Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2012

ΠΑΡΑΠΑΤΙΑ ΚΑΙ ΧΑΝΔΑΚΕΣ

Οι πρώτοι τροχονόμοι ονομάζονταν «οδοφύλακες», τα πεζοδρόμια «παραπάτια», οι αποστάσεις μετριόνταν με «σχοινίδια», τα πρόστιμα για παραβάτες, πεζούς και τροχοφόρα, ήταν ιδιαίτερα τσουχτερά και ο πρώτος κώδικας οδικής κυκλοφορίας είχε τίτλο «περί της καθ’ οδόν απαντήσεως των αμαξών, εφίππων κ.λπ.». 

του ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΣΚΙΑΔΑ

Πρόκειται για σειρά τριών νομοθετημάτων που θέσπισε η αντιβασιλεία και σκόπευαν να καλλιεργήσουν οδική συνείδηση στους Έλληνες και να θέσουν τα θεμέλια για τη λειτουργία του νέου οδικού δικτύου.
Πότε συνέβαιναν όλα αυτά; Μα όταν φτιάχτηκαν οι πρώτοι δρόμοι, στα τέλη 1836! Τότε, αποφασίστηκε η λήψη μέτρων, τα οποία αποσκοπούσαν στην προστασία των δρόμων ώστε να διατηρούνται σε καλή κατάσταση αφού κατασκευάσθηκαν «δια τοσούτων δημοσίων δαπανών». Ήταν η εποχή, που οι μόνοι έτοιμοι δρόμοι, ήταν... 


Η οδός Πειραιώς, που οδηγούσε από την πρωτεύουσα στο λιμάνι της και ο δρόμος από την πρώτη πρωτεύουσα το Ναύπλιο προς Άργος. Όσο γραφικά φαντάζουν σήμερα, στην εποχή τους τα μέτρα αυτά ήταν πρωτοποριακά και αποτελούσαν αντιγραφή θεσμικών μέτρων που ίσχυαν στις σημαντικότερες πρωτεύουσες της Ευρώπης.

Επιστάτες – Οδοφύλακες: Οι πρώτοι τροχονόμοι!
Η επιτήρηση των δρόμων ανατέθηκε σε ειδική υπηρεσία, την πρώτη «τροχαία» που συστήθηκε στη χώρα μας. Μία για την οδό Πειραιώς και μία για την οδό Ναυπλίου – Άργους. Επικεφαλής τέθηκε ο «επιστάτης», ο οποίος εκλεγόταν μεταξύ των αξιωματικών των αποκαλούμενων «ελαφρών στρατευμάτων». Ο «επιστάτης» τέθηκε στη διάθεση του νομομηχανικού και είχε υπό τις διαταγές του τους τροχονόμους της εποχής, οι οποίοι αποκαλούνταν «οδοφύλακες». Οι τελευταίοι ήταν επιφορτισμένοι με την επιτήρηση και την προφύλαξή των δρόμων από τυχόν βλάβες. Εντάχθηκαν κανονικά στο προσωπικό «δημόσιας ασφάλειας», δηλαδή στο αστυνομικό σώμα της εποχής.
Οι επιστάτες είχαν το δικαίωμα να οπλοφορούν, ενώ οι οδοφύλακες φορούσαν περιβραχιόνιο με την ένδειξη «Βασιλικός Οδοφύλαξ». Ταυτοχρόνως βέβαια παρέμεναν υπεύθυνοι οι χωροφύλακες και οι δημοτικές αρχές για τη μύνηση των παραβατών. Και λόγω αδυναμίας των τότε αστυνομικών αρχών να προβαίνουν σε εξακρίβωση των στοιχείων όσων παραβατών δεν γνώριζαν οι ίδιοι, είχαν επίσης το δικαίωμα να προβαίνουν σε κρατήσεις και να οδηγούν τους παραβάτες στον ειρηνοδίκη για τα περαιτέρω.
.
«Παραπάτια» και «χάνδακες»
«Παραπάτια» ονομάζονταν τα πρώτα χρόνια τα πεζοδρόμια, ενώ το μέσον του δρόμου αποκαλούνταν «χάνδακας», προφανώς γιατί ήταν κάτι τι χαμηλότερα. Έτσι εξάλλου αποκαλούνταν ακόμη και στα επίσημα Βασιλικά Διατάγματα. Σύμφωνα λοιπόν, με το πρώτο εξ αυτών, «τα παραπάτια είναι προσδιωρισμένα δια τους πεζούς, το δε μέσον των μεγάλων οδών δια την διάβασιν των ζώων και των αμαξών». Επομένως απαγορευόταν «το να πηγαίνη έφιππος, με αμάξας ή με χειράμαξας ή να διέρχεται τις εις τα παραπάτια, ή να περνά εκείθεν ζώα, ωσαύτως και εις τους πεζούς εμποδίζεται να κατέρχωνται εις τους χάνδακας της οδού». Οι άμαξες της εποχής έπρεπε «να παραμερίζωσιν αμοιβαίως ώστε να διαβαίνουν πάντοτε δεξιά η μία της άλλης».
Εφόσον δε προβλεπόταν κατά μήκος των μεγάλων δρόμων να μπαίνουν δενδροφυτείες, απαγορευόταν αυστηρά στους ιδιοκτήτες των ζώων να τους επιτρέπουν να πλησιάζουν δένδρα. Επίσης απαγορευόταν «ν’ αφίνουν επί των οδών αμάξια, οχήματα και άλλα τοιαύτα, είτε φορτωμένα, είτε αφόρτωτα και μάλιστα την νύκτα∙ εις περίστασιν δε όταν τύχη να συντριφθή άμαξα τις, πρέπει να μεταφερθή πριν νυκτώση έξω της οδού αυτή τε και το φορτίο της∙ ή αν τούτο δεν ήναι δυνατόν χρεωστεί να ανάπτη φως»!

Τσουχτερά πρόστιμα και προσωπική εργασία
Απαγορευόταν να κατεβαίνουν ζώα «εις τους χάνδακας της οδού», να πορίζονται στο δρόμο και να περνούν κατά μήκος. Ιδιαίτερη μνεία γινόταν στους βοσκούς, ώστε να αποφεύγουν να περνούν τα κοπάδια τους από τους δρόμους, αλλά να δημιουργούν ειδικά περάσματα (γέφυρες), σε συνεργασία με τις τοπικές αρχές. Επίσης, απαγορευόταν αυστηρά οι βλάβες στα κάγκελα των δρόμων, στους μιλιοδείκτες ή στα δημόσια μνημεία.
Τα πρόστιμα για τους παραβάτες ήταν ιδιαίτερα τσουχτερά και χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες. Στην πρώτη κατηγορία, η οποία πλήρωνε πρόστιμο έως 20 δραχμές, υπάγονταν όσοι είχαν παραβεί τις διατάξεις για τα «παραπάτια», την κυκλοφορία στο δρόμο και τις βλάβες στις δενδροστοιχίες. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκαν όσοι στάθμευαν φορτωμένα κάρα και άφηναν τα κοπάδια τους να κυκλοφορούν στους δρόμους ή προκαλούσαν βλάβες στις ταμπέλες. Αυτοί τιμωρούνταν με πρόστιμο από δέκα έως πενήντα δραχμές. Το πρόστιμο αποφασιζόταν από τον ειρηνοδίκη και τα χρήματα έμπαιναν στα δημοτικά ταμεία, ενώ ο παραβάτης ήταν υποχρεωμένος να διορθώσει τυχόν βλάβες ή να αποζημιώσει ανάλογα το δημόσιο. Και όταν δεν είχε να πληρώσει κρατούνταν και εργαζόταν για τη διόρθωση των οδών τόσες ημέρες, όσες απαιτούνταν για να πληρώσει το χρέος του ανάλογα με το ημερομίσθιο κάθε εποχής!

Ο άτυπος κώδικας οδικής κυκλοφορίας
Το τρίτο κατά σειρά Διάταγμα εκδόθηκε τις πρώτες ημέρες του 1837, αφορούσε την οδική συμπεριφορά στους δρόμους του ελληνικού βασιλείου και θεωρήθηκε από αρκετούς ερευνητές ως ο πρώτος κώδικας οδικής κυκλοφορίας. Επαναλάμβανε πως τα τροχοφόρα, οι έφιπποι κ.λπ. έπρεπε να πηγαίνουν δεξιά «και να μένη ούτως η δίοδος ελευθέρα απ’ αμφότερα τα διαβαίνοντα μέρη», ενώ όποτε εμφανίζονταν ταχυδρόμοι που σάλπιζαν υποχώρηση όλοι έπρεπε να παραμερίσουν! Οι παραβάτες δε τιμωρούνταν με πρόστιμα, τα οποία προσδιορίζονταν από τον ειρηνοδίκη στον οποίο έστελνε τους πρώτους ο εκάστοτε δήμαρχος.

Οι πινακίδες και οι αποστάσεις
Στις άκρες των δρόμων στήνονταν πάνω σε πασσάλους μαύρες πινακίδες, όπου με λευκά γράμματα γράφονταν –συνοπτικά– οι οδηγίες για τις παραβάσεις! Υπήρχε όμως και η δημόσια σήμανση των δρόμων που αφορούσε το μήκος των διαδρομών σύμφωνα με το μετρικό σύστημα που ίσχυε στο νεοσύστατο κράτος. Τα διαστήματα των δρόμων μετρούνταν με στάδια (χίλια μέτρα = ένας βασιλικός πήχυς), σχοινίδες (χίλια μέτρα = ένας βασιλικός πήχυς) και ½ σχοινίδα ή λεύγα (5.000 μέτρα). Έτσι αναφέρει ένα ξεχωριστό Διάταγμα που εκδόθηκε στα τέλη Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου (1836).
Υπήρχαν όμως και πέτρινες σκαλισμένες πινακίδες που έδειχναν τις αποστάσεις! Τοποθετούνταν σε τακτά διαστήματα, τριάντα πόντους μέχρι ένα μέτρο πάνω από τη γη με σκαλισμένα τα αρχικά του μέτρου [ΣΧ (σχοινίδες), ΩΡ (λεύγες) και ΣΤ (στάδια)] και δίπλα την απόσταση. Η αρίθμηση των αποστάσεων (στάδια, λεύγες, σχοινίδες) άρχιζε από την πρωτεύουσα προς τις πλησιέστερες πόλεις. Από εκεί άρχιζε πάλι νέα αρίθμηση προς όλες τις διευθύνσεις. Το αρχικό σημείο (Α) ήταν η συμβολή των οδών Ερμού και Αιόλου. Από εκεί γίνονταν μετρήσεις και τοποθετούνταν πινακίδες στους δρόμους: α) προς Πειραιά, β) προς Ελευσίνα, Μέγαρα, Καλαμάκι και Κόρινθο και γ) προς Θήβα.

ΜΙΚΡΟΣ ΡΩΜΙΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου