Πριν από λίγες ώρες η Βόρεια Κορέα προχώρησε στην πέμπτη της υπόγεια πυρηνική δοκιμή, υπολογιζόμενης ισχύος 10 κιλοτόνων που είναι ισχυρότερη από την έκρηξη στη Χιροσίμα, προκαλώντας σεισμό, τόσο κυριολεκτικά, αφού καταγράφηκε δόνηση μεγέθους 5,3 της κλίμακας Ρίχτερ, όσο και μεταφορικά, αφού πρόκειται για μια δοκιμή που αλλάζει όλον τον στρατηγικό υπολογισμό της περιοχής…
Του ΖΑΧΑΡΙΑ ΜΙΧΑ*
Η δοκιμή συμπίπτει με 68η επέτειο της ίδρυσης του κομουνιστικού κόμματος της χώρας, ενώ πραγματοποιήθηκε μερικές ώρες μετά την αναχώρηση του Αμερικανού προέδρου, Μπάρακ Ομπάμα, από την περιοχή, αφού είχε...
βρεθεί στο Λάος με αφορμή τη διεξαγωγή της συνόδου των χωρών-μελών του ASEAN (Association of Southeast Asian Nations).
Ενδείξεις δραστηριοποίησης στον πυρηνικό τομέα υπήρχαν και αυτές δεν περιορίζονταν αποκλειστικά στις δοκιμές βαλλιστικών πυραύλων (Musudan, Rodong κ.λπ.) που πραγματοποιούσε συχνά πυκνά το σταλινικό καθεστώς της χώρας, ενδείξεις τις οποίες είχαν καταγράψει έγκυρα ιδρύματα που παρακολουθούν από κοντά την αποσταθεροποιητική πολιτική του Κιμ Γιονγκ Ουν, ο οποίος έχει ως απόλυτο στόχο την επιβίωση του καθεστώτος του, όπως κάθε δικτάτορας που… σέβεται τον εαυτό του.
Σε μια προσέγγιση του γεγονότος από την άποψη των ισορροπιών, θα χωρίσουμε το τακτικό και το στρατηγικό επίπεδο, όπου στο τακτικό θα εντάξουμε το πώς επηρεάζεται η «καθημερινότητα» του τελευταίου διαστήματος στο επίπεδο της εξωτερικής πολιτικής, ενώ στο στρατηγικό θα πρέπει να ενταχθεί η πραγματική κατάσταση που διαμορφώνεται και τα περιθώρια κινήσεων της βορειοκορεατικής πλευράς και των αντιπάλων της.
Σε τακτικό επίπεδο λοιπόν, θα ήταν εύλογο να υποστηρίξει κανείς ότι η δοκιμή, στον βαθμό που ήταν νομοτέλεια, εξυπηρετεί την πολιτική των Αμερικανών, αφού δικαιολογεί την απόφαση ανάπτυξης του κορυφαίου συστήματος αντιαεροπορικής και αντιβληματικής προστασίας που διαθέτει το αμερικανικό, το THAAD, η ανάπτυξη του οποίου στην κορεατική χερσόνησο προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις από την πλευρά της Κίνας και της Ρωσίας.
Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί, ότι δεν υπάρχουν – και δε θα μπορούσαν να υπάρχουν – στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι το καθεστώς του Κιμ Γιονγκ Ουν είχε κατά νου αυτή την παράμετρο όταν έδινε το πράσινο φως να προχωρήσει η χώρα στην πυρηνική δοκιμή, αν και η αναταραχή στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό στην Ουάσιγκτον, εν όψει προεδρικών εκλογών, θα έχει οπωσδήποτε απασχολήσει την ηγεσία της χώρας.
Θα ήταν σίγουρα παρακινδυνευμένο να ισχυριστεί κανείς ότι η Πιονγκ Γιανγκ έχει κάποια προτίμηση ανάμεσα σε Χίλαρι Κλίντον και Ντόναλντ Τραμπ, αν και θα μπορούσε κανείς να κατασκευάσει επιχειρήματα υπέρ και των δύο υποψηφιοτήτων. Ωστόσο, είναι θέμα χρόνου να τεθεί στις ΗΠΑ εκ νέου, ποιο μήνυμα και ποιες αποφάσεις έλαβε η Βόρεια Κορέα από την τύχη του Καντάφι, ο οποίος είχε το γνωστό τέλος παρότι εγκατέλειψε το μη συμβατικό του οπλοστάσιο, μια πολιτική την οποία χειρίστηκε η Χίλαρι Κλίντον…
Το ουσιαστικό επίπεδο, κατά συνέπεια, είναι το στρατηγικό, όπου οι αλλαγές που σηματοδοτούνται είναι τεράστιες, καθότι όλα δείχνουν ότι η Βόρεια Κορέα βρίσκεται στο τελικό στάδιο των ερευνών που θα της επιτρέψουν να αναπτύξει πυρηνικό οπλοστάσιο, αλλάζοντας τη στρατηγική ισορροπία και τους υπολογισμούς στην περιοχή για όλους.
Στην πραγματικότητα, το καθεστώς ήδη υποστήριξε ότι πλέον έχει τη δυνατότητα να τοποθετήσει πυρηνικές κεφαλές στους βαλλιστικούς πυραύλους που διαθέτει (λογικά βραχέως και μέσου βεληνεκούς), κάτι το οποίο αν επιβεβαιωθεί, σημαίνει ότι η Νότια Κορέα, η Ιαπωνία και οι προκεχωρημένες στρατιωτικές βάσεις των ΗΠΑ στην περιοχή (π.χ. Γκουάμ) βρίσκονται εντός εμβέλειας. Εάν στην περίπτωση του Ιράν θεωρείται ότι το πυρηνικό πρόγραμμα αποτέλεσε μετά την ισλαμική επανάσταση του 1979 το ισχυρότερο διαπραγματευτικό «χαρτί» για τον πειθαναγκασμό των αντιπάλων του να βγάλουν την Τεχεράνη από την απομόνωση, η περίπτωση της Βόρειας Κορέας είναι κάπως διαφορετική.
Πρόκειται για ένα πολύ πιο κλειστό καθεστώς, χωρίς φιλοδοξίες – ή ακόμα και δυνατότητες – περιφερειακής ηγεμονίας με κάποιο πρόσχημα (όπως π.χ. ο σιιτισμός στο Ιράν), όπου η «καθεστωτική ασφάλεια» συγκαλύπτεται υπό τον μανδύα της εθνικής ασφάλειας, όπου ο λαός είναι απόλυτα ελεγχόμενος, ενώ στο Ιράν η κοινωνία είναι πολύ περισσότερο «πολιτική».
Σε τελική ανάλυση, τα δεδομένα που διαμορφώνονται δείχνουν, ότι οι δυνατότητες των όποιων ενδιαφερομένων να σταματήσουν το πυρηνικό πρόγραμμα περιορίζονται δραματικά. Όσο και να θεωρείται απίθανη η ανάληψη στρατιωτικής δράσης, δεν μπορεί παρά να τεθεί στο τραπέζι των δυνητικών αντιδράσεων, τόσο στην Ουάσιγκτον, όσο στη Σεούλ και το Τόκιο, σχέδια τα οποία ακυρώνονται όμως σε μεγάλο βαθμό από τη στάση της Κίνας που παραδοσιακά φοβόταν επισιτιστική κρίση και ως αποτέλεσμα, προσφυγικό κύμα στο έδαφός της.
Βέβαια και για το Πεκίνο τα πράγματα γίνονται πιο πολύπλοκα, αφού η ανησυχία του αυτή θα πρέπει να «ζυγιστεί» απέναντι στη βεβαιότητα ενίσχυσης του «κινήτρου πυρηνικοποίησης» της Νότιας Κορέας και της Ιαπωνίας, κάτι που θα ήταν αρνητική εξέλιξη για το Πεκίνο.
Η ύπαρξη πυρηνικών οπλοστασίων ακυρώνει στην πράξη το όποιο συμβατικό πλεονέκτημα και θέτει όρια στην κλιμάκωση μιας σύγκρουσης, εκτός από τους παράγοντες αβεβαιότητας που προσθέτει και αφορούν στην ασφάλεια ενός πυρηνικού οπλοστασίου, αλλά και το ενδεχόμενο κάποιου μοιραίου λάθους…
*Ο Ζαχαρίας Μίχας είναι διευθυντής μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου