Σάββατο 25 Αυγούστου 2012

ΚΥΠΡΟΚΕΝΤΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΝΩΤΙΚΗ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ

Αν το ιδεολογικό πλαίσιο της δεκαετίας του ‘50 ήταν λίγο-πολύ καθαρό, η περίοδος της ανεξαρτησίας στην Κύπρο ξεκίνησε με μια ιδεολογική σύγχυση και ερωτηματικά για την ταυτότητα των πολιτών του νέου ανεξάρτητου κράτους. 

του ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ

Βεβαίως το ιδεολογικό πλαίσιο Δεξιά-Αριστερά που κυριάρχησε στις προηγούμενες δύο δεκαετίες, εξακολουθούσε να διατηρείται και να επηρεάζει την κυπριακή πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική ζωή. Όμως από μόνο του το ιδεολογικό αυτό δίπολο δεν μπορούσε να καλύψει τις νέες πραγματικότητες που δημιούργησε η ανεξαρτησία. Η αντίθεση στις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου δημιούργησε ένα νέο ιδεολογικό διπολισμό στη βάση ενωτικοί-ανθενωτικοί ή ενωτικοί-ανεξαρτησιακοί. Στην ουσία όμως ο ιδεολογικός αυτός διπολισμός... 


Δεν κάλυπτε τα πραγματικά δεδομένα «επί του εδάφους». Στην πρώτη περίοδο ενωτικοί χαρακτηρίστηκαν όσοι εναντιώνονταν στις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, απαιτούσαν την καταγγελία τους και υποστήριζαν συνέχιση του αγώνα για την ένωση με την Ελλάδα. Αυτοί όμως που χαρακτηρίστηκαν ανθενωτικοί, τουλάχιστον η μεγάλη λαϊκή μάζα, δεν είχαν παύσει να πιστεύουν στην ιδέα της Ένωσης. Απλώς έβλεπαν την ανεξαρτησία ως μια μεταβατική περίοδο, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει στην Ένωση όταν θα παρουσιάζονταν ευνοϊκές συνθήκες προς τον σκοπό αυτό. Με την έννοια αυτή διακήρυτταν πάντα την πίστη τους στο ενωτικό ιδεώδες.

Ασφαλώς υπήρχαν και στοιχεία που είδαν ευνοϊκά την ανεξαρτησία και που προσπαθούσαν να αναπτύξουν μια νέα ιδεολογία που θα στήριζε το οικοδόμημά της. Τα στοιχεία αυτά τα συναντούσε κανείς κατά κύριο λόγο στη μεταπρατική εμπορομεσιτική αστική τάξη που διατηρούσε στενούς οικονομικούς δεσμούς με το Λονδίνο και μια επιφανειακή «βρετανίζουσα» κουλτούρα. Με το κλίμα όμως που επικράτησε στα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας, τα στοιχεία αυτά δεν τολμούσαν να εκφράσουν ένα δημόσιο λόγο υπέρ της ανεξαρτησίας. Σε μια στιγμή που η ομάδα των ενωτικών μιλούσε ανοιχτά για προδοσία του ενωτικού ιδεώδους, τόσο ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος όσο και η ομάδα των αγωνιστών της ΕΟΚΑ που τον ακολούθησαν αλλά και γενικότερα το ηγεμονικό μπλοκ εξουσίας, δεν έχαναν ευκαιρία να διακηρύττουν πίστη στην Ελλάδα, τα ιδανικά του ελληνισμού, την ελληνικότητα. Οι δημόσιες αναφορές πάντως στην Ένωση από την ομάδα αυτή ήταν μέχρι το 1963 συγκεκαλυμμένες. Καθολική όμως ήταν η αντίδραση σε κάθε αναφορά για δημιουργία κυπριακής συνείδησης ή ταυτότητας. Όταν κατά καιρούς αυτό υποδείχθηκε ως αναγκαιότητα από βρετανικούς ή αμερικανικούς κύκλους ή και έγινε έστω έμμεση αναφορά σε κάτι τέτοιο από κάποια στοιχεία στην ίδια την Κύπρο, η καταδίκη ήταν καθολική.

Αυτό το ιδεολογικό πλαίσιο ίσχυσε σε γενικές γραμμές μέχρι το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή, οπότε δημιουργήθηκαν νέα δεδομένα τα οποία το ανέτρεψαν ολοκληρωτικά. Η Δεξιά εξήλθε πληγωμένη και ενοχοποιημένη για το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή. Όχι μόνον η ΕΟΚΑ Β΄προερχόταν από τα σπλάχνα της, αλλά και ένα ευρύτερο φάσμα της που δεν συνδεόταν με την οργάνωση αυτή, είχε επιδείξει φιλοχουντική στάση. Απέναντί της προβάλλουν οι «δημοκρατικές δυνάμεις» που θα αποτελέσουν το νέο ηγεμονικό μπλοκ εξουσίας. Οι δυνάμεις αυτές αποτελούνταν από το ΑΚΕΛ, την ΕΔΕΚ και ένα τμήμα της Δεξιάς που είχε μείνει πιστό στον Μακάριο και που μετατοπίστηκε σταδιακά προς το Κέντρο. Οι δυνάμεις αυτές της «Μακαριακής Δεξιάς», αστικά και μικροαστικά στρώματα, συνασπίστηκαν στη Δημοκρατική Παράταξη που αργότερα μετονομάστηκε στο Δημοκρατικό Κόμμα-ΔΗΚΟ και χάρη στον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο διεκδίκησαν και πήραν τον ηγετικό ρόλο του συνασπισμού των «δημοκρατικών δυνάμεων». Η ενοχοποιημένη Δεξιά συνασπίστηκε στον Δημοκρατικό Συναγερμό κάτω από την ηγεσία του Γλαύκου Κληρίδη και εξέφρασε την παραδοσιακη κυπριακή μεταπρατική αστική τάξη. Παρόλο που η Δεξιά αυτή αναθεματίστηκε και ο Δημοκρατικός Συναγερμός κατηγορήθηκε ως «φασιστικό» κόμμα και ως «η πέμπτη φάλαγγα του ιμπεριαλισμού», κυρίως από το ΑΚΕΛ, εντούτοις περιλάμβανε και στοιχεία που δεν είχαν συνεργαστεί με τη χούντα και ευρύτερα λαϊκά στρώματα.

Το ιδεολογικό κενό που άφησε η απαξίωση της Ελλάδας λόγω του ρόλου της χούντας, έγινε προσπάθεια να το καρπωθεί μια νέα κυπροκεντρική ιδεολογία. Η προσπάθεια όμως αυτή απέτυχε καθώς θεωρήθηκε από όλα σχεδόν τα φάσματα της κυπριακής πολιτικής ζωής ότι οδηγούσε στην εθνική αλλοτρίωση. Επιβλήθηκε έτσι σταδιακά μια μορφή εθνικής δημοκρατικής ιδεολογίας, με όλες τις στεβλώσεις της, ως υπόβαθρο της πολιτικής ζωής του τόπου.

* Καθηγητής πολιτικών επιστημών στο Κεμπέκ του Καναδά και επιστημονικός συνεργάτης του Πανεπιστημίου Κρήτης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου