Όταν μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα, 27 Απριλίου 1941, η πρώτη τους δουλειά ήταν να στείλουν ένα απόσπασμα υπό τον λοχαγό Γιάκομπι και τον υπολοχαγό Έλσνιτς για να κατεβάσει τη Γαλανόλευκη από τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης και να υψώσει τη σβάστικα...
Δεξιά ο Παρθενώνας, αριστερά οι Καρυάτιδες. Από την ελιά τής Αθηνάς οι Γερμανοί αντικρίζουν στο ακραίο σημείο τού βράχου τής Ακρόπολης πού δεσπόζει τής πόλης, την γαλανόλευκη σημαία πού θ’ αντικατασταθεί από τον αγκυλωτό σταυρό.
Η εθνική Σημαία με το μεγάλο σταυρό στην μέση λάμπει και τα χρώματά της τονίζουν και τονίζονται από τον Παρθενώνα που στέκει αγέρωχος και όμορφος όπως πάντα.
Εκεί στην θέση Καλλιθέα, στο ανατολικό σημείο του Ιερού Βράχου ο επικεφαλής του αποσπάσματος ζήτησε από τον εύζωνο που φρουρούσε τη σημαία μας να την κατεβάσει και να την παραδώσει.
Ο απλός αυτός φαντάρος, όταν στις 8:45 το πρωί έφθασαν μπροστά του οι κατακτητές της χώρας μας και με το δάκτυλο στην σκανδάλη των πολυβόλων τους, τον διέταξαν να κατεβάσει το Εθνικό μας σύμβολο, δεν έδειξε κανένα συναίσθημα. Δεν πρόδωσε την τρικυμία της ψυχής του. Ψυχρός, άτεγκτος και αποφασισμένος απλά αρνήθηκε! Οι ώρες της περισυλλογής, που... μόνος του είχε περάσει δίπλα στην σημαία, τον είχαν οδηγήσει στη μεγάλη απόφαση. “ΟΧΙ”...
Αυτό μονάχα πρόφερε και τίποτε άλλο. Μια απλή λέξη, με πόση όμως τεράστια σημασία και αξία. Η Ελληνική μεγαλοσύνη σε όλη την απλή μεγαλοπρέπειά της κλεισμένη μέσα σε δύο συλλαβές! Ξέρουν απ’ αυτά οι Έλληνες...
Ο λοχαγός Γιάκομπι διέταξε έναν Γερμανό στρατιώτη να το πράξει. Ο στρατιώτης την κατέβασε κι αφού με τη βοήθεια ενός συναδέλφου του την δίπλωσε πολύ προσεκτικά, την παρέδωσε στα χέρια του Έλληνα φρουρού. Ο εύζωνας κοίταξε για λίγα δευτερόλεπτα με κατεβασμένο κεφάλι το διπλωμένο γαλανόλευκο πανί πάνω στα χέρια του. Κι ύστερα τυλίχτηκε με τη σημαία, έτρεξε ως την άκρη του Ιερού Βράχου και μπρος στα μάτια των εμβρόντητων Γερμανών ρίχτηκε μ’ ένα σάλτο στον γκρεμό, βάφοντας το εθνικό μας σύμβολο με το τίμιο αίμα του.
Οι Γερμανοί σκύβουν πάνω από το κενό: 60 μέτρα πιο κάτω, κείτεται ο Εύζωνας, νεκρός πάνω στον βράχο, σκεπασμένος με το σάβανο πού διάλεξε.
Οι δύο Γερμανοί αξιωματικοί, πού είναι επί κεφαλής των εμπροσθοφυλακών, ο αρχηγός ιππικού Γιάκομπι και ο λοχαγός Έλσνιτς τής 6ης ορεινής μεραρχίας, χρησιμοποιούν τον ραδιοφωνικό σταθμό Αθηνών για να στείλουν μήνυμα στον Χίτλερ:
«Μάϊν Φύρερ, στις 27 Απριλίου, στις 8 και 10, εισήλθαμε εις τας Αθήνας, επί κεφαλής των πρώτων γερμανικών τμημάτων στρατού, και στις 8 και 45, υψώσαμε την σημαία τού Ράϊχ πάνω στην Ακρόπολη και στο Δημαρχείο. Χάϊλ, μάϊν Φύρερ».
Η γερμανική στρατιωτική διοίκηση Αθηνών υποχρέωσε την προδοτική κυβέρνηση Τσολάκογλου να δημοσιεύσει στον Τύπο ανακοίνωση, σύμφωνα με την οποία ο φρουρός της σημαίας μας, υπέστη έμφραγμα από την συγκίνηση όταν του ζητήθηκε να την παραδώσει. Όμως οι στρατιώτες κι οι επικεφαλής του γερμανικού αποσπάσματος είχαν συγκλονιστεί απ’ αυτό που είδαν και δεν κράτησαν το στόμα τους κλειστό. Στις 9 Ιουνίου η είδηση δημοσιεύθηκε στην DAILY MAIL με τίτλο: “A Greek carries his flag to the death” (Ένας Έλληνας φέρει την σημαία του έως τον θάνατο).
Η θυσία του Έλληνα στρατιώτη έγινε αιτία να εκδοθεί διαταγή από τον Γερμανό φρούραρχο να υψώνεται και η ελληνική σημαία δίπλα στη γερμανική.
Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, εκεί στα Αναφιώτικα κάτω από τον Ιερό Βράχο, ζούσαν ακόμα αυτόπτες μάρτυρες, που είδαν το παλικάρι να γκρεμοτσακίζεται μπροστά στα μάτια τους τυλιγμένο με την Γαλανόλευκη. Και κάθε χρόνο, στο μνημόσυνό του στις 27 Απριλίου, άφηναν τα δάκρυά τους να κυλήσουν στη μνήμη του. Ουδείς ενδιαφέρθηκε ποτέ να καταγράψει την μαρτυρία τους.
Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, εκεί στα Αναφιώτικα κάτω από τον Ιερό Βράχο, ζούσαν ακόμα αυτόπτες μάρτυρες, που είδαν το παλικάρι να γκρεμοτσακίζεται μπροστά στα μάτια τους τυλιγμένο με την Γαλανόλευκη. Και κάθε χρόνο, στο μνημόσυνό του στις 27 Απριλίου, άφηναν τα δάκρυά τους να κυλήσουν στη μνήμη του. Ουδείς ενδιαφέρθηκε ποτέ να καταγράψει την μαρτυρία τους.
Κωνσταντίνος Κουκίδης είναι τ’ όνομα του ευζώνου.
Κωνσταντίνος Κουκίδης είναι τ’ όνομα αυτού του ΕΛΛΗΝΑ και στολή του η Σημαία μας.
Κωνσταντίνος Κουκίδης είναι τ’ όνομα αυτού του ΕΛΛΗΝΑ και στολή του η Σημαία μας.
Μας τον έχουν κρύψει, μας τον έχουν κλέψει.
Κλείστε κι αυτόν τον εθνομάρτυρα στην ψυχή σας κοντά στους άλλους.
Απαιτείστε να γραφτεί τ’ όνομά του στα σχολικά βιβλία της Ιστορίας.
Ψιθυρίστε το, έστω και βουβά, μέσα σας, κάθε φορά που αντικρίζετε τη σημαία μας.
Πείτε στα παιδιά σας ότι αυτή η σημαία, έχει βυζάξει ποταμούς ελληνικού αίματος, για να μπορεί αγέρωχη να κυματίζει την τιμή και την αξιοπρέπειά μας.
Κλείστε κι αυτόν τον εθνομάρτυρα στην ψυχή σας κοντά στους άλλους.
Απαιτείστε να γραφτεί τ’ όνομά του στα σχολικά βιβλία της Ιστορίας.
Ψιθυρίστε το, έστω και βουβά, μέσα σας, κάθε φορά που αντικρίζετε τη σημαία μας.
Πείτε στα παιδιά σας ότι αυτή η σημαία, έχει βυζάξει ποταμούς ελληνικού αίματος, για να μπορεί αγέρωχη να κυματίζει την τιμή και την αξιοπρέπειά μας.
Το αφιερώνουμε στους Ευρωπαίους.
Και κάτι άλλο:
Το να προσπαθεί κάποιος να εξαλείψει μιαν Ιδέα είναι σαν να προσπαθεί να… συνθλίψει τον αέρα με μια μυγοσκοτώστρα…
Το να προσπαθεί κάποιος να εξαλείψει μιαν Ιδέα είναι σαν να προσπαθεί να… συνθλίψει τον αέρα με μια μυγοσκοτώστρα…
Κι ΕΜΕΙΣ οι ΕΛΛΗΝΕΣ είμαστε… πλήρεις ΙΔΕΩΝ…
Ειδικά σήμερα, που οι σύγχρονοι εφιάλτες προσπάθησαν ακόμα και να αμφισβητήσουν την θυσία του, όπως οι ναζί πρόγονοι τους, για να στερήσουν από τον αμυνόμενο Έλληνα την ιστορική του ευθύνη. Για να τον κάνουν άβουλο αμνό, πειθήνιο όργανο.
Όλα άλλωστε έχουν τον σκοπό τους και η λήθη είναι το μεγαλύτερο όπλο των εξουσιαστών.
Πολύτιμες πληροφορίες έχει το http://www.pare-dose.net/?p=2795
Κάποια άλλα στοιχεία που φαίνεται να συνηγορούν υπέρ τού ανωτέρω ηρωικού γεγονότος και των οποίων γίνεται επίκληση, είναι τα εξής:
1. Η δήλωση τού επί κεφαλής τής Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού (Δ.Ι.Σ.), ότι πράγματι εκ των ιστορικών αρχείων, εμφαίνεται ότι «ο φρουρός στρατιώτης τής σημαίας ηυτοκτόνησεν περιβληθείς ταύτην».
1. Η δήλωση τού επί κεφαλής τής Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού (Δ.Ι.Σ.), ότι πράγματι εκ των ιστορικών αρχείων, εμφαίνεται ότι «ο φρουρός στρατιώτης τής σημαίας ηυτοκτόνησεν περιβληθείς ταύτην».
2. Ο τότε Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος, στα απομνημονεύματά του, αναφέρει ότι: «Ο Έλλην φρουρός τής Ελληνικής σημαίας επί τής Ακροπόλεως, μή θελήσας νά παραστή μάρτυς τού θλιβερού θεάματος τής αναρτήσεως τής εχθρικής σημαίας, ώρμησεν εκ τής Ακροπόλεως κρημνισθείς καί εφονεύθη. Εκάθησα στό γραφείον μου περίλυπος μέχρι θανάτου καί δακρύων…».
3. Η εφημερίδα Daily Mail δημοσίευσε στις 9 Ιουνίου 1941, σε δημοσίευμα με τίτλο «A Greek carries his flag to the death» (Ένας Έλληνας φέρει την σημαία του έως τον θάνατο) γράφει: «Ο Κώστας Κουκίδης, Έλληνας στρατιώτης ο οποίος φρουρούσε το εθνικό σύμβολο των Ελλήνων πάνω στην Ακρόπολη, τυλιγμένος με την Γαλανόλευκη, εφόρμησε στο κενό και αυτοκτόνησε (27/4/1941)».
4. Ο Νίκολας Χάμοντ (Nicolas Hammond), καθηγητής τού Πανεπιστημίου τού Κέμπριτζ, αξιωματικός Ειδικών Επιχειρήσεων Καΐρου στην Ελλάδα κατά την Κατοχή, γράφει: «Την 27ην Απριλίου 1941, λίγο προτού χαράξει, όλα ήσαν κλειστά. Τότε έμαθα ότι οι Γερμανοί διέταξαν τον φρουρό τής Ακροπόλεως να κατεβάσει το ελληνικό σύμβολο. Πράγματι, εκείνος την υπέστειλε. Τυλίχθηκε με αυτήν και αυτοκτόνησε, πέφτοντας από τον βράχο…».
5. Μια αναφορά του λογοτέχνη Μενέλαου Λουντέμη στο διήγημά του «Τα άλογα του Κουπύλ», που γράφτηκε τον Οκτώβριο του 1944: «…την κατέβασε, τυλίχθηκε μέσα κι έπεσε χωρίς ηρωισμούς απ’ το βράχο».
6. Το Λεύκωμα «Έπεσαν για τη ζωή», του ΚΚΕ: «Τη στιγμή που άλλοι έδιναν γη και ύδωρ στους χιτλερικούς, ο Έλληνας στρατιώτης, πιστός στα πατριωτικά ιδανικά, προτίμησε να αυτοκτονήσει τυλιγμένος με τη γαλανόλευκη, πέφτοντας από τον ιερό βράχο της Ακρόπολης, παρά ν’ ανεβάσει στον ιστό τη σβάστικα».
7. Σύμφωνα με την ιστορική έρευνα τού αντιστασιακού ερευνητή Κώστα Γ. Κωστοπούλου: «Ο Ήρωας Στρατιώτης, χτυπώντας πάνω στα βράχια, στην διαδρομή τής πτώσεώς του στον γκρεμό από τον βράχο τής Ακροπόλεως, όταν τελικά κατατρακυλώντας, έπεσε στην οδό Θρασύλλου στήν Πλάκα, είχε πολτοποιηθεί και η στολή του ήταν καταξεσκισμένη. Όταν τον περιμάζεψαν δύο-τρεις κάτοικοι τής Πλάκας, δεν βρήκαν τίποτε επάνω του εκτός από ένα τσαλακωμένο ταχυδρομικό δελτάριο στο οποίο έγραφε πολύ κακογραμμένα το όνομα τού παραλήπτη: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΟΥΚΙΔΗΣ. Αυτά τα στοιχεία είχαν καταθέσει δύο γέροντες (επιζώντες ακόμη) σχετικά με το ανωτέρω περιστατικό».
8. Μια προσωπική έρευνα του αντιστασιακού Χαράλαμπου Ρούπα, η οποία δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Το Βήμα της Αιγιαλείας» (12 Μαΐου 2006):
«Εγώ και οι φίλοι μου, περίεργοι και αργόσχολοι συνταξιούχοι, αρχίσαμε νά ψάχνουμε στήν Πλάκα μέσα στα παραδοσιακά ταβερνάκια και καφενεία, μήπως βρούμε κάποιο γεροντάκι που να μάς έλεγε κάτι το σχετικό. Όλοι γνώριζαν το περιστατικό, αλλά μάς έλεγαν, «άκουσα… μού είπαν…», δηλαδή αυτά πού γνωρίζαμε κι εμείς. Τελικά, ψάχνοντας καί κάνοντας με υπομονή την έρευνά μας, βρήκαμε μία γριούλα που μάς είπε: «Πηγαίνετε κάτω στού Μακρυγιάννη (μάς είπε περίπου την διεύθυνση), κι εκεί ζει ένας πρώην τσαγκάρης. Αυτός είναι ο γιος τού παγοπώλη ο οποίος μέ τό καροτσάκι του πήρε τον νεκρό στρατιώτη, και τον επήγε στο Α’ Νεκροταφείο καί τόν έθαψε».
Τελικά, συναντήσαμε τον γερο-τσαγκάρη. Δυσκολευθήκαμε όμως να τού δώσουμε να καταλάβει το τι θέλαμε να μας πει, διότι ούτε άκουγε, κι ούτε έβλεπε καλά. Στο τέλος, συγκινημένος, μάς είπε: «Εκείνη την ημέρα είχαμε κλεισθεί στα σπίτια μας, όπως κι όλη η Αθήνα. Εγώ τότε ήμουν 16 χρονών. Ακούσαμε στον δρόμο μία γριά που στρίγκλιζε. Πεταχθήκαμε τότε στον δρόμο δύο-τρεις, για να δούμε το τι συμβαίνει, και τότε είδαμε το τραγικό αυτό θέαμα: Ένα χιλιοστραπατσαρισμένο πτώμα ντυμένο στο χακί και μία σημαία γύρω του ματωμένη. Χαρτιά, πορτοφόλι κλπ. δεν βρέθηκαν επάνω του, εκτός από ένα δελτάριο που έγραφε το όνομά του. Τό δελτάριο το κράτησε ένας φίλος τού πατέρα μου. Επειδή ο πατέρας μου κι εγώ μοιράζαμε κολώνες πάγου στα σπίτια, είχαμε ένα καρότσι. Το έβαλαν το παλληκάρι μέσα μαζί με την σημαία, το σκέπασαν με μία κουβέρτα και το πήγαν μαζί με τον φίλο του στο Α΄ Νεκροταφείου και το έθαψαν.
Εκεί βρήκαν έναν παπά και του είπαν τι είχε συμβεί. Αυτός τούς πήγε σε έναν ανοικτό τάφο, τύλιξαν το παλληκάρι με ό,τι είχε μείνει από την σημαία, είπε και δύο-τρία λόγια ο παπάς και το παράχωσαν. Εκείνο όμως που πρέπει να σας τονίσω, αυτό το τραγικό περιστατικό από στόμα σέ στόμα το είχε μάθει όλη η Αθήνα. Ο πατέρας μου φοβήθηκε και δεν με πήρε μαζί του. Εάν πήγαινα κι εγώ, τότε θα σας υπέδειχνα που ακριβώς είναι παραχωμένο το παλληκάρι. Τον πατέρα μου, τον έχασα τον Ιανουάριο τού 1942 στην μεγάλη πείνα.»».
«Εγώ και οι φίλοι μου, περίεργοι και αργόσχολοι συνταξιούχοι, αρχίσαμε νά ψάχνουμε στήν Πλάκα μέσα στα παραδοσιακά ταβερνάκια και καφενεία, μήπως βρούμε κάποιο γεροντάκι που να μάς έλεγε κάτι το σχετικό. Όλοι γνώριζαν το περιστατικό, αλλά μάς έλεγαν, «άκουσα… μού είπαν…», δηλαδή αυτά πού γνωρίζαμε κι εμείς. Τελικά, ψάχνοντας καί κάνοντας με υπομονή την έρευνά μας, βρήκαμε μία γριούλα που μάς είπε: «Πηγαίνετε κάτω στού Μακρυγιάννη (μάς είπε περίπου την διεύθυνση), κι εκεί ζει ένας πρώην τσαγκάρης. Αυτός είναι ο γιος τού παγοπώλη ο οποίος μέ τό καροτσάκι του πήρε τον νεκρό στρατιώτη, και τον επήγε στο Α’ Νεκροταφείο καί τόν έθαψε».
Τελικά, συναντήσαμε τον γερο-τσαγκάρη. Δυσκολευθήκαμε όμως να τού δώσουμε να καταλάβει το τι θέλαμε να μας πει, διότι ούτε άκουγε, κι ούτε έβλεπε καλά. Στο τέλος, συγκινημένος, μάς είπε: «Εκείνη την ημέρα είχαμε κλεισθεί στα σπίτια μας, όπως κι όλη η Αθήνα. Εγώ τότε ήμουν 16 χρονών. Ακούσαμε στον δρόμο μία γριά που στρίγκλιζε. Πεταχθήκαμε τότε στον δρόμο δύο-τρεις, για να δούμε το τι συμβαίνει, και τότε είδαμε το τραγικό αυτό θέαμα: Ένα χιλιοστραπατσαρισμένο πτώμα ντυμένο στο χακί και μία σημαία γύρω του ματωμένη. Χαρτιά, πορτοφόλι κλπ. δεν βρέθηκαν επάνω του, εκτός από ένα δελτάριο που έγραφε το όνομά του. Τό δελτάριο το κράτησε ένας φίλος τού πατέρα μου. Επειδή ο πατέρας μου κι εγώ μοιράζαμε κολώνες πάγου στα σπίτια, είχαμε ένα καρότσι. Το έβαλαν το παλληκάρι μέσα μαζί με την σημαία, το σκέπασαν με μία κουβέρτα και το πήγαν μαζί με τον φίλο του στο Α΄ Νεκροταφείου και το έθαψαν.
Εκεί βρήκαν έναν παπά και του είπαν τι είχε συμβεί. Αυτός τούς πήγε σε έναν ανοικτό τάφο, τύλιξαν το παλληκάρι με ό,τι είχε μείνει από την σημαία, είπε και δύο-τρία λόγια ο παπάς και το παράχωσαν. Εκείνο όμως που πρέπει να σας τονίσω, αυτό το τραγικό περιστατικό από στόμα σέ στόμα το είχε μάθει όλη η Αθήνα. Ο πατέρας μου φοβήθηκε και δεν με πήρε μαζί του. Εάν πήγαινα κι εγώ, τότε θα σας υπέδειχνα που ακριβώς είναι παραχωμένο το παλληκάρι. Τον πατέρα μου, τον έχασα τον Ιανουάριο τού 1942 στην μεγάλη πείνα.»».
9. Από το βιβλίο «Μυστική Ακρόπολη» του Ιωάννη Γιαννόπουλου, παρατίθενται δύο ακόμα μαρτυρίες.
Ο Κυριάκος Γιαννακόπουλος, παιδί ακόμη, πουλούσε τσιγάρα στην Πλάκα, γεννημένος πριν ένδεκα χρόνια στο Θησείο. Έτυχε την στιγμή της θυσίας να στρέψει το βλέμμα του προς την Ακρόπολη: «Την ώρα ακριβώς που έπεφτε το παιδί με την σημαία τυλιγμένο και κτυπούσε στους βράχους. Έκανα να τρέξω προς τα εκεί και δεν μπορούσα. Ναι προσπάθησα, να πάω και εγώ εκεί… Το παιδί… τρέξανε, χάλασε ο κόσμος, έγινε σεισμός εκείνη την ώρα που είδαν το παιδί, όλος ο κόσμος αναστατώθηκε. Πού να πάω εγώ παιδάκι τότε, να χωθώ, εκεί μέσα στην στοά της Ακροπόλεως, να μαζέψω… να προσφέρω τι; Απλώς πήρα τα πράγματά μου και έφυγα. Σκοτώθηκε εκείνη την ώρα. Κτύπησε στους βράχους και εκτινάχθηκε. Το θυμάμαι, το βλέπω σαν να το βλέπω τώρα. Αυτό το πράγμα δεν πρόκειται να φύγει ποτέ από τα μάτια μου, μόνο όταν πεθάνω!».
Ο Κυριάκος Γιαννακόπουλος, παιδί ακόμη, πουλούσε τσιγάρα στην Πλάκα, γεννημένος πριν ένδεκα χρόνια στο Θησείο. Έτυχε την στιγμή της θυσίας να στρέψει το βλέμμα του προς την Ακρόπολη: «Την ώρα ακριβώς που έπεφτε το παιδί με την σημαία τυλιγμένο και κτυπούσε στους βράχους. Έκανα να τρέξω προς τα εκεί και δεν μπορούσα. Ναι προσπάθησα, να πάω και εγώ εκεί… Το παιδί… τρέξανε, χάλασε ο κόσμος, έγινε σεισμός εκείνη την ώρα που είδαν το παιδί, όλος ο κόσμος αναστατώθηκε. Πού να πάω εγώ παιδάκι τότε, να χωθώ, εκεί μέσα στην στοά της Ακροπόλεως, να μαζέψω… να προσφέρω τι; Απλώς πήρα τα πράγματά μου και έφυγα. Σκοτώθηκε εκείνη την ώρα. Κτύπησε στους βράχους και εκτινάχθηκε. Το θυμάμαι, το βλέπω σαν να το βλέπω τώρα. Αυτό το πράγμα δεν πρόκειται να φύγει ποτέ από τα μάτια μου, μόνο όταν πεθάνω!».
Ο Στάθης Αρβανίτης, μικρό παιδί κι αυτός, θυμάται: «Ήμουνα τότε επτά χρονών. Μέναμε ακριβώς κάτω απ’ την Ακρόπολη. Εκείνη την ημέρα στις 27 Απριλίου -μια ημέρα ηλιόλουστη με καθαρότατο ουρανό- ο πατέρας μου είχε απαγορέψει και στον αδελφό μου και στην μητέρα μου να βγούνε απ’ το σπίτι. Εγώ ήμουνα στην ταράτσα και έπαιζα με το αυτοκινητάκι μου. Ξαφνικά βλέπω ένα σώμα, μάλλον πρέπει να ‘τανε τσολιάς, να πέφτει από την Ακρόπολη και να χτυπιέται στους βράχους. Κατέβηκα κάτω και το ανέφερα στον πατέρα μου, ο οποίος μέσα στην σύγχυση την στιγμή που έμπαιναν οι Γερμανοί, κάπως δεν με πίστεψε. Μετά 15 ημέρες έρχεται και μου λέει: «Μικρέ είχες δίκιο. Το είπε το BBC.»».
Μετά ήλθαν οι νεογενίτσαροι για να μας πείσουν ότι ο Κωνσταντίνος Κουκίδης “δεν υπήρξε”. Οι κεμαλοναζί των συνωστισμών, της παράδοσης Εθνικής κυριαρχίας.
Ίσως να έχουν δίκιο. Δεν “Υπήρξε”. Υπάρχει μέσα σε κάθε ελεύθερο μυαλό, σε κάθε Έλληνα που γνωρίζει ότι δεν έχει δικαίωμα γονιδιακής εκμετάλλευσης της καταγωγής του, παρά μόνο χρέος.
Ένα κολοσσιαίο χρέος που πρέπει να το φέρουμε εις πέρας επάξια. Το να γεννιέσαι Έλληνας, είναι υποχρέωση. Αλίμονο σε αυτούς που βαυκαλίζονται για την καταγωγή τους χωρίς να γνωρίζουν το χρέος τους. Τον ρόλο τους στην Γη.
Το έθεσε άλλωστε άψογα η Λιάνα Κανέλλη πριν λίγες ημέρες:
“Έχουν το θράσος να μιλούν στην Ελλάδα για το μαχαίρι στο κόκκαλο. Ότι θα βάλουν λέει το μαχαίρι στο κόκκαλο. Που; Στην πατρίδα που υμνεί τα Ιερά Οστά των Ελλήνων που έπεσαν για την Ελευθερία! Τέτοια Ύβρις…”
Και συμπληρώνει: “Η Ελλάδα όμως είναι η μόνη χώρα που έκανε το κύριο όνομα “Εφιάλτης”, ουσιαστικό. Για να γράφεται με μικρό “ε” και όχι κεφαλαίο, εξασφαλίζοντας του την απαξίωση μέσα στους αιώνες”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου