Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

ΟΙ ΣΑ(χλα)ΜΑΡΑΔΕΣ ΔΕ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΒΑΖΟΥΝ ΣΤΟ ΣΤΟΜΑ ΤΟΥΣ ΤΟ ΓΕΡΟ ΤΟΥ ΜΩΡΙΑ

«Τα πρωτεία στον Σταυρό και αιώνια δόξα στους σταυρωμένους για την πίστη και για το γένος μας» 
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
           
 
 
Έκανε σύνθημα την πίστη
Μιλώντας μετά την απελευθέρωση σε μαθητές Γυμνασίου στην Πνύκα, από το ίδιο βήμα που μιλούσε στην αρχαιότητα ο Δημοσθένης, ο Περικλής και... οι άλλοι σπουδαίοι πρόγονοι, τους είπε: «Όταν πιάσαμε τα άρματα πρώτα είπαμε υπέρ πίστεως και μετά υπέρ πατρίδος». Στην ίδια ομιλία του συνέστησε στους Έλληνες «φρόνιμον ελευθερία».

Συχνά προσευχόταν για την Επανάσταση: «Όταν την 1η Απριλίου 1821 τσακίστηκε το ελληνικό στράτευμα από τους Τούρκους, ο Αναγνωσταράς και οι άλλοι πήγανε στο Λεοντάρι, εγώ έμεινα μόνος με το άλογό μου στο Χρυσοβίτσι. Έκατσα μέχρι που έφυγαν οι Τούρκοι με τα μπαϊράκια τους και κατέβηκα κάτω. Ήταν στο δρόμο η Παναγιά, μια εκκλησιά του χωριού καθόμουν κι έκλαιγα για την Ελλάδα. Παναγία μου, είπα, βοήθησε κι αυτή τη φορά τους Έλληνες να εμψυχωθούν».

Εξ' αιτίας της επανάστασης οι κλέφτες δεν είχαν την ευχέρεια να τηρούν πλήρως τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Όταν τη Μεγάλη Τετάρτη του 1821 ο Kολοκοτρώνης και ο Κανέλλος Δεληγιάννης έφαγαν ψητό αρνί, το έφεραν βαρέως επί χρόνια, μολονότι ο Παλαιών Πατρών Γερμανός είχε λύσει τη νηστεία για τους μαχόμενους.

Σε κάθε εκκλησία ή εξωκλήσι που συναντούσε έκανε το σταυρό του και άναβε κεριά. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε κατάστιχα δαπανών της εποχής εκείνης βρέθηκαν καταγραφές: «Δια κεριά αρχιστρατήγου Κολοκοτρώνη...».

Δεν Βασιζόταν στους ξένους
Το είχε χωνέψει ο Κολοκοτρώνης ότι οι Έλληνες θα απελευθερώνονταν μόνο με τις δικές τους δυνάμεις: «Η Γαλλική Επανάσταση Βοήθησε τους ανθρώπους να ανοίξουν τα μάτια τους και να ριζώσει η δικαιοσύνη στον κόσμο, να ξεχωριστούν τα όρια της εξουσίας και της υποταγής, οι Βασιλιάδες να μην είναι πλέον σαν θεοί στη γη. Η δικαιοσύνη είναι η πραγματική Βασίλισσα και η θαυματουργή εικόνα των ανθρώπων. Όταν όμως είδα ότι στα συμβούλια της Βιέννης δεν έγινε τίποτα καλό για μας, απελπίστηκα από τους ξένους και είπα ότι δεν έχουμε άλλη ελπίδα λύτρωσης εκτός από τον εαυτό μας και τον Θεό».

Ο Κολοκοτρώνης περιγράφει μια συνομιλία του με τον αρχηγό των ρωσικών στρατευμάτων στη Ζάκυνθο το 1805: «Πήγα και μίλησα μαζί του. Μου είπε ότι ο βασιλιάς του τον πρόσταξε να δεχτεί στο στράτευμά του όποιους θέλουν να πολεμήσουν τον Ναπολέοντα. Του αποκρίθηκα, τι έχω εγώ να κάνω με τον Ναπολέοντα; Αν θέλετε στρατιώτες για να βοηθήσετε στην απελευθέρωση της πατρίδας μου σας υπόσχομαι 5 και 10 χιλιάδες».

Πως έκοψε το κάπνισμα
Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος που έκοψε το κάπνισμα ο Κολοκοτρώνης. Οταν κάποτε ξέμεινε από καπνό, έξυσε το τσιμπούκι του γΙα να καπνίσει όσα υπολείμματα είχαν μείνει, αλλά αηδίασε από την πίκρα. «Ορίστε άνθρωπος που θέλει να ελευθερώσει τον τόπο του και δεν μπορεί ο ίδιος να ελευθερωθεί από το πάθος του. Θεέ μου συγχώρα με», είπε και πέταξε το τσιμπούκι. Αν και έκοψε το κάπνισμα, του άρεσε να ρουφάει με τη μύτη τη μυρωδιά του καπνού από μια ταμπακιέρα που του είχε χαρίσει ο Καποδίστριας.

Ο Κολοκοτρώνης είχε βαφτίσει 120 παιδάκια στη Ζάκυνθο και είχε κάνει εκατοντάδες κουμπαριές. Μόνο στα Τρίκορφα υπήρχαν 40 Θοδωράκηδες.
Αρκετές φορές παραπονιόταν ότι από την πολλή καβάλα στο άλογο πρήζονταν τα αχαμνά του.

Ο Κολοκοτρώνης έλεγε το 1842 στην Αθήνα, λίγους μήνες πριν τον θάνατό του: «Ο Χάρος δεν μου δίνει άλλη διορία, θα πάω να δω τα λημέρια μου και όσους από τους παλιούς συντρόφους μου ζούνε. Θα με ρωτήσουν στον κάτω κόσμο τι κάνουν οι σύντροφοί μας στον πάνω κόσμο και θα έχω κάτι να τους λέω».
Εδεσε στα καπούλια του αλόγου του τον μικρό γιο του Πάνο τον Β', που είχε αποκτήσει με την πρώην καλόγρια Μαργαρίτα Βελισσάρη, και πήρε τον δρόμο προς το Μοριά.
 
Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους
«Καθόμουν και έκλαιγα για την Ελλάδα. Παναγιά μου βοήθα κι αυτή τη φορά τους Έλληνες» (Θόδωρος Κολοκοτρώνης)
Στις αρχές του 1827 η Πελοπόννησος εξακολουθούσε να υφίσταται λεηλασίες και καταστροφές απο τα στρατεύματα του Ιμπραήμ.
Πολλές φορές οι Αιγύπτιοι επέστρεφαν για δεύτερη φορά στο σημείο από το οποίο είχαν περάσει λίγες ημέρες νωρίτερα, ολοκληρώνοντας την καταστροφή.
Οι περισσότερες εστίες αντίστασης είχαν εξουδετερωθεί.
Παρ’ όλα αυτά, οι Αιγύπτιοι δέχονταν συνεχείς επιθέσεις ελληνικών τμημάτων στρατιωτών και χωρικών, οι οποίοι, καθώς δεν μπορούσαν να δώσουν μετωπική μάχη, πλευροκοπούσαν τις εχθρικές φάλαγγες ή τις κτυπούσαν από τα νώτα προκαλώντας σε αυτές μεγάλες απώλειες.
Οι Πελοποννήσιοι συνέχιζαν την συγκινητική τους αντίσταση εξαντλημένοι, πεινασμένοι και άοπλοι οι περισσότεροι, παρ όλο που ο Ιμπραήμ εφάρμοσε την μέθοδο του προσκυνήματος σε μεγάλη κλίμακα, ιδιαίτερα μετά την επιστροφή του από το Μεσολόγγι.

Προσκύνημα ονομαζόταν στα χρόνια της Τουρκοκρατίας η δήλωση υποταγής μεμονωμένων ατόμων ή ολόκληρων ομάδων ή και περιοχών προς τον κατακτητή, εναντίον του οποίου είχαν εξεγερθεί.
Η αποδοχή της υποταγής εκφραζόταν έμπρακτα από τους Τούρκους με χορήγηση στους προοκυνημένους ειδικού πιστοποιητικού, γνωστού ως «ράι μπουγιουρντί» ή «προσκυνοχάρτι».
Με αυτό τον τρόπο οι επαναστατημένοι επανέρχονταν στην κατάσταση του νομιμόφρονα υπηκόου.

Ο Κολοκοτρώνης ανέφερε στα απομνημονεύματά του ότι όσοι οπλαρχηγοί προσκυνούσαν, κυρίως λόγω των υψηλών χρηματικών αμοιβών που τους υποσχέθηκε ο Ιμπραήμ, ήταν πρώην μισθοφόροι στην υπηρεσία των προκρίτων του Μοριά.
Πάντως, οι περισσότεροι άλλαζαν στρατόπεδο υπό τον φόβο των αιγυπτιακών επιδρομών.
Έτσι, οι βίαια και από φόβο προσκυνημένοι πολλαπλασίαζαν το κακό και έδιναν μια θλιβερή εικόνα προδοσίας που εκτεινόταν από την Ηλεία έως την Πάτρα, τη Βοστίτσα και τα Καλάβρυτα.
Τότε ο Κολοκοτρώνης προσέφερε την τελευταία μεγάλη υπηρεσία στην πατρίδα.
Υπό αυτές τις αντίξοες συνθήκες, ο Γέρος στην κυριολεξία "ξαναζωντάνεψε" την ετοιμοθάνατη Επανάσταση.

Με το σύνθημα «φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους» απάντησε με μια χωρίς προηγούμενο τρομοκρατία στην τρομοκρατία του Ιμπραήμ.
Μεταχειριζόμενος σκληρά μέτρα, απέτρεψε τον λαό της Πελοποννήσου από το να επανέλθει κάτω από την οθωμανική κυριαρχία και διατήρησε την φλόγα του πολέμου άσβεστη μέχρις ότου έγινε η Ναυμαχία του Ναυαρίνου και οι Μεγάλες Δυνάμεις συμφώνησαν για την ελευθερία της Ελλάδας.
Όσα χωριά αρνούντο να επανέλθουν στο ελληνικό στρατόπεδο, δέχονταν αιφνιδιαστικές επιθέσεις από τους άνδρες του Γέρου.

Σε όλο τον Μοριά οι πρωτεργάτες του προσκυνήματος συλλαμβάνονταν και εκτελούνταν. Στις πλατείες των χωριών οι απαγχονισμένοι συνεργάτες του εχθρού έκαναν τους διστακτικούς κατοίκους να λάβουν πολύ σοβαρά υπόψη τους τις απειλητικές προειδοποιήσεις του Έλληνα στρατηγού.
Μέσα στις τρομερά αντίξοες συνθήκες, που αυξάνονταν από την απροθυμία της Αντικυβερνητικής Επιτροπής να βοηθήσει τον Γέρο με χρήματα και με πολεμοφόδια, εκείνος έβλεπε ότι μόνο με τέτοιου είδους μέτρα θα μπορούσε να αποσοβήσει την μεγάλη καταστροφή. Ταυτόχρονα βέβαια προσπαθούσε με νουθεσίες να επαναφέρει τους προσκυνημένους στο πατριωτικό τους χρέος.

Απόσπασμα από το άρθρο «Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους» του Ιστορικού Νίκου Γιαννόπουλου, όπως δημοσιεύθηκε στο εξαιρετικό αφιέρωμα στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, από την εφημερίδα «ΕΘΝΟΣ» (Σάββατο, 21 Μαρτίου 2009)
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου