Μεγάλη Δευτέρα. Ο κύριος Χι έχει ακόμα δουλειά. Θα απολυθεί τη Μεγάλη Πέμπτη αλλά προσώρας δεν το γνωρίζει...
του ΣΤΑΘΗ
Ο ήλιος το πρωί
λαμπρός, από ανοιξιάτικος σχεδόν θερινός, κάποιες κάπως σκοτεινές
σκέψεις στο μυαλό του κυρίου Χι, τίποτε το ανησυχητικό, ή συνήθως
ρουτίνα σε μία χώρα που έχει χάσει το γέλιο της. Τω καιρώ εκείνω ανησυχούσαν οι προεστοί και κάθε βράδυ σε διαφορετικό Οίκο μαζεύονταν οι αρχηγοί των Οίκων, τα νέα απ’ την επαρχία, αλλά και ο αναβρασμός, ο βουβός αναβρασμός μέσα στην πόλη, δήλωναν...
Δυσαρέσκειες, γκρίνιες, αναταράξεις και – ο Θεός να μας φυλάει – επαναστατικές διαθέσεις!
Μα γιατί; όλα καλώς
βαίνουν! Στον Ναό κόβουν χρυσάφι οι εισπράξεις, τα ενεχυροδανειστήρια
μαζεύουν καρπό, εμείς και του πουλιού το γάλα, να ‘ναι καλά οι Ρωμαίοι, πλουτίζουν αυτοί, πλουτίζουμε κι εμείς – μήπως πλουτίσαμε πολύ αναρωτιόταν ο Νικόδημος,
ελληνίζεις πολύ Νικόδημε και σου έχουν κάνει το μυαλό πολύ μαλακό οι
φιλοσοφίες, ο παράς μετράει, σύντροφε! κι εσύ τον φυσάς, τα άλλα είναι
για τα λουτρά και τα χαμαιτυπεία...
Ετριζαν οι οιωνοί
όπως τα ξύλα στα παλιά σπίτια, αλλά ο κύριος Χι δεν ήθελε να δώσει
σημασία. Οπως και τόσοι άλλοι. Η ίδια ιστορία σε όλες τις εποχές.
Βεβαίως σήμερα είναι κάπως διαφορετικά – εν πρώτοις η μακρά ειρήνη. Συσσώρευσαν κάποια αγαθά και οι πιο ταπεινοί,
δεν τους έκαιγε κανείς το σπίτι κάθε τρεις και λίγο, ο πατέρας μου
πολέμησε σε δύο πολέμους έλεγε ο κύριος Χι, εγώ σε κανέναν και τα παιδιά
μου το ίδιο – ήταν σχεδόν φυσικό να σκέφτονται οι άνθρωποι ότι δεν θα
ξαναπολεμήσουν ποτέ, ποιοι άνθρωποι όμως; Οχι του Ιράκ ή του Αφγανιστάν ή του Σουδάν, οι Ολλανδοί, οι Ελληνες, οι Ιταλοί, αν και οι Γιουγκοσλάβοι
την πάτησαν, σκεφτόταν ο κύριος Χι, ακόμα και οι Ρώσοι, σφάχτηκαν
μεταξύ τους, Τσετσένοι, Γεωργιανοί, Αρμένιοι – μύλος, τώρα κινδυνεύω να μου πάρει το σπίτι η Τράπεζα
κατέληξε το κουβάρι των σκέψεων του κυρίου Χι καθώς έμπαινε στο γραφείο
του. Μεγάλη Δευτέρα, δεν ήξερε ακόμα ότι θα απολυθεί, έκανε
λογαριασμούς για το Πάσχα, δεν του έβγαιναν, δεν βαριέσαι κάπως θα τα
βόλευε.
Τω καιρώ εκείνω,
αγριεμένη θάλασσα ο Αννας στο αρχοντικό του, μαύρη, αναμαλλιάρα, ποιος
είναι αυτός ρωτούσε, τι ξέρουμε για αυτόν; προφήτης; θεομπαίχτης;
θαυματοποιός; τι είναι τέλος πάντων; ζηλωτής; πράκτορας των Ρωμαίων ή
εχθρός τους; τι είναι αυτά που λέει; γιατί τα λέει;
Αλλα αντ’ άλλων του
έλεγαν οι σμπίροι, άλλος έτσι κι άλλος αλλιώς, ξεσηκώνει τον κόσμο,
άρχοντά μου, δεν με ανησυχεί αυτό έλεγε ο πολύπειρος γέρων, τον ενώνει
δήλωσε ο πιο παλιός ρουφιάνος, αυτό δεν είναι καλό, απάντησε ο
παλαίμαχος Φαρισαίος και τους έδιωξε όλους εκτός απ’ τον παλαίμαχο
ρουφιάνο. Τι κάνουμε τον ρώτησε;
Το τηλέφωνο του
κυρίου Χι χτύπησε, ήταν η ιδιαιτέρα του αφεντικού, σας θέλει ο θείος του
είπε και σαν από φώτιση ο κύριος Χι κατάλαβε. Είχε έρθει η σειρά του.
Εσκυψε το κεφάλι.
Με σκυφτό το κεφάλι
βγήκε από την πόρτα του αφεντικού. Τη Μεγάλη Πέμπτη της είπε. Εκείνη
έσκυψε επίσης το κεφάλι της. Θα είναι ανοιχτό το Λογιστήριο τη Μεγάλη
Πέμπτη, ρώτησε αφηρημένα ο κύριος Χι. Εκείνη δεν απάντησε. Πήγε στο
γραφείο του κι άρχισε μηχανικά τη δουλειά του.
Δεν θα πω τίποτα στο σπίτι αποφάσισε, σαν να πήρε ανάσα, να κάνουμε Πάσχα πρώτα, και βλέπουμε.
Τι κάνουμε;
ξαναρώτησε ο άρχοντας τον σμπίρο. Τίποτα, θα φάει το κεφάλι του μόνος
του. Γιατί; Διότι είναι μόνος του. Μα ενώνει τον κόσμο. Κι εσύ τον
διαιρείς, άρχοντα. Δουλειά του αυτός, δουλειά του εσύ κι αν την κάνεις
καλά, ούτε σε δύο χιλιάδες χρόνια δεν θα ενώσει τον κόσμο ο λεγάμενος...
Ο κύριος Χι,
συγκρατήθηκε να μην δακρύσει, τόσα χρόνια δουλειάς σκυμμένος πάνω σ’
αυτό το γραφείο, τώρα τον ξερίζωναν, τον ξεσπίτωναν. Ενα ακόμα αρνί για
σφάξιμο, Χριστέ μου, μουρμούρισε και κοίταξε ψηλά.
Τω καιρώ εκείνω,
αμνός ο Ναζωραίος είχε μπει από χθες στην πόλη για τη δική του σφαγή.
Ακουσε το μουρμουρητό – κάτι σαν προσευχή ή σαν παράπονο – του κυρίου
Χι, έσκυψε το κεφάλι, πήγε να γυρίσει και το άλλο μάγουλο αλλά η κίνηση
του έμεινε μετέωρη.
Εγώ ήλθα βαλείν μάχαιραν είπε, αλλά τα χέρια που θα την φέρουν είναι τα δικά σας...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου