Οι ευρωπαίοι δανειστές είναι αποφασισμένοι να φτάσουν την υπόθεση του ελληνικού χρέους στα άκρα. Ο όρος που θέτουν για να βγει η Ελλάδα στις αγορές και τα μνημόνια είναι να μπει πρώτα στον ζουρλομανδύα της λιτότητας και να παραμείνει εκεί τουλάχιστον για τις επόμενες δύο γενιές...
Το χαρτί της συμφωνίας που έχει ρίξει ο Wolfgang Schaeuble στο τραπέζι υποχρεώνει την ελληνική οικονομία να πετύχει το αδιανόητο: πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ ως το 2022 και 2,5% από εκεί και μετά για τα...
επόμενα σαράντα χρόνια. Είναι ένας στόχος που αποτελεί παγκόσμιο ρεκόρ και ο παραλογισμός του έγκειται στο ότι ζητούν να τον φέρει σε πέρας μια χρεοκοπημένη χώρα που έχει να παρουσιάσει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης εδώ και μια δεκαετία.
Είναι προφανές πως όποιος από την πλευρά των δανειστών και της ελληνικής κυβέρνησης, δεχτεί έναν τέτοιο όρο, θα το κάνει για να εξαπατήσει ή για να καταστρέψει. Είναι αδύνατο στο διάστημα αυτό των 40 χρόνων να προβλέψει κανείς οτιδήποτε και πολύ περισσότερο να διαβεβαιώσει ότι τέτοιοι στόχοι για την ανάπτυξη και τα πλεονάσματα μπορούν να επιτευχθούν. Αν ένας μέσος οικονομικός κύκλος διαρκεί 7 με 10 χρόνια, η Ελλάδα θα πρέπει να ξαναγράψει από την αρχή όλες τις οικονομικές θεωρίες για να αποφύγει τα τρία-τέσσερα βαριά υφεσιακά επεισόδια που λογικά θα μεσολαβήσουν, και να ελπίζει ότι θα τις εφαρμόσει επιτυχώς για να επιβιώσει ως έθνος.
Το σχέδιο Schaeuble για το ελληνικό χρέος είναι προφανές πως δεν επιφυλάσσει τίποτα καλό για την Ελλάδα. Ακόμη κι αν ανοίξει το δρόμο για επιμήκυνση ενός μέρους των δανείων κατά 15-20 χρόνια, ή για άλλα «παραμετρικά» μέτρα διευθέτησης, έχει έναν και μόνο στόχο: να δεσμεύσει νομικά την ελληνική κυβέρνηση ότι δεν πρέπει να προσδοκά ποτέ σε διαγραφή χρέους καθώς θα φορτώσει αποκλειστικά στις πλάτες των Ελλήνων φορολογούμενων το βαρύ κόστος της εξυπηρέτησης των τόκων.
Είναι ουσιαστικά ένα σχέδιο που οδηγεί σε de facto αποφάσεις «μη ρύθμισης» του χρέους το οποίο θα δεσμεύσει νομικά όλες τις μελλοντικές κυβερνήσεις.
Αν πράγματι η τελική συμφωνία βασίζεται στην υποχρέωση της Ελλάδας να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 2,2% - 2,6% του ΑΕΠ για τα επόμενα 40 χρόνια, θα συμβούν δύο πράγματα: από τη μια η κυβέρνηση θα νομιμοποιήσει τον εγκλωβισμό της χώρας σε αέναη λιτότητα για τον επόμενο μισό αιώνα, και από την άλλη θα αποδεχτεί δια της κοινοβουλευτικής οδού πως η μείωση του ελληνικού χρέους την οποία σήμερα διεκδικεί, δεν είναι απαραίτητη εφόσον οι τόκοι εξυπηρετούνται μέσα από τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα. Αυτό θα επιτρέψει στους ευρωπαίους δανειστές να κλωτσούν το τενεκεδάκι μιας βιώσιμης λύσης όλο και πιο μακριά αποφεύγοντας οποιαδήποτε μείωση που θα έχει μελλοντικό κόστος έστω και σε όρους καθαρής παρούσας αξίας.
Ήδη το πρώτο σκέλος της συμφωνίας το οποίο σύμφωνα με το Eurogroup έχει πλέον κλειδώσει, δεσμεύει την Ελλάδα σε πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ από το 2018 μέχρι το 2023.
Αυτό στην πράξη σημαίνει πως η Ελλάδα έχει πλέον αποδεχτεί ότι θα καταβάλει σε τόκους το 17,5% του ΑΕΠ της (πάνω από 30 δισ. ευρώ) μέσα στο επόμενα πέντε χρόνια. Τα ποσά αυτά θα φτάσουν στο 100% του ΑΕΠ της τα επόμενα 40 χρόνια εφόσον τα πρωτογενή πλεονάσματα καθοριστούν στο 2,2% του ΑΕΠ μέχρι το 2060. Σε σημερινές αξίες, δηλαδή, η χώρα θα πρέπει να εξοικονομήσει 180 δισ. ευρώ και να τα βγάλει εκτός χώρας για την πληρωμή τόκων σε βάθος 40 ετών, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι θα μπορεί να επιτυγχάνει υψηλούς (άνω του 1,5% - 2%) ρυθμούς ανάπτυξης σε μόνιμη βάση ώστε όλοι στόχο να επιτευχθούν χωρίς περαιτέρω βαθιές περικοπές.
Σύμφωνα με τα σενάρια που έχουν επεξεργαστεί οι ευρωπαίοι δανειστές, η δική τους άσκηση διασφάλισης της βιωσιμότητας του χρέους χωρίς έμμεσο ή άμεσο «κούρεμα», βγαίνει όσο η Ελλάδα παρουσιάζει μακροπρόθεσμα πλεονάσματα πάνω από 2,2- 2,6%.
Οτιδήποτε κάτω από 2% καθιστά μη βιώσιμο το χρέος και απαιτεί πολύ μεγαλύτερες παρεμβάσεις απομείωσης-διαγραφής όπως ζητά να γίνουν το ΔΝΤ, το οποίο με τη σειρά του θεωρεί άπιαστα τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και τη δυνατότητα της ελληνικής οικονομίας να αναπτύσσεται σταθερά με ρυθμούς άνω του 1,5%-2%.
Η διαφορά αυτής της λογιστικής άσκησης βιωσιμότητας του χρέους σε σχέση με όσες είχαν γίνει στο παρελθόν, είναι ότι οι προηγούμενες αποτελούσαν απλώς παραδοχές που συνόδευαν τις εκθέσεις που εκπονούσαν οι δανειστές. Η συμφωνία την οποία διεκδικεί να επιτύχει η ελληνική κυβέρνηση ως το 2018, είναι κάτι διαφορετικό. Θα πρέπει να επικυρωθεί από τη Βουλή όπως συνέβη με το PSΙ και συνεπώς οι στόχοι που θα προβλέπει, θα είναι δεσμευτικοί για τη χώρα και θα πρέπει να τηρούνται ευλαβικά.
Το πολιτικό ερώτημα που εύλογα τίθεται είναι αν η κυβέρνηση έχει την πολιτική νομιμοποίηση να υπογράψει ρύθμιση και μάλιστα τέτοια που ενώ δεν θα οδηγεί σε ουσιαστική ελάφρυνση, ταυτόχρονα θα δεσμεύει τη χώρα σε πρωτογενή πλεονάσματα 2,2-2,6% για 40 χρόνια.
Ένα δεύτερο ερώτημα είναι ποια θα είναι η στάση της αντιπολίτευσης απέναντι σε αυτή τη διακύβευση, από την οποία εν πολλοίς εξαρτάται η επόμενη μέρα της χώρας.
Στο θετικό σενάριο που η Ελλάδα επιστρέψει στις αγορές, τα πλεονάσματα που θα προβλέπονται στη συμφωνία διευθέτησης του χρέους θα αποτελούν τη νομική βάση με την οποία θα μας αξιολογούν οι επενδυτές, ενώ στο αρνητικό σενάριο που οδεύσουμε σε νέο μνημόνιο μετά το 2018, θα είναι και πάλι μια επιπρόσθετη εγγύηση της Ελλάδας απέναντι στους επίσημους δανειστές της.
Σε κάθε περίπτωση με μια τέτοια συμφωνία όπως αυτή που βρίσκεται στο τραπέζι προς διαπραγμάτευση, το κυνήγι των υψηλών πλεονασμάτων και η ανακύκλωση της ύφεσης δεν θα σταματήσει ποτέ. Και αυτό ισοδυναμεί με καταδίκη της χώρας σε αιώνια λιτότητα επειδή όσο θα υπάρχει «κόφτης», οποιαδήποτε απόκλιση από τους στόχους των πρωτογενών πλεονασμάτων ακόμη και αν αυτά δημιουργούνται από την ύφεση, θα θεραπεύεται ες αεί με μειώσεις δαπανών και νέα εισπρακτικά μέτρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου