Η ιστορία του βίσωνα και του αφανισμού του είναι μια ιστορία-σύμβολο της λευκής κυριαρχίας πάνω στην αμερικανική ήπειρο και της γενοκτονίας που συντελέστηκε στη γεωγραφική ενότητα που σήμερα ονομάζεται Βόρεια Αμερική...
του Κ. ΜΑΥΡΙΔΗ
Η μεθοδική και ανελέητη εξολόθρευση των εκπληκτικών αυτών ζώων, που κάποτε διέτρεχαν τις απέραντες Μεγάλες Πεδιάδες κατά εκατομμύρια, θα έσπαγε το μαχητικό φρόνημα των ινδιάνικων φυλών που πολεμούσαν την κυβέρνηση των ΗΠΑ και θα έθετε τέρμα σε...
έναν οικολογικά ισορροπημένο πολιτισμό χιλιετιών.
Οι Ινδιάνοι των πεδιάδων, έχοντας στερηθεί τη βάση της διατροφής και πρώτων υλών που τους παρείχαν τα κοπάδια των βισώνων, θα ηττώνταν ολοκληρωτικά από τον ομοσπονδιακό στρατό και έκτοτε θα στοιβάζονταν στους θλιβερούς καταυλισμούς και θα τίθονταν αμετάκλητα στο ιστορικό περιθώριο. Ίσως να πρόκειται για το πρώτο τη τάξει οικολογικό έγκλημα που έχει διαπράξει ο άνθρωπος από την άποψη του συμβολισμού και του μεγέθους της ύβρεως. Τα εγκαταλειμμένα σπίτια, που ρημάζουν στα προάστια-φαντάσματα των πόλεων των Μεγάλων Πεδιάδων των ΗΠΑ, σήμερα μάλλον επιβεβαιώνουν την ύβρη, αλλά και το έγκλημα που συντελέστηκε στις ίδιες περιοχές μόλις έναν αιώνα πριν.
Οι αναφορές των πρώτων λευκών ανιχνευτών που έφτασαν δυτικά του ποταμού Μισισιπή για τον αριθμό των βισώνων έκαναν λόγο για «κοπάδια που μαυρίζουν τις πεδιάδες» (Ζέμπουλον Πάικ, 1807) και ο ιστορικός Νταν Φλόρες, του Πανεπιστημίου της Μοντάνας, υπολογίζει τον αριθμό τους σε περίπου 30 εκατομμύρια πριν εισαχθεί το άλογο (1680-1750).
Το σίγουρο είναι ότι οι Ινδιάνοι είχαν διαμορφώσει μια πλήρη συμβιωτική σχέση με τους βίσωνες και εξαρτιόνταν ολοκληρωτικά από αυτούς για προμήθεια τροφής, ένδυσης, εξοπλισμού και οπλισμού. Επίσης, ο βίσωνας είχε ιδιαίτερη θέση στην τελετουργική ζωή των φυλών και ήταν αντικείμενο σεβασμού και λατρείας. Οι προφορικές ιστορίες που διηγούνταν οι πρεσβύτεροι στη φωτιά μιλούσαν για το πώς ο βίσωνας στεκόταν στο μεταίχμιο του κόσμου των πνευμάτων δίνοντας, αλλά και παίρνοντας ζωή, καθότι οπλισμένος με τόξο και βέλος δεν είναι εύκολο να ρίξεις κάτω ένα ενήλικο ζώο που ζυγίζει έναν τόνο και είναι γενικώς απρόβλεπτο. Εκτός βέβαια αν, αντί για τόξο, έχεις στο χέρι μια επαναληπτική καραμπίνα Σπρίνγκφιλντ του 1873. Κάπου εκεί ξεκινά και η ιστορία του τέλους του βίσωνα.
Για πολλές δεκαετίες μετά τον αποικισμό ολόκληρων των ανατολικών ΗΠΑ οι Μεγάλες Πεδιάδες αποκαλούνταν απλώς «η Μεγάλη Αμερικανική Έρημος», μια αχανής περιοχή άγονου εδάφους, λιγοστού νερού, γεμάτης με «εχθρικούς» Ινδιάνους, την οποία απέφευγαν οι λευκοί άποικοι ως τα μέσα του 19ου αιώνα. Δυστυχώς για τους Ινδιάνους, μια σειρά από γεγονότα θα έφερνε μεγάλες μάζες λευκών στις περιοχές τους και θα άλλαζε το τοπίο των πεδιάδων ανεπιστρεπτί. Το 1865 τελείωσε ο εμφύλιος πόλεμος με ήττα της Συνομοσπονδίας και ένας μεγάλος αριθμός πρώην στρατιωτών των Νοτίων στράφηκαν στα δυτικά για να αρχίσουν μια νέα ζωή, επωφελούμενοι από το νομοσχέδιο της «Ελεύθερης Γης», που έδινε τη δυνατότητα στον οποιονδήποτε να διεκδικήσει γη στα μη κατοικημένα ή καλλιεργημένα εδάφη της αμερικανικής επικράτειας.
Το 1869 θα ολοκληρωθεί η κατασκευή του διηπειρωτικού σιδηροδρόμου ενώνοντας τον Ατλαντικό με τον Ειρηνικό ωκεανό και με την ανακάλυψη χρυσού στη Μοντάνα θα αρχίσει η μαζική αποίκιση της αποκαλούμενης «Δύσης». Κάπου εδώ πρέπει να αναφερθεί ότι, αυτό που στα 1860 ονομαζόταν «Ινδιάνικη Περιοχή», ήταν ολόκληρο το τμήμα των ΗΠΑ δυτικά του Μισισιπή που δεν ανήκε στις πολιτείες του Μιζούρι, της Λουιζιάνας και του Άρκανσο και κάλυπτε γεωγραφικά περιοχές που σήμερα ανήκουν στην πολιτεία της Οκλαχόμας. Ανάμεσα στα έτη 1830 και 1843 οι ινδιάνικες φυλές των Τσόκταου, Κρικ, Σέμινολ, Τσέροκι και Τσίκασαου είχαν απωθηθεί εκεί σιδεροδέσμιες από τα ανατολικά πατρώα εδάφη τους (υπολογίζεται ότι ένα 25% των μελών των φυλών έχασε τη ζωή του κατά τις αναγκαστικές πορείες συνοδεία του ομοσπονδιακού στρατού) αλλά τώρα βρίσκονταν πάλι στο διάβα των λευκών εποικιστών και η κυβέρνηση των ΗΠΑ έψαχνε εκ νέου μια λύση στο «ινδιάνικο πρόβλημα». Αυτήν τη φορά η «λύση» θα ήταν τελική.
Πλέον και με τη δυνατότητα που δινόταν με το νομοσχέδιο «Απομάκρυνσης των Ινδιάνων» που είχε ψηφιστεί από το Κογκρέσο το 1830, η κυβέρνηση δεν ήθελε την παρουσία αυτόνομων ινδιάνικων φυλών στην επικράτειά της και προσανατολιζόταν στον περιορισμό των Ινδιάνων σε ελεγχόμενους από το στρατό καταυλισμούς. Όλως τυχαίως, οι σχεδιαζόμενοι καταυλισμοί βρίσκονταν στα πλέον άγονα, άνυδρα, δύσκολα προσβάσιμα και ανεπιθύμητα από τους αποίκους εδάφη και ο αρχικά πετυχημένος ανταρτοπόλεμος από τη μεριά των Ινδιάνων δεν άργησε να ξεσπάσει.
Αντιμέτωπη με απανωτές αποτυχίες επί σειρά ετών, το 1865 η Ομοσπονδιακή κυβέρνηση ανέθεσε τη διοίκηση της στρατιάς του Μιζούρι στον στρατηγό Γουίλιαμ Σέρμαν, τον διαβόητο διοικητή του εμφυλίου πολέμου που έκοψε το Νότο στα δύο καταστρέφοντας τα πάντα στο πέρασμά του. Ο Σέρμαν θα έκανε ακριβώς το ίδιο και στις Μεγάλες Πεδιάδες. Κρίνοντας πως οι Ινδιάνοι «θα μπορούσαν να πολεμούν για πάντα», βασιζόμενοι στους βίσωνες για τις προμήθειές τους σε τροφή και υλικά, θα ενθάρρυνε την πλήρη καταστροφή της δυνατότητας του αντιπάλου να διεξάγει πολεμικές επιχειρήσεις.
Οι Ινδιάνοι βασίζονταν στους βίσωνες, όπως η Συνομοσπονδία βασιζόταν στο καλαμπόκι και στο βαμβάκι, και ο αφανισμός των βισώνων έγινε επίσημη κρατική αποστολή. Έτσι κι αλλιώς, υπήρχε και πρόσφατο προηγούμενο στην ολοσχερή σφαγή ζώων για στρατηγικούς σκοπούς. Στην εκστρατεία του 1863-64 κατά των Νάβαχο, ο συν/χης Κιτ Κάρσον και οι άνδρες του είχαν σκοτώσει δεκάδες χιλιάδες πρόβατα των Ινδιάνων και ως αποτέλεσμα οι Νάβαχο είχαν συνθηκολογήσει. Υπήρχε, βέβαια, ένα πρόβλημα τακτικής φύσεως στη συγκεκριμένη στρατηγική. Οι βίσωνες ήταν εκατομμύρια και ο αμερικανικός στρατός δεν ήταν δυνατόν να αφήσει τις αντι-ανταρτικές επιχειρήσεις και να εξολοθρεύει ζώα. Αυτό μπορούσε να γίνει με την κρατική επιδότηση κυνηγών, που θα κατέφθαναν από όλες τις αμερικανικές πολιτείες αλλά και την Ευρώπη, για το «κυνήγι του αιώνα».
Η σφαγή ήταν πραγματικά χωρίς προηγούμενο. Ακόμη και σκληραγωγημένοι στρατιωτικοί, όπως ο συν/χης Όμηρος Γουίλερ, έγραψε χαρακτηριστικά ότι «μόνο αν μπορούσε κάποιος να δει τις χιλιάδες των πτωμάτων που κείτονταν στις πεδιάδες θα μπορούσε να συνειδητοποιήσει το μέγεθος του φονικού. Ο αέρας έφερνε την οσμή του θανάτου». Παραδόξως, το τέλος ήρθε γρήγορα. Μέσα σε δέκα μόνο χρόνια, από το 1874 ως το 1884, είχαν εξολοθρευτεί εκατομμύρια βίσωνες και η αντίσταση των Ινδιάνων συντρίφτηκε. Το 1893 είχαν απομείνει λιγότεροι από 300 βίσωνες στη Βόρεια Αμερική και οι περήφανες φυλές των εξεγερμένων Ινδιάνων πήραν «το μονοπάτι των δακρύων» για τους άθλιους καταυλισμούς στη μέση του πουθενά και την ολοκληρωτική περιθωριοποίηση.
Ο μεγάλος πολιτισμός των Μεγάλων Πεδιάδων είχε σβήσει μαζί με το πλάσμα που τον συντηρούσε. Ίσως τα λόγια του αρχηγού της φυλής των Κρόου, «Άφθονα χτυπήματα» (1848-1932) να περιγράφουν την τραγωδία με τον καλύτερο τρόπο «Όταν χάθηκαν οι βίσωνες, η καρδιά του λαού μου έσπασε… Μετά από το χαμό δε συνέβαινε τίποτε. Κανείς δεν τραγουδούσε, πουθενά».
ΑΡΔΗΝ
του Κ. ΜΑΥΡΙΔΗ
Η μεθοδική και ανελέητη εξολόθρευση των εκπληκτικών αυτών ζώων, που κάποτε διέτρεχαν τις απέραντες Μεγάλες Πεδιάδες κατά εκατομμύρια, θα έσπαγε το μαχητικό φρόνημα των ινδιάνικων φυλών που πολεμούσαν την κυβέρνηση των ΗΠΑ και θα έθετε τέρμα σε...
έναν οικολογικά ισορροπημένο πολιτισμό χιλιετιών.
Οι Ινδιάνοι των πεδιάδων, έχοντας στερηθεί τη βάση της διατροφής και πρώτων υλών που τους παρείχαν τα κοπάδια των βισώνων, θα ηττώνταν ολοκληρωτικά από τον ομοσπονδιακό στρατό και έκτοτε θα στοιβάζονταν στους θλιβερούς καταυλισμούς και θα τίθονταν αμετάκλητα στο ιστορικό περιθώριο. Ίσως να πρόκειται για το πρώτο τη τάξει οικολογικό έγκλημα που έχει διαπράξει ο άνθρωπος από την άποψη του συμβολισμού και του μεγέθους της ύβρεως. Τα εγκαταλειμμένα σπίτια, που ρημάζουν στα προάστια-φαντάσματα των πόλεων των Μεγάλων Πεδιάδων των ΗΠΑ, σήμερα μάλλον επιβεβαιώνουν την ύβρη, αλλά και το έγκλημα που συντελέστηκε στις ίδιες περιοχές μόλις έναν αιώνα πριν.
Οι αναφορές των πρώτων λευκών ανιχνευτών που έφτασαν δυτικά του ποταμού Μισισιπή για τον αριθμό των βισώνων έκαναν λόγο για «κοπάδια που μαυρίζουν τις πεδιάδες» (Ζέμπουλον Πάικ, 1807) και ο ιστορικός Νταν Φλόρες, του Πανεπιστημίου της Μοντάνας, υπολογίζει τον αριθμό τους σε περίπου 30 εκατομμύρια πριν εισαχθεί το άλογο (1680-1750).
Το σίγουρο είναι ότι οι Ινδιάνοι είχαν διαμορφώσει μια πλήρη συμβιωτική σχέση με τους βίσωνες και εξαρτιόνταν ολοκληρωτικά από αυτούς για προμήθεια τροφής, ένδυσης, εξοπλισμού και οπλισμού. Επίσης, ο βίσωνας είχε ιδιαίτερη θέση στην τελετουργική ζωή των φυλών και ήταν αντικείμενο σεβασμού και λατρείας. Οι προφορικές ιστορίες που διηγούνταν οι πρεσβύτεροι στη φωτιά μιλούσαν για το πώς ο βίσωνας στεκόταν στο μεταίχμιο του κόσμου των πνευμάτων δίνοντας, αλλά και παίρνοντας ζωή, καθότι οπλισμένος με τόξο και βέλος δεν είναι εύκολο να ρίξεις κάτω ένα ενήλικο ζώο που ζυγίζει έναν τόνο και είναι γενικώς απρόβλεπτο. Εκτός βέβαια αν, αντί για τόξο, έχεις στο χέρι μια επαναληπτική καραμπίνα Σπρίνγκφιλντ του 1873. Κάπου εκεί ξεκινά και η ιστορία του τέλους του βίσωνα.
Για πολλές δεκαετίες μετά τον αποικισμό ολόκληρων των ανατολικών ΗΠΑ οι Μεγάλες Πεδιάδες αποκαλούνταν απλώς «η Μεγάλη Αμερικανική Έρημος», μια αχανής περιοχή άγονου εδάφους, λιγοστού νερού, γεμάτης με «εχθρικούς» Ινδιάνους, την οποία απέφευγαν οι λευκοί άποικοι ως τα μέσα του 19ου αιώνα. Δυστυχώς για τους Ινδιάνους, μια σειρά από γεγονότα θα έφερνε μεγάλες μάζες λευκών στις περιοχές τους και θα άλλαζε το τοπίο των πεδιάδων ανεπιστρεπτί. Το 1865 τελείωσε ο εμφύλιος πόλεμος με ήττα της Συνομοσπονδίας και ένας μεγάλος αριθμός πρώην στρατιωτών των Νοτίων στράφηκαν στα δυτικά για να αρχίσουν μια νέα ζωή, επωφελούμενοι από το νομοσχέδιο της «Ελεύθερης Γης», που έδινε τη δυνατότητα στον οποιονδήποτε να διεκδικήσει γη στα μη κατοικημένα ή καλλιεργημένα εδάφη της αμερικανικής επικράτειας.
Το 1869 θα ολοκληρωθεί η κατασκευή του διηπειρωτικού σιδηροδρόμου ενώνοντας τον Ατλαντικό με τον Ειρηνικό ωκεανό και με την ανακάλυψη χρυσού στη Μοντάνα θα αρχίσει η μαζική αποίκιση της αποκαλούμενης «Δύσης». Κάπου εδώ πρέπει να αναφερθεί ότι, αυτό που στα 1860 ονομαζόταν «Ινδιάνικη Περιοχή», ήταν ολόκληρο το τμήμα των ΗΠΑ δυτικά του Μισισιπή που δεν ανήκε στις πολιτείες του Μιζούρι, της Λουιζιάνας και του Άρκανσο και κάλυπτε γεωγραφικά περιοχές που σήμερα ανήκουν στην πολιτεία της Οκλαχόμας. Ανάμεσα στα έτη 1830 και 1843 οι ινδιάνικες φυλές των Τσόκταου, Κρικ, Σέμινολ, Τσέροκι και Τσίκασαου είχαν απωθηθεί εκεί σιδεροδέσμιες από τα ανατολικά πατρώα εδάφη τους (υπολογίζεται ότι ένα 25% των μελών των φυλών έχασε τη ζωή του κατά τις αναγκαστικές πορείες συνοδεία του ομοσπονδιακού στρατού) αλλά τώρα βρίσκονταν πάλι στο διάβα των λευκών εποικιστών και η κυβέρνηση των ΗΠΑ έψαχνε εκ νέου μια λύση στο «ινδιάνικο πρόβλημα». Αυτήν τη φορά η «λύση» θα ήταν τελική.
Πλέον και με τη δυνατότητα που δινόταν με το νομοσχέδιο «Απομάκρυνσης των Ινδιάνων» που είχε ψηφιστεί από το Κογκρέσο το 1830, η κυβέρνηση δεν ήθελε την παρουσία αυτόνομων ινδιάνικων φυλών στην επικράτειά της και προσανατολιζόταν στον περιορισμό των Ινδιάνων σε ελεγχόμενους από το στρατό καταυλισμούς. Όλως τυχαίως, οι σχεδιαζόμενοι καταυλισμοί βρίσκονταν στα πλέον άγονα, άνυδρα, δύσκολα προσβάσιμα και ανεπιθύμητα από τους αποίκους εδάφη και ο αρχικά πετυχημένος ανταρτοπόλεμος από τη μεριά των Ινδιάνων δεν άργησε να ξεσπάσει.
Αντιμέτωπη με απανωτές αποτυχίες επί σειρά ετών, το 1865 η Ομοσπονδιακή κυβέρνηση ανέθεσε τη διοίκηση της στρατιάς του Μιζούρι στον στρατηγό Γουίλιαμ Σέρμαν, τον διαβόητο διοικητή του εμφυλίου πολέμου που έκοψε το Νότο στα δύο καταστρέφοντας τα πάντα στο πέρασμά του. Ο Σέρμαν θα έκανε ακριβώς το ίδιο και στις Μεγάλες Πεδιάδες. Κρίνοντας πως οι Ινδιάνοι «θα μπορούσαν να πολεμούν για πάντα», βασιζόμενοι στους βίσωνες για τις προμήθειές τους σε τροφή και υλικά, θα ενθάρρυνε την πλήρη καταστροφή της δυνατότητας του αντιπάλου να διεξάγει πολεμικές επιχειρήσεις.
Οι Ινδιάνοι βασίζονταν στους βίσωνες, όπως η Συνομοσπονδία βασιζόταν στο καλαμπόκι και στο βαμβάκι, και ο αφανισμός των βισώνων έγινε επίσημη κρατική αποστολή. Έτσι κι αλλιώς, υπήρχε και πρόσφατο προηγούμενο στην ολοσχερή σφαγή ζώων για στρατηγικούς σκοπούς. Στην εκστρατεία του 1863-64 κατά των Νάβαχο, ο συν/χης Κιτ Κάρσον και οι άνδρες του είχαν σκοτώσει δεκάδες χιλιάδες πρόβατα των Ινδιάνων και ως αποτέλεσμα οι Νάβαχο είχαν συνθηκολογήσει. Υπήρχε, βέβαια, ένα πρόβλημα τακτικής φύσεως στη συγκεκριμένη στρατηγική. Οι βίσωνες ήταν εκατομμύρια και ο αμερικανικός στρατός δεν ήταν δυνατόν να αφήσει τις αντι-ανταρτικές επιχειρήσεις και να εξολοθρεύει ζώα. Αυτό μπορούσε να γίνει με την κρατική επιδότηση κυνηγών, που θα κατέφθαναν από όλες τις αμερικανικές πολιτείες αλλά και την Ευρώπη, για το «κυνήγι του αιώνα».
Η σφαγή ήταν πραγματικά χωρίς προηγούμενο. Ακόμη και σκληραγωγημένοι στρατιωτικοί, όπως ο συν/χης Όμηρος Γουίλερ, έγραψε χαρακτηριστικά ότι «μόνο αν μπορούσε κάποιος να δει τις χιλιάδες των πτωμάτων που κείτονταν στις πεδιάδες θα μπορούσε να συνειδητοποιήσει το μέγεθος του φονικού. Ο αέρας έφερνε την οσμή του θανάτου». Παραδόξως, το τέλος ήρθε γρήγορα. Μέσα σε δέκα μόνο χρόνια, από το 1874 ως το 1884, είχαν εξολοθρευτεί εκατομμύρια βίσωνες και η αντίσταση των Ινδιάνων συντρίφτηκε. Το 1893 είχαν απομείνει λιγότεροι από 300 βίσωνες στη Βόρεια Αμερική και οι περήφανες φυλές των εξεγερμένων Ινδιάνων πήραν «το μονοπάτι των δακρύων» για τους άθλιους καταυλισμούς στη μέση του πουθενά και την ολοκληρωτική περιθωριοποίηση.
Ο μεγάλος πολιτισμός των Μεγάλων Πεδιάδων είχε σβήσει μαζί με το πλάσμα που τον συντηρούσε. Ίσως τα λόγια του αρχηγού της φυλής των Κρόου, «Άφθονα χτυπήματα» (1848-1932) να περιγράφουν την τραγωδία με τον καλύτερο τρόπο «Όταν χάθηκαν οι βίσωνες, η καρδιά του λαού μου έσπασε… Μετά από το χαμό δε συνέβαινε τίποτε. Κανείς δεν τραγουδούσε, πουθενά».
ΑΡΔΗΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου