Πέμπτη 1 Μαΐου 2014

ΕΧΕΤΕ ΓΕΙΑ ΠΑΙΔΙΑ - ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΔΑ

Ναπολέων Σουκατζίδης. Εθνικός ήρωας, Ακροναυπλιώτης, μάρτυρας στο Χαϊδάρι. Εκτελέστηκε στην Καισαριανή την Πρωτομαγιά του 1944 ανάμεσα στα 200 στελέχη και μέλη του ΚΚΕ... 

Μάθημα πατριωτισμού... Αγνού και άδολου εθνισμού... Από ήρωες μοναδικούς που αγάπησαν πραγματικά την Ελλάδα και το λαό της με την καρδιά τους και με το αίμα τους...


Οι διάλογοι που ακολουθούν είναι αυθεντικοί, και θα στοιχειώνουν πάντα τους δωσίλογους, τους εθνομηδενιστές, αλλα και τους νεοναζι πατριδοκάπηλους, όλους αυτούς δηλαδή που μίσησαν, κατέδωσαν. δολοφόνησαν τους πραγματικούς ήρωες του λαού μας. Δέιτε τους...


-Ναπολέων Τσουκατζίδης! 
Βγαίνει κι ο Ναπολέων. Και ο στρατοπεδάρχης κομπιάζει μπροστά σ’ αυτόν τον ήρωα που μιλά εφτά γλώσσες και δέχεται μέσα στο Χαϊδάρι με θεϊκή γαλήνη τα μαρτύρια και κρατά στις καρδιές των μαρτύρων αναμμένη τη φλόγα της ελπίδας και του αγώνα. 
-Όχι εσύ, Ναπολέων! 
-Γιατί όχι εγώ; 
-Εσύ δεν θα τουφεκιστείς. 
-Και πόσους θα τουφεκίσεις, αν εξαιρεθώ εγώ; 
-Διακόσιους. 
-Όχι. Δεν δέχομαι κανένας να μ’ αντικαταστήσει. Είμ’ Έλληνας! 
Μεταξύ των διακοσίων που εκτελέστηκαν την Πρωτομαγιά του 1944 ήταν και ο Ναπολέων Σουκατζίδης, ο μεγάλος ήρωας του Χαϊδαρίου.
Ο Ναπολέων Σουκατζίδης ήταν πρότυπο ελεύθερου ανθρώπου, αγνού πατριώτη και αντιστασιακού, ήταν κομμουνιστής. Στην τελευταία πράξη της ζωής του επαναλαμβάνει ό,τι έκανε καθημερινά ως κρατούμενος του ντόπιου φασιστικού καθεστώτος και αργότερα των Γερμανών καταχτητών. Φτάνει στην υπέρβαση. Του χαρίζεται η ζωή από τον καταχτητή και κείνος επιλέγει ελεύθερα και συνειδητά το θάνατο, απειλώντας τους Γερμανούς εκεί στο Σκοπευτήριο πως η Ελλάδα θα νικήσει και εκείνοι θα συντριβούν.

Ο Δ. Ψαθάς διηγείται την ιστορία του Ν. Σουκατζίδη που ήταν κρατούμενος – διερμηνέας στις φυλακές Χαϊδαρίου κατά τη διάρκεια της Κατοχής:

Κι εκεί στο Χαϊδάρι… Διακόσια ονόματα φωνάζει ο στρατοπεδάρχης. Οι Ακροναυπλιώτες. Άνθρωποι που λιώσαν στα μπουντρούμια και τις εξορίες της τετάρτης Αυγούστου, που δεμένους χειροπόδαρα τους άφησε στον Γερμανό.
-Ναπολέων Τσουκατζίδης¹!
Βγαίνει κι ο Ναπολέων. Και ο στρατοπεδάρχης κομπιάζει μπροστά σ’ αυτόν τον ήρωα που μιλά εφτά γλώσσες και δέχεται μέσα στο Χαϊδάρι με θεϊκή γαλήνη τα μαρτύρια και κρατά στις καρδιές των μαρτύρων αναμμένη τη φλόγα της ελπίδας και του αγώνα.
-Όχι εσύ, Ναπολέων!
-Γιατί όχι εγώ;
-Εσύ δεν θα τουφεκιστείς.
-Και πόσους θα τουφεκίσεις, αν εξαιρεθώ εγώ;
-Διακόσιους.
-Όχι. Δεν δέχομαι κανένας να μ’ αντικαταστήσει. Είμ’ Έλληνας!
 

Επιμένει ο στρατοπεδάρχης. Αλύγιστος ο Ναπολέων. Και βγαίνουν έξω απ’ τον σωρό οι διακόσιοι και στήνουνε χορό: Έχε γεια, καημένε κόσμε, έχε γεια, γλυκειά ζωή! Βλέπει ο Γερμανός στρατοπεδάρχης τούτους τους διακόσιους που απάνω τους βαραίνει ο ίσκιος του θανάτου να χορεύουν, να τραγουδούν και ν’ αποχαιρετάνε τους συντρόφους τους 

-σαστίζει. Τι είναι τούτο δω; Αντηχεί ο αέρας από αντάρα αντρίκια:
-Έχετε γεια, παιδιά.
-Ζήτω η Ελλάδα!
-Σαν άντρες θα πάμε!
 

Και τους ανεβάζουν στ’ αυτοκίνητο -σωρό. Κι είναι πρωτομαγιά. Κι είναι γλυκός ο πρωινός αέρας, ολόχρυση η αυγή κι ο Υμηττός κεντιέται με χρυσάφι. Κι εκεί στο σφαγείο στήνονται τα πολυβόλα για το μεγάλο μακελειό. Μαζί θα πέσει κι ο Ναπολέων, που ένα “ναι” να ‘λεγε του Γερμανού είχε γλυτώσει.
(…)

 

-Ποιοι ήσαν; Ποτέ δεν έδωσαν κατάλογο των ονομάτων τους οι Γερμανοί. Μαθαίνουμε μερικούς. Ωστόσο στη ματωμένη ιστορία της Αντίστασης του Έθνους πέρασαν όλοι μ’ ένα όνομα μέσα στη μνήμη και την καρδιά του πονεμένου αυτού λαού. Οι Διακόσιοι της Πρωτομαγιάς. Βουβή και πικραμένη τους κλαίει η αγωνιζόμενη Αθήνα. Οι Διακόσιοι Άγιοι που μαρτύρησαν μαζί -κοντά σ’ άλλους χιλιάδες- σε τούτο τον υπέρτατο αγώνα για την τιμή και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου.

Η Βούλα Δαμιανάκου καταγράφει την μαρτυρία της από τη συνάντησή της με τον Ναπολέοντα Σουκατζίδη σε ένα από τα στρατόπεδα του μαρτυρίου,  στο βιβλίο που έγραψε από κοινού με τον σύντροφό της Βασίλη Ρώτα «Μνημόσυνο» (Αθήνα, 1961):

«Ο Ναπολέων είταν ο πρώτος Ακροναυπλιώτης που μίλησα μαζί του, όταν έπειτα από πολλές ταλαιπωρίες μας έφεραν στο στρατόπεδο Τρικκάλων στα Κουτσομύλια.
Είμαστε μια παρέα δεκατρείς, δώδεκα άντρες και μια κοπέλα, εγώ, οι περισσότεροι πολύ νέοι, σχεδόν παιδιά. Δεν προφτάσαμε να πάρουμε ανάσα και μας φώναξαν, μας βάλαν στη γραμμή για να μας πάρουν τα στοιχεία. Είταν ένας ηλικιωμένος Ιταλός μπριγκαντιέρι και πλάι του ένας νέος λεβεντόκορμος, με πρόσωπο λαμπερό που το φώτιζε ένα γλυκύτατο χαμόγελο, Έλληνας διερμηνέας. Με φωνή γλυκιά και θερμή που φανέρωνε συγκίνηση και με χαμόγελο όλο αγάπη, μας ερωτά τ’ όνομα, τα χρόνια, τη δουλειά, τον τόπο που γεννηθήκαμε κι ό,τι άλλο του ζητάει ο μπριγκαντιέρι. Εμείς, καμένοι απ’ όλους τους προηγούμενους διερμηνείς, με πείρα πού ‘καιγε πάνω στο κορμί μας για τους μελιστάλαχτους τρόπους τους, τον πήραμε κι αυτόν για κάποιον πουλημένο χαφιέ και στις γιομάτες καλοσύνη κι ευγένεια ερωτήσεις του απαντούσαμε κοφτά και άγρια.

Επλησίαζε η σειρά μου να δώσω τα στοιχεία μου και τον άκουσα που ‘λεγε στον μπροστινό μου: «Εσείς σίγουρα είστε νεολαίος».
―Γιατί δε σου γιομίζω το μάτι; Του απάντησε με περιφρόνηση ο Στρατής. Ύστερα ήρθε η σειρά μου.
―Για να ιδούμε εσείς, νεολαίϊσα, πόσα χρόνια θα μας κρύψετε; Είμουν απελπισμένη που η σύγχιση δε μ’ άφηνε να βρω μια καλή απάντηση όπως του ‘πρεπε να του δώσω, όταν ακούω κάποιον να του λέει:
―Εμ, πώς να μην κρύβει τα χρόνια της, που ‘πεσε πάνω σε τέτοιον γαμπρό;
Ο διερμηνέας όμως, αντί να θυμώσει, έβαλε τα γέλια, που αυτό μας κορύφωσε την αγανάκτησή μας.
Τον έβλεπα έπειτα παντού, μέσα σ’ όλα, πάντα με το χαμόγελό του, παρέα με όλους κι έκανα τη σκέψη πως η ανοχή που του δείχναν είταν πολιτική. Με πρώτη ευκαιρία ρώτησα έναν πατριώτη μου Ακροναυπλιώτη, πού βρισκόταν ο Ναπολέων Σουκατζίδης, γιατί ‘χα νέα γι’ αυτόν από την Αθήνα.
―Μα τον εγνώρισες πρώτον πρώτον, είν’ αυτός που σας έκανε τον διερμηνέα όταν ήρθατε.
Έμεινα μ’ ανοιχτό το στόμα.
―Ώστε, ρώτησα μ’ απορία και μ’ ακόμη πιο μεγάλη απογοήτεψη, ο Σουκατζίδης έγινε χαφιές;
―Τι λες; Για όνομα του θεού! Πώς σου πέρασε τέτοια ιδέα; Ο Ναπολέων είναι απ’ τα καλήτερα παιδιά της Ακροναυπλίας, σπάνιος αγωνιστής, μακάρι να του ‘ μοιαζα!
Πέρασε μια βδομάδα ώσπου να βρω ευκαιρία να του ειπώ τα χαιρετίσματα που του ‘φερνα απ’ τη Χαρά, την αρεβωνιαστικιά του, που χρόνια τον περίμενε να γυρίσει. Τι να ‘κανα; Έβαλα τη ντροπή στην πάντα, του ζήτησα συγγνώμη και του είπα τα νέα.
―Μου φέρνεις νέα τόσο χαρούμενα κι άργησες τόσο πολύ να μου τα ειπείς; Μου είπε με παράπονο. Το πρόσωπό του όμως έλαμπε από χαρά. Έτσι έκαμα την γνωριμία με το πιο λαμπρό παιδί της Ακροναυπλίας.
Μόνο τεχνίτης μεγάλος θα μπορούσε να ζωγραφίσει την όψη του την χαμογελαστή. Όψη που να χορεύουν πάνω της αγκαλιασμένες η πίστη και το θάρρος, η σεμνότητα κι η αξιοπρέπεια, η ευγένεια κι η μεγαλοσύνη, η αγάπη κ η συγκατάβαση και πάνω σ’ όλα η καλοσύνη. Τίποτα δεν είχε για όλους εμάς τους συγκρατούμενούς του τόση γοητευτική δύναμη όσο το φωτεινό του χαμόγελο που το σκόρπιζε άφθονο σε φίλους και σ’ εχθρούς, σε άδικους και δίκιους. Δεν είταν κρατούμενος που να μην ένιωσε το χάδι απ’ το βλέμμα του, τη ζέστα απ’ το χαμόγελό του, την προθυμία της απεριόριστής του συγκατάβασης. Είταν σαν να μάγευε και να θεράπευε μαζί.

Εμάλωνε με το χαμόγελο, έκανε σύσταση με το χαμόγελο, δεχόταν ή αρνιόταν κάτι με το χαμόγελο, τους αντιπάλους του με το χαμόγελο τους έβαζε στη θέση τους και την ακαταδεξιά του ακόμη και την περιφρόνησή του την έδειχνε με το χαμόγελο. Με το χαμόγελο αποχαιρέταγε τους συντρόφους του όταν τους παίρναν για εκτέλεση, κι αυτό του το χαμόγελο είταν ένα χαμόγελο σφαγμένο και πιο θλιμένο από το κλάμα.
Με χαμόγελο γιομάτο ικανοποίηση, γιομάτο λεβεντιά και περηφάνεια έδωσε το παρών στο προσκλητήριο την Πρωτομαγιά του 1944. Όλοι γύρισαν σε κείνον. Κι αυτοί που θα ‘φευγαν μαζί του και κείνοι που θα ‘μεναν. Όλοι ήθελαν να μείνει κι οι πρώτοι κι οι τελευταίοι και μόνο ο Ναπολέων ήθελε να ‘ναι με τους πρώτους. Ο Γερμανός χτηνάνθρωπος ταράχτηκε στο άκουσμα αυτού του ονόματος που το είχε ξεστομίσει το ίδιο του το στόμα. Μπροστά του, φωνάζοντας ο καθένας παρών μόλις άκουγε τ’ όνομά του, μπαίναν στη γραμμή οι Ακροναυπλιώτες, φρέσκοι, χαμογελαστοί, λαμπροφορεμένοι, λες και θα πήγαιναν στο πανηγύρι. Μπροστά του έχουν πάρει κιόλας τη θέση τους το ένα τρίτο των παιδιών της Ακροναυπλίας. Μια οργανωμένη αγωνιστική δύναμη τεράστια, που είχε νικήσει σε μάχες πολύ πιο σκληρές, που ‘χε κερδίσει τη μεγάλη μάχη της ζωής για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια κι η μάχη προς τον θάνατο είταν πια κερδισμένη από τα πριν. Ο Γερμανός στρατοπεδάρχης, που όλες του οι χτηνώδικες ενέργειες στο Χαϊδάρι για να λυγίσουν εκείνοι οι ήρωες πήγαν χαμένες, το ‘ξερε καλά αυτό.

Μπροστά σ’ αυτό το μεγαλείο κάτι σαν ίχνος συνείδησης άρχισε να σαλεύει μέσα στα βάθη του σκοτεινού εαυτού του, που ίσως θα ‘θελε να διαμαρτυρηθεί. Κάτι σαν αντίλαλος παλιάς λησμονημένης ανθρωπιάς που του ξυπνάει το αίσθημα του θαυμασμού και που σαν φτάνει στ’ όνομα του Σουκατζίδη ξεσπάζει: «Όχι εσύ, Ναπολέων, όχι εσύ!» Εκείνη την ώρα ο Ναπολέων ανατριχιάζει, καταλαβαίνει πως περνάει την πιο κρίσιμη ώρα της ζωής του. Η ευαισθησία του δοκιμάζεται όσο ποτέ. Η τιμή του, που τόσο την διαφέντεψε ολοζωής, κιντυνεύει. Πρέπει να προλάβει πριν να ‘ναι πολύ αργά, πριν ο στρατοπεδάρχης αρπάξει τυχαία κάποιον σύντροφό του άλλον και τον βάλει στη θέση του.

Στηριζόμενος ίσα – ίσα σ’ αυτόν τον θαμασμό του Γερμανού στρατοπεδάρχη, του λέει: «Θέλεις να μ’ αντικαταστήσεις όχι από εχτίμηση, αλλά μόνο και μόνο για να με κάμεις από Σουκατζίδη τίποτα.  Μ’ αν πραγματικά μ’ εχτιμάς, η μόνη χάρη που μπορείς να μου κάμεις είναι να μ’ αφήσεις να πεθάνω σαν όλους στη θέση μου, γιατί ο συνεπής αγωνιστής δεν αλλάζει τη θέση του με τίποτε και για κανέναν λόγο, μάλιστα όταν η θέση του αυτή είναι μπροστά στο πολυβόλο».

Κι ο μπόγιας σκύβει το κεφάλι, συμφωνεί κι αποκαλύπτεται.
Φεύγοντας σαν τον ήλιο που πάει να βασιλέψει, άφησε το τελευταίο του χαμόγελο πάνω στα θλιμένα πρόσωπα των συντρόφων του που έμεναν πίσω να τους ζεστάνει στην κρυάδα του θανάτου που σκόρπισε στο στρατόπεδο κείνο το πρωινό.»
(Διατηρήθηκε η ορθογραφία της έκδοσης)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου