Το πιο σημαντικό θέμα σχετικά με την κατανομή των εθνικών πόρων είναι το δίλημμα μεταξύ πολέμου και ειρήνης ή, όπως το θέτουν οι μακροοικονομολόγοι, το δίλημμα «όπλα ή βούτυρο». Σ’ αυτό το θέμα οι Ηνωμένες Πολιτείες κάνουν πάντα τη λάθος επιλογή, κατασπαταλώντας τεράστια ποσά και υπονομεύοντας την εθνική ασφάλεια...
Αν ο επόμενος πρόεδρός μας παραμείνει εγκλωβισμένος σε σπάταλες πολεμικές επιχειρήσεις στη Μέση Ανατολή, το δημοσιονομικό κόστος από μόνο του μπορεί να εκτροχιάσει κάθε ελπίδα για επίλυση των τεράστιων εσωτερικών προβλημάτων των ΗΠΑ.
Μπορεί να φαίνεται μεροληπτικό το να αποκαλεί κανείς την Αμερική αυτοκρατορία, αλλά ο όρος ταιριάζει σε ορισμένες πτυχές της ισχύος των ΗΠΑ και στον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιείται αυτή η ισχύς. Αυτοκρατορία ονομάζεται μια ομάδα χωρών υπό την κυριαρχία μιας ενιαίας δύναμης. Τον 19ο αιώνα, η Βρετανία ήταν προφανώς μια αυτοκρατορία όταν κυβερνούσε την Ινδία, την Αίγυπτο και δεκάδες άλλες αποικίες στην Αφρική, την Ασία και την Καραϊβική.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες ασκούν άμεση κυριαρχία σε λίγα μόνο κατακτημένα νησιά (τη Χαβάη, το Πουέρτο Ρίκο, το Γκουάμ, τη Σαμόα, τα νησιά βόρειες Μαριάννες) αλλά έχουν στρατιωτικές βάσεις και έχουν χρησιμοποιήσει βία για να επηρεάσουν τον τρόπο διακυβέρνησης δεκάδων άλλων κυρίαρχων χωρών. Η εμμονή της Αμερικής στο να ασκεί εξουσία σε χώρες πέρα από...
τις δικές της ακτές, τώρα αρχίζει να εξασθενεί.
Το εύρος των αμερικανικών στρατιωτικών επιχειρήσεων είναι αξιοσημείωτο. Σύμφωνα με την απογραφή του 2010, το Υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ έχει 4.999 στρατιωτικές εγκαταστάσεις, από τις οποίες οι 4.249 βρίσκονται στις Ηνωμένες Πολιτείες, 88 είναι στα υπερπόντια εδάφη των ΗΠΑ και 662 βρίσκονται σε 36 χώρες του εξωτερικού και ξένα εδάφη, σε όλες τις περιοχές του κόσμου. Σε αυτή τη λίστα δεν υπολογίζονται οι εγκαταστάσεις των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ.
Το κόστος λειτουργίας αυτών των στρατιωτικών επιχειρήσεων και των πολέμων που υποστηρίζονται από αυτές είναι εξαιρετικά υψηλό. Περίπου $900 δις ετησίως, ή 5% του αμερικανικού εθνικού εισοδήματος, συνυπολογίζοντας τους προϋπολογισμούς του Πενταγώνου, τις μυστικές υπηρεσίες, την εσωτερική ασφάλεια, τα προγράμματα πυρηνικών όπλων του Υπουργείου Ενέργειας και τα επιδόματα των βετεράνων. Τα $900 δις στις ετήσιες δαπάνες είναι περίπου το ένα τέταρτο του συνόλου των ομοσπονδιακών δαπανών της κυβέρνησης.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν μια μακρά ιστορία χρήσης μυστικών και φανερών μέσων ανατροπής κυβερνήσεων που θεωρούνται εχθρικές προς τα συμφέροντα των ΗΠΑ, ακολουθώντας την κλασική αυτοκρατορική στρατηγική του ελέγχου μέσω φιλικών καθεστώτων, τα οποία επιβάλλουν στις διάφορες χώρες.
Σε μια σοβαρή μελέτη της Λατινικής Αμερικής, μεταξύ 1898 και 1994, για παράδειγμα, ο ιστορικός John Coatsworth μετράει 41 περιπτώσεις «επιτυχημένης», καθοδηγούμενης από τις ΗΠΑ αλλαγής καθεστώτων, με μέσο ρυθμό μια ανατροπή κυβέρνησης από τις Ηνωμένες Πολιτείες κάθε 28 μήνες για έναν αιώνα. Και σημειώστε: η καταμέτρηση του Coatsworth δεν περιλαμβάνει τις αποτυχημένες προσπάθειες, όπως την εισβολή στον Κόλπο των Χοίρων στην Κούβα.
Αυτή η παράδοση της προκαλούμενης από τις ΗΠΑ αλλαγής καθεστώτων, υπήρξε αναπόσπαστο μέρος της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ και σε άλλα μέρη του κόσμου, συμπεριλαμβανομένης της Ευρώπης, της Αφρικής, της Μέση Ανατολής και της Νοτιοανατολικής Ασίας. Οι πόλεμοι για την αλλαγή των καθεστώτων είναι δαπανηροί για τις Ηνωμένες Πολιτείες, και συχνά καταστροφικοί για τις χώρες στις οποίες γίνονται. Δύο μεγάλες μελέτες έχουν μετρήσει το κόστος των πολέμων στο Ιράκ και το Αφγανιστάν.
Η μία, από τον Joseph Stiglitz, του Πανεπιστημίου Columbia, και την Linda Bilmes, ακαδημαϊκού στο Harvard, υπολογίζει ότι το κόστος, ως το 2008, ανερχόταν στα $3.000 δις. Μια πιο πρόσφατη μελέτη, από το «Cost of War Project» στο Πανεπιστήμιο Brown, ανεβάζει το τίμημα στα $4.700 δισεκατομμύρια μέχρι το 2016. Κατά τη διάρκεια μιας περιόδου 15 ετών, τα $4.7 τρισεκατομμύρια αντιστοιχούν σε περίπου $300 δισεκατομμύρια ετησίως, και είναι κάτι περισσότερο από το άθροισμα των συνολικών δαπανών 2001-2016 για τα ομοσπονδιακά τμήματα της εκπαίδευσης, της ενέργειας, της εργασίας, των εσωτερικών υποθέσεων και των συγκοινωνιών, μαζί και του Ιδρύματος National Science, National Institutes of Health, και της Υπηρεσίας Προστασίας του Περιβάλλοντος.
Είναι σχεδόν μια αυταπόδεικτη αλήθεια ότι οι πόλεμοι των ΗΠΑ για αλλαγές καθεστώτων, σπανίως έχουν υπηρετήσει τις ανάγκες ασφαλείας της Αμερικής. Ακόμα και όταν οι πόλεμοι πέτυχαν την ανατροπή μιας κυβέρνησης, όπως στην περίπτωση των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν, του Σαντάμ Χουσεΐν στο Ιράκ, και του Μουαμάρ Καντάφι στη Λιβύη, το αποτέλεσμα σπάνια είναι μια σταθερή κυβέρνηση.
Συνήθως αυτό που προκύπτει είναι ένας εμφύλιος πόλεμος. Μια «επιτυχής» αλλαγή καθεστώτος ανάβει συχνά ένα μακρύ φιτίλι που οδηγεί σε μελλοντική έκρηξη, όπως συνέβη το 1953 με την ανατροπή της δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης και την εγκατάσταση του αυταρχικού Σάχη του Ιράν, η οποία ακολουθήθηκε από την Ιρανική Επανάσταση του 1979. Σε πολλές άλλες περιπτώσεις, όπως στις προσπάθειες των ΗΠΑ (με τη συνεργασία Σαουδικής Αραβίας και την Τουρκίας) για την ανατροπή του Μπασάρ αλ-Άσαντ στη Συρία, το αποτέλεσμα είναι μάλλον ένα λουτρό αίματος και στρατιωτική αναμέτρηση, παρά μια ανατροπή κυβέρνησης.
ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΒΑΘΥ κίνητρο για αυτούς τους σπάταλους πολέμους και για τις απομακρυσμένες στρατιωτικές βάσεις που τους υποστηρίζουν;
Από το 1950 έως το 1990, η επιφανειακή απάντηση θα ήταν ο Ψυχρός Πόλεμος. Ωστόσο, η αυτοκρατορική συμπεριφορά της Αμερικής στο εξωτερικό προηγείται του Ψυχρού Πολέμου κατά μισό αιώνα (ανάγεται πίσω στον Ισπανο-Αμερικανικό Πόλεμο, το 1898) και διαρκεί περισσότερο από ένα άλλο τέταρτο του αιώνα μετά από αυτόν. Οι αυτοκρατορικές περιπέτειες της Αμερικής στο εξωτερικό ξεκίνησαν μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο και τις τελικές κατακτήσεις των αυτόχθονων αμερικανικών εθνών.
Σε εκείνο το σημείο, οι πολιτικοί και επιχειρηματικοί ηγέτες των ΗΠΑ προσπάθησαν να ακολουθήσουν το παράδειγμα των ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών – ειδικά της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ρωσίας και της πρόσφατα αναδυόμενης Γερμανίας – σε υπερπόντιες κατακτήσεις. Εν συντομία, η Αμερική άρπαξε τις Φιλιππίνες, το Πουέρτο Ρίκο, την Κούβα, τον Παναμά και τη Χαβάη και,μαζί με τις ευρωπαϊκές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, χτύπησε τις πόρτες της Κίνας.
Από το 1890, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν μακράν η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, αλλά μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, βρίσκονταν στο πίσω κάθισμα της βρετανικής αυτοκρατορίας στην παγκόσμια ναυτική δύναμη, στην αυτοκρατορική επιρροή και τη γεωπολιτική κυριαρχία. Οι Βρετανοί ήταν ασυναγώνιστοι στο θέμα της αλλαγής καθεστώτων – για παράδειγμα, λεηλατώντας το πτώμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο.Όμως, η εξάντληση από τους δύο παγκόσμιους πολέμους και η Μεγάλη Ύφεση έφερε το τέλος των βρετανικών και γαλλικών αυτοκρατοριών μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και ταυτόχρονα ώθησε στο προσκήνιο τις ΗΠΑ και τη Ρωσία, ως κύριες παγκόσμιες αυτοκρατορίες. Ο Ψυχρός Πόλεμος είχε αρχίσει.
Η οικονομική υποστήριξη της παγκόσμιας εμβέλειας της Αμερικής ήταν άνευ προηγουμένου. Από το 1950, η παραγωγή των ΗΠΑ αποτελούσε ένα αξιοσημείωτο 27% της παγκόσμιας παραγωγής, με τη Σοβιετική Ένωση να φτάνει περίπου στο ένα τρίτο από αυτό (περίπου 10%). Ο Ψυχρός Πόλεμος τροφοδότησε δύο θεμελιώδεις ιδέες που διαμορφώνουν την αμερικανική εξωτερική πολιτική μέχρι σήμερα.
Η πρώτη ήταν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονταν σε μια πάλη για την επιβίωση, ενάντια στη σοβιετική αυτοκρατορία. Η δεύτερη, ότι κάθε χώρα, δεν έχει σημασία πόσο απομακρυσμένη, ήταν ένα πεδίο μάχης σε αυτόν τον παγκόσμιο πόλεμο. Ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ένωση απέφευγαν την άμεση αντιπαράθεση, «σήκωναν τα μανίκια τους» όταν επρόκειτο για θερμούς πολέμους σε όλο τον κόσμο, οι οποίοι λειτούργησαν ως πληρεξούσιοι των χωρών αυτών στον διαγωνισμό παγκόσμιας υπερδύναμης.
Σχεδόν για μισό αιώνα, η Κούβα, το Κονγκό, η Γκάνα, η Ινδονησία, το Βιετνάμ, το Λάος, η Καμπότζη, το Ελ Σαλβαδόρ, η Νικαράγουα, το Ιράν, η Ναμίμπια, η Μοζαμβίκη, η Χιλή, το Αφγανιστάν, ο Λίβανος, και ακόμη και η μικροσκοπική Γρανάδα, μεταξύ πολλών άλλων, ήταν (κατά την αντίληψη των στρατηγών των ΗΠΑ) πεδία μάχης με τη σοβιετική αυτοκρατορία. Συχνά, εμπλέκονταν πολύ πιο πεζά συμφέροντα.
Ιδιωτικές εταιρείες όπως η United Fruit International και ITT έπεισαν φίλους σε υψηλές θέσεις (με πιο γνωστές περιπτώσεις τους αδελφούς Dulles, τον Γραμματέα του κράτους,JohnFoster, και τον διευθυντή της CIA,Allen) ότι οι αναδιανομές γης ή οι απειλές για απαλλοτριώσεις εταιρικών περιουσιακών στοιχείων ήταν τρομερές απειλές κατά των συμφερόντων των ΗΠΑ και, ως εκ τούτου, η επέμβασή τους για αλλαγή του καθεστώτος ήταν απαραίτητη. Τα πετρελαϊκά συμφέροντα στη Μέση Ανατολή ήταν μια άλλη επαναλαμβανόμενη αιτία πολέμου, όπως και στην περίπτωση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας από το 1920.
Αυτοί οι πόλεμοι μάλλον αποσταθεροποίησαν και εξαθλίωσαν τις εμπλεκόμενες χώρες, παρά τακτοποίησαν τις πολιτικές προς όφελος της Αμερικής. Οι πόλεμοι για αλλαγή καθεστώτων ήταν, με λίγες εξαιρέσεις, μια σειρά αποτυχιών της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Ήταν επίσης εξαιρετικά δαπανηροί για τις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο πόλεμος του Βιετνάμ ήταν, φυσικά, η μεγαλύτερη από τις αποτυχίες. Τόσο ακριβός, τόσο αιματηρός, και τόσο αμφιλεγόμενος, ώστε παραγκώνισε τον άλλο, τον πολύ πιο σημαντικό και ελπιδοφόρο πόλεμο του Lynd on Johnson, τον πόλεμο κατά της φτώχειας στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, το 1991, θα έπρεπε να γίνει η αφορμή για μια θεμελιώδη επανατοποθέτηση στο δίλημμα«όπλα ή βούτυρο». Ήταν μια ευκαιρία για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον κόσμο να λάβουν ένα «μέρισμα ειρήνης», μια ευκαιρία να αλλάξει ο προσανατολισμός της παγκόσμιας και της αμερικανικής οικονομίας, από τον πόλεμο προς την αειφόρο ανάπτυξη. Πράγματι, η Σύνοδος Κορυφής του Ρίο, το 1992, καθιέρωσε τη βιώσιμη ανάπτυξη ως το επίκεντρο της παγκόσμιας συνεργασίας, ή τουλάχιστον έτσι φαινόταν.
Αλίμονο, οι παρωπίδες και η αλαζονεία της αμερικανικής αυτοκρατορικής σκέψης εμπόδισαν τις Ηνωμένες Πολιτείες να ηρεμήσουν σε μια νέα εποχή ειρήνης. Με τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου για τις Ηνωμένες Πολιτείες άρχιζε μια νέα πολεμική εποχή, αυτή τη φορά στη Μέση Ανατολή. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα σάρωναν τα υποστηριζόμενα από την Ρωσία καθεστώτα στη Μέση Ανατολή και θα εγκαθιστούσαν την αδιαφιλονίκητη πολιτική κυριαρχία τους. Ή τουλάχιστον αυτό ήταν το σχέδιο.
Η περίοδος μετά το 1991 έχει, επομένως, χαρακτηριστεί από διαρκείς πολέμους των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, η οποίοι έχουν αποσταθεροποιήσει την περιοχή, εκτρέπουν μαζικά πόρους από μη στρατιωτικές ανάγκες προς στρατιωτικές, βοήθησαν στη δημιουργία μαζικών ελλειμμάτων του προϋπολογισμού και συσσώρευσαν δημόσιο χρέος.
Η αυτοκρατορική λογική έχει οδηγήσει σε πολέμους για αλλαγή καθεστώτων στο Αφγανιστάν, το Ιράκ, τη Λιβύη, την Υεμένη, τη Σομαλία και τη Συρία, στη διάρκεια τεσσάρων Προεδριών: του George HW Bush, του Μπιλ Κλίντον, του Τζορτζ Μπους και του Μπαράκ Ομπάμα. Η ίδια λογική ώθησε τις ΗΠΑ να επεκτείνουν το ΝΑΤΟ στα σύνορα της Ρωσίας, παρά το γεγονός ότι ο υποτιθέμενος σκοπός του ΝΑΤΟ (η άμυνα ενάντια στην αντίπαλο Σοβιετική Ένωση) δεν υπάρχει πλέον. Ο πρώην σοβιετικός πρόεδρος Μιχαήλ Γκορμπατσόφ τόνισε ότι η προς ανατολάς επέκταση του ΝΑΤΟ «ήταν σίγουρα μια παραβίαση του πνεύματος των δηλώσεων και των διαβεβαιώσεων που μας δόθηκαν το 1990» σχετικά με το μέλλον της ασφάλειας μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
Υπάρχει μια σημαντική οικονομική διαφορά, όμως, ανάμεσα στο τώρα και στο 1991 και, ακόμα περισσότερο,στο 1950. Κατά την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου, το 1950, οι Ηνωμένες Πολιτείες παρήγαγαν περίπου το 27% της παγκόσμιας παραγωγής. Από το 1991, όταν τα όνειρα του Ντικ Τσένι και τουPaul Wolfowitz για κυριαρχία των ΗΠΑ άρχισαν να παίρνουν μορφή, οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιπροσώπευαν περίπου το 22% της παγκόσμιας παραγωγής.
Τώρα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ, το μερίδιο των ΗΠΑ έχει πέσει στο 16%, ενώ η Κίνα έχει ξεπεράσει τις Ηνωμένες Πολιτείες, (περίπου 18%). Μέχρι το 2021, σύμφωνα με τις προβλέψεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα παράγουν περίπου το 15%της παγκόσμιας παραγωγής, σε σύγκριση με το 20% της Κίνας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες αναλαμβάνουν ένα τεράστιο δημόσιο χρέος και περικοπές στις επείγουσες δημόσιες επενδύσεις στο εσωτερικό τους, προκειμένου να διατηρήσουν μια δυσλειτουργική, στρατιωτικοποιημένη και δαπανηρή εξωτερική πολιτική.
Έτσι, έρχονται μπροστά σε μια θεμελιώδη επιλογή. Οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί να συνεχίσουν μάταια το νεοσυντηρητικό έργο της μονοπολικής κυριαρχίας, ακόμα και αν οι πρόσφατες αποτυχίες στη Μέση Ανατολή και η φθίνουσα οικονομική υπεροχή τους, εγγυώνται την απόλυτη αποτυχία αυτού του αυτοκρατορικού οράματος. Όπως υποστηρίζουν κάποιοι νεοσυντηρητικοί, αν οι ΗΠΑ δραστηριοποιηθούν σήμερα σε μια κούρσα εξοπλισμών με την Κίνα, είναι σίγουρο ότι θα καταλήξουν ηττημένες σύντομα, σε μια-δυο δεκαετίες, αν όχι νωρίτερα.
Οι δαπανηροί πόλεμοι στη Μέση Ανατολή – ακόμα και αν μειωθεί η έκτασή τους κατά την προεδρία της Χίλαρι Κλίντον – μπορεί εύκολα να εκμηδενίσουν κάθε ρεαλιστική ελπίδα για μια νέα εποχή αύξησης των ομοσπονδιακών επενδύσεων στην εκπαίδευση, την κατάρτιση του εργατικού δυναμικού, των υποδομών, της επιστήμης και της τεχνολογίας, καθώς και της προστασίας του περιβάλλοντος.
Μια προσέγγιση πολύ πιο έξυπνη θα ήταν η διατήρηση των αμυντικών ικανοτήτων της Αμερικής, αλλά με εγκατάλειψη των αυτοκρατορικών αξιώσεών της. Αυτό, στην πράξη, σημαίνει περικοπές στις απομακρυσμένες στρατιωτικές βάσεις, λήξη των πολέμων για αλλαγή καθεστώτων, αποφυγή μιας νέας κούρσας εξοπλισμών (ειδικά σε πυρηνικά όπλα επόμενης γενιάς), και εμπλοκή της Κίνας, της Ινδίας, της Ρωσίας, καθώς και άλλων περιφερειακών δυνάμεων σε εντατική διπλωματία μέσω των Ηνωμένων Εθνών, ιδίως μέσω κοινών δράσεων για την επίτευξη των Στόχων του ΟΗΕ για την Αειφόρο Ανάπτυξη, που περιλαμβάνουν την κλιματική αλλαγή, τον έλεγχο των νόσων και την παγκόσμια εκπαίδευση.
Πολλοί αμερικανοί συντηρητικοί θα χλεύαζαν στη σκέψη τα περιθώρια ελιγμών της Αμερικής θα πρέπει να περιοριστούν, έστω και κατ’ ελάχιστον, από τον ΟΗΕ. Αλλά σκεφτείτε πόσο καλύτερα θα ήταν σήμερα οι Ηνωμένες Πολιτείες αν είχαν εισακουστεί οι σοφές αντιρρήσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για τους πολέμους αλλαγής των καθεστώτων σε Ιράκ, Λιβύη και Συρία.
Πολλοί συντηρητικοί θα επικαλεστούν τις ενέργειες του Βλαντιμίρ Πούτιν στην Κριμαία ως απόδειξη ότι η διπλωματία με τη Ρωσία είναι άχρηστη, παραβλέποντας όμως ότι η επέκταση του ΝΑΤΟ προς την Βαλτική και η πρόσκληση να ενταχθεί η Ουκρανία στο ΝΑΤΟ το 2008, έδωσε το πρωταρχικό έναυσμα της αντίδρασης του Πούτιν.
Στο κάτω-κάτω, η Σοβιετική Ένωση έχει και η ίδια χρεοκοπήσει, εξαιτίας των δαπανηρών περιπετειών της στο εξωτερικό, όπως η εισβολή στο Αφγανιστάν το 1979, και η τεράστια υπερεπένδυση σε στρατιωτικές δαπάνες. Σήμερα οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν υπερεπενδύσει σε στρατιωτικές δαπάνες και μπορεί να ακολουθήσουν κι αυτές το μονοπάτι της πτώσης, εάν συνεχίσουν τους πολέμους στη Μέση Ανατολή και τον ανταγωνισμό εξοπλισμών με την Κίνα.
Ήρθε η ώρα να εγκαταλείψουν τις αυτοκρατορικές ονειροπολήσεις και αυταπάτες και να επενδύσουν στην αειφόρο ανάπτυξη στο εσωτερικό τους και στη συνεργασία τους με τον υπόλοιπο κόσμο.
Του Jeffrey D. Sachs
(Καθηγητής Πανεπιστημίου, διευθυντής του Κέντρου για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και συγγραφέας του βιβλίου «The Age of Sustainable Development»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου