Μια σειρά από εξελίξεις στις διεθνείς γεωστρατηγικές ισορροπίες, που με τη σειρά τους επιφέρουν δραστικές αλλαγές στην τέχνη, την επιστήμη και την τεχνολογία του πολέμου αναμένεται να επιδράσουν δραστικά και τις ισορροπίες στο ελληνοτουρκικό σύστημα αντιπαράθεσης και τον ρόλο του Ελληνικού Στρατού (ΕΣ) σε αυτό...
του Κ. ΓΡΙΒΑ
Ορισμένες από αυτές τις αλλαγές στον χώρο της στρατιωτικής ισχύος που έχουν προκύψει τα τελευταία χρόνια είναι οι ακόλουθες:
1) Η επαναφορά στους «κλασικούς» γεωστρατηγικούς ανταγωνισμούς, με την αναγόρευση της Κίνας και Ρωσίας σε «αναθεωρητικές» δυνάμεις και «ανταγωνιστές» των ΗΠΑ, όπως αναγράφεται στο τελευταίο κείμενο της Στρατηγικής Εθνικής Ασφαλείας των Ηνωμένων Πολιτειών, που...
δόθηκε στη δημοσιότητα τον Δεκέμβριο του 2017, φέρνει εκ νέου στο προσκήνιο τις στρατιωτικές ικανότητες αντιμετώπισης «ομόλογων» αντιπάλων (peer opponents).
Το γεγονός αυτό πυροδοτεί μια έκρηξη στις προσπάθειες του Στρατού των ΗΠΑ (US Army) να αναπτύξει μεθοδολογίες και τεχνολογίες για τη διεξαγωγή συμβατικών πολεμικών επιχειρήσεων εναντίον αντιπάλων υψηλής τεχνολογίας, η οποία πρέπει να καλύψει ένα κενό πολλών ετών μετά την εμμονική προσήλωση, από το 2001 και μετά, σε επιχειρήσεις «εκτός του πολέμου» (MOOTW) και την ανάπτυξη ικανοτήτων αντιαντάρτικου αγώνα (COIN).
Όπως χαρακτηριστικά δήλωσε ο Αντιστράτηγος του Στρατού των ΗΠΑ, Bruce Crawford, επικεφαλής αξιωματικός G6, «έχουμε ένα πρόβλημα ηλικίας 16 ετών για το οποίο χρειαζόμαστε λύση μέσα σε ένα έτος» (“We have a 16 – year problem and we need a one – year solution”).
2) Η επιστροφή στους στρατούς της Δύσης «ξεχασμένων» μεθοδολογιών μάχης, όπως είναι η Αεροεδαφική Μάχη (ALB), έτσι ώστε να αντιμετωπιστούν οι τεθωρακισμένες και μηχανοκίνητες ρωσικές δυνάμεις σε περιοχές της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης.
3) Και στη Ρωσία φαίνεται πως επανέρχονται με ανανεωμένη μορφή επιχειρησιακές αντιλήψεις όπως είναι η «Μάχης εις Βάθος» (Deep Battle) και «Επιχειρήσεις εις Βάθος» (Deep Operations), οι οποίες αποσκοπούν στην ταχεία προέλαση ανάμεσα από τις «ρωγμές» των εχθρικών δυνάμεων και την προσβολή σε όλο το πλάτος και βάθος της διάταξής τους.
Αξίζει να επισημανθεί ότι οι μεθοδολογίες αυτές αποτελούν εν πολλοίς πνευματικό τέκνο του Έλληνα Βλαδίμηρου Τριανταφύλλωφ, μιας μεγάλης μορφής της θεωρίας του Πολέμου, ο οποίος για ακατανόητους λόγους παραμένει σχεδόν άγνωστος στην Ελλάδα.
Σε συνδυασμό με μεθοδολογίες υβριδικού πολέμου (hybrid warfare), οι επιχειρησιακές αυτές αντιλήψεις εκτιμάται από Δυτικούς αναλυτές ότι επιδιώκεται να προσφέρουν στη Ρωσία τη δυνατότητα να επιτύχει στρατηγικά τετελεσμένα σε μικρό χρονικό διάστημα έτσι ώστε να μην προλάβει να ενεργοποιηθεί ο μηχανισμός πυρηνικής αποτροπής της Δύσης.
Γενικότερα, υπάρχει μια παγκόσμια τάση για τη δημιουργία ικανοτήτων «γρήγορων πολέμων» (‘swift wars’), ικανών να επιφέρουν τετελεσμένα «κάτω από το πυρηνικό κατώφλι» (‘under the nuclear threshold’) ή ακόμη και «κάτω από το κατώφλι της στρατιωτικής αντιπαράθεσης» γενικώς (‘below the threshold of military conflict’), όπως χαρακτηριστικά αναφέρει το πρόσφατο κείμενο για την Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ.
Παρόμοιες αντιλήψεις, δόγματα, φιλοσοφίες και μεθοδολογίες ενδέχεται να μπορούν να βρουν σημαντικές εφαρμογές στο ιδιόρρυθμο ελληνοτουρκικό σύστημα αντιπαράθεσης, όπου η συμμετοχή και των δύο χωρών στο ΝΑΤΟ περιορίζει το ενδεχόμενο διεξαγωγής πολέμων παρατεταμένης διάρκειας.
4) Οι ρωσικές δυνάμεις έχουν εφαρμόσει στην Ουκρανία τακτικές πολυχωρικής (multi domain) προβολής ισχύος, στο πλαίσιο των οποίων μέσα ηλεκτρονικού πολέμου προσφέρουν άμεσα πληροφορίες αναφορικά με την εχθρική διάταξη, τόσο σε μονάδες πυροβολικού, έτσι ώστε να προσβάλουν με σαρωτικό πυρ τις εχθρικές δυνάμεις, όσο και σε μονάδες ελιγμού, έτσι ώστε να προελάσουν αποφεύγοντας τα ισχυρά σημεία αντίστασης.
Οι εξελίξεις αυτές ώθησαν και τον Αμερικανικό Στρατό να δώσει έμφαση στην ενίσχυση των, παραμελημένων μέχρι σήμερα, ικανοτήτων του ηλεκτρονικού πολέμου, τις οποίες ενοποιεί με τις επιχειρήσεις στον κυβερνοχώρο, διαμορφώνοντας ένα νέο είδος επιχειρήσεων. Αυτό των «κυβερνο – ηλεκτρομαγνητικών δραστηριοτήτων (‘cyber electromagnetic activities’ / CEMA).
Αυτός ο συνδυασμός αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης φιλοσοφίας για συνδυαστική δράση σε όλους τους χώρους (domains) μάχης, που προωθεί η κυρίαρχη αντίληψη της «Πολυχωρικής Μάχης» (MDB) του Στρατού των ΗΠΑ. Η τελευταία επιδιώκει να επιτύχει σύζευξη ικανοτήτων και συνεργατικά αποτελέσματα και στις πέντε διαστάσεις της μάχης (στεριά, θάλασσα, αέρα, διάστημα και CEMA).
5) Το βεληνεκές των συστημάτων πυροβολικού (πολλαπλών εκτοξευτών ρουκετών και πυροβόλων) αυξάνει ολοένα και περισσότερο, εν παραλλήλω με τη δραστική αύξηση των ικανοτήτων τους να επιφέρουν πολυχωρικά αποτελέσματα με τη χρήση πολεμικών κεφαλών διαφόρων τύπων (τόσο hard kill, όσο και soft kill).
Για παράδειγμα, η γερμανο–νοτιοαφρικανική εταιρεία Rheinmetall Denel Munitions (RDM) αναπτύσσει μια οβίδα πυροβολικού των 155 χιλιοστών της οικογένειας πυρομαχικών Assegai, η οποία θα είναι συμβατή με τις προδιαγραφές JBMOU (Joint Ballistic Memorandum of Understanding) του ΝΑΤΟ και θα επιτυγχάνει βεληνεκές 70 χλμ.
Γενικότερα, μέσα στο νέο διεθνές γεωστρατηγικό περιβάλλον το Πυροβολικό αναμένεται να κληθεί πολλές φορές να αναλάβει μεγάλο εύρος των αποστολών της Αεροπορίας σε σχετικά μικρά γεωγραφικά συστήματα.
ΝΕΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΙΣΧΥΟΣ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Οι εξελίξεις αυτές συνδυάζονται με μια σειρά από νέα δεδομένα που αναμένεται να προκύψουν τα επόμενα χρόνια και στις ελληνοτουρκικές ισορροπίες ισχύος τα επόμενα χρόνια. Ορισμένες εξ αυτών είναι οι ακόλουθες. Μεταξύ των άλλων, ριζικές αλλαγές στη γεωγραφία ισχύος στο Αιγαίο (αλλά δευτερευόντως και στον Έβρο) ενδέχεται να επιφέρουν οπλικά συστήματα υποστρατηγικής σημασίας, τα οποία αναμένεται να ενταχθούν σε υπηρεσία στο τουρκικό οπλοστάσιο τα επόμενα χρόνια.
Ιδιαίτερα δε, ο συνδυασμός επίγειων συστημάτων αεράμυνας (GBAD) μεγάλου βεληνεκούς, με προεξάρχον φυσικά το S–400, ακόμη και αν αυτό διαθέτει τους πυραύλους 46Ν6 με βεληνεκές 250 χλμ και όχι τους 40Ν6 με βεληνεκές 400 χλμ, μαζί με τα μαχητικά αεροσκάφη F–35 Lightning II και μια διευρυνόμενη οικογένεια βαλλιστικών πυραύλων διαφόρων διαμορφώσεων, στους οποίους είναι περίπου αναπόφευκτο να συμπεριληφθούν και αντιπλοϊκοί (ASBM), θα απειλήσει να δημιουργήσει έναν θύλακα αντιπρόσβασης και άρνησης περιοχής (A2 / AD ‘bubble’) για τη δράση της Ελληνικής Αεροπορίας αλλά και του Ελληνικού Ναυτικού στο Αιγαίο.
Για παράδειγμα, μαχητικά αεροσκάφη F–35, εκμεταλλευόμενα τα χαρακτηριστικά τους χαμηλής διακριτότητας (LO) και αξιοποιώντας το προηγμένο τους ραντάρ, πιθανώς θα είναι σε θέση να «χαρτογραφούν» σε πραγματικό χρόνο το αρχιπέλαγος, στοχοποιώντας μονάδες επιφανείας του Ελληνικού Ναυτικού για λογαριασμό αντιπλοϊκών βαλλιστικών πυραύλων (ASBM) ή άλλων οπλικών συστημάτων. Αυτό σημαίνει ότι ο Ελληνικός Στρατός Ξηράς θα κληθεί, ενδεχομένως, να λειτουργήσει σε ένα περιβάλλον όπου η «ενότητα μάχης» των νησιών του Αιγαίου, η οποία εξασφαλιζόταν από την Ελληνική Αεροπορία και το Ναυτικό, θα έχει τεθεί εν αμφιβόλω.
Άρα, η δομή του Ε.Σ. ενδέχεται να διασπαστεί σε ανεξάρτητες «ψηφίδες» μάχης, οι οποίες αφενός μεν θα πρέπει να είναι σε θέση να πολεμήσουν ξεχωριστά, αφετέρου δε να μπορούν να διασυνδεθούν επιχειρησιακά μεταξύ τους, χωρίς τη βοήθεια της Αεροπορίας ή του Ναυτικού. Με άλλα λόγια, ο Ε.Σ. θα πρέπει να αρχίζει να προετοιμάζεται για το ενδεχόμενο να χρειαστεί να δράσει αυτόνομα, ασκώντας προβολής ισχύος στη στεριά, τη θάλασσα και τον αέρα, χωρίς οι άλλοι δύο Κλάδοι των Ε.Δ. να είναι σε θέση να του προσφέρουν στήριξη.
Εν παραλλήλω, αναμένεται να ενταχθούν σε υπηρεσία στις Τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις τα επόμενα χρόνια νέα οπλικά συστήματα, όπως οπλισμένα μη επανδρωμένα αεροχήματα (armed UAV), διαφόρων διαμορφώσεων, τύπων και μεγεθών, «περιπλανόμενα» πυρομαχικά (loitering munitions) ενώ ο στόλος των τουρκικών μαχητικών ελικοπτέρων T–129 Atak θα διευρύνεται ολοένα και περισσότερο.
Τα ελικόπτερα αυτά θα είναι εφοδιασμένα με πυραυλικά συστήματα τουρκικής τεχνολογίας, στα οποία περιλαμβάνεται και η τουρκικής κατασκευής κατευθυνόμενη ρουκέτα των 2,75 ιντσών (70 χιλιοστών) Cirit. Ταυτοχρόνως, οι ικανότητες ηλεκτρονικού πολέμου (EW) των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων αναμένεται να ενισχυθούν σημαντικά τα επόμενα χρόνια. Τα συστήματα αυτά θα δημιουργήσουν νέα επιχειρησιακά δεδομένα και ο Ε.Σ. θα πρέπει να προσαρμοστεί στη δράση τους.
Με βάση τα παραπάνω, προκύπτει το συμπέρασμα ότι οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις ενδέχεται να αντιμετωπίσουν πρωτοφανείς προκλήσεις σε μεσοπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα και θα πρέπει να προετοιμαστούν για αυτές. Ως πρώτο στάδιο κρίνεται ως ζωτικής σημασίας η παρακολούθηση των διεθνών εξελίξεων στον χώρο της επιστήμης και της τεχνολογίας του πολέμου και η σχεδίαση εγχώριων λύσεων χαμηλού κόστους και υψηλής απόδοσης (low cost – high payoff), με βάση τη διεθνή εμπειρία αλλά προσαρμοσμένων στις ελληνικές συνθήκες.
Κατά την άποψη του γράφοντος, το 2019 αποτελεί ένα κρίσιμης σημασίας έτος όσον αφορά τη διαμόρφωση των μελλοντικών στρατιωτικών ισορροπιών στο ελληνοτουρκικό σύστημα. Αν η Ελλάδα συνεχίζει να είναι εγκλωβισμένη σε μια πολιτική αδράνειας όσον αφορά την ενίσχυση των μαχητικών – αποτρεπτικών της ικανοτήτων, ή αν αποφασίσει να αντιδράσει ακολουθώντας παρωχημένες αντιλήψεις περί προβολής ισχύος, τότε θα δυσκολευτεί πολύ τα επόμενα χρόνια να γεφυρώσει το χάσμα που αναμένεται να δημιουργηθεί με βάση μια γραμμική προέκταση στο μέλλον των σημερινών τάσεων.
(*) Ο Κωνσταντίνος Γρίβας είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Γεωπολιτικής στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Διδάσκει επίσης Γεωγραφία της Ασφάλειας στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου