Ο τελευταίος πολιτικός φορέας που κλήθηκε να διαχειριστεί το πνεύμα της αντίστασης του ελληνικού λαού ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ, η εποχή της διακυβερνήσεώς του οποίου τελειώνει όμως με μια πρωτοφανή ταύτιση με τη Δύση και υποταγή σε αυτήν. Ταυτοχρόνως, ο ΣΥΡΙΖΑ εισήγαγε στον μηχανισμό της εξάρτησης της χώρας από τη Δύση μια άλλη παράμετρο. Τον εθνομηδενισμό...
Η εθνική στρατηγική στην μετά ΣΥΡΙΖΑ εποχή - Όρος για την επανεκκίνηση και την βιωσιμότητα της χώρας...
Σήμερα, καθίσταται πλέον ολοένα και πιο ξεκάθαρο ότι η Ελλάδα οδηγείται στο τέλος μιας ιστορικής περιόδου, οι ρίζες της οποίας εντοπίζονται στην εποχή της ίδιας της γέννησης του ελλαδικού κράτους μετά την Επανάσταση του 1821. Το δε δομικό στοιχείο της στρατηγικής ταυτότητας του ελλαδικού κράτους, από τότε μέχρι και σήμερα, ήταν και είναι η αδυναμία αλλά και η απροθυμία του να λειτουργήσει ως αυτόνομο, αυτόφωτο και ανεξάρτητο γεωπολιτικό μέγεθος.
Με το κείμενο που ακολουθεί, ο καθηγητής Γεωπολιτικής Κωνσταντίνος Γρίβας, περιγράφει το τέλος μιας ιστορικής περιόδου και τον τραγικό τρόπο με τον οποίο το επισφράγισαν οι χρεοκοπημένες και εθνικά καταστροφικές επιλογές της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.
Η ανάγκη να μην ταυτιστεί το τέλος αυτής της εποχής με το τέλος και της πατρίδας μας, περνά αναγκαστικά μέσα από το μονόδρομο της οριοθέτησης μιας...
νέας, πραγματικά "ΕΘΝΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ", που θα σηματοδοτήσει την επανεκκίνηση και θα "κλειδώσει" την βιωσιμότητα της χώρας.
Στο πλαίσιο αυτής ακριβώς της προσέγγισης, η "Πανελλαδική επιτροπή για την υπεράσπιση της Δημοκρατίας και της Πατρίδας μας", αναλαμβάνει τις επόμενες ημέρες συγκεκριμένη πολιτική πρωτοβουλία, σε μια προσπάθεια ανάδειξης των ζητημάτων που σχετίζονται με αυτήν την "ΕΘΝΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ", με ενδιαφέρον πάνελ εισηγητών και με καλεσμένους εκπροσώπους φορέων, κομμάτων και κινημάτων. Σύντομα θα δοθεί στη δημοσιότητα σχετικό ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ.
Ακολουθεί το κείμενο - παρέμβαση του καθηγητή Κωνσταντίνου Γρίβα.
Σήμερα, καθίσταται πλέον ολοένα και πιο ξεκάθαρο ότι η Ελλάδα οδηγείται στο τέλος μιας ιστορικής περιόδου, οι ρίζες της οποίας εντοπίζονται στην εποχή της ίδιας της γέννησης του ελλαδικού κράτους μετά την Επανάσταση του 1821. Το δε δομικό στοιχείο της στρατηγικής ταυτότητας του ελλαδικού κράτους, από τότε μέχρι και σήμερα, ήταν και είναι η αδυναμία αλλά και η απροθυμία του να λειτουργήσει ως αυτόνομο, αυτόφωτο και ανεξάρτητο γεωπολιτικό μέγεθος.
Η διαχρονική λειτουργία του ελλαδικού κράτους ως κράτος – εξάρτημα
της δυτικής γεωπολιτικής αρχιτεκτονικής αποτέλεσε και αποτελεί έναν από τους
βασικούς παράγοντες για τη δημιουργία, διαιώνιση και γιγάντωση για μια σειρά
από παθογένειες στο εσωτερικό της χώρας, όπως είναι το πελατειακό πολιτικό
σύστημα, η παραλυτική γραφειοκρατία, η ανικανότητα ανάπτυξης σοβαρής
βιομηχανικής βάσης, η παρεμπόδιση μιας υγιούς οικονομικής ανάπτυξης και μια
σειρά από άλλα.
Όλα αυτά είναι στοιχεία
που εμποδίζουν τη χώρα να λειτουργεί ως αυτόνομο και αυτάρκες γεωπολιτικό
μέγεθος και συνακόλουθα διαιωνίζουν την εξάρτησή της από τον δυτικό παράγοντα.
Και αυτό γιατί μια χώρα που θα μπορούσε να σταθεί μόνη της στο διεθνές σύστημα θα
μπορούσε να υποκύψει και στον πειρασμό να αρχίσει να σκέφτεται για τον εαυτό
της και σε αυτήν την περίπτωση θα ετίθετο εν κινδύνω η λειτουργία της ως
εξάρτημα της δυτικής αρχιτεκτονικής.
Αυτή η ιδιόρρυθμη
καρικατούρα εθνικής στρατηγικής που βασίζεται στην εξάρτηση από το εξωτερικό
έχει παγιώσει μια βαθιά και διαχρονική αίσθηση μοιρολατρικής ηττοπάθειας στον
ελληνικό λαό, με αποτέλεσμα κάθε απόπειρα άρθρωσης λόγου για εθνική ανεξαρτησία
και κυριαρχία να θεωρείται, στην καλύτερη των περιπτώσεων, ως αφελής χίμαιρα
και στη χειρότερη ως έγκλημα.
Αξίζει δε να σημειωθεί ότι τόσο από τις ελίτ όσο και από
μεγάλα κομμάτια των λαϊκών στρωμάτων της
ελληνικής κοινωνίας, οι όροι εθνική ανεξαρτησία, αυτονομία και αυτόφωτη
λειτουργία, γίνονται αντιληπτά ως ολοκληρωτική και απόλυτη αυτάρκεια και
ανυπαρξία αλληλεπίδρασης με το εξωτερικό. Με άλλα λόγια, η εθνική ανεξαρτησία
ουσιαστικά τείνει να ταυτίζεται με την απομόνωση.
Κάτι τέτοιο φυσικά δεν
ισχύει. Κανένα κράτος στον πλανήτη δεν λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο,
ανεξαρτήτως μεγεθών και ισχύος. Ακόμη και οι Ηνωμένες Πολιτείες αλληλεπιδρούν με
άλλα κράτη και υφίστανται επιρροές από αυτά, ενώ μέχρι πρότινος ήταν ενεργειακά
εξαρτημένες από το εξωτερικό. Ακόμη περισσότερο, χώρες όπως η Ιαπωνία και σε
κάποιον βαθμό και η Κίνα, είναι σχεδόν ολοκληρωτικά εξαρτημένες από εισροές
φυσικών πόρων, ενέργειας και τροφίμων από το εξωτερικό για να επιβιώσουν, ενώ η
διαμόρφωση ενός ισορροπημένου πλέγματος σχέσεων με τις άλλες χώρες του διεθνούς
συστήματος, που να μεγιστοποιεί τις συνέργειες και να ελαχιστοποιεί τις τριβές
με αυτές, αποτελεί κομβικό και ζωτικό στοιχείο της εθνικής τους πολιτικής.
Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι η Ιαπωνία ή η Κίνα αισθάνονται ή είναι εξαρτημένες,
με την έννοια που δέχεται ως «ρεαλιστική επιλογή» η Ελλάδα. Δηλαδή, να έχουν
αυτοαναιρεθεί και να ταυτίζονται με κάποιον άλλον διεθνή δρώντα, αφήνοντας σε
αυτόν το καθήκον και το προνόμιο να παίρνει τις αποφάσεις για αυτές.
Με άλλα λόγια, η εθνική ανεξαρτησία και εθνική στρατηγική
δεν σημαίνουν απομονωτισμό και σύγκρουση, ούτε η αλληλεπίδραση με άλλες χώρες
και η εξάρτηση σε κάποιους τομείς από αυτές συνεπάγεται αυτοεξάλειψη της
εθνικής ταυτότητας και εθνικής λειτουργίας. Αυτή είναι μια ελληνική
ιδιαιτερότητα.
Όλα τα παραπάνω αποτελούν μια διαχρονική κατάσταση και
οργανικό στοιχείο της ελληνικής γεωπολιτικής ταυτότητας. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια οι παθογένειες αυτές
έχουν λάβει πρωτοφανείς διαστάσεις και έχουν οδηγήσει τη χώρα σε ένα αδιέξοδο
το οποίο δεν έχει αντιμετωπίσει ξανά.
Μεταξύ των άλλων, αυτή η σχέση εξάρτησης με τις Δυτικές
«Προστάτιδες Δυνάμεις» συνυπήρχε και αλληλεπιδρούσε με μια προσμονή εθνικής
ολοκλήρωσης που διαπερνούσε τόσο τις ελίτ όσο και τα πλατιά λαϊκά στρώματα και
οδήγησε την Ελλάδα σε μια τιτάνια προσπάθεια απελευθέρωσης και ενσωμάτωσης στον
εθνικό κορμό περιοχών που δεν υπάγονταν
στο νεογέννητο ελλαδικό κράτος. Το τελευταίο επεισόδιο σε αυτήν την προσπάθεια
ήταν ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας στην Κύπρο, αν και αυτός οδήγησε στη
δημιουργία της ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας και όχι στην Ένωση με την Ελλάδα, όπως ήταν ο στόχος των αγωνιστών της
ΕΟΚΑ αλλά και της συντριπτικής πλειοψηφίας του κυπριακού λαού.
Έτσι, κατά το παρελθόν, ακόμη και οι πιο δυτικότροπες και
δυτικόστροφες ηγετικές ελίτ στην Ελλάδα λειτουργούσαν με κάποια, έστω και
στοιχειώδη, εθνοκεντρικά κριτήρια και προωθούσαν κάποια εθνικά συμφέροντα, όπως
αυτές τα αντιλαμβανόντουσαν, χωρίς βέβαια να τίθεται εν αμφιβόλω ο γεωπολιτικός
προσανατολισμός της χώρας και χωρίς να διακυβεύονται τα δικά τους προνόμια ή να
απειλείται η αντιπαραγωγική αντιαναπτυξιακή γραφειοκρατία, γιατί, όπως είπαμε,
αυτές οι εσωτερικές ελληνικές «ιδιαιτερότητες» αποτελούσαν και αποτελούν οργανικό
στοιχείο της κυρίαρχης απαίτησης από την ελληνική γεωπολιτική ταυτότητα, δηλαδή
να είναι εξαρτημένη στον Δυτικό Παράγοντα.
Επίσης, πάντοτε πλατιά στρώματα του ελληνικού λαού,
αντιστεκόντουσαν σε αυτήν την μονομερή, δουλοπρεπή και μηδενιστική ταύτιση με
τη Δύση και απαιτούσαν μια πιο ανεξάρτητη και εθνοκεντρική πολιτική, αν και η
πλειοψηφία τους δεχόταν ως αναγκαιότητα αλλά και πιο ορθή επιλογή την υπαγωγή
στη δυτική αρχιτεκτονική Άμυνας και Ασφάλειας και δεν απαιτούσε κάποιον ριζικό γεωπολιτικό
προσανατολισμό προς τη Ρωσία. Τα στρώματα αυτά ταυτίστηκαν με πολιτικούς
σχηματισμούς του Κέντρου της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς με σημαντικότερο
και πιο υποσχόμενο φυσικά το ΠΑΣΟΚ της πρώτης περιόδου.
Ταυτοχρόνως και ο Δυτικός Παράγοντας, ναι μεν επεδίωκε τη
διατήρηση της Ελλάδας σε μια κατάσταση διαρκούς γεωπολιτικής «ανωριμότητας»,
μέρος της οποίας ήταν η υδροκέφαλη και δυσλειτουργική γραφειοκρατία και η
ανυπαρξία σοβαρής βιομηχανικής βάσης, έτσι ώστε να εξασφαλίζει την καθυπόταξή
της, αλλά ταυτοχρόνως επεδίωκε και συνεισέφερε στην ανάπτυξη του βιοτικού
επιπέδου του ελληνικού λαού, έτσι ώστε, αφενός μεν, δια της ευημερίας να
αποτρεπόταν η διολίσθηση πλατιών λαϊκών στρωμάτων στον κομμουνισμό, αφετέρου
δε, η Ελλάδα να λειτουργούσε ως φάρος της δυτικής ευζωίας μέσα στα
κομμουνιστικά Βαλκάνια.
Επιπροσθέτως, ο ελληνικός λαός στήριξε με πάθος το όνειρο
της «ευρωπαϊκής προοπτικής» της Ελλάδας θεωρώντας ότι έτσι θα έλυε τον γόρδιο
δεσμό της υπαγωγής στη δυτική γεωπολιτική αρχιτεκτονική επιτυγχάνοντας
ταυτοχρόνως εθνική ανεξαρτησία και κυριαρχία, λειτουργώντας ως ισότιμο μέρος
της «μεγάλης ευρωπαϊκής οικογένειας» και όχι ως ημιυπόδουλο κράτος – πελάτης
των ΗΠΑ. Εν παραλλήλω, η απορρόφηση από την πλούσια «ενωμένη» Ευρώπη και κυρίως
η κατάργηση του εθνικού νομίσματος και η ενσωμάτωση στο ενιαίο νόμισμα μιας
Ευρώπης που, υποτίθεται ότι βρισκόταν σε μια διαδικασία πολιτικής ενοποίησης,
θεωρήθηκε ότι θα εξασφάλιζε μια διαρκή ευημερία στον ελληνικό λαό.
Έτσι, για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία του, ο Ελληνισμός
προχώρησε σε μια γεωπολιτική επιλογή όχι για λόγους ανάγκης αλλά γιατί έτσι
θεωρούσε ότι θα ήταν το καλό του και γιατί έτσι θα τελείωνε η περίοδος της
ημιδουλείας και θα έρχονταν η εθνική ολοκλήρωση δια της ισότιμης ενσωμάτωσης σε
ένα πανευρωπαϊκό πανίσχυρο σχήμα και μαζί με αυτήν η ευημερία.
Η συνέχεια ξεπέρασε και την φαντασία του πιο ακραία
απαισιόδοξου αφού η «ευρωπαϊκή» Ελλάδα
οδηγήθηκε σε μια κατάσταση πρωτοφανούς αποδόμησης στη σύγχρονη ιστορία της που
απειλεί πλέον ακόμη και την ίδια της την ύπαρξη.
Ένα αποτέλεσμα αυτής της απρόσμενης εθνικής καταστροφής
(γιατί περί τέτοιας πρόκειται) είναι το πνεύμα της αντίστασης και του αγώνα για
εθνική ανεξαρτησία στην Ελλάδα είναι σήμερα πολιτικά ορφανό.
Ο τελευταίος πολιτικός φορέας που κλήθηκε να διαχειριστεί το
πνεύμα της αντίστασης του ελληνικού λαού ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ, η εποχή της
διακυβερνήσεώς του οποίου τελειώνει όμως με μια πρωτοφανή ταύτιση με τη Δύση
και υποταγή σε αυτήν.
Ταυτοχρόνως, ο ΣΥΡΙΖΑ εισήγαγε στον μηχανισμό της εξάρτησης
της χώρας από τη Δύση μια άλλη παράμετρο. Τον εθνομηδενισμό. Δια αντιλήψεων
όπως είναι η ασυνέχεια του ελληνικού έθνους, της αντιμετώπισης της ίδιας της
έννοιας του έθνους ως «φαντασιακής κατασκευής», της παράδοσης του ονόματος της
Μακεδονίας στα Σκόπια και συνακόλουθα και ενός μέρους της ελληνικής ιστορίας και
εθνικής ταυτότητας, οι κυβερνώσες ελίτ αρνούνται τη συλλογική υπόσταση των
Ελλήνων.
Ταυτοχρόνως, με αντιλήψεις και πρακτικές όπως είναι αυτή των «ανοικτών
συνόρων» και της ανοχής, αν όχι της ενθάρρυνσης, της ανεξέλεγκτης και μαζικής
εισόδου αλλοδαπών πληθυσμών στην Ελλάδα, ή δια της άρνησης καταπολέμησης του
βίαιου εγκλήματος που μαστίζει την ελληνική κοινωνία αμφισβητούν εμπράκτως και
την έννοια του κράτους, ενώ ταυτοχρόνως θέτουν εν κινδύνω την ίδια την ύπαρξη της
Ελλάδας ως χώρας ή και του ίδιου του ελληνισμού σε βάθος μερικών δεκαετιών,
κάτι που δεν είχε υπάρξει ποτέ μέχρι σήμερα.
Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι η αποδόμηση του
συλλογικού στοιχείου στην ελληνική γεωπολιτική ταυτότητα. Οι Έλληνες ελπίζουν
πλέον μόνο στο να επιτύχουν ατομικές
λύσεις εξόδου από αυτήν τη ζοφερή κατάσταση, όπως για παράδειγμα τη μαζική
μετανάστευση στο εξωτερικό.
Αυτή η αποϊστοριοποίηση της Ελλάδας και η αποδόμηση
της ελληνικής συλλογικής ταυτότητας εντάσσεται στο πλαίσιο μιας διευρυμένης και
επαυξημένης εξάρτησης – υποτέλειας – υποταγής στον Δυτικό Παράγοντα. Όταν δεν
υπάρχει ένα λειτουργικό κράτος με το οποίο να μπορείς έστω και σε κάποια σημεία
να ταυτιστείς και όταν το έθνος είτε γίνεται αντιληπτό ως βρώμικη λέξη είτε, σε
κάθε περίπτωση, εμφανίζεται να έχει ημερομηνία λήξεως, τότε η μόνη επιλογή που
μένει είναι η ατομική επιβίωση. Το αποτέλεσμα είναι η επιβολή μιας μηδενιστικής
και εξοντωτικής εξάρτησης στον Δυτικό Παράγοντα που είναι ότι χειρότερο έχουμε
αντιμετωπίσει μέχρι σήμερα.
Στα ψυχροπολεμικά
χρόνια της αμερικανικής παντοδυναμίας εν Ελλάδι, ναι μεν η Ελλάδα ήταν ένα «ανώριμο»
κράτος, μερικής εθνικής κυριαρχίας αλλά πάντως είχε κρατική υπόσταση ενώ ο
εθνοκεντρισμός ήταν υπαρκτός, έστω και στην καρικατούρα της «εθνικοφροσύνης»,
επιδιώκοντας να λειτουργήσει ως αντίβαρο της κομμουνιστικής ιδεολογίας.
Επιπροσθέτως, ο εθνοκεντρισμός υπήρξε και οργανικό στοιχείο της πολιτικής
ταυτότητας και πρακτικής και μεγάλου κομματιού της Αριστεράς, προβάλλοντας και
ταυτίζοντας την ανάγκη εθνικής ανεξαρτησίας με την κοινωνική απελευθέρωση και
δικαιοσύνη και την καταπολέμηση του δυτικού ιμπεριαλισμού, τόσο εθνικά όσο και
διεθνώς.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, ενώ κλήθηκε από το μεγαλύτερο μέρος των
ψηφοφόρων του να προβάλει αντίσταση ενάντια στην πιο επιθετική φάση ενός
διαρκούς δυτικού μοντέλου κυριαρχίας της Ελλάδας, όχι μόνο απέτυχε σε αυτό αλλά
προχώρησε σε μια πρωτοφανή μορφή κρατικής και εθνικής αποδόμησης και ταύτισης
με τον Δυτικό παράγοντα, οδηγώντας τον βαθμό εξάρτησης και ανελευθερίας της
χώρας στα μέχρι στιγμές ακρότατα όριά του.
Και αυτό συνέβη σε μια περίοδο που τον πιο «πεφωτισμένο»
αμερικανικό ιμπεριαλισμό στην Ελλάδα διαδέχθηκε μια πιο μίζερη αλλά και
περισσότερο ανελέητη «ευρωκεντρική» κυριαρχία, καθοδηγούμενη από το Βερολίνο
και τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών.
Άρα, λοιπόν η εποχή της αποδοχής της εξάρτησης από την
«προστάτιδα» Δύση έχει φθάσει στο τέλος της, γιατί πλέον αυτό που τίθεται εν
κινδύνω είναι η ίδια η επιβίωση της χώρας και του λαού της.
Μαζί φθάνει και στο
τέλος της και η εποχή ενός πολιτικού συστήματος, το οποίο στη σημερινή του
μορφή υπάρχει από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου αλλά οι ρίζες του ανάγονται στα πρώτα
χρόνια της δημιουργίας του σύγχρονου ελλαδικού κράτους.
Στο ιστορικό του τέλος
του φθάνει και το κομμάτι της ελληνικής Αριστεράς, το οποίο αφού «για πρώτη φορά» βρέθηκε στην εξουσία,
οδηγήθηκε ή επέλεξε να οδηγηθεί σε μια πολιτική τόσο ακραίας ταύτισης με τον
Δυτικό Παράγοντα που δεν είχε προϋπάρξει στην ελληνική ιστορία. Και μάλιστα με
έναν νέο Δυτικό Παράγοντα πολύ πιο επιθετικό και καταστρεπτικό έναντι της
Ελλάδας σε σχέση με το παρελθόν.
Έχουμε φθάσει λοιπόν σε ένα τέλος εποχής και
πρέπει να αναζητήσουμε λύσεις για το μέλλον. Και το διακύβευμα είναι πολύ απλό. Ζωή ή θάνατος. Η Ελλάδα θα
πρέπει να χαράξει μια εθνική στρατηγική επιβίωσης ή θα πεθάνει σε μερικές
δεκαετίες. Και τα ερωτήματα που τίθενται είναι ανελέητα και επιτακτικά. Ο
ελληνικός λαός θα συνεχίσει να υπάρχει ή όχι; Το ελληνικό έθνος θα επιβιώσει;
Θέλουμε να επιβιώσει ή δεν θέλουμε; Και αν θέλουμε, τι κάνουμε για αυτό; Δεν μπορούμε πλέον να κλείνουμε τα μάτια μας,
ούτε να σιωπούμε.
Τα χρόνια της
διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, αποτέλεσαν, υπό μία έννοια, την κορύφωση της
πολιτικής της εξάρτησης στη Δύση και κατέδειξαν τα αδιέξοδά της.
Όπως κατέδειξαν
και τα αδιέξοδα μιας πολιτικής αντίστασης στον Δυτικό Παράγοντα που προέρχεται
και ταυτίζεται με την Αριστερά στην Ελλάδα. Πέραν του ότι, την κρίσιμη ώρα, η
θεωρία αντίστασης στον Δυτικό Παράγοντα μετατράπηκε σε πλήρη, πρωτοφανή και
άνευ όρων ταύτιση μαζί του, οι
μετανεωτερικές, μηδενιστικές και αποδομητικές θεωρίες περί των συλλογικών
ταυτοτήτων που έχουν κυριαρχήσει σε μεγάλο κομμάτι της Αριστεράς στερούν το λαό από τις δυνατότητες αντίστασης,
οδηγώντας τους Έλληνες σε ατομικές επιλογές επιβίωσης και εκμηδενίζοντας την
ίδια την αίσθηση του συνυπάρχειν, του συνανήκειν και της προοπτικής ενός κοινού
μέλλοντος για τα παιδιά των σημερινών Ελλήνων. Έτσι, αποδομούν έτι περαιτέρω
την ήδη εύθραυστη, εύθραπτη και ατελή υπόσταση της χώρας, η οποία, όπως αναφέρθηκε
και πιο πάνω, αποτελεί οργανικό στοιχείο της εργαλειακής αξιοποίησης της
Ελλάδας από τη δυτική γεωστρατηγική.
Χρειαζόμαστε λοιπόν μια επανεκκίνηση της Ελλάδας. Η εποχή
του ΣΥΡΙΖΑ που φθάνει στο τέλος της είναι το τελευταίο στάδιο σε μια ολόκληρη ιστορική
περίοδο, η οποία ξεκινά από τη γέννηση του ελλαδικού κράτους και φθάνει μέχρι
σήμερα, κυρίαρχο στοιχείο της οποίας ήταν και είναι η εργαλειακή λειτουργία της
Ελλάδας ως εξάρτημα της Δύσης. Αυτή η εποχή τελειώνει. Η Ελλάδα δεν μπορεί να
παραμείνει πλέον εξάρτημα και να διασφαλίζει ταυτοχρόνως την επιβίωσή της. Θα
γίνει ανεξάρτητη ή θα πεθάνει.
Χρειαζόμαστε λοιπόν μια νέα εθνική στρατηγική. Μια
πολυεπίπεδη εθνική στρατηγική που θα τοποθετεί την εθνική επιβίωση στον πυρήνα
της και θα ενσωματώνει τα διάφορα ζητήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα σήμερα,
όπως είναι αυτό της οικονομίας, σε ένα ενιαίο και αδιαίρετο πλαίσιο. Για
παράδειγμα, δεν μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη της οικονομίας σε βάθος χρόνου χωρίς
εθνική ανεξαρτησία και πολύ περισσότερο χωρίς καν εθνική υπόσταση.
Η μετά –
ΣΥΡΙΖΑ εποχή θα αποτελέσει ή την εποχή επαναδημιουργίας της Ελλάδας ή τη Δύση
της και την έκλειψή της από το ιστορικό γίγνεσθαι. Απαιτείται λοιπόν μια
ορθολογική ανάγνωση του εξωτερικού και εσωτερικού γεωπολιτικού περιβάλλοντος,
που θα επιτρέψει τη δημιουργία μιας γνωσιακής βάσης η οποία με τη σειρά της
μπορεί να αποτελέσει τη βάση έδρασης μιας ρεαλιστικής υψηλής εθνικής
στρατηγικής για τα χρόνια που έρχονται. Και αυτή η προσπάθεια πρέπει να αρχίσει άμεσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου