Οφείλουμε να αποκτήσουμε έναν προσανατολισμό για να εξελιχθούμε σε γεωπολιτική δύναμη της Μεσογείου και του βαλκανικού χώρου...
του Δ. ΤΣΑΪΛΑ
Καθ’όλη την ιστορία του πολέμου, οι αντίπαλοι προσπαθούν να δυσκολέψουν και να περιορίσουν την ελευθερία κινήσεων και δράσεως του δυνητικού αντιπάλου τους στο πεδίο της μάχης. Ενώ οι παλαιότερες μορφές της προσπάθειας αυτής περιλάμβαναν εμπόδια, όπως το Σινικό Τείχος της Κίνας ή η...
γραμμή Μεταξά στα καθ’ ημάς, από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, οι αμυντικοί ερευνητές προσδιόρισαν τον συνδυασμό πληροφοριών-τεχνολογίας και προσέγγισης του χερσαίου, θαλασσίου και εναέριου χώρου, ως την αναδυόμενη απειλή σε όρους προβολής της στρατιωτικής ισχύος. Ακριβώς όπως το Blitzkrieg άλλαξε τους κανόνες της μάχης το 1940, σήμερα η πρόσβαση στις τεχνολογίες και οι στρατηγικές σε περιοχές άρνησης (Anti-Access Area Denial) έχουν επαναπροσδιορίσει τον χαρακτήρα του σύγχρονου πολέμου. Αυτό συμβαίνει διότι με αυτόν τον τρόπο, δηλαδή με την άρνηση της ελεύθερης δράσης γύρω από τις περιοχές ενδιαφέροντος, υπονομεύονται οι σύγχρονες δυνάμεις προβολής ισχύος των κρατών.
Οι νέες απειλές ασφάλειας κρούουν εδώ και καιρό τον κώδωνα του κινδύνου, όσο μας αφορά. Χαρακτηρίζονται δε, ακόμη και από εχθρούς χωρίς κυρίαρχο έδαφος, σύνορα ή σταθερές βάσεις. Αυτές οι απειλές περιλαμβάνουν την εξαγωγή τρομοκρατίας, τη διάδοση των όπλων μαζικής καταστροφής, το λαθρεμπόριο ναρκωτικών, τις ανεξέλεγκτες προσφυγικές ροές, τη λαθρομετανάστευση, την πειρατεία στις θάλασσες και
τις εκτεταμένες πυρκαγιές σε όλη την ελληνική επικράτεια. Ο παραδοσιακός ορισμός της έννοιας της ασφάλειας, όπως τον γνωρίζαμε, θεωρούσε ως βασικότερο στοιχείο της τελευταίας τον έλεγχο και τη χρήση της στρατιωτικής ισχύος από τα κράτη. Συνδεόταν δε, με την προστασία της εδαφικής ακεραιότητάς τους. Σήμερα, η τάση είναι η ανάδειξη της σπουδαιότητας, δηλαδή των μη στρατιωτικών πτυχών της εθνικής ασφάλειας.
Στη σύγχρονη εποχή, η τρομοκρατία με την ευρεία έννοια του όρου διέρχεται μια μεταβατική ή, καλύτερα θα λέγαμε, μια εξελισσόμενη στρατηγική, όπως είναι η εκδήλωση ασύμμετρων απειλών. Πρόκειται για ένα όπλο με ή χωρίς τεχνολογική υπόσταση, πολύ χαμηλού κόστους, που εφαρμοζόμενο εναντίον του (όποιου) εχθρού, προσδίδει φοβερή και ασυναγώνιστη δύναμη. Εξ άλλου, η οργανωμένη βία μεταξύ μυστικών υπηρεσιών και παρακρατικών ομάδων δεν απαιτεί στρατιωτικές ικανότητες, καθώς η ενδιαφερόμενη πλευρά βασίζεται σε δόλια ενέργεια για να επιτευχθεί η βούλησή της ή και για να καμφθεί το ηθικό του αντιπάλου.
Πέραν όλων αυτών των απειλών στην περιοχή μας, η ιστορία αποδεικνύει ότι οι συγκρούσεις μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας είναι φαινομενικά αναπόφευκτες. Τι πρέπει να κάνουμε; Τι ακριβώς συμβαίνει ανάμεσα στις δύο γειτονικές συμμαχικές δυνάμεις, οι οποίες φαίνεται να είναι κλειδωμένες σε μια αέναη αντιπαλότητα; Ποια είναι η στάση των Ελλήνων ηγετών απέναντι στην ανερχόμενη ναυτική ισχύ της Τουρκίας; Θα αποδεχθούμε να γίνει τελικά η Τουρκία ηγεμονεύουσα δύναμη;
Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κατανοήσουμε, είναι ότι η συνολική σχέση των δύο χωρών καθοδηγείται από μια δυναμική του παιγνίου μηδενικού αθροίσματος (όπου το όφελος του ενός είναι ίσο με την απώλεια του άλλου), στο οποίο μια περιφερειακή δύναμη όπως η Τουρκία επηρεάζει την Ελλάδα, με όλες τις φυσικές και προβλέψιμες συνέπειες αυτού του γεγονότος.
Η Τουρκία, ως μεγαλύτερη χώρα, αισθάνεται ισχυρότερη και ταυτόχρονα αδικημένη όσον αφορά τη γεωγραφία, λόγω της κυριαρχίας των ελληνικών νησιών του ανατολικού Αιγαίου και των 14 νησιών του συμπλέγματος Καστελλόριζου-Μεγίστης. Ως εκ τούτου, νιώθει περιορισμένη από την Ελλάδα, οπότε εστιάζεται στη θάλασσα, αναζητώντας ζωτικό χώρο που δεν της ανήκει, σύμφωνα με τις ισχύουσες συμβάσεις και συνθήκες. Προσπαθεί δε, να ερμηνεύσει τους κανόνες του διεθνούς δικαίου της θαλάσσης με ανατολίτικη νοοτροπία (τα δικά σου, δικά μου και τα δικά μου, δικά μου) για να ξεπεράσει τα κυριαρχικά δικαιώματά μας, αμφισβητώντας ακόμη και την κυριαρχία ορισμένων (ο αριθμός τους εξαρτάται από το ποιος τις επικαλείται) ελληνικών νήσων. Από τη δική μας πλευρά, ο ελληνισμός είναι συνηθισμένος στην κυριαρχία των θαλάσσιων χώρων του Αιγαίου και της ανατολικής Μεσογείου που του διασφαλίζονται από το δίκαιο της θαλάσσης και τις διάφορες διεθνείς ή διμερείς συνθήκες, και αισθάνεται ταραγμένος από μια ολοένα και πιο κακότροπη Τουρκία. Εφ’ όσον συμβαίνει αυτό, τότε ο ανταγωνισμός με κείνη εξαπλώνεται σε όλη τη σχέση, δημιουργώντας εστίες εντάσεων, που πιθανόν να κλιμακωθούν σε θερμά επεισόδια και τελικά να καταλήξουν σε συγκρούσεις ή ακόμη και σε πόλεμο, με ανυπολόγιστες ζημίες.
Η εθνική μας στρατηγική οφείλει και πρέπει να λαμβάνει υπόψη της όλους τους παράγοντες της γεω- πολιτικής πραγματικότητας. Αυτό το στοιχείο είναι πραγματικά κρίσιμο, επειδή αναπτύσσεται και εφαρμόζεται σε πραγματικό χρόνο και χώρο για την αντιμετώπιση του όποιου αντιπάλου. Ένα κράτος, λοιπόν, οφείλει να προσαρμόζει συνειδητά τη στρατηγική του στις γεωπολιτικές πραγματικότητες. Σε περίπτωση που οι γεωπολιτικές συνθήκες αλλάξουν, οι διαμορφωτές πολιτικής πρέπει να είναι σε θέση να διακρίνουν αυτές τις αλλαγές και να τροποποιήσουν τη στρατηγική και τους στρατηγικούς σκοπούς τους αναλόγως. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο αντικειμενικός σκοπός είναι και παραμένει ο ίδιος.
Η Ελλάδα είναι ένα πολιτισμένο και φιλελεύθερο δημοκρατικό κράτος, που παραμένει πιστό στις αρχές της ΕΕ του ΟΗΕ και στη συνθήκη του ΝΑΤΟ. Γι’ αυτόν τον λόγο στις διεθνείς σχέσεις της επιμένει στην αποχή από πράξεις που θα συνιστούσαν απειλή ή χρήση βίας. Οφείλουμε όμως να είμαστε έτοιμοι για κάθε ενδεχόμενο και να παρακολουθούμε όλες τις εξελίξεις. Έχουμε την υποχρέωση να είμαστε έτοιμοι να συμμετέχουμε στο διεθνές γίγνεσθαι και να αντιμετωπίζουμε τους κινδύνους, που ήδη διαφαίνονται στον ορίζοντα, όπως είναι η αναθεωρητική πολιτική της Τουρκίας, το πρό- βλημα εισόδου του κύματος των μεταναστών και προσφύγων και η ανάπτυξη νέων τακτικών πολέμου. Για αυτόν τον λόγο εκτιμάται ότι είναι απαραίτητη η προσπάθεια ευθυγράμμισης των εθνικών με τους κοινούς ευρωπαϊκούς στόχους όσον αφορά τον γεωπολιτικό μας χώρο.
Οι ελληνικές κυβερνήσεις μέχρι σήμερα κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η ιδιότητα της Τουρκίας ως συμμάχου στο ΝΑΤΟ έχει διαταραχθεί και προσπαθούν να αξιοποιήσουν αυτήν τη διαταραχή όσο μπορούν προς όφελος του ελληνισμού, σε κάθε γεωστρατηγικό χώρο. Αυτό σημαίνει προς ώρας ότι πρώην στρατηγικοί εταίροι της Τουρκίας, όπως το Ισραήλ και η Αίγυπτος, είναι πλέον στρατηγικοί αντίπαλοί της, και εταίροι του ελληνισμού. Τούτο είναι απλώς ένα παράδειγμα ενός υποκείμενου φαινομένου, χωρίς όμως να μειώνει την τουρκική στρατηγική αξία, για τη συμμαχία τουλάχιστον.
Τον τελευταίο καιρό, η αυξανόμενη εχθρότητα, μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας προέρχεται περισσότερο από τις τουρκικές ικανότητες παρά από την τουρ- κική συμπεριφορά. Να το πούμε λίγο διαφορετικά: Η αναζήτηση της Τουρκίας για «πολιτική ηγεμονία και υπεροπλία στη θάλασσα» αποτελεί μια υπαρξιακή απειλή για την ανεξαρτησία όχι μόνο των γειτονικών της κρατών, αλλά κυρίως για την ύπαρξη του ελληνισμού. Αυτό είναι ξεκάθαρο, καθώς η βελτιούμενη ικανότητα της τουρκικής σκληρής ισχύος, θεωρείται ότι είναι και ο βασικός παράγοντας αυτής της έντασης. Μόλις η Τουρ- κία πετύχει την αεροναυτική υπεροχή, αυτό θα σημάνει αυτόματα, ανεξάρτητα από τις τουρκικές προθέσεις, αντικειμενική απειλή για την Ελλάδα, καθώς θα είναι ασυμβίβαστο με την ύπαρξη του ενιαίου χώρου του ελληνισμού (Ελλάδας-Κύπρου).
Αυτός είναι και ο βασικότερος λόγος που η Ελλάδα πρέπει να μεταρρυθμίσει την Πολιτική Εθνικής Ασφα- λείας και τη στάση της χρήσης σκληρής ισχύος της. Έχουμε απομακρυνθεί από το είδος της αποτροπής που επιβάλλεται από ένα ναυτογενές έθνος για τη στήριξη των εθνικών μας συμφερόντων και του ζωτικού μας θαλάσσιου χώρου. Δεν καταφέραμε να συμβαδίσουμε με την αλλαγή της παγκόσμιας πολιτικής, οικονομικής και στρατιωτικής πραγματικότητας, ιδιαίτερα τα τελευταία δέκα χρόνια που βρεθήκαμε σε οικονομική ύφεση και κρίση. Μια νέα όμως Πολιτική Εθνικής Ασφαλείας, που να συνδέει τη χρήση βίας με σαφείς και άμεσες απειλές για την εθνική μας ασφάλεια και επιβίωση, θα μας έδινε τον χρόνο και τους πόρους να εκσυγχρονίσουμε την αμυντική μας στάση για την επόμενη τουλάχιστον εικοσαετία.
Οι προοπτικές για τη χρήση βίας έχουν αλλάξει ταχύτερα από ό,τι σκεφτόμασταν στον πολεμικό σχεδιασμό μας. Τα λάθη του παρελθόντος και η μεταβαλλόμενη φύση του πολέμου πρέπει να ληφθούν πλέον υπόψη με σκοπό να διορθωθούν τάχιστα. Μια νέα διάσταση της απειλής της εθνικής ασφάλειας έχει εξελιχθεί στον θαλάσσιο χώρο των συνόρων όλου του ελληνισμού και απαιτείται στρατηγική σκέψη και προσήλωση, που θα πρέπει να ενσωματωθεί σε μια ολοκληρωμένη εγχώρια Αμυντική Στρατηγική, στηρίζοντας όχι μόνο τη ναυπηγοεπισκευαστική ικανότητά μας, αλλά ταυτόχρονα και την εγχώρια αμυντική βιομηχανία.
Είναι κανόνας ότι οι οικονομικές πραγματικότητες συνδέονται άμεσα με τις στρατιωτικές δαπάνες. Η Ελλάδα δεν μπορεί πλέον να αντέξει οικονομικά την ανυπαρξία σκέψης με στρατιωτικές εξαγορές. Οι καταχρήσεις του παρελθόντος, όπου οι πολιτικοί πίεζαν για στρατιωτικό εξοπλισμό τον οποίο οι ένοπλες δυνάμεις δεν ήθελαν ή δεν χρειάζονταν, και γίνονταν αποδεκτές ως μέρος ενός παιχνιδιού εξαγοράς εκτός ελέγχου, αντιμετωπίζουν πλέον μια έντονη οικονομική πραγματικότητα. Δεν μπορούμε να τις αντέξουμε.
Τι χρειάζεται να γίνει;
Πρώτον, η τρέχουσα στρατηγική και πολιτική πρέπει να αλλάξουν με την επιστροφή στην αξιόπιστη αποτροπή του πολέμου.
Αυτό απαιτεί μια επίμονη και εσκεμμένη αλλαγή στην αμυντική νοοτροπία. Να δούμε αξιόπιστα και με ρεαλισμό την εθνική μας άμυνα ως το «εργαλείο» ανάμεσα στα όργανα ισχύος του έθνους. Να δηλώσουμε επίσημα τις κόκκινες γραμμές. Όταν ο πόλεμος δηλώνεται με τη δέουσα διαδικασία, δεν αφήνει τίποτα αμφιλεγόμενο. Οι Έλληνες δεν χρειάζονται καθοδήγηση για μια δίκαιη, ηθική χρήση ισχύος.
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής έχουν βάλει πολύ νερό στο κρασί τους επί δεκαετίες, με κατευναστικές πολιτικές. Η στρατιωτική ισχύς πρέπει να είναι και πάντα θα είναι κρίσιμο όργανο της διπλωματίας μας, και να έχει τεράστιο, εγγενή στρατιωτικό αντίκτυπο στους υπολογισμούς φίλων και αντιπάλων. Η «επίδειξη ισχύος» έχει χρησιμότητα, επειδή συνδέει το σύνολο των δυνατοτήτων μας με πολιτικο-στρατιωτικές καταστάσεις.
Μια σαφώς διαρθρωμένη νέα Πολιτική Εθνικής Ασφάλειας, που το λαμβάνει αυτό υπόψη, είναι μια καλή αρχή για να ξεκινήσουμε. Η πραγματοποίηση ενός αμυντικού προϋπολογισμού και των ευρύτερων στρατιωτικών πολιτικών και στρατηγικών σύμφωνα με την εν λόγω Πολιτική Εθνικής Ασφαλείας θα είναι το επόμενο βήμα.
Δεύτερον, πρέπει να αντιμετωπίσουμε τη νέα εποχή.
Οι παλαιές έννοιες, που βασίζονταν σε μια ισορροπία δυνάμεων η οποία εξαρτιόνταν από μια επισφαλή αποδοχή της λογικής με βάση τις θεωρίες και τα «σκαλοπάτια» της κλιμάκωσης, είναι ξεπερασμένες. Οι πιθανοί παίκτες έχουν αλλάξει, τα όπλα δεν είναι τα ίδια, και τα πιθανά σενάρια είναι σημαντικά διαφορετικά από ό,τι στο παρελθόν. Μια απειλή αμοιβαίας αυτοκτονίας είναι πλέον πειστική μεταξύ των εθνικών κρατών, και δεν σημαίνει τίποτα για τους αδίστακτους παράγοντες. Πρέπει να εφαρμοστούν νέα σχέδια, πολιτικές και αντιλήψεις, πριν αντιμετωπίσουμε την όποια συμπλοκή μας. Δεν μπορούμε να προβλέψουμε ποιο θα είναι το μέγεθος αυτής της συμπλοκής, καθώς οι συνδυασμοί και οι παραλλαγές αυξάνονται σταθερά, αλλά μπορούμε να είμαστε πολύ πιο προετοιμασμένοι από ό,τι είμαστε τώρα.
Τρίτον, πρέπει να προσαρμόσουμε και να εκσυγχρονίσουμε τη δομή των δυνάμεών μας για να εξυπηρετήσουμε μια ενημερωμένη ελληνική προσέγγιση για τη χρήση βίας, προσαρμοσμένη στον τρόπο που κατανοούν και θα στηρίξουν οι Έλληνες την απόφαση ακόμη και για πόλεμο. Έχουμε μια ισχυρή βάση από την οποία θα ξεκινήσουμε. Ο εκσυγχρονισμός και η προσαρμογή στη νέα Πολιτική Εθνικής Ασφαλείας μπορεί να γίνει με λογικό ρυθμό. Βασικά, πρέπει να αξιοποιήσουμε ό,τι έχουμε, ενώ παράλληλα να οικοδομούμε και να διαμορφώνουμε τις δυνάμεις μας με σύνεση και ορθολογισμό. Η ικανότητα κινητοποίησης πρέπει να επανεξεταστεί και να ενισχυθεί, καθώς οι δυνατότητες και οι προθέσεις για χρήση στρατιωτικής ισχύος αυξάνονται. Αυτό συνεπάγεται όχι μόνο νέες προσεγγίσεις στις αποθεματικές δυνάμεις και τις δυνάμεις της εθνοφρουράς, αλλά και μια νέα αντίληψη για «πυρήνες» μόνιμων ενεργών δυνάμεων που θα λειτουργούν κυρίως για την εκτέλεση επιχειρήσεων.
Επίλογος
Οι μεταβολές στη διεθνή ισορροπία ισχύος θα οδηγήσουν αναπόφευκτα σε αλλαγές στις κυριότερες απειλές για την ασφάλεια οποιουδήποτε έθνους. Αυτές πρέπει να καλυφθούν από μεταβολές στην Πολιτική Εθνικής Ασφαλείας και αντίστοιχες αλλαγές στις στρατηγικές έννοιες των υπηρεσιών. Καθώς διανύουμε μια πολύ κρίσιμη περίοδο παγκοσμίως, η πατρίδα μας βρίσκεται σε ένα σημαντικό σταυροδρόμι όσον αφορά τις Ένοπλες Δυνάμεις. Σε όλες αυτές τις σύγχρονες απειλές, πρέπει να δοθούν απαντήσεις. Και γρήγορα. Κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε ποτέ να προ- έλθει από την υιοθέτηση των στρατηγικών επιλογών μιας κατευναστικής πολιτικής. Αντ’ αυτής, καλύτερα να αναζητηθεί μια νέα πολιτική, με πυλώνες τις αρχές της ρεαλιστικής αντίληψης. Οι σχεδιαστές της εθνικής στρατηγικής και της Πολιτικής Εθνικής Ασφαλείας γνωρίζουν ότι πρέπει να έχουν πάντα υπόψη τους την ασύμμετρη διάσταση της απειλής, η οποία δέον είναι να εκφραστεί σε κάθε επίπεδο, τακτικό, επιχειρησιακό και στρατηγικό.
Οφείλουμε να αποκτήσουμε έναν προσανατολισμό για να εξελιχθούμε σε γεωπολιτική δύναμη της Μεσογείου και του βαλκανικού χώρου. Βασική προϋπόθεση για την επίτευξη αυτού του προσανατολισμού είναι η Πολιτική Εθνικής Ασφαλείας μας να παράσχει ένα αποτρεπτικό δόγμα με σύγχρονες αμυντικές υποδομές και με σωστή τεχνογνωσία για τα θέματα αμυντικής και εξωτερικής πολιτικής με συμμαχίες τόσο στα Βαλκάνια, όσο και στη Μεσόγειο. Αντί λοιπόν να γινόμαστε θεατές των διαφόρων καταστάσεων στη γειτονιά μας, να προβούμε σε διεξοδικό καθορισμό της Πολιτικής Εθνικής Ασφαλείας, διότι είναι πράγματι ζωτικής σημασίας σε μια εποχή όπου η γειτονιά μας μοιάζει με «δαχτυλίδι της φωτιάς» και όχι με «δαχτυλίδι γάμου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου