Ο ποιητής της θάλασσας Ν. Καββαδίας είναι περισσότερο γνωστός απ' τα ποιήματα της θάλασσας, παρά απ' τη δράση του...
Μια ρεαλιστική απεικόνιση της εκτέλεσης των 200 κομμουνιστών, των
έγκλειστων στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου, από τους Γερμανούς (1/5/1944), της
ομαδικής σφαγής των κατοίκων του Διστόμου Βοιωτίας απ' τους ναζιστές και...
ταγματασφαλίτες (10/6/1944). Ο θάνατος του μεγάλου Ισπανού ποιητή Λόρκα
από τους φρανκιστές (Αύγ. 1936) τον συγκλονίζει: «Κι απάνω στη φοράδα
σου δεμένος σταυρωτά... / μέσα από τα διψασμένα της χωράφια τ'
ανοιχτά...».
Μετά την είσοδο των Ναζί στην Αθήνα, ο Νίκος Καββαδίας βρέθηκε στις
γραμμές του ΚΚΕ.Εντάχθηκε στο ΕΑΜ, αρχικά στο ΕΑΜ Ναυτικών και αργότερα
στο ΕΑΜ Λογοτεχνών -Ποιητών.
Στην περίοδο της Κατοχής ο Νίκος Καββαδίας
δημοσίευσε και τα αντιστασιακά του ποιήματα με πρώτο το «Αθήνα 1943»,
ενώ το 1944 δημοσίευσε το ποίημα «Στον τάφο του ΕΠΟΝίτη». Το 1945
δημοσίευσε το «Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα», και το ποίημα «Αντίσταση». Λίγο
πριν από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 έδωσε μια μεγάλη
συνέντευξη στο περιοδικό «Πανσπουδαστική» όπου αφιέρωσε και το ποίημα
του «Σπουδαστές».
Στίχοι: Νίκος Καββαδίας
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Εκτέλεση: Γιάννης Κούτρας
Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό
και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι
Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ
τότε που φεύγανε μπουλούκια οι σταυροφόροι
Παντιέρες πάγαιναν του ανέμου συνοδειά
και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου
στο ρογοβύζι ανατριχιάζαν τα παιδιά
κι ο γέρος έλιαζε, ακαμάτης, τ'αχαμνά του
Του ταύρου ο Πικάσο ρουθούνιζε βαριά
και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι
τραβέρσο ανάποδο, πορεία προς το βοριά
τράβα μπροστά, ξοπίσω εμείς και μη σε μέλει
Κάτω απ' τον ήλιο αναγαλιάζαν οι ελιές
και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια
τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές
τότες που σ' έφεραν, κατσίβελε, στη μπόλια
Ατσίγγανε κι αφέντη μου με τι να σε στολίσω;
φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό
στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω
κι ίσα ένα αντρίκειο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό.
Κοπέλες απ' το Δίστομο, φέρτε νερό και ξύδι
κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά
σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι
μέσα απ' τα διψασμένα της χωράφια τα ανοιχτά
Βάρκα του βάλτου ανάστροφη
φτενή δίχως καρένα
σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά
σμάρι κοράκια να πετάν στην έρημην αρένα
και στο χωριό να ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου