Σάββατο 19 Ιουλίου 2014

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΣΑΟΥΔΙΚΗΣ ΑΡΑΒΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΝΟΔΟ ΤΩΝ ΤΖΙΧΑΝΤΙΣΤΩΝ - ΕΥΘΕΙΑ ΠΛΕΟΝ Η ΑΠΕΙΛΗ ΓΙΑ ΤΗ ΔΥΣΗ

Σε ποιο βαθμό είναι η Σαουδική Αραβία συμμέτοχη στην επέκταση των τζιχαντιστών στο βόρειο Ιράκ, καθώς και στην υποδαύλιση των κλιμακούμενων συγκρούσεων μεταξύ σιιτών και σουνιτών;... 


Επιμέλεια: Μικαέλα Κόλλια.

Κάποια στιγμή πριν από την 9/11, ο πρίγκιπας  Μπαντάρ Μπιν Σουλτάν, ο οποίος έχει διατελέσει πρεσβευτής της Σαουδικής Αραβίας στην Ουάσινγκτον και επικεφαλής της Σαουδικής Υπηρεσίας Μυστικών Πληροφοριών, είχε μια...
συνομιλία με τον επικεφαλής της βρετανικής Μυστικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, MI6, τον Σερ Ρήτσαρντ Ντήαρλαβ, στην οποία ο Μπαντάρ σημείωσε ότι: «έφτασε ο χρόνος στη Μέση Ανατολή, Ρήτσαρντ, ώστε ο Θεός να βοηθήσει τους σουνίτες να δράσουν. Πάνω από ένα δισεκατομμύριο σουνίτες έχουν ταλαιπωρηθεί από τους σιίτες. Ο θεός ας τους βοηθήσει.». 

Σύμφωνα με την Independent, η στιγμή για πολλούς σουνίτες, που προβλέπει ο πρίγκιπας Μπαντάρ, μπορεί τώρα να έχει έρθει, με τη Σαουδική Αραβία  να παίζει σημαντικό ρόλο στην υποστήριξη του αντι-σιιτικού τζιχάντ, στο Ιράκ και τη Συρία. Από την κατάληψη της Μοσούλης από το «Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ και του Λεβάντε» (ISIS) στις 10 Ιουνίου, χιλιάδες Σιίτες, ανάμεσά τους γυναίκες και παιδιά, έχουν σκοτωθεί σε χωριά νότια του Κιρκούκ.

Παράλληλα, στη Μοσούλη, ανατινάχθηκαν ιεροί ναοί και τεμένη των σιιτών, ενώ στην κοντινή πόλη  Ταλ Αφάρ, 4.000 σπίτια σιιτών Τουρκομάνων έχουν αναληφθεί από τους μαχητές των ISIS ως «λάφυρα του πολέμου». Όπως αναφέρουν πολλοί αναλυτές, σήμερα, τους οποίους επικαλείται η Independent, στο Ιράκ και τη Συρία, το να αναγνωριστεί κάποιος ως σιίτης ή μέλος παρόμοιας αίρεσης (όπως οι Αλεβίτες) από τους σουνίτες αντάρτες, είναι τόσο επικίνδυνο όσο και να αναγνωριζόταν κανείς ως Εβραίος από τους Ναζί της Ευρώπης του 1940.

Έτσι, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για την ακρίβεια των όσων αναφέρει ο πρίγκιπας Μπαντάρ, γενικός γραμματέας του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας της Σαουδικής Αραβίας από το 2005 και επικεφαλής της Γενικής Διεύθυνσης Πληροφοριών μεταξύ 2012 και 2014,  δηλαδή, τα κρίσιμα δύο χρόνια όταν τζιχαντιστές της Αλ Κάιντα ενίσχυσαν σημαντικά την ένοπλη δράση τους στο Ιράκ και τη Συρία. Μιλώντας στο Royal United Services Institute, την περασμένη εβδομάδα, ο Ντήαρλαβ, ο οποίος ήταν επικεφαλής  της MI6 μεταξύ 1999-2004, υπογράμμισε τη σημασία των λόγων του πρίγκιπα Μπαντάρ, λέγοντας ότι επρόκειτο για «ένα ανατριχιαστικό σχόλιο που θυμάμαι πάρα πολύ καλά».

Ο Ντήαρλαβ, δηλώνει ότι είναι σίγουρος πως, η ουσιαστική και σταθερή χρηματοδότηση από ιδιώτες στη Σαουδική Αραβία και το Κατάρ, για την οποία οι αρχές κάνουν τα στραβά μάτια, έχει διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στην αύξηση της δύναμης των ISIS, σε σουνιτικές περιοχές του Ιράκ. Αυτό ακούγεται ρεαλιστικό, δεδομένου ότι η πλειοψηφία των τοπικών ηγεσιών στις επαρχίες αποτελείται από σουνίτες, οι οποίοι είναι αρκετά εξαρτημένοι από τους χρηματοδότες της Σαουδικής Αραβίας και του Κόλπου και θα ήταν απίθανο να συνεργαστούν με τους ISIS χωρίς τη συγκατάθεσή τους.

H ενδεχόμενη απειλή για τη Δύση
Η αποκάλυψη του Ντήαρλαβ σχετικά με την πρόβλεψη του Μπαντάρ ότι θα έρθει η μέρα της σύγκρουσης των Σουνιτών με τους Σιίτες, σε συνδυασμό με την άποψη του ότι η Σαουδική Αραβία συμμετέχει στην εξέγερση των ISIS, δεν έχει προσελκύσει την αναμενόμενη προσοχή. Η κάλυψη της ομιλίας του Ντήαρλαβ επικεντρώθηκε στο ότι οι τζιχαντιστές της ΙSIS δεν αποτελούν τόσο μεγάλη απειλή για τη Δύση, διότι, σε αντίθεση με τον Μπιν Λάντεν της Αλ Κάϊντα, η σύγκρουση αφορά στις σχέσεις των μουσουλμάνων μεταξύ τους. Δυστυχώς, όμως, οι Χριστιανοί στις περιοχές που κατέλαβαν οι ISIS δε θα συμφωνούσαν με αυτή την άποψη, καθώς οι εκκλησίες τους βεβηλώθηκαν και οι ίδιοι αναγκάζονται να τραπούν σε φυγή. Σύμφωνα, με πολλούς, η διαφορά μεταξύ της Αλ Κάιντα και της ISIS, είναι ότι η τελευταίοι είναι πολύ καλύτερα οργανωμένοι και σε περίπτωση που επιτεθούν στη Δύση, τα αποτελέσματα θα είναι καταστροφικά.

Η πρόβλεψη του πρίγκιπα Μπαντάρ, ο οποίος ήταν στο επίκεντρο της Σαουδικής πολιτικής ασφάλειας για περισσότερο από τρεις δεκαετίες, ότι 100 εκατομμύρια Σιίτες στη Μέση Ανατολή βρίσκονται αντιμέτωποι με την καταστροφή από τη σουνιτική πλειοψηφία, θεωρήθηκε από πολλούς Σιίτες ως μήνυμα της Σαουδικής Αραβίας προς τους ίδιους, και εκτίμησαν πως είναι τα θύματα της εκστρατείας της Σαουδικής Αραβίας, που θέλει να τους συντρίψει. «Οι σιίτες σε γενικές γραμμές είναι να πολύ φοβισμένοι μετά από όσα συνέβησαν στο βόρειο Ιράκ», δήλωσε στην Independent ένας ιρακινός σχολιαστής, ο οποίος δεν ήθελε να δημοσιευθεί το όνομά του. Οι σιίτες θεωρούν ότι η απειλή δεν είναι μόνο στρατιωτική, αλλά και θρησκευτική, καθώς προκύπτει από την επέκταση της επιρροής του σουνίτικου Ισλάμ των Ουαχάμπι. Οι τελευταίοι αποτελούν μια πουριτανική εκδοχή του Ισλάμ την οποία ευαγγελίζεται η Σαουδική Αραβία, καταδικάζοντας τους σιίτες και άλλες ισλαμικές αιρέσεις ως μη μουσουλμανικές και ως πολυθεϊστές.

Ο Ντήαρλαβ πρόσθεσε ότι δεν έχει καμία εσωτερική πληροφορία από τότε που αποσύρθηκε από επικεφαλής της MI6, δηλαδή πριν από 10 χρόνια. Ωστόσο, με βάση την εμπειρία του παρελθόντος, αναλύει τη Σαουδική στρατηγική σκέψη, όπως διαμορφώνεται από δύο βαθιές πεποιθήσεις και συμπεριφορές. Πρώτον, αναφέρει ότι  είναι πεπεισμένοι ότι «δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ως προς την ισλαμική καθαρότητα των Ουαχάμπι και τις αξιώσεις τους ως θεματοφύλακες του Ισλάμ». Σημείωσε, ακόμα, πως, αυτή η πεποίθηση της Σαουδικής Αραβίας ότι κατέχει το μονοπώλιο της ισλαμικής αλήθειας, τους οδηγεί στο να έλκονται από οποιαδήποτε μαχητική δύναμη που αγωνίζεται εναντίον της επιρροής των σιιτών.

Από τον Οσάμα μπιν Λάντεν και την Αλ-Κάιντα έως την ISIS και τον Μπαγκντάντι, oι δυτικές κυβερνήσεις φαίνεται να υποβιβάζουν τη σύνδεση της Σαουδικής Αραβίας και της πίστης των Ουαχάμπι και των τζιχαντιστών. Παρόλο αυτά οι σύνδεσμοι αυτοί δεν γίνονται συνωμοτικά ή μυστικά: 15 από τους 19 αεροπειρατές της 9/11 ήταν Σαουδάραβες, όπως και ο Μπιν Λάντεν, και οι περισσότεροι από τους ιδιώτες χορηγούς, οι οποίοι χρηματοδότησαν την επιχείρηση. 
Την ίδια στιγμή, πολλοί αναλυτές σημειώνουν ότι οι διαφορές μεταξύ της Αλ Κάιντα και των ISIS δεν είναι τόσο μεγάλες: όταν σκοτώθηκε ο Μπιν Λάντεν από τις δυνάμεις των ΗΠΑ το 2011, ο Μπαγκντάντι έκανε μια δήλωση που τον αποθέωνε και στην οποία δεσμεύτηκε να δρομολογήσει 100 επιθέσεις σε εκδίκηση για το θάνατό του.

Η διπλή πολιτική της Σαουδικής Αραβίας
Ωστόσο,  υπήρξε πάντα και μια δεύτερη προσέγγιση της Σαουδικής πολιτικής έναντι των τζιχαντιστών της Αλ-Κάιντα, που έρχεται σε αντίθεση με την προσέγγιση του Μπαντάρ και που θεωρεί τους τζιχαντιστές ως θανάσιμη απειλή. Ο Ντήαρλαβ απεικονίζει τη στάση αυτή, συνδέοντας την επίθεση στις 9/11, με μια «επίσκεψη» που έκανε μαζί με τον με τον Τόνι Μπλερ στην πρωτεύουσα της Σαουδικής Αραβίας, τη Ριάντ.

Θυμάται ότι, ο τότε επικεφαλής της Σαουδικής Υπηρεσίας Γενικών Πληροφοριών «μου φώναζε κυριολεκτικά στο γραφείο του πως, η 9/11 είναι το λιγότερο για τη Δύση. Αυτό που πραγματικά θέλουν αυτοί οι τρομοκράτες είναι να καταστρέψουν τη Βουλή της Σαουδικής Αραβίας και να ξαναφτιάξουν τη Μέση Ανατολή». Έτσι, ο Ντήαρλαβ, τονίζει ότι, η Σαουδική Αραβία, υιοθέτησε τις δύο πολιτικές, ενθαρρύνοντας, από τη μια, τους τζιχαντιστές ως ένα χρήσιμο εργαλείο της Σαουδικής αντι-σιιτικής επιρροής στο εξωτερικό, αλλά καταστέλλοντας τους, από την άλλη, ως απειλή για το εσωτερικό καθεστώς. Αυτή η διπλή πολιτική έχει καταρρεύσει κατά το τελευταίο έτος.
Όπως αναφέρει η Independent, η Σαουδική συμπάθεια για τους αντι-σιίτες μαχητές μπορεί να γίνει αντιληπτή και σε επίσημα αμερικανικά έγγραφα που διέρρευσαν πρόσφατα. Η τότε υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Χίλαρι Κλίντον, έγραψε τον Δεκέμβριο του 2009, σε ένα έγγραφο που δημοσιεύθηκε από το Wikileaks, ότι «η Σαουδική Αραβία παραμένει μια σημαντική βάση για την οικονομική στήριξη της Αλ Κάιντα, των Ταλιμπάν, και άλλων τρομοκρατικών ομάδων. Η Σαουδική Αραβία πράττει εναντίον της Αλ-Κάιντα, στο επίπεδο μιας εγχώριας απειλής και όχι λόγω των δραστηριοτήτων της στο εξωτερικό».

Πολλοί εκτιμούν ότι, με την αποχώρηση του πρίγκιπα Μπαντάρ από επικεφαλής του γραφείου πληροφοριών,  η πολιτική αυτή μπορεί να αλλάξει. Αλλά η αλλαγή είναι πολύ πρόσφατη και αρκετά αμφίσημη και μπορεί να είναι πλέον αργά:  μόλις την περασμένη εβδομάδα, ένας Σαουδάραβας πρίγκιπας είπε ότι δεν θα χρηματοδοτεί πλέον ένα δορυφορικό τηλεοπτικό σταθμό, που βρίσκεται στην Αίγυπτο και είναι γνωστός για τις αντι-σιίτικές του θέσεις.
Εντούτοις, το πρόβλημα για τους Σαουδάραβες είναι ότι, απέτυχαν οι προσπάθειές του Μπαντάρ να δημιουργήσει μια εκλογική περιφέρεια σουνιτών που θα ήταν εναντίον του Μαλίκι και του Ασάντ αλλά ταυτόχρονα και εναντίον της Αλ-Κάιντα.

Επιδιώκοντας να αποδυναμώσει τον Μαλίκι και τον Ασάντ προς το συμφέρον μιας πιο μετριοπαθούς σουνιτικής παράταξης, η Σαουδική Αραβία και οι σύμμαχοί της μετατράπηκαν σε υποχείρια των τζιχαντιστών της ISIS, οι οποίοι κερδίζουν σταδιακά τον πλήρη έλεγχο της σουνιτικής αντιπολίτευσης στη Συρία και το Ιράκ. Στη Μοσούλη, αφόπλισαν τους όποιους δυνητικούς εχθρούς τους και αντιπάλους, εξαναγκάζοντας τους να ορκιστούν  πίστη στο νέο χαλιφάτο και απειλώντας ότι θα σκοτώσουν όποιον αντισταθεί.

Ο ρόλος της Δύσης
Η Δύση μπορεί να χρειαστεί να πληρώσει ένα τίμημα για τη συμμαχία της με τη Σαουδική Αραβία και τις μοναρχίες του Κόλπου, οι οποίες φαίνεται να βρίσκουν το σουνίτικο τζιχάντ πιο ελκυστικό από τη δημοκρατία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η καταστολή, εκ μέρους της Σαουδικής ηγεσίας, των ειρηνικών, δημοκρατικών διαμαρτυριών από την πλειοψηφία σιιτών στο Μπαχρέιν Μάρτιο του 2011. Περίπου 1.500 στρατιώτες από τη Σαουδική Αραβία εστάλησαν στην περιοχή και οι διαδηλώσεις έληξαν με μεγάλη βιαιότητα και με την καταστροφή των τεμενών και των ναών των Σιιτών.

Oι Δυτικές δυνάμεις και οι περιφερειακοί τους σύμμαχοι έχουν αποφύγει σε μεγάλο βαθμό τις επικρίσεις ως προς το ρόλο τους στην αναζωπύρωση του πολέμου στο Ιράκ. Δημοσίως και ιδιωτικώς, κατηγόρησαν τον Ιρακινό Πρωθυπουργό Νούρι αλ Μαλίκι ότι  η δίωξη και η περιθωριοποίηση της σουνιτικής μειονότητας, προκάλεσε την εξέγερση των ISIS. Αν και αυτό είναι εν μέρει αλήθεια, δεν αντανακλά την πλήρη ιστορία. Ο Μαλίκι έκανε, όντως, αρκετά για να εξοργίσει τη σουνιτική μειονότητα, όμως στόχευε και στη δημιουργία φόβου στους Σιίτες ψηφοφόρους του ώστε η επανεκλογή του να καταστεί μονόδρομος στις εκλογές της 30ής Απριλίου, ως προστάτη της κοινότητας Σιιτών ενάντια στην σουνιτική αντεπανάσταση.

Αλλά αυτός  δεν είναι ο μοναδικός λόγος που το ιρακινό κράτος αποσυντίθεται. Αυτό που αποσταθεροποίησε το Ιράκ από το 2011, ήταν η εξέγερση των Σουνιτών στη Συρία που οργανώθηκε και οδηγήθηκε από τους τζιχαντιστές, οι οποίοι συχνά χρηματοδοτούνται από χορηγούς στη Σαουδική Αραβία, το Κατάρ, το Κουβέιτ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Από την πλευρά τους, Ιρακινοί πολιτικοί είχαν τονίσει ότι η απροθυμία των δυτικών ηγετών να σταματήσουν τον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία, αποτέλεσε τη σπίθα που ξεκίνησε και πάλι τη σύγκρουση στο Ιράκ.
Φυσικά, οι Αμερικανοί και οι Βρετανοί πολιτικοί και διπλωμάτες θα υποστήριζαν ότι δεν ήταν σε θέση να βάλουν ένα τέλος στη συριακή σύγκρουση. Αλλά αυτό είναι παραπλανητικό: Επιμένουν ότι οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις θα πρέπει να συμπεριλαμβάνουν και την αποχώρηση του Άσαντ από την εξουσία, κάτι που ποτέ δεν πρόκειται να συμβεί, δεδομένου ότι ο Άσαντ ελέγχει τις περισσότερες από τις πόλεις της χώρας. Έτσι, πολλοί υποστηρίζουν ότι,  οι ΗΠΑ και η Βρετανία φρόντισαν ώστε να συνεχιστεί ο πόλεμος.

Το τέρας του Φρανκεστάιν
Σύμφωνα με το άρθρο της Independent, αυτοί που έχουν το μεγαλύτερο συμφέρον από την όλη κατάσταση είναι οι τζιχαντιστές της ομάδας ISIS, που το τελευταίο διάστημα έχουν αρχίσει να καταλαμβάνουν περιοχές και στην ανατολική Συρία. Από την πλευρά τους, οι Κούρδοι στο Βορρά και ο επίσημος εκπρόσωπος της Αλ Κάιντα, η Αλ Νούρσα, φαίνονται διστακτικοί μπροστά στην επίδραση των δυνάμεων των ISIS, οι οποίοι έχουν πάρει και τον έλεγχο πολλών πετρελαιοπηγών στη Συρία.

Η Independent, σημειώνει πως η Σαουδική Αραβία έχει δημιουργήσει το τέρας του Φρανκενστάιν χάνοντας γρήγορα τον έλεγχο της πάνω σε αυτό. Το ίδιο ισχύει και για τους συμμάχους της, όπως η Τουρκία, που αποτέλεσε ζωτική βάση γα τους τζιχαντιστές της ISIS και της Αλ Νούσρα κατά το συριακό εμφύλιο. 
Όσον αφορά τη Σαουδική Αραβία, μπορεί να μετανιώνουν για την υποστήριξή των σουνίτικων εξεγέρσεων στην Συρία και το Ιράκ, καθώς οι τζιχαντιστές ενδέχεται να διαμηνύσουν μέσω των  social media ότι ο επόμενος στόχος τους είναι η Βουλή της Σαουδικής Αραβίας. Η άνοδος των ISIS είναι άσχημα νέα για τους Σιίτες του Ιράκ, αλλά ίσως να είναι χειρότερα νέα για τους Σουνίτες, των οποίων η ηγεσία φαίνεται να μεταφέρθηκε στα χέρια αιμοδιψών ηγετών που το μόνο που αποζητούν έιναι ένας πόλεμος δίχως τέλος.

Το σουνιτικό χαλιφάτο κυβερνά μια μεγάλη, φτωχή και απομονωμένη περιοχή, από την οποία οι άνθρωποι τρέπονται σε φυγή. Αρκετά εκατομμύρια Σουνίτες μέσα και γύρω από τη Βαγδάτη είναι ευάλωτοι στις επιθέσεις σουνιτών, ενώ, ήδη, έχουν σφαγιαστεί 255 κρατούμενοι. Σε μακροπρόθεσμη βάση, πολλοί πιστεύουν ότι ο στρατός των ISIS δεν μπορεί να κερδίσει, αλλά ο συνδυασμός του φανατισμού και της καλής οργάνωσης καθιστά δυσκολη την αντιμετώπισή τους. «Ο Θεός να βοηθήσει τους σιίτες», δήλωσε ο πρίγκιπας Μπαντάρ, αλλά, εν μέρει χάρη σε αυτόν, οι σουνίτικες κοινότητες του Ιράκ και της Συρίας μπορεί να χρειαστούν τη θεϊκή βοήθεια ακόμη περισσότερο από τους Σιίτες, σχολιάζεται στο δημοσίευμα της Independent.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου