Η αντίληψη περί της
ακμής και ανόδου της Παλαιστίνης χάρη στην άφιξη των Εβραίων έχει μακρά
ιστορία στη σιωνιστική παράδοση. Επικρατούσε ήδη πολύ πριν αρχίσουν να
συρρέουν στη χώρα άνθρωποι, τεχνολογίες και κεφάλαια από την Ευρώπη, που
επιτάχυναν τον εκσυγχρονισμό της χώρας, την οποία είχαν αρχίσει Τούρκοι
και Βρετανοί...
του Daniel Cil Brecher
Πίσω της κρύβεται η αρχική ιδέα της πολιτιστικής
ανωτερότητας των Εβραίων εποίκων και της κατωτερότητας των «ιθαγενών»,
που κατά τα φαινόμενα δεν ήταν σε θέση να φέρουν προκοπή στη χώρα. Ήταν
μία από τις δικαιολογίες για... την ανάληψη της οργάνωσης της χώρας. Το
ζήτημα αυτό ήταν προφανώς γνωστό σ’ εμένα και τους άλλους μετανάστες,
που κατά το πλείστον τους ήταν γαλουχημένοι στο πνεύμα του σιωνισμού ήδη
πριν από την άφιξή τους, διότι ο μύθος για τον λαό χωρίς χώρα που βοηθά
να προκόψει μια χώρα χωρίς λαό κατείχε ανέκαθεν εξέχουσα θέση.
Στο μυθιστόρημά του για την Παλαιστίνη, Παλιά-νέα γη, που είχε συγγράψει γύρω στο 1900 ο Θεόδωρος Χερτσλ,
ένας από τους ιδρυτές του σιωνιστικού κινήματος, η Χάιφα προάγεται σε
διεθνή μητρόπολη μιας μελλοντικής εβραϊκής Παλαιστίνης. Το Τελ Αβίβ, η
σημερινή μητρόπολη του Ισραήλ, δεν υπήρχε ακόμη τότε. Στο μυθιστόρημα
του Χερτσλ ο οφθαλμίατρος Άϊχενσταμ από τα Ιεροσόλυμα περιγράφει σ’ ένα
μη Εβραίο επισκέπτη της χώρας τη σιωνιστική εποίκηση με τα λόγια: «Τα
παλιά μας εδάφη φέρουν πάλι νέους καρπούς». Ο Χερτσλ, στο μυθιστόρημά
του, αξιοποίησε τις εμπειρίες του από ένα ταξίδι του στην Παλαιστίνη το
1898. Σκοπός της διαμονής του εκεί ήταν μια ακρόαση ενώπιον του Γερμανού
κάιζερ Γουλιέλμου Β´, που βρισκόταν σε περιοδεία στην τουρκική
επικράτεια. Η ακρόαση έλαβε χώρα τον Νοέμβριο 1898, προ των πυλών των
Ιεροσολύμων, όπου στρατοπέδευε ο κάιζερ. Ο Χερτσλ εκφώνησε έναν σύντομο
χαιρετισμό, στον οποίο αναφέρθηκε στον στόχο του εποικισμού της «γης των
πατέρων μας». «Η γη φωνάζει από μόνη της για ανθρώπους που ξέρουν να τη
δουλέψουν». «Πολλοί Εβραίοι ζούνε σε αξιοθρήνητες συνθήκες», πρόσθεσε.
«Αυτοί οι άνθρωποι φωνάζουν για ένα κομμάτι γης να το καλλιεργήσουν.»
Έτσι λοιπόν, το σιωνιστικό εγχείρημα μπορούσε να θεωρηθεί μια λύση
ανάγκης και για τα δύο.
Ο
κάιζερ, που δεν ήθελε να υποστηρίξει ανοιχτά αυτό το σχέδιο, απάντησε
με βαθιά επίγνωση των πραγμάτων: «Η γη αυτή χρειάζεται προ πάντων νερό
και σκιά». Κατόπιν, υπογράμμισε τον μεγάλο καύσωνα που επικρατούσε ακόμη
και τον Νοέμβριο.
Στο
μυθιστόρημα ο μη Εβραίος ταξιδιώτης επιστρέφει μετά από είκοσι χρόνια
στην Εγγύς Ανατολή και αντικρίζει στο εβραϊκό κράτος, που έχει στο
μεταξύ ιδρυθεί, μία από τις πιο μοντέρνες χώρες του κόσμου. Παντού
υπάρχει παροχή ρεύματος, η αγροτική οικονομία αποτελείται αποκλειστικά
και μόνον από μεγάλες επιχειρήσεις, και σε αυτά τα «ανοιχτά εργοστάσια»
όλες οι εργασίες διεξάγονται από τους ίδιους τους Εβραίους κι όχι πλέον
από τους Άραβες. Ο οφθαλμίατρος Άϊχενσταμ έγινε στο μεταξύ πρόεδρος της
χώρας και διακηρύττει ότι η Σιών, το εβραϊκό κράτος, είναι πιστή στο
αξίωμα της ανεξιθρησκίας: «Κάθε ξένος πρέπει να νιώθει σε μας άνετα».
Ξένους εννοούσε τους Άραβες που ζούσαν στη χώρα.
Ενόσω
ο Θεόδωρος Χερτσλ διατύπωνε τις συντηρητικές του ιδέες περί εποικισμού
της χώρας, μαρξιστές διανοητές μέσα στις γραμμές του σιωνιστικού
κινήματος ανέπτυσσαν εκείνη την επιχειρηματολογία που εντέλει
δικαιολογούσε τόσο την εκδίωξη των Αράβων όσο και την ιδέα της
πολιτιστικής ανωτερότητας. Μόνον όποιος καλλιεργούσε και δούλευε
τη γη μπορούσε να είναι και ο νόμιμος κάτοχός της· έτσι αποφαινόταν η
ανάλυση των μαρξιστών «εργατών της Σιών». Το επιχείρημα αυτό
στρεφόταν κατά των Αράβων γαιοκτημόνων της Παλαιστίνης. Αυτοί έβαζαν
φελάχους, τους ακτήμονες χωρικούς της Παλαιστίνης, να δουλεύουν τα
κτήματά τους. Η σιωνιστική Αριστερά ανέλαβε να υπερασπίσει τη μοίρα
αυτών των κολίγων όσο αυτό εξυπηρετούσε τις αξιώσεις των νέων Εβραίων
σκαπανέων από την Ανατολική Ευρώπη ν’ απελευθερώσουν τη χώρα από τις
άνισες σχέσεις γαιοκτησίας. Αλλά η αλληλεγγύη με τους ακτήμονες έμεινε
στα χαρτιά. Εν τέλει η χώρα «απελευθερώθηκε» από τους Άραβες
γαιοκτήμονες με την αγορά εκτάσεων από σιωνιστικές οργανώσεις. Στις
περισσότερες περιπτώσεις το πέρασμα της ιδιοκτησίας σε νέα χέρια σήμαινε
τον διωγμό των φελάχων, των οποίων την εργασία ανέλαβαν οι Εβραίοι
έποικοι.
Η
«απελευθέρωση μέσω της εργασίας», για την οποία έκανε λόγο η σιωνιστική
Αριστερά, είχε διττή σημασία. Η απελευθέρωση της Παλαιστίνης από τους
Άραβες τσιφλικάδες συμβάδιζε με την απελευθέρωση των Εβραίων από τη
μοίρα του υπηρέτη του κεφαλαίου. Η ιδέα αυτή, απόρροια της αντίδρασης
στα συνήθη αντισημιτικά στερεότυπα του 19ου αιώνα, είχε οδηγηθεί στα
άκρα της από τον ίδιο τον Μαρξ σε ένα δοκίμιό του για το Εβραϊκό Ζήτημα.
Η κοινωνική απελευθέρωση των Εβραίων μπορούσε να επιτευχθεί μόνο μέσα
από την απελευθέρωση της κοινωνίας από τον εβραϊσμό, έγραφε ο ίδιος,
χρησιμοποιώντας βέβαια την πολεμική φράση «εβραϊσμός» στη θέση της
καπιταλιστικής εκχρηματισμένης οικονομίας. Οι σιωνιστές, που συχνά
διύλιζαν την εβραϊκή ζωή στη διασπορά με το ίδιο φίλτρο όπως και οι
αντισημίτες, υιοθέτησαν αυτή την τοποθέτηση και επέκριναν τη φαινομενικά
«μη παραγωγική» ζωή των Εβραίων στην Ευρώπη, που, περιθωριοποιημένοι
εξαιτίας των διακρίσεων, είχαν βουλιάξει στο τέλμα του εμπορίου και του
«παρασιτισμού». Το σιωνιστικό αίτημα της «παραγωγικότητας», μαζί με την
επιστροφή στην αγροτική οικονομία είχε ως στόχο να θεραπεύσει τους
Εβραίους της διασποράς και ν’ αναδείξει τον τύπο των «Νέων Εβραίων» πάνω
στη δική τους γη.
Τα κιμπούτς υπηρετούσαν κι αυτά τον σκοπό της «προλεταριοποίησης» και απελευθέρωσης μέσω της γεωργικής εργασίας.
Αλλά η ιδέα της ισότητας και της κοινοκτημοσύνης στα παραγωγικά μέσα
δεν συμπεριλάμβανε και τους Άραβες γείτονες, που είχαν ν’ αντιμετωπίσουν
μόνο τις αρνητικές συνέπειες του όλου εγχειρήματος. Οι Εβραίοι
δυσκολεύονταν να ανταγωνιστούν στην αγορά τις χαμηλές τιμές των
αγροτικών προϊόντων της Παλαιστίνης, που είχαν να κάνουν με τη φτώχια
των Αράβων αγρεργατών. Η παραγωγή στις εβραϊκές μονάδες έπρεπε να γίνει
φθηνότερη. Κάτι τέτοιο ήταν δυνατόν μόνο εφόσον χαμήλωνε το κόστος
διαβίωσης· και κατάλληλα γι’ αυτό ήταν τα κιμπούτς και οι άλλες
συνεταιριστικές μορφές εποικισμού. Η «προλεταριοποίηση», συνεπώς, έφερε
τους Εβραίους σε πολύ καλύτερη μοίρα από άποψη ανταγωνισμού. Συγχρόνως,
οι σιωνιστές ηγέτες του εργατικού κινήματος μπορούσαν να δικαιολογούν
και να διαφημίζουν την πρόσκτηση εκτάσεων ως σχέδιο προόδου και ως η
εβραϊκή συνεισφορά στη «νικηφόρα πορεία της ιστορίας», με συνέπεια
βέβαια τη σταδιακή απώθηση των Αράβων εργατών.
Ένα
ανέκδοτο που πήραν τα αφτιά μου κατά το πρώτο έτος στη Χάιφα συνοψίζει
θαυμάσια τους σιωνιστικούς μύθους και τις σχέσεις με τον αρχικό αραβικό
πληθυσμό. Ένας παππούς στέκεται παρέα με τον εγγονό του στο όρος
Κάρμηλος και κοιτάει κάτω στον κόλπο. «Για δες, παιδί μου», λέει
περήφανος. «Όλα αυτά τα φτιάξαμε με τα ίδια μας τα χέρια». Το αγόρι
περιεργάζεται τον παππού του με απορία: «Παππού, ήσουν παλιά Άραβας;»
……………………………………
Η
«Ένωση των Ρεβιζιονιστών Σιωνιστών» είχε ιδρυθεί το 1925 ως διαμαρτυρία
ενάντια στην πολιτική της Σιωνιστικής Οργάνωσης υπό την ηγεσία του Χάιμ
Βάιτσμαν από τον συνάδελφό του στο προεδρείο της σιωνιστικής
εκτελεστικής επιτροπής, τον ρωσοεβραίο δημοσιογράφο Βλαδίμηρο (Τσεέβ)
Ζαμποτίνσκι. Αυτό που ο «ρεβιζιονισμός» ήθελε να απορρίψει ήταν ο
πραγματισμός που είχε επιβληθεί στο σιωνιστικό κίνημα με την εγκαθίδρυση
της Βρετανικής Εντολής για την Παλαιστίνη και με το ξεκίνημα της
οικοδόμησης της χώρας, δηλαδή ο περιορισμός των σιωνιστικών στόχων στα
προσωρινά κεκτημένα. Ο φιλελεύθερος πραγματιστής Βάιτσμαν προωθούσε τη
στρατηγική των μικρών βημάτων, την κατάκτηση της Παλαιστίνης «ντουνάμ
προς ντουνάμ» (στρέμμα το στρέμμα), συμβαδίζοντας κατά μεγάλο μέρος με
τα συμφέροντα της προστάτιδας δύναμης του σιωνισμού, της Μεγάλης
Βρετανίας. Ήδη το 1922 το Λονδίνο είχε χωρίσει τα εδάφη, αποκλείοντας
τον σιωνιστικό εποικισμό από την περιοχή πέραν του Ιορδάνη. Επειδή τη
χρονική εκείνη στιγμή το ποσοστό του εβραϊκού πληθυσμού στη Δυτική Όχθη
του Ιορδάνη (Παλαιστίνη) ανερχόταν μόλις στο δέκα τοις εκατό του
συνολικού πληθυσμού ενώ δεν κατοικούσαν καθόλου Εβραίοι στην
Υπεριορδανία (το μετέπειτα Βασίλειο της Ιορδανίας), η σιωνιστική
οργάνωση δέχθηκε αυτό τον διαχωρισμό. Οι ρεβιζιονιστές, αντιθέτως,
επέμεναν στη σιωνιστική αξίωση του συνόλου των εδαφών. Το σύνθημα του
κινήματος, που αξίωνε τα εδάφη δεξιά κι αριστερά του Ιορδάνη ήταν: «Και
στις δύο όχθες!»
Τον Ζαμποτίνσκι
οι σιωνιστές αντίπαλοί του τον έβριζαν ως αντιδημοκράτη και φασίστα,
εξαιτίας των συμπαθειών του για τον ιταλικό φασισμό, της φιλίας του με
τον Μουσολίνι και των διαπραγματεύσεων που είχε ξεκινήσει με τον Ουκρανό
εθνικιστή Πετλιούρα, καθώς και με τον Πολωνό εθνικιστή Μπεκ. Πολλοί
ήταν εκείνοι που θαύμαζαν το δόκιμο ύφος των άρθρων του και τη λαμπρή
ρητορική δεινότητα των λόγων του. Οι Εβραίοι της Ανατολικής Ευρώπης,
ανάμεσα στους οποίους αδιάκοπα περιηγείτο για να τους κερδίσει για το
κόμμα του και τις παράνομες στρατιωτικές οργανώσεις, ακόμη και χρόνια
αργότερα κρατούσαν ζωηρή στη μνήμη τους την παρουσία και το ύφος του·
και ο πατέρας μου, που τον είχε ζήσει στις αρχές της δεκαετίας του ’20
στη Βιέννη για πάνω από τέσσερις δεκαετίες, αργότερα τον ανακαλούσε
ακόμα ζωηρά στη μνήμη του. Ο Ζαμποτίνσκι ήταν πάνω απ’ όλα ένας
εθνικιστής σαν αυτούς που είχαν αναδείξει τα κινήματα της «Εθνικής
Αφύπνισης» στην Ανατολική και Νοτιοανατολική Ευρώπη, ένας εθνεγέρτης για
τον οποίο ζητήματα κοινωνικής ισότητας και πολιτικής ελευθερίας
έρχονταν σε δεύτερη μοίρα, και σε τελευταία η ιδέα της αδελφοσύνης.
Αντίστοιχα λοιπόν, και η πολιτική του διέφερε από εκείνη του σιωνιστικού
εργατικού κινήματος, όχι μόνο ως προς τους στόχους, αλλά και ως προς
τις μεθόδους που ήταν επιτρεπτές για την πραγματοποίηση των εθνικών
στόχων και προ πάντων όσον αφορούσε τις σχέσεις με τον αραβικό πληθυσμό.
Από
την έναρξη της μετανάστευσης Εβραίων με σιωνιστικές βλέψεις από τα τέλη
του 19ου αιώνα, οι σχέσεις μεταξύ των μικρών εβραϊκών κοινοτήτων της
Παλαιστίνης και της αραβικής πλειονότητας είχαν επιδεινωθεί. Με τη νίκη
των Βρετανών κατά της τουρκικής κυριαρχίας της Παλαιστίνης το 1918, τα
πράγματα έλαβαν μια ολέθρια τροπή. Υπό την πίεση του Λονδίνου, που ήδη
το 1917 είχε αναγάγει τους στόχους του σιωνισμού σε πολιτική ιδίων
συμφερόντων, η Κοινωνία των Εθνών ανέθεσε το 1922 στη Μεγάλη Βρετανία τη
δημιουργία μιας εβραϊκής εθνικής εστίας, θέτοντας, παράλληλα, όρια στον
εποικισμό και αποθέτοντας την ευθύνη στα χέρια του αραβικού πληθυσμού:
«Η διοίκηση της Παλαιστίνης οφείλει να καταστήσει δυνατή τη μετανάστευση
Εβραίων υπό κατάλληλες συνθήκες. Τα δικαιώματα και η θέση των άλλων
πληθυσμιακών μερίδων είναι σεβαστά και δεν επιτρέπεται να τεθούν σε
κίνδυνο», αποφαινόταν το σχετικό εδάφιο της απόφασης της Κοινωνίας των
Εθνών. Έτσι, ο πλέον άμεσος στόχος του σιωνισμού τον καιρό εκείνο, η
κατά το δυνατόν ευρύτερη εγκατάσταση Εβραίων στην Παλαιστίνη, εξαρτιόταν
από τη συγκατάβαση των Αράβων, τουλάχιστον έμμεσα. Αυτοί ήδη το 1920
και 1921, μέσα από διάφορες βίαιες διαμαρτυρίες, είχαν εκδηλώσει την
ευθεία αντίθεσή τους με τη φιλοσιωνιστική Εντολή και την έλευση
Ευρωπαίων εποίκων.
Η
έκθεση της ερευνητικής επιτροπής στην οποία η κυβέρνηση της Βρετανικής
Εντολής ανέθεσε να εξετάσει τις αντισιωνιστικές ταραχές του 1920 και
1921 συνοψίζει το πρόβλημα ως εξής: «Η θεμελιώδης αιτία των ταραχών
[...] οφειλόταν σ’ ένα αίσθημα δυσφορίας για τη συνύπαρξη με τους
Εβραίους και εχθρότητας απέναντί τους, το οποίο προέρχεται τόσο από τις
πολιτικές όσο και από τις οικονομικές δυσκολίες, που σχετίζονται με τον
εβραϊκό εποικισμό και τη σιωνιστική πολιτική». Το σιωνιστικό εργατικό
κίνημα ήθελε να αμβλύνει τη θεμελιώδη αυτή σύγκρουση, που έθετε υπό
αίρεση το όλο σιωνιστικό εγχείρημα, μέσα από τον διάλογο και την
εξεύρεση συμβιβαστικών λύσεων –ή τουλάχιστον έτσι είχε ανακοινώσει.
Ωστόσο, δεν ήλθαν ποτέ σε διάλογο, και μόνοι εταίροι σε ζητήματα
διαλόγου και συμβιβασμών υπήρξαν αποκλειστικά και μόνον οι Βρετανοί. Ο
Ζαμποτίνσκι δεν πίστευε στη δυνατότητα συμβιβασμού. Το 1923 διαπίστωνε
ότι ήταν τελείως αυτονόητο πως οι Άραβες «δεν [θα παύσουν] ν’ αμύνονται
κατά των εποίκων, όσο υπάρχει έστω και μία σπίθα ελπίδας να εμποδίσουν
τη μετατροπή της “Παλαιστίνης” σε “Γη του Ισραήλ”.[...] Ο σιωνιστικός
εποικισμός είτε θα πρέπει να τερματιστεί άμεσα είτε να συνεχιστεί δίχως
αναστολές απέναντι στον ιθαγενή πληθυσμό».
«Χωρίς
αναστολές απέναντι στον ιθαγενή πληθυσμό» ήταν στο εξής το σύνθημα που
καθόριζε τη ρεβιζιονιστική στρατηγική και τη στάση της στο ζήτημα της
μετανάστευσης. Όταν η Μεγάλη Βρετανία υποχρεώθηκε να επιβραδύνει το
μεταναστευτικό ρεύμα εξαιτίας των αραβικών διαμαρτυριών, ρυθμίζοντας το
πρόβλημα μ’ ένα σύστημα παραχώρησης περιορισμένου αριθμού αδειών ανά
τρίμηνο, είχαν τεθεί οι βάσεις της σύγκρουσης με τη Μεγάλη Βρετανία και
της εσωτερικής διαμάχης στις γραμμές των σιωνιστών. Η παραχώρηση των
«πιστοποιητικών εποίκησης» ρυθμιζόταν βάσει μιας πολύπλοκης φόρμουλας
τόσο πολιτικών όσο και οικονομικών κριτηρίων για τη δυνατότητα
απορρόφησης της χώρας. Όσο καιρό ο αριθμός των πιστοποιητικών συμβάδιζε
με το σχετικά χαμηλό ποσοστό αιτήσεων εποίκησης, κύριο μέλημα των
σιωνιστικών ενώσεων ήταν να φέρουν τους δικούς τους οπαδούς στη χώρα,
για να ενισχύσουν τις ενώσεις και τα ιδρύματά τους. Τα σιωνιστικά όργανα
αυτοδιοίκησης της Παλαιστίνης στα οποία επικρατούσε το εργατικό κίνημα
διαπραγματεύονταν σε τριμηνιαία βάση τον αριθμό και την κατηγορία των
προς παραχώρηση πιστοποιητικών με την κυβέρνηση της Βρετανικής Εντολής,
ενώ συγχρόνως εκμεταλλεύονταν κάθε νόμιμο και παράνομο παράθυρο του
συστήματος προκειμένου να υπερβούν όσο το δυνατόν περισσότερο το
επιτρεπτό ποσοστό εισερχόμενων στη χώρα, προσπαθώντας ταυτόχρονα να
μειώσουν τις τριβές με το Λονδίνο. Ο Ζαμποτίνσκι και οι οπαδοί του,
απεναντίας, δεν δίσταζαν να προκαλούν τη Βρετανική Εντολή.
Αντιπαρατίθονταν στην αρχή του ποσοστιαίου συστήματος μετανάστευσης και
κατήγγελλαν τη βρετανική πολιτική ως «αντισιωνιστική»∙ απαιτούσαν τον
άμεσο μαζικό εποικισμό και την ταχεία σύσταση ενός εβραϊκού κράτους, ενώ
ετοίμαζαν απροκάλυπτα την ίδρυση πολιτοφυλακών που θα αναλάμβαναν τη
στρατιωτική προστασία των εβραϊκών οικισμών στη θέση των Βρετανών.
Στα
δεκατέσσερα χρόνια που πέρασαν από το 1919 έως το 1932 έφτασαν στην
Παλαιστίνη συνολικά 130.000 νόμιμοι και παράνομοι Εβραίοι μετανάστες.
Το ετήσιο ποσοστό παρουσίαζε μεγάλες αποκλίσεις, για λόγους πολιτικούς
αλλά επίσης εξαιτίας της έλλειψης θέσεων εργασίας και της χρόνιας
οικονομικής κρίσης στην οποία βρισκόταν η χώρα. Με την κατάληψη της
εξουσίας από τους εθνικοσοσιαλιστές το 1933 η πίεση άρχισε ν’ αυξάνεται.
Τα ακόλουθα έξι χρόνια συνέρρευσαν 235.000 Εβραίοι, ανάμεσά τους 65.000
παράνομα, στην Παλαιστίνη, γεγονός που επέτεινε κατά πολύ τα προβλήματα
με τους Άραβες και τους Βρετανούς. Παρά τις ποσοστώσεις, από το 1918
έως το 1939, όταν με την έναρξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου επήλθε
στην ουσία στασιμότητα στο ρεύμα των μεταναστών, ο εβραϊκός πληθυσμός
είχε δεκαπλασιαστεί – από κάτι λιγότερο από 60.000 είχε ανέλθει σε πάνω
από 600.000. Το ποσοστό των Εβραίων στον πληθυσμό της
Παλαιστίνης από μόλις δέκα τοις εκατό είχε ανέβει σε κάτι λιγότερο από
τριάντα τοις εκατό.
Όλοι
οι συμμετέχοντες στο πρόγραμμα εποίκησης και δημιουργίας μιας εβραϊκής
«εθνικής εστίας», Βρετανοί και σιωνιστές, δεν λάμβαναν πλέον υπόψη τον
εντόπιο αραβικό πληθυσμό ως πραγματικό εμπόδιο –το πολύ- πολύ να του
έδιναν σημασία όποτε έδειχνε να τους ενοχλεί. Η στάση αυτή επικρατούσε
σε όλα τα σιωνιστικά ρεύματα της εποχής εκείνης, τόσο στο αριστερό όσο
και στο δεξιό. Για τους σιωνιστές, ακόμη και για τους πλέον
προοδευτικούς, ο αποικισμός της Παλαιστίνης σήμαινε την αναπόφευκτη
διαδικασία εκσυγχρονισμού μιας οπισθοδρομικής επαρχίας στις παρυφές της
Ευρώπης και της επικάλυψης των αραβικών κοινωνικών και οικονομικών δομών
από τις ευρωπαιοεβραϊκές. Όσον αφορά το εκπολιτιστικό της έργο, η
πλειονότητα των Εβραίων της Παλαιστίνης ήταν ακράδαντα πεπεισμένη γι’
αυτό, όπως και όλοι οι άλλοι αποικιστές πριν απ’ αυτούς στις άλλες
ηπείρους. Η αραβική αντίσταση, στα μάτια των σιωνιστών και των δυτικών
αρωγών τους, στρεφόταν ενάντια στον ρου των καιρών και της ιστορίας. Ο
Ζαμποτίνσκι, που είχε κρίνει «φυσική» και αναπόφευκτη την αντίσταση των
Αράβων στο εκπολιτιστικό δώρο του σιωνισμού, υπεράσπιζε τη βία ως μόνο
μέσο αντιμετώπισής τους. Το λάβαρο των ρεβιζιονιστών το έλεγε καθαρά:
Στο φόντο της σιλουέτας της «Γης του Ισραήλ» που αγκάλιαζε τα εδάφη και
στις δύο όχθες του Ιορδάνη, πρόβαλλε ένα σηκωμένο μπράτσο με υψωμένο
τουφέκι σαν να έλεγε: «Μόνον έτσι!»Ο παράνομος εποικισμός, υποκινημένος
τόσο από την Αριστερά όσο κι από τη Δεξιά, είχε ενορχηστρωθεί κρυφά, και
η σχετική γραμματεία, ειδικά από την πρώτη φάση του 1932 μέχρι το 1939,
δεν διαθέτει σχεδόν κανένα ουσιώδες στοιχείο να επιδείξει εκτός από
αναμνήσεις και απομνημονεύματα αυτών που είχαν συμμετάσχει σ’ αυτή.
Οτιδήποτε είχε αποκαλυφθεί από τη βρετανική διοίκηση, την αστυνομία και
τον στρατό, μόνο σε αδρές γραμμές μπορεί κανείς να τ’ ανασυνθέσει.
Όλα
τ’ άλλα ανήκουν στον χώρο των θρύλων. Όμως, πολλοί από εκείνους που
συμμετείχαν στην οργάνωση και τον συντονισμό της παράνομης εποίκησης
ζούσαν ακόμη. Έχοντας στην τσέπη την εξουσιοδότηση του στρατού για την
αποστολή μου2, είχα όλες τις πόρτες ανοιχτές και δεν άργησα να το
εκμεταλλευτώ. Μέσα από μυστικές οδούς, για τις οποίες έπρεπε προφανώς να
τηρηθεί άκρα εχεμύθεια, έλαβα ονόματα και τηλεφωνικούς αριθμούς
ακτιβιστών του κόμματος της ρεβιζιονιστικής νεολαιίστικης οργάνωσης
Μπετάρ που είχαν λάβει μέρος στην παράνομη δράση τη δεκαετία του ’30.
Έτσι, γνώρισα τον Μοσέ Γκαλίλι, που στα νιάτα του υπήρξε ένας από τους
πρωτεργάτες της παράνομης δράσης των ρεβιζιονιστικών οργανώσεων. Πριν
καλά- καλά καθίσω στο τραπέζι της κουζίνας του, εφοδιασμένος με το
μαγνητόφωνό μου, μου δήλωσε: «Ποτέ δεν υπήρξε «παράνομος» εποικισμός.
Αλίμονο, πώς είναι δυνατόν να χαρακτηριστεί παράνομη η επιστροφή ενός
Εβραίου στη χώρα καταγωγής του;» Ισχυρίστηκε με έπαρση πως το 1936 με
δική του πρωτοβουλία ανακίνησε και διοργάνωσε τον συντονισμό της
παράνομης εποίκησης, έπειτα από κάποια χρόνια στασιμότητας. Η εξιστόρησή
του με μετέφερε απροσδόκητα στην εποχή των νεολαιίστικων ενώσεων, των
ιερών όρκων και των ομηγύρεων γύρω απ’ τη φωτιά υπό τη σκέπη του
ουρανού.
Αρχές της δεκαετίας του ’30, ο Γκαλίλι πήγε στην Ιταλία για
να σπουδάσει. Ήταν μέλος της οργάνωσης Μπετάρ από το 1929 και είχε ήδη
πιο πριν συμμετάσχει στην κομματική δραστηριότητα. Στην Ιταλία δέχθηκε
την επιρροή του φασιστικού κινήματος. Η μαγνητοταινία έχει διαφυλάξει τα
λόγια του: «Ζήλευα τους Ιταλούς φίλους μου. Είχαν πατρίδα και σημαία.
Εμείς δεν είχαμε τίποτα. Δεν υπήρχε για μας άλλη λύση: Έπρεπε πάση θυσία
να δημιουργήσουμε το συντομότερο δυνατόν μια εβραϊκή πλειοψηφία στην
Παλαιστίνη». Όπως ο Ζαμποτίνσκι, ο Γκαλίλι έτρεφε κι αυτός θαυμασμό για
τον Ντούτσε. Αν για τους ρεβιζιονιστές η Παλαιστίνη έπρεπε απαρεγκλίτως
να γίνει η γη των πατέρων τους, η φασιστική Ιταλία μπορεί να θεωρηθεί
από πολλές απόψεις η μητρική γη τους. Εκεί διοργάνωνε και διεξήγε το
κόμμα τα συνέδριά του κι εκεί εκπαιδευόταν για την «εβραϊκή λεγεώνα» του
Ζαμποτίνσκι η εβραϊκή νεολαία της Παλαιστίνης και της Πολωνίας.
Μάλιστα, το Νοέμβριο του 1934, οι μελανοχίτωνες φασίστες της περίφημης
«Scuola marittima» στην Τσιβιταβέκια ανέλαβαν να εκπαιδεύσουν πάνω από
134 μέλη της Μπετάρ, και στην αποφοίτησή τους το 1936 είχε παρευρεθεί ο
Μουσολίνι αυτοπροσώπως. Προέρχονταν όλοι από την Ανατολική και την
Κεντρική Ευρώπη, διότι οι Εβραίοι της Ιταλίας δεν ενδιαφέρονταν καθόλου
για τον σιωνισμό. Ανάλογα κέντρα εκπαίδευσης λειτουργούσαν και στην
Πολωνία, όπου περίμεναν τη μετανάστευσή τους και την ένταξή τους στην
παράνομη δράση πάνω από 250.000 μέλη σιωνιστικών οργανώσεων νεολαίας,
ανάμεσά τους περίπου δέκα χιλιάδες σε αγροτικά και παραστρατιωτικά
κέντρα εκπαίδευσης, τα λεγόμενα «Χαχσαρότ».
Η
ιστορία του Γκαλίλι έμοιαζε με περιπέτεια. Κατά τη διάρκεια ενός
ταξιδιού προς το Παρίσι το καλοκαίρι του 1936 είχε συναντήσει τυχαία μια
ομάδα Εβραίων νέων από την Πολωνία που δεν ήθελαν να επιστρέψουν στη
χώρα προέλευσής τους, όμως δεν κατάφερναν να στεριώσουν στη Γαλλία.
Μερικοί απ’ αυτούς πήγαν να πολεμήσουν στον ισπανικό εμφύλιο «για να
έχουν κάτι να κάνουν», όπως χαρακτηριστικά περιέγραψε ο Γκαλίλι την
έλλειψη σκοπού στη ζωή τους. Αυτού του είδους οι νέοι ήταν ό,τι πρέπει
και για τον δικό του σκοπό. Απευθύνθηκε στη γαλλοεβραϊκή ανθρωπιστική
οργάνωση που μεριμνούσε για τους νέους, προτείνοντας να ιδρύσει ένα
κέντρο εκπαίδευσης γι’ αυτούς, με τους πόρους που «σπαταλούσε» η
οργάνωση για τη διαβίωσή τους στο Παρίσι, και κατόπιν, με την πρώτη
ευκαιρία, να τους στείλει στην Παλαιστίνη. Το σχέδιο όμως απέτυχε. Κατά
την επιστροφή του γνώρισε στη Βιέννη τον ταμία και απεσταλμένο στην
Ανατολική Ευρώπη της ρεβιζιονιστικής «Νέας Σιωνιστικής Οργάνωσης»
Βόλφγκανγκ φον Βάιζελ και του πρότεινε το εξής σχέδιο: Αντί να στέλνουν
παντοίω τρόπω μεμονωμένους Εβραίους νέους λαθρομετανάστες, του πρότεινε
να επιδιώξει να διοργανώσει την άμεση λαθραία μετάβαση με καράβι. Η
σκέψη αυτή δεν ήταν κάτι το νέο. Το 1934 η πολωνική σιωνιστική
νεολαιίστικη οργάνωση είχε για πρώτη φορά μεταφέρει 350 εποίκους στις
ακτές της Παλαιστίνης και με τη βοήθεια της Χαγκάνα τούς είχε βάλει
λαθραία στη χώρα. Κατόπιν η Μπετάρ, της οποίας οι οπαδοί περίμεναν με
αδημονία τη μετανάστευσή τους από την Ανατολική Ευρώπη, ναύλωσε ένα δικό
της καράβι, που ένα μήνα αργότερα αποβίβασε 117 νέους στις ακτές του
Τελ Αβίβ. Η τρίτη απόπειρα απέτυχε. Όταν, το Σεπτέμβριο του 1934,
επέστρεψε το πρώτο καράβι, το «Βέλος», με μια δεύτερη φουρνιά 350
εποίκων, επενέβη ένα βρετανικό πολεμικό και διέκοψε την επιχείρηση
αποβίβασης. Πενήντα επιβάτες είχαν ήδη κατέβει στη στεριά∙ οι υπόλοιποι
δεν πρόλαβαν να αποβιβαστούν. Το «Βέλος», που ο Τύπος τού έδωσε το όνομα
«πλοίο- φάντασμα», περιπλανιόταν με τους 300 επιβάτες του δέκα
εβδομάδες από λιμάνι σε λιμάνι, ωσότου αναγκάστηκε να επιστρέψει τους
επιβάτες πάλι πίσω εκεί απ’ όπου είχε ξεκινήσει.
Η
μοίρα του «Βέλος» κλόνισε την εβραϊκή κοινωνία της Παλαιστίνης. Η
εβραϊκή ηγεσία βρέθηκε αντιμέτωπη με την αποφασιστικότητα και υπεροχή
μιας παγκόσμιας δύναμης όπως η Μεγάλη Βρετανία, που διέθετε εξουσία κι
επιρροή, και ανέστειλε κάθε άλλη απόπειρα λαθραίας μετανάστευσης μέσω
της θαλάσσιας οδού. Στα τέλη του 1934, εξ αιτίας των διώξεων κατά των
Εβραίων στη Γερμανία, το Λονδίνο χαλάρωσε τα περιοριστικά μέτρα
παραχώρησης βίζας και προανήγγειλε την αύξηση του αριθμού των εποίκων σε
42.000 μετανάστες. Πλέον μερικές εκατοντάδες παράνομοι παραπάνω δεν
θεωρούνταν ένα ζήτημα άξιο να οξύνει τις σχέσεις της Μεγάλης Βρετανίας
με την εβραιοπαλαιστινιακή ηγεσία του Δαβίδ Μπεν Γκουριόν. Οι
ρεβιζιονιστές είχαν εντελώς διαφορετική άποψη. Ούτως ή άλλως ήταν
ενάντιοι στη βρετανική πολιτική και τη διαφαινόμενη λύση της διχοτόμησης
της χώρας, που για πρώτη φορά συζητήθηκε τότε, και ένιωθαν ανέκαθεν
«ριγμένοι» όσον αφορά στην κατανομή των αδειών εποικισμού, ενώ
δυσκολεύονταν να στελεχώσουν τις παλαιστινιακές τους οργανώσεις μετά την
αποχώρησή τους από τη Σιωνιστική Οργάνωση το 1935. Η υποχώρηση έναντι
του Λονδίνου ή των ντόπιων Αράβων δεν θα τους προσέφερε κανένα κέρδος.
Το
1935 ο αριθμός των εποίκων έφτασε στο υψηλότερο σημείο της περιόδου της
Βρετανικής Εντολής. Πάνω από 66.000 Εβραίοι εισήλθαν εκείνο το έτος στη
χώρα. Το παλιρροιϊκό αυτό ρεύμα στάθηκε αφορμή για ένα τρίτο κύμα
διαμαρτυρίας και βίας από πλευράς των Αράβων, που κράτησε ως το 1939. Η
βρετανική διοίκηση αντέδρασε συγκροτώντας για άλλη μια φορά μια
εξεταστική επιτροπή, η οποία κατέληξε και πάλι στο συμπέρασμα ότι οι
Άραβες της Παλαιστίνης επιθυμούσαν την ανεξαρτησία τους και απέρριπταν
κατηγορηματικά το σιωνιστικό εγχείρημα και τον εποικισμό. Η επιτροπή
συνιστούσε τη διχοτόμηση της χώρας και την οριοθέτηση ενός ετήσιου ύψους
μετανάστευσης 12.000 ατόμων ως του υψηλότερου πολιτικά ανεκτού ορίου.
Αποτέλεσμα ήταν ο εκ νέου περιορισμός της μετανάστευσης το έτος 1937,
όταν ο αριθμός πράγματι κατέβηκε στους 10.000. Μια επιπλέον συνέπεια της
λεγόμενης «αραβικής εξέγερσης» του 1936 ήταν η στενότερη συνεργασία των
βρετανικών οργάνων ασφαλείας με τον παράνομο στρατό Χαγκάνα, που
ελεγχόταν από το σιωνιστικό εργατικό κίνημα. Κατόπιν αμοιβαίας
συμφωνίας, μέλη της Χαγκάνα στρατολογούνταν ως βοηθητικά όργανα στη
βρετανική αστυνομία. Για τους Βρετανούς αυτό σήμαινε οικονομία σε
προσωπικό: Στο εξής Εβραίοι φύλακες θα προστάτευαν τους οικισμούς και τα
ιδρύματά τους από τους Άραβες. Για τη Χαγκάνα η συνεργασία αυτή της
έδινε την ευπρόσδεκτη ευκαιρία να υποβάλλει ανεμπόδιστα τους εθελοντές
της σε στρατιωτική εκπαίδευση, για την περίπτωση που θα χρειαζόταν να
εκπληρώσει το σιωνιστικό όραμα με την επιβολή των όπλων, σενάριο που με
την πάροδο του χρόνου γινόταν όλο και πιο πιθανό. Για τους
ρεβιζιονιστές, που στο μεταξύ είχαν ιδρύσει μια δική τους πολιτοφυλακή
στην Παλαιστίνη, την Ιργκούν Τσβαΐ Λεουμί, η συνεργασία αυτή σήμαινε μία
ακόμα απώλεια επιρροής στην εσωτερική σιωνιστική διαμάχη.
[
] Η επιτυχία της αποβίβασης των λαθρομεταναστών ήταν η έναρξη της
ιστορίας των «καραβανιών» των ρεβιζιονιστών, όπως ονομάζονται κατά
δραματική υπερβολή. Με τη βοήθεια της Ιργκούν και της Μπετάρ, ο Γκαλίλι
έστησε μια καλύτερα οργανωμένη επιχείρηση, αποβιβάζοντας στη συνέχεια
άλλες πέντε φορές μέλη της Μπετάρ στις ακτές της Παλαιστίνης διά της
θαλασσίας οδού. Μετά από αυτό η αριστερή νεολαιίστικη οργάνωση
Χεχαλούτς, η διοργανώτρια της επιχείρησης του πλοίου «Βέλος», ξανάρχισε
τη δράση μεταφέροντας λαθραία εποίκους στη χώρα. Με τα γεγονότα του 1938
–την προσάρτηση της Αυστρίας και της Τσεχοσλοβακίας, τη σύσκεψη του
Εβιάν και το νοεμβριανό πογκρόμ– η λαθρομετανάστευση μπήκε σε νέα φάση.
Εν όψει της εντεινόμενης δίωξης των Εβραίων από τη ναζιστική Γερμανία
και της πολιτικής μεταστροφής των Βρετανών στο ζήτημα του ποσοστού
μετανάστευσης, τα εργατικά κόμματα παραιτήθηκαν από την εναντίωσή τους
στη συνέχιση της λαθρομετανάστευσης και ανέθεσαν στην παράνομη
στρατιωτική οργάνωση Χαγκάνα τη διοργάνωση και διεξαγωγή της. Εκείνη
ίδρυσε τη «Μοσάντ λε Αλίγια Μπετ», την «Οργάνωση για λαθρομετανάστευση»,
που εγκαταστάθηκε στο Τελ Αβίβ με εξωτερικές αντένες στο Παρίσι και στη
Γενεύη, αντικαθιστώντας, με το σφικτό αδιαπέραστο δίκτυό της, που
εκτεινόταν σ’ όλη την Ευρώπη, την αυθαίρετη και απρογραμμάτιστη δράση
των προδρόμων. Επιπλέον είχε αλλάξει και η δημογραφική σύνθεση των
λαθρομεταναστών. Ενώ παλαιότερα εισάγονταν λαθραία στη χώρα νέοι
Ανατολικοευρωπαίοι ακτιβιστές για την ενίσχυση και στελέχωση των ενώσεων
και των παραστρατιωτικών οργανώσεων, πλέον έρχονταν οικογένειες
προσφύγων. Αν κι εξακολουθούσε να επικρατεί σύστημα διαλογής σύμφωνα με
κριτήρια υγείας και ανθεκτικότητας, η επερχόμενη καταστροφή ματαίωνε τις
όποιες προτεραιότητες.
Έπειτα
από την έναρξη του πολέμου, το 1939 λίγα ήταν τα πλοία που κατάφερναν
ν’ αποβιβάσουν απαρατήρητα τους επιβάτες τους. Τα περισσότερα
ανακαλύφθηκαν και οι έποικοι μεταφέρθηκαν σε βρετανικά στρατόπεδα, συχνά
μακριά από την Παλαιστίνη, κατά τη διάρκεια του πολέμου. Πάνω από
χίλιοι λαθρομετανάστες σκοτώθηκαν σ’ αυτές και σε ανάλογες επιχειρήσεις.
Μετά τον πόλεμο, με την οικονομική ενίσχυση αμερικανοεβραϊκών συλλόγων,
η Μοσάντ ξεκίνησε τη μαζική διά ξηράς και θαλάσσης μεταφορά των
επιζώντων, των προσφύγων και των DP3 από τα πρώην κατεχόμενα από τον
γερμανικό στρατό μέρη της Ευρώπης. Ήταν θεαματικές επιχειρήσεις, που όλο
και περισσότερο είχαν τον χαρακτήρα έκκλησης στη παγκόσμια κοινή γνώμη,
και αργότερα έγιναν αντικείμενο εξύμνησης σε βιβλία και
κινηματογραφικές ταινίες, καθορίζοντας έτσι παγκόσμια την εικόνα της
λαθρομετανάστευσης και εποίκησης.
Σημειώσεις:
1. Απόσπασμα από το βιβλίο του Ξένος στη Σιών
(Η εβραϊκή ταυτότητα πέρα από τον εθνικισμό, Αποσπάσματα από τα
κεφάλαια «Πώς να γίνεις χρηστός Ισραηλινός πολίτης: Ο σιωνισμός της
καθημερινής ζωής», καθώς και «Κι ένας δυνατός λαός γνωρίζει τι θα πει
λύπη: Το ολοκαύτωμα και οι γενέθλιοι μύθοι του Ισραήλ»). Ο Μπρέχερ είναι
ιστορικός και σήμερα ζει στο Άμστερνταμ. Γεννήθηκε το 1951 από
Γερμανοεβραίους γονείς στο Ισραήλ. Μεγάλωσε στη Γερμανία και στη
συνέχεια επέστρεψε στο Ισραήλ, όπου διηύθυνε το Ινστιτούτο Leo Baeck,
ενώ δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Χάιφα και το Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της
Ιερουσαλήμ. Ο Μπρέχερ στο βιβλίο του, που είναι ταυτόχρονα βιβλίο
ιστορίας και προσωπική αφήγηση, περιγράφει πώς κατέληξε στη
συνειδητοποίηση ότι είναι όντως ένας «Ξένος στη Σιών», διότι προσπάθησε
να ανατάμει με επιστημονική υπευθυνότητα την ιστορία του σιωνισμού και
του Ισραήλ. Το βιβλίο του εκδόθηκε στα γερμανικά το 2005 και
μεταφράστηκε στα ελληνικά από τη Σοφία Γεωργοπούλου, ενώ έχει εκδοθεί
ήδη στα αγγλικά το 2007. Στην Ελλάδα η έκδοσή του πέρασε μέσα από μια
«περίεργη» περιπέτεια. Αρχικώς ανελήφθη από μεγάλο εκδοτικό οίκο,
γνωστού συγκροτήματος, ο οποίος κατέβαλε τα δικαιώματα στον συγγραφέα
και τη μεταφράστρια· όμως, στη συνέχεια ο εκδοτικός οίκος αποποιήθηκε
την έκδοση του βιβλίου, την οποία ανέλαβαν οι Εναλλακτικές Εκδόσεις.
2.
Ο συγγραφέας είχε αναλάβει το 1984 από τον ισραηλινό στρατό την ευθύνη
της διεξαγωγής σεμιναρίων για την ιστορία του Ισραήλ και επομένως
μπορούσε να διεξαγάγει ορισμένες έρευνες.
3.
DP: αρχικά της φράσης «displaced persons», όπως χαρακτηρίστηκαν οι
κρατούμενοι των στρατοπέδων συγκέντρωσης της ναζιστικής Γερμανίας που
δεν είχαν πού νaα πάνε μετά τη λήξη του πολέμου, εν ολίγοις οι απάτριδες
και ανέστιοι από τις διώξεις και τον πόλεμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου