοντας πως ζουν εις βάρος των άλλων, δημιουργώντας μεγάλα πλεονάσματα στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών τους – λόγω της πολιτικής τουμερκαντιλισμού που έχουν υιοθετήσει (μισθοί των εργαζομένων τους πολύ χαμηλότεροι από την παραγωγικότητα τους, εμπόδια στις εισαγωγές από άλλες χώρες κοκ.).
Επομένως, δεν υπάρχει μία παγκόσμια συμφωνία, σχετικά με το εάν οι ελλειμματικές χώρες πρέπει να σταματήσουν να ζουν πάνω από τις δυνατότητες τους ή εάν οι πλεονασματικές οφείλουν να πάψουν να ζουν εις βάρος των άλλων – γεγονός που αφορά βέβαια τα ισχυρά κράτη, αφού τα αδύναμα, όπως η Ελλάδα, υποχρεώνονται να σταματήσουν αυτού του είδους τις «παρεκτροπές», πληρώνοντας ένα πανάκριβο τίμημα.
Περαιτέρω, στα πλαίσια μίας συμβιβαστικής επίλυσης των ασυμμετριών, οι χώρες της G20 συμφώνησαν να συμπεριλάβουν στον κατάλογο των κριτηρίων τους που αφορούν τις παγκόσμιες ανισορροπίες, τα υπόλοιπα των ισοζυγίων τρεχουσών συναλλαγών (εκκαθαρισμένα από τους τόκους και τα συναλλαγματικά αποθέματα), μαζί με τα δημόσια χρέη, καθώς επίσης με τα χρέη των νοικοκυριών.
Βέβαια, το να θεωρείται επιτρεπτό ένα πλεόνασμα της τάξης του 6% στο ισοζύγιο, ενώ ένα ανώτατο έλλειμμα -4% στον προϋπολογισμό, δεν είναι τόσο δίκαιο – όπως επίσης δεν είναι δίκαιο το να τιμωρείται μία ελλειμματική χώρα που υπερβαίνει το ανώτατο όριο του -3%, όπως στην περίπτωση της Ευρωζώνης, αλλά να μένει ατιμώρητη αυτή που ξεπερνάει το πλεόνασμα του 6% (η Γερμανία στην Ευρωζώνη, η Δανία στην ΕΕ, η Ελβετία στην Ευρώπη, η Κίνα κάποτε στην Ασία κοκ.).
Εν τούτοις, αυτό που μας ενδιαφέρει εν προκειμένω δεν είναι η δικαιοσύνη, αλλά το γεγονός ότι ο τομέας των επιχειρήσεων, ως ένας επί πλέον παράγοντας ανισορροπιών, δεν αναφέρθηκε καθόλου και δεν λήφθηκε καμία απόφαση που να τον αφορά – κάτι που είναι λανθασμένο εάν όχι σκόπιμο, αφού πρόκειται ασφαλώς για τον τέταρτο πυλώνα μίας οικονομίας (κράτος, τράπεζες, επιχειρήσεις και νοικοκυριά), εξ ίσου σημαντικό με τους υπόλοιπους..

Οι επιχειρήσεις 

Εισαγωγικά, η χρηματοοικονομική ισορροπία του κράτους και των περιφερειών του (δήμων, ομοσπονδιακών κρατιδίων), αντιστοιχεί με αυτήν των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, με το αντίθετο πρόσημο.Επομένως, δεν μπορεί να συζητά κανείς για το μεν, χωρίς να συμπεριλαμβάνει το δε ή να λαμβάνει υπ’ όψιν του μόνο το ένα σκέλος (τα νοικοκυριά εν προκειμένω, «ξεχνώντας» τις επιχειρήσεις).
Στο παράδειγμα των Η.Π.Α., σύμφωνα με τη ροή των ταμείων (Flow of funds) της Fed, το 2010 οι επιχειρήσεις είχαν πλεονάσματα της τάξης των 527 δις $, τα νοικοκυριά 574 δις $ και το εξωτερικό 475 δις $.Αντίστοιχα, τα χρηματοπιστωτικά ελλείμματα του δημοσίου ήταν 1.576 δις $ ή 10,8% του ΑΕΠ – όσο δηλαδή το σύνολο των τριών παραπάνω τομέων. Το γεγονός αυτό σημαίνει βέβαια πως το έλλειμμα των Η.Π.Α. δεν ήταν πλέον βιώσιμο – οπότε θα έπρεπε να διορθωθεί άμεσα.
Ο αριθμός όμως που είναι πραγματικά εντυπωσιακός είναι αυτός των επιχειρήσεων – τα 527 δις $ καθαρά πλεονάσματα τους, τα οποία το 2009 ήταν ακόμη υψηλότερα, ίσα με 657 δις $. Στο σημείο αυτό, εκτός από το μέγεθος του, δεν μπορεί να ισχύει κυρίως το θετικό πρόσημο του –αφού φυσιολογικά ο τομέας των επιχειρήσεων πρέπει να χαρακτηρίζεται από ένα χρηματοπιστωτικό έλλειμμα.
Η αιτία είναι το ότι, θα έπρεπε να χρηματοδοτεί τουλάχιστον ένα μέρος των επενδύσεων του με ξένα κεφάλαια  – αφού μόνο με αυτόν τον τρόπο ο τομέας των νοικοκυριών έχει τη δυνατότητα να τοποθετεί τις αποταμιεύσεις του, ύψους μεταξύ 2% και 6% του ΑΕΠ, παραγωγικά.
Επομένως, το πλεόνασμα των 527 δις $ σημαίνει ότι, οι αμερικανικές επιχειρήσεις μπόρεσαν να πουλήσουν το 5% των προϊόντων, καθώς επίσης των υπηρεσιών τους, μόνο επειδή πίστωναν τους άλλους τομείς – ότι λοιπόν οι υπόλοιποι τομείς χρεώθηκαν (από το 2008 και μετά το κράτος, προηγουμένως τα νοικοκυριά), για να αγοράσουν τα αγαθά που προσέφερε.
Εάν λοιπόν το κράτος και προηγουμένως τα νοικοκυριά δεν αύξαναν τα χρέη τους, τότε ο τζίρος των επιχειρήσεων θα είχε μειωθεί κατά το αντίστοιχο ποσοστό – οπότε οι Η.Π.Α. θα είχαν βυθιστεί στην ύφεση.
Περαιτέρω, από το 2002 έως το 2010, ο κλάδος των αμερικανικών επιχειρήσεων ήταν ελλειμματικός μόνο για δύο έτη, το 2006 και το 2007 – ενώ τα πλεονάσματα του το 2009 ήταν της τάξης του 4,7% του ΑΕΠ και το 2010 σχεδόν 3,6% του ΑΕΠ. Παράλληλα, ο κλάδος των γερμανικών επιχειρήσεων παρουσιάζει συνεχώς πλεονάσματα μετά το 2002, της τάξης του 2-3% του ΑΕΠ, της ΕΕ των 27 το 2009 περί το 1,5%, ενώ της Ιαπωνίας το ίδιο έτος, έφτασε στο εντυπωσιακό 6,9% του ΑΕΠ.
Τα χρηματοπιστωτικά πλεονάσματα ολόκληρου του κλάδου των επιχειρήσεων σημαίνουν πως το κενό μεταξύ της προσφοράς και της ζήτησης «γεφυρώνεται» μόνο με τη βοήθεια των πιστώσεων. Με απλά λόγια, τα χρήματα που λείπουν από τα κράτη και τα νοικοκυριά (κυρίως φόροι και μισθοί), καλύπτονται με δάνεια – με την αύξηση των χρεών τους.
Όμως, σε αντίθεση με τα χρέη των επιχειρήσεων, τα οποία καλύπτονται από παραγωγικά μετοχικά κεφάλαια, δεν συμβαίνει κάτι ανάλογο με τα νοικοκυριά – ενώ τα χρέη των κρατών αιτιολογούνται τότε μόνο, όταν χρησιμοποιούνται για τη χρηματοδότηση έργων υποδομής.Ουσιαστικά για κανέναν άλλο λόγο.
Συμπεραίνεται επομένως πως το κυκλοφοριακό σύστημα της οικονομίας λειτουργεί πλέον μόνο με τη βοήθεια των πιστώσεων – γεγονός που τεκμηριώνεται επίσης από τις έρευνες για τις καταναλωτικές δαπάνες στις Η.Π.Α. (consumer expenditure survey).
Σύμφωνα με αυτές, το πλουσιότερο 20% των αμερικανικών νοικοκυριώνεισπράττει σχεδόν το 50% των εισοδημάτων μετά από τους φόρους, καταναλώνει όμως μόνο το μισό των χρημάτων του. Από την άλλη πλευρά, το φτωχότερο 40% των αμερικανικών νοικοκυριών, καταναλώνει περισσότερα χρήματα από όσα εισπράττει – οπότε η αγοραστική δύναμη δεν βρίσκεται εκεί που θα έπρεπε, για να καλύψει τις ανάγκες των ανθρώπων και τη σωστή λειτουργία της οικονομίας.
Στα πλαίσια αυτά, το κενό καλύπτεται με πιστώσεις – οι οποίες προέρχονται είτε από το εσωτερικό της χώρας, είτε από το εξωτερικό. Ως εκ τούτου, η αύξηση των «τοξικών δανείων» είναι το πραγματικό οικονομικό αποτέλεσμα των πλεονασμάτων στον κλάδο των επιχειρήσεων, σε συνδυασμό με την μη ισορροπημένη κατανομή των εισοδημάτων.
Ειδικότερα, οι συνθήκες υπερχρέωσης και ο δανεισμός δημιουργούνται στην πραγματική οικονομία – δεν προέρχονται από το χρηματοπιστωτικό κλάδο ή από το πουθενά.
Τα χαμηλά επιτόκια δεν δημιουργούνται επίσης τεχνητά από τις κεντρικές τράπεζες, αλλά είναι το αποτέλεσμα μίας κατάστασης εκτάκτου ανάγκης – η οποία δημιουργήθηκε από το ότι οι επιχειρήσεις, μέσω των χαμηλών μισθών, κατέστρεψαν τη ζήτηση, έχοντας επομένως αναγκασθεί να τοποθετούν υποχρεωτικά τα πλεονάσματα τους στις χρηματαγορές, προκαλώντας τη μία ή την άλλη υπερβολή (μηδενικά ή αρνητικά επιτόκια, φούσκες στα χρηματιστήρια ή στα ακίνητα κλπ.).
Το γεγονός αυτό σημαίνει επίσης ότι, όσο δεν αλλάζει τίποτα στις συνθήκες που επικρατούν στην πραγματική οικονομία, θα συνεχίζεται η παραγωγή «τοξικών» απαιτήσεων και χρεών –ανεξάρτητα από τα μεγάλα λόγια των πολιτικών, καθώς επίσης των κεντρικών τραπεζιτών.
ICON - τοξικό χρέος
.Αναλυτικότερα, σε όρους της πραγματικής οικονομίας, η μείωση των χρεών θα απαιτούσε ελλειμματικά ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών στις πλεονασματικές χώρες (Γερμανία, Δανία, Ελβετία, Κίνα κλπ.) – οπότε το φτωχότερο 40% των νοικοκυριών τους είτε να αμείβεται με σημαντικά υψηλότερους μισθούς, είτε να μειώνει σε μεγάλο βαθμό την κατανάλωση του.
Κυρίως όμως θα απαιτούσε να εγγράφει ελλείμματα ο τομέας των επιχειρήσεων – κάτι που δυστυχώς δεν συμβαίνει. Επομένως, θα συνεχίσουν να αυξάνονται τα χρέη και οι επισφάλειες, θα δημιουργούνται συνεχώς φούσκες στις αγορές, ενώ θα υπάρχουν αθετήσεις πληρωμών, χρεοκοπίες κλπ. – έως ότου το σύστημα καταρρεύσει εντελώς.

Η παρόμοια σχετικά εξέλιξη των πωλήσεων λιανικής στη Γερμανία και στην Ελλάδα, με μικρές συγκριτικά διαφοροποιήσεις, παρά την τεράστια απόσταση των δύο χωρών (γράφημα), αποδεικνύει πως τίποτα δεν έχει συμβεί – ότι κανένας δεν κατανοεί το πραγματικό πρόβλημα της οικονομίας. .
ΓΡΑΦΗΜΑ - Ελλάδα, Γερμανία, πωλήσεις λιανικής, σύγκριση
Εύλογα λοιπόν θα δημιουργούνται φούσκες στα χρηματιστήρια και στην αγορά ακινήτων της Γερμανίας, καθώς επίσης χρέη στην Ελλάδα – ενώ το γερμανικό δημόσιο ή οι γερμανικές επιχειρήσεις θα χάνουν τα χρήματα τους, πιστώνοντας τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης..

Η αιτίες του προβλήματος

Από την πλευρά της θεωρίας, πιστεύει κανείς πως σε μία ολοκληρωμένη οικονομία της αγοράς επικρατεί ο απόλυτος ανταγωνισμός – ότι δεν υπάρχει κανένας, ο οποίος να έχει μεγάλη ισχύ, καθορίζοντας τις συνθήκες. Οι σημερινές πανίσχυρες πολυεθνικές δεν προβλέπονται από τη θεωρία – ενώ από την άλλη πλευρά υποτίθεται πως όταν χαμηλώνουν οι μισθοί, οι εργαζόμενοι μειώνουν τις ώρες εργασίας τους.
Στην πραγματικότητα όμως, οι πολυεθνικές αυξάνουν συνεχώς την ισχύ τους, καθορίζοντας οι ίδιες τους κανόνες του παιχνιδιού – ενώ οι εργαζόμενοι αυξάνουν τις ώρες εργασίας τους, όταν μειώνονται οι μισθοί τους, αναζητώντας μία δεύτερη δουλειά, η οποία είναι συνήθως πιο κακοπληρωμένη από την πρώτη. Έτσι «παράγουν» ανεργία, η οποία μειώνει ακόμη περισσότερο τις αμοιβές τους – διαιωνίζοντας το πρόβλημα
Στα πλαίσια αυτά, η αιτία των πλεονασμάτων του τομέα των επιχειρήσεων είναι εν πρώτοις η μείωση των μισθών – όπου, στο παράδειγμα της Γερμανίας, το μερίδιο των μισθών στην ακαθάριστη προστιθεμένη αξία των επιχειρήσεων, από 66,7% το 1992 μειώθηκε στο 56,4% το 2007. Την ίδια χρονική περίοδο, το χρηματοπιστωτικό έλλειμμα των επιχειρήσεων, ύψους 5,2% περίπου, μετατράπηκε σε ένα πλεόνασμα της τάξης του 3% της ακαθάριστης προστιθεμένης αξίας.
Εκτός αυτού, οι επενδύσεις μειώθηκαν από 22,1% στο 17,3% επί της ακαθάριστης προστιθεμένης αξίας, μεταξύ των ετών 1992 και 2007,παράλληλα με τη μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων – με αποτέλεσμα τα καθαρά κέρδη τους να αυξηθούν, αν και μόλις κατά 1%.
Επομένως, οι αιτίες του προβλήματος της οικονομίας είναι φανερές – η ανισορροπία που έχει επικρατήσει, ως αποτέλεσμα της επικράτησης του νεοφιλελευθερισμού σε εθνικό (πλούσιοι και φτωχοί καταναλωτές), καθώς επίσης σε παγκόσμιο επίπεδο (πλεονασματικές και ελλειμματικές χώρες, πλούσιες και φτωχές)..

Επίλογος

Με κριτήριο τα παραπάνω, για να αλλάξουν οι συνθήκες, θα πρέπει πριν από όλα οι πολιτικοί να επαναφέρουν την ισορροπία στην αγορά εργασίας. Αυτό σημαίνει με τη σειρά του πως δεν πρέπει να αποδυναμωθούν περαιτέρω οι εργαζόμενοι, με την ελπίδα πως πράγματι κάποια στιγμή θα λειτουργήσει σωστά το αόρατο χέρι της αγοράς, ρυθμίζοντας δίκαια και αυτόματα τα πάντα.
Έως ότου όμως συμβεί κάτι τέτοιο, η μοναδική δυνατότητα της πολιτικής είναι η δημοσιονομική αντιμετώπιση των καθαρών χρηματοοικονομικών πλεονασμάτων των επιχειρήσεων – η υψηλότερη φορολόγηση τους δηλαδή, με τη διάθεση των επί πλέον πόρων στα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα των κοινωνιών.
Εν τούτοις, οι ενέργειες αυτές θα γίνουν τότε μόνο αποδεκτές από τις αγορές, εάν κατανοήσουν τις πραγματικές αιτίες της χρηματοπιστωτικής κρίσης – καθώς επίσης όταν πάψουν τα κράτη και οι κεντρικές τους τράπεζες να επεμβαίνουν, διασώζοντας τις χρεοκοπημένες τράπεζες με τα χρήματα των Πολιτών τους, αυξάνοντας τη ρευστότητα τεχνητά και διαστρεβλώνοντας τα πάντα.
Στην περίπτωση των κρατών, εάν η Γερμανία, η Ολλανδία κοκ. επιμένουν να έχουν πλεονάσματα στα ισοζύγια τους, εις βάρος όλων των άλλων χωρών, καθώς επίσης των δικών τους εργαζομένων, να παράγουν δηλαδή φθηνά για να καταναλώνουν οι υπόλοιποι, τότε τα άλλα κράτη είναι υποχρεωμένα να αθετούν κατά καιρούς τα χρέη τους απέναντι τους – αφού διαφορετικά δεν μπορεί να λειτουργήσει το σύστημα.
Φυσικά η λύση δεν είναι αυτή, αλλά η επιστροφή σε ισορροπημένες καταστάσεις τόσο σε εθνικό, όσο και σε διεθνές επίπεδο – οπότε η συμμετρική, δίκαιη αναδιανομή των εισοδημάτων, έτσι ώστε να λειτουργεί σωστά η πραγματική οικονομία, χωρίς τη δημιουργία υπερβολών (φούσκες) στις χρηματαγορές.     
Βιβλιογραφία: Economy site, Vontobel

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου