Το πρώτο πράγμα που πρέπει να παρατηρήσουμε, είναι ότι η συζήτηση περί εθνικού νομίσματος εξακολουθεί, προσώρας, να γίνεται με έναν εντελώς παραπειστικό τρόπο. Δηλαδή, κατά πόσο είναι εφικτή μια πορεία ανάκαμψης της χώρας μέσω της επιστροφής στη παλιά δραχμή, με το επιχείρημα της δυνατότητας υποτίμησης του νομίσματος και με αυτόν τον τρόπο ανάκτησης της περιβόητης «ανταγωνιστικότητας» της οικονομίας της χώρας...
Ο τρόπος όμως που παρουσιάζεται το θέμα, δίνει την ευκαιρία στους υπερασπιστές του ευρώ, να αντιτείνουν και μάλιστα με αρκετά πειστικό τρόπο, για τους μη ειδικούς και μη γνωρίζοντες, ότι με το εξωτερικό χρέος της χώρας σε τόσο υψηλά επίπεδα και με την οριστική απομάκρυνση της χώρας από τις αγορές, η υποτίμηση θα είναι τόσο μεγάλη και ο πληθωρισμός καλπάζων, έτσι που η επιστροφή στη «δραχμή» θα αποδειχθεί μια καταστροφική περιπέτεια.
Στην πραγματικότητα τίποτε από αυτά δεν μπορεί να συμβεί, αν η μετάβαση σε Εθνικό νόμισμα γίνει με επιλογή μας και με βάση ολοκληρωμένο σχέδιο. Αλλά οι «αστικοί» μύθοι καλά κρατούν ελέω διατεταγμένης δημοσιογραφίας και... πληρωμένης καθηγητικής αυθεντίας.
Πρόσφατα μάλιστα, επανήλθε στη συζήτηση η περίφημη λύση «Σόιμπλε», δηλαδή η επιβολή στην Ελλάδα ενός παράλληλου με το ευρώ νομίσματος, είτε με την μορφή IOU, είτε με τη μορφή νέου υποτιμήσιμου νομίσματος, απόλυτα ελεγχόμενου από τους μηχανισμούς της ευρωένωσης, σε αντάλλαγμα της παραμονής μας στην ευρωένωση, με τη συνοδεία (ή όχι) μιας απομείωσης του χρέους.
Το δίλημμα όμως σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να τίθεται με τον τρόπο που επιχειρείται. Βεβαίως τα τελευταία χρόνια, ο διάλογος κυρίως μέσω των ΜΜΕ διεξάγεται με «τσιτάτα» και με απλοϊκές ερωτήσεις και ακόμα πιο απλοϊκές απαντήσεις, που μένουν στα επιφαινόμενα και ποτέ δεν εμβαθύνουν στην ουσία των πραγμάτων. Η προσπάθεια, λοιπόν, ανάπτυξης μιας ουσιαστικής σε βάθος συζήτησης και ανάδειξης όλων των πλευρών ενός τέτοιου κορυφαίου ζητήματος και μάλιστα με την σωστή τους σειρά, αποδεικνύεται εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα κάτω από αυτές τις συνθήκες πλήρους σύγχυσης.
Το νόμισμα ως μέσο ελέγχου και επιβολής εξουσιαστικών δομών.
Το νόμισμα, θεωρείται -και εν πολλοίς είναι- ένα εργαλείο διευκόλυνσης των πάσης φύσεως οικονομικών συναλλαγών. Όμως, πέραν της χρήσης του ως «εργαλείου» εξυπηρέτησης του οικονομικού γίγνεσθαι, είναι λάθος να το αντιμετωπίζουμε (μόνον) ως τέτοιο, επειδή εξ αιτίας της χρησιμότητας και της αναγκαιότητάς του, διαμορφώνει σχέσεις, εξαρτήσεις, ισορροπίες και ανισορροπίες, άρα δημιουργεί συσχετισμούς δύναμης, συνεπώς όρους και δομές εξουσίας.
Είναι προφανές, ότι αυτός που καρπούται τα οφέλη από την κυκλοφορία του χρήματος είναι αυτός που το κατέχει. Δηλαδή, πρώτα και κύρια, ο εκδότης του νομίσματος και διακινητής του. Όλοι οι υπόλοιποι, που το χρησιμοποιούν για τις συναλλαγές τους, επωφελούνται, ή ζημιώνονται, ανάλογα με τους όρους διακίνησης και κυκλοφορίας του νομίσματος, που επιβάλει κάθε φορά ο κάτοχός του και οι οποίοι σε καμιά περίπτωση δεν είναι δυνατό να αντιστρατεύονται τα δικά του συμφέροντα.
Με τον τρόπο αυτόν το χρήμα, άρα και αυτός που εκδίδει το νόμισμα και το θέτει στην κυκλοφορία με τους όρους που τον εξυπηρετούν, παρεμβαίνει αποφασιστικά στον τρόπο που διαμορφώνονται οι οικονομικές σχέσεις. Δημιουργεί, έτσι, ευνοϊκούς για τον ίδιον συσχετισμούς δύναμης, και αναγνωρίζεται σταδιακά ως μοναδικός διαμορφωτής της κοινωνικής και πολιτικής διαδικασίας και εξέλιξης, καθιστάμενος η ουσιαστική πηγή εξουσίας. Όλα και όλοι υποτάσσονται στη δική του βούληση, αφού αυτός μπορεί να ελέγχει τα πάντα.
Το χρήμα λοιπόν με τη μορφή του εκδιδόμενου νομίσματος καθίσταται εργαλείο ελέγχου και επιβολής, άρα σημαντικό μέσον κατάκτησης και διατήρησης της εξουσίας.
Γνωστά και αυτονόητα όλα αυτά θα πει κάποιος, ενδεχομένως όχι για όλους. Παρ’ όλα αυτά, τι σχέση μπορεί να έχουν με το ερώτημα ευρώ, ή δραχμή;
Ιδιωτικό νόμισμα και Δημοκρατία είναι ασύμβατες έννοιες.
Έχει σχέση γιατί ακριβώς πριν τεθεί το ερώτημα τι είδους νόμισμα πρέπει να έχουμε, οφείλουμε να απαντήσουμε στο πρώτο και κυρίαρχο ζήτημα του ελέγχου και της εξουσίας. Ποιος τελικά κάνει κουμάντο σε μια κοινωνία, ποιος κρατάει τα κλειδιά μιας ολόκληρης χώρας;
Η ανθρωπότητα μέσα από σκληρές δοκιμασίες αιώνων και αιματηρών συγκρούσεων πολλές φορές, απεφάνθη οριστικά ήδη εδώ και διακόσια περίπου χρόνια. Οι λαοί πρέπει να κάνουν κουμάντο. Αυτοί πρέπει να αποφασίζουν σύμφωνα με το συλλογικό τους συμφέρον.
Έτσι διατυπώθηκαν τα πρώτα δημοκρατικά συντάγματα που όριζαν ως υπέρτατο αγαθό τη Λαϊκή Κυριαρχία και ότι η εξουσία ασκείται από τον ίδιο το λαό μιας χώρας μέσω των δημοκρατικών θεσμών αντιπροσώπευσης (κοινοβουλευτισμός) και προς όφελός του.
Όσο ατελής κι αν αποδεικνύεται ο κοινοβουλευτισμός στην εμπέδωση της Δημοκρατίας σε μια χώρα, η Λαϊκή Κυριαρχία μπορεί να λειτουργεί αρκετά αποτελεσματικά στο βαθμό που η κοινωνική πλειοψηφία διαθέτει τα εργαλεία προς τούτο.
Αν οι λαϊκοί αγώνες συνεχίστηκαν έκτοτε, ήταν για εμβάθυνση της δημοκρατίας και για την επικράτηση της οικονομικής δημοκρατίας που θα έδινε ουσιαστικό περιεχόμενο στη λαϊκή κυριαρχία και την πολιτική έκφραση της Δημοκρατίας με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης.
Εάν λοιπόν ισχύουν τα προηγούμενα περί του νομίσματος και των σχέσεων εξουσίας που διαμορφώνει, τότε η κοινωνία μιας χώρας μπορεί να είναι δημοκρατική και να εξελίσσεται ως τέτοια, στο βαθμό που ελέγχει τις οικονομικές της συναλλαγές, είτε αυτές αφορούν στο εσωτερικό της, είτε σε σχέση με άλλες χώρες, δηλαδή, στο βαθμό που μπορεί να ελέγχει το νόμισμα και την κυκλοφορία του.
Αν, λοιπόν, το νόμισμα ελέγχεται απ’ ευθείας από το λαό μέσω των θεσμικών του οργάνων έκφρασης της κυριαρχίας του, δηλαδή του (κοινωνικά ελεγχόμενου) κράτους και των μηχανισμών του, τότε η Δημοκρατία πραγματώνεται και εμβαθύνεται ανάλογα με τις ανάγκες και το βαθμό ωρίμανσης της ίδιας της κοινωνίας.
Βεβαίως το νόμισμα δεν αποτελεί, σε καμιά περίπτωση, από μόνο του ικανή συνθήκη της δημοκρατικής λειτουργίας μιας κοινωνίας, ή μιας χώρας, αλλά οπωσδήποτε είναι αναγκαία απαίτηση, γιατί χωρίς αυτό δεν μπορεί να υπάρξει στοιχειωδώς δημοκρατία.
Αν αντίθετα το νόμισμα και η κυκλοφορία του ελέγχεται από άλλα κέντρα, όπως π.χ. από μια μικρή ολιγαρχική ομάδα, άρα είναι ιδιωτικό, τότε η δημοκρατία σταδιακά καταλύεται, αφού η λαϊκή κυριαρχία ατονεί, η εξουσία περνάει σταδιακά, μέσω των συσχετισμών που διαμορφώνονται, στα χέρια αυτής της ολιγαρχικής ομάδας και το κράτος από οργανωμένη έκφραση της κοινωνικής πλειοψηφίας, που οφείλει να είναι, μετατρέπεται σε όργανο επιβουλής και επιβολής των συμφερόντων αυτής της ολιγαρχίας. Οι δημοκρατικοί θεσμοί π.χ. το κοινοβούλιο, ακόμα και η δικαστική εξουσία, μετατρέπονται με τη σειρά τους σε εργαλεία και μηχανισμούς εξυπηρέτησης των συμφερόντων αυτής της μικρής ομάδας, αν δεν καταλυθούν πλήρως.
Ευρώ και Εθνική Ανεξαρτησία είναι ασύμβατες έννοιες.
Αν αυτό μπορεί να συμβαίνει στο εσωτερικό μιας χώρας με μια μικρή ολιγαρχική ελίτ να εξουσιάζει μέσω του προνομίου της να εκδίδει και να ελέγχει το νόμισμα και την κυκλοφορία του, μπορούμε εύκολα να φανταστούμε τι μπορεί να συμβαίνει, όταν το νόμισμα και όλες οι οικονομικές συναλλαγές ελέγχονται από εντελώς ξένα ιδιωτικά κέντρα. Δηλαδή, όταν μια χώρα έχει, έστω οικιοθελώς, παραδώσει το προνόμιο της έκδοσης και κυκλοφορίας του νομίσματός της σε ξένες δυνάμεις, οι οποίες έτσι καθίστανται κυριαρχικές και η χώρα τίθεται υπό αυστηρή κηδεμονία.
Όλες της οι λειτουργίες δεν μπορούν παρά να ευθυγραμμίζονται με τα συμφέροντα αυτών των ξένων δυνάμεων, οι οποίες μέσω της νομισματικής κυκλοφορίας καθιστούν τη χώρα όμηρο στις δικές τους βουλήσεις και το λαό της υποτελή και παρία.
Αυτό συνέβη με την περίπτωση του ευρώ. Η Ελλάδα (και όχι μόνο), απεμπολώντας τη νομισματική της κυριαρχία στους μηχανισμούς της ευρωζώνης, αναγκάστηκε προκειμένου να καλύπτει τις ανάγκες χρηματοδότησής της σε υπερδανεισμό. Έτσι με πρόσχημα το μεγάλο εξωτερικό χρέος, που συσσωρεύτηκε με εργαλείο το νόμισμα (ευρώ), μετατράπηκε σε εσωτερική αποικία χρέους της ευρωένωσης, με την πρώτη ευκαιρία που παρουσιάστηκε.
Να γιατί λοιπόν το δίλημμα ευρώ ή δραχμή, όπως τίθεται, είναι επί της ουσίας ψευτοδίλημμα. Γιατί δεν έχει νόημα αυτό καθ’ αυτό πως θα ονομάζεται, ή η ισοτιμία του με άλλα νομίσματα, αλλά ποιος το ελέγχει.
Το ευρώ έτσι κι αλλιώς ελέγχεται από τρίτους, οι οποίοι από «εταίροι» μετατράπηκαν σε δανειστές μας και εν τέλει επικυρίαρχοί μας. Η δραχμή ή οποιοδήποτε άλλο νόμισμα μπορεί να μας επιβληθεί από τους ίδιους επικυρίαρχους (λύση Σόιμπλε - διπλό νομισματικό), προκειμένου να ολοκληρωθεί η ρευστοποίηση της χώρας που ξεκίνησε με τις πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης, με μια βίαιη εξωτερική υποτίμηση, θα έλθει να ολοκληρώσει την καταστροφή.
Συνεπώς είτε με δραχμή, είτε με ευρώ το ζήτημα είναι ποιος ασκεί τον έλεγχο.
Ιδιωτικό υπερεθνικό νόμισμα, ή Εθνικό Κρατικό;
Έτσι το πραγματικό ερώτημα είναι: ξένο (ή εγχώριο) ιδιωτικό νόμισμα, ανεξάρτητα από το πώς αυτό θα ονομάζεται, ή Εθνικό Κρατικό νόμισμα, πάλι ανεξάρτητα από το πώς αυτό θα ονομαστεί.
Το Εθνικό Κρατικό νόμισμα διαφοροποιείται από άλλους τύπους νομισμάτων, αφού αυτό εκδίδεται, ελέγχεται και διακινείται από την ίδια την πλειοψηφία της κοινωνίας μέσα από τις κρατικές δομές μιας χώρας, άρα αυτό διευκολύνει την ανάπτυξη συσχετισμών τέτοιων προς όφελος των δημοκρατικών θεσμών, της εμβάθυνσής τους, της οικονομικής αυτοτέλειας και εν τέλει της ευημερίας μιας κοινωνίας, μέσω μιας ολοένα και πιο δίκαιης κατανομής του παραγόμενου πλούτου.
Στην Ελλάδα ουδέποτε υπήρξε Εθνικό Κρατικό νόμισμα με αυτήν την έννοια. Την περίοδο της δραχμής, το νόμισμα ήταν επί της ουσίας ιδιωτικό, με περιορισμένες δυνατότητες παρέμβασης του κράτους ως εκφραστή των κοινωνικών συμφερόντων, το οποίο με τη σειρά του εξ αρχής οικοδομήθηκε για να εξυπηρετεί στο διηνεκές τα συμφέροντα μιας μειοψηφούσας ελίτ, πλήρως εξαρτώμενης από ξένες δυνάμεις.
Με το ευρώ πραγματοποιήθηκε, απλά, μεταβίβαση της «ιδιοκτησίας» του νομίσματος. Δηλαδή, του δικαιώματος έκδοσής του και ελέγχου της κυκλοφορίας του. Έτσι, από ένα σύστημα που απαρτίζονταν από την εγχώρια ολιγαρχία και κάποιους ξένους τραπεζικούς κολοσσούς, με μικρή, αλλά υπαρκτή όμως, συμμετοχή του κράτους, η νομισματική «ιδιοκτησία» και κατ’ ακολουθία η νομισματική κυριαρχία μεταβιβάστηκε σε άλλα υπερεθνικά κέντρα. Τα υπερεθνικά αυτά κέντρα αναφέρονται απ’ ευθείας στις μεγάλες χρηματαγορές και εκφράζονται από τους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ευρωζώνης, όπως είναι η ΕΚΤ, χωρίς τη παραμικρή δυνατότητα παρέμβασης από τη πλευρά του ελληνικού κράτους.
Το γιατί η εγχώρια ολιγαρχία και το εξαρτώμενο από αυτήν πολιτικό προσωπικό συνηγόρησε σε αυτή τη μεταβίβαση του κορυφαίου δικαιώματος έκδοσης και κυκλοφορίας του νομίσματος, έχει να κάνει με τον παρασιτικό της χαρακτήρα και την πάγια πρόσδεσή της σε υπερεθνικά συμφέροντα, από όπου ανέκαθεν αντλούσε την ισχύ της. Έτσι έκρινε ότι, έστω και αποστερημένη του προνομίου έκδοσης του νομίσματος, θα μπορούσε να διατηρήσει αλώβητα τα υπόλοιπα προνόμιά της, ενώ, αντίθετα, αποκομμένη από το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι θα αναγκάζονταν να παραμεριστεί από τις λαϊκές δυνάμεις. Τις δυνάμεις δηλαδή της εργασίας και της πραγματικής δημιουργίας πλούτου, οι οποίες και θα εύρισκαν την ευκαιρία να αναπτύξουν δυναμική ανάληψης της εξουσίας. Γι’ αυτό όταν μας μιλούν ότι αν θα φύγουμε από το ευρώ θα απομονωθούμε, αυτό ακριβώς εννοούν. Ότι θα απομονωθούν οι ίδιοι και θα χάσουν κάθε προνόμιο, κάθε έρεισμα και δυνατότητα άσκησης εξουσίας.
Στην περίπτωσή λοιπόν του ευρώ έχουμε διπλό πρόβλημα. Πρώτα γιατί το νόμισμα κατέχεται από μια ολιγαρχία που λειτουργεί προς όφελός της, μακριά από τα πραγματικά συμφέροντα της ελληνικής κοινωνίας. Απομυζά έτσι, με εργαλείο το νόμισμα και το χρέος που αυτό δημιουργεί, τον παραγόμενο πλούτο στη χώρα. Δεύτερον, γιατί αυτή η ολιγαρχία είναι υπερεθνική και βρίσκεται πολύ μακριά από την εμβέλεια των όποιων δυνατοτήτων μπορεί να αναπτυχθούν στο εσωτερικό της χώρας για τη δημιουργία ευνοϊκών συσχετισμών δύναμης επηρεασμού των όποιων αποφάσεων προς όφελος των λαϊκών συμφερόντων. Οι κυβερνήσεις μετατρέπονται σε τοποτηρητές των ξένων ολιγαρχών και η πολιτική επιβίωσή τους εξαρτάται άμεσα από αυτούς και από το κατά πόσο ικανοποιητικά εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους και καθίστανται εντελώς αναλώσιμες σε σχέση με αυτά. Οι όποιες λαϊκές αντιδράσεις αντιμετωπίζονται με πρωτόγνωρη καταστολή.
Η επιλογή -όσο μπορεί να υπάρχει ακόμα- είναι η σωτηρία μέσω της ανάκτησης της Εθνικής Ανεξαρτησίας, ή η καταστροφή και ο ανδραποδισμός.
Να γιατί με το υπάρχον καθεστώς του ευρώ δεν μπορεί να υπάρξει η παραμικρή δυνατότητα ουσιαστικής διαπραγμάτευσης και η κατάσταση θα πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο. Αφού στρατηγική επιλογή των επικυρίαρχων, είναι η απόλυτη πολιτική και οικονομική ηγεμονία. Μια ηγεμονία που υλοποιείται με χειρουργική ακρίβεια, μέσω της εσωτερικής υποτίμησης και της τιμαριοποίησης της χώρας σε ειδικές οικονομικές ζώνες, που σταδιακά επιβάλλονται. Έτσι επιδιώκουν την κυριότητα, τηνομή και την κατοχή σε ένα χώρο, που υπήρχε κάποτε ως, έστω ημιανεξάρτητη, χώρα.
Να γιατί, επίσης, ο ταξικός αγώνας από τις εργαζόμενες τάξεις για την ανάκτηση του ελέγχου των παραγωγικών δομών της οικονομίας, προσλαμβάνει, στην περίπτωσή μας, χαρακτήρα εθνικό και απελευθερωτικό. Γιατί αν δεν αποκατασταθεί πρώτα η Εθνική Ανεξαρτησία με πρώτο βήμα την ανάκτηση της νομισματικής κυριαρχίας, δεν μπορούμε να μιλάμε για παραγωγική ανασυγκρότηση, για εργατικά δικαιώματα, ούτε καν για αυτονόητες δημοκρατικές ελευθερίες, πολύ περισσότερο για κοινωνική αλλαγή και απελευθέρωση. Αντίθετα θα διολισθαίνουμε ολοένα και πιο πολύ σε μια απρόσωπη και απόμακρη -τόσο, ώστε η δυνατότητα απόκρουσης και ανατροπής της να είναι αδύνατη-, δικτατορία. Και αυτή η δικτατορία επιβάλλεται σταδιακά με όρους πραγματικής ξένης κατοχής.
Να γιατί το ευρώ προσπαθεί να επιβληθεί μέσω της ασύστολης προπαγάνδας των καθεστωτικών ΜΜΕ, της παραπλάνησης, της σύγχυσης, των εκβιαστικών διλημμάτων, του εκφοβισμού και της τρομοκρατίας μέσα από την απροκάλυπτη καταστολή.
Να γιατί τα φληναφήματα περί υποτίμησης και ξέφρενου πληθωρισμού, δεν μπορούν να αποτελέσουν επιχειρήματα παραμονής μας στο ευρώ ακόμα κι αν μπορούσαν να ισχύουν, γιατί τίποτε δεν μπορεί να συγκριθεί με την καταστροφή που συμβαίνει τώρα.
Γι’ αυτό πραγματικό δίλημμα δεν υπάρχει. Η επιλογή για κάθε Έλληνα πολίτη, δημοκράτη και πατριώτη, είτε είναι δεξιός, είτε αριστερός είναι μια και μοναδική: Εθνικό Κρατικό νόμισμα με ταυτόχρονη άρνηση αναγνώρισης του χρέους και δια παντός παύση αποπληρωμής του, σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο. (δες εδώ, εδώ και εδώ)
Μόνον έτσι η χώρα θα απελευθερωθεί από την ξένη εξάρτηση και την κατοχή από ξένους επίβουλους καταχτητές, τις εγχώριες παρασιτικές ελίτ και τους διψασμένους για χρήμα και εξουσία πολιτικούς τους εκφραστές.
Μόνον έτσι η κοινωνία θα ανασάνει και εγκαθιδρύοντας πραγματική Δημοκρατία μέσω νέας Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης θα μπορέσει να ορθοποδήσει.
Μόνον έτσι θα αποκατασταθεί η κοινωνική δικαιοσύνη και θα ανοίξει ο δρόμος για την προκοπή και την ευημερία.
Μόνον έτσι θα εκπληρωθεί, παράλληλα, το διεθνιστικό καθήκον του εργαζόμενου λαού, μπαίνοντας στη πρωτοπορία έμπρακτης αμφισβήτησης του κεφαλαιοκρατικού τέρατος, καταφέρνοντας συντριπτικά πλήγματα στους μηχανισμούς ολοκλήρωσης και αναπαραγωγής του. Μόνον έτσι, τελικά, θα δημιουργηθούν, αργά αλλά σταθερά, προοπτικές πραγμάτωσης ενός υψηλότερου σταδίου πολιτισμού και μιας ανώτερης κοινωνικής οργάνωσης που θα απελευθερώσει τον άνθρωπο από τα δεσμά της εκμετάλλευσής του.
Μια αναλυτική ρεαλιστική προσέγγιση για το τι μπορεί να μας συμβεί σε μια τέτοια προοπτική μετάβασης σε εθνικό κρατικό νόμισμα, υπάρχει εδώ.
*Ο Όθωνας Κουμαρέλλας είναι μέλος της Πολιτικής Γραμματείας του ΕΠΑΜ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου