Σάββατο 30 Απριλίου 2016

«Είναι δύσκολο να το εξηγήσω πως επέζησα από το Νταχάου»

Το κολαστήριο του Νταχάου, λίγο έξω από το Μόναχο, ήταν το πρώτο οργανωμένο στρατόπεδο συγκέντρωσης που δημιούργησαν οι Ναζί το 1933...

Ήταν ένα από τα πρώτα μελήματα του Χίτλερ όταν εκείνος ανέβηκε στην εξουσία, καθώς σε αυτό στέλνονταν, κρατούνταν και βασανίζονταν οι Γερμανοί αντιφρονούντες. Αργότερα στα κρεματόρια του Νταχάου θα γίνονταν θυσία χιλιάδες Εβραίοι.
Όταν, σαν σήμερα, στις 29 Απριλίου του 1945, τα αμερικανικά στρατεύματα μπήκαν ως νικητές στο στρατόπεδο, βρήκαν εκεί 30.000 σκελετωμένους κρατούμενους.
Από το Νταχάου είχε περάσει και ο τότε γενικός γραμματέας του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης, καθώς και πολλοί άλλοι Έλληνες αγωνιστές.
Ανάμεσα τους και ο Ανδρέας Παρνασσάς από τους Γαργαλιάνους, ο οποίος...
συνελήφθη ως Επονίτης και κατέληξε στο Νταχάου όπου έπεσε θύμα ιατρικών πειραμάτων. Είχε το νούμερο 82224.
Διαβάστε την μαρτυρία του για τα όσα έζησε στο κολαστήριο του Νταχάου, όπως έχει καταγραφεί στο βιβλίο του Ελπιδοφόρου Ιντζέμπελη «Νταχάου – Προφορικές και Επιστολικές Μαρτυρίες», (εκδόσεις Μένανδρος 2014).
Η μαρτυρία του Ανδρέα Παρνασσά
Οι Γαργαλιάνοι βρίσκονται πάνω σε ένα λόφο και στους πρόποδες είναι ένα λιμανάκι που λέγεται Μαραθόπολις. Στην περιοχή του λιμανιού υπήρχαν αποθήκες του ΑΣΟ (Αυτόνομος Σταφιδικός Οργανισμός) γεμάτες με σταφίδα. Οι Ιταλοί που είχαν καταλάβει την περιοχή μας είχαν αποφασίσει να φέρουν φορτηγά, για να αδειάσουν τις αποθήκες και να πάρουν τα εμπορεύματα για την Ιταλία.
Μετά από αυτό, η υποτυπώδης οργάνωση του ΕΑΜ νέων, που ήμασταν καμιά δεκαριά στους Γαργαλιάνους, αποφασίσαμε να ενημερώσουμε τον κόσμο και να κατέβουμε κρυφά κάτω στο χωριό που ήταν οι αποθήκες. Θέλαμε να τις ανοίξουμε και να σπάσουμε τις αλυσίδες και να μπει ο κόσμος να πάρει τις σταφίδες. Αυτό τελικά έγινε και οι σταφίδες μοιράστηκαν στους κατοίκους. Η πράξη μας όμως αποτέλεσε την αιτία για να μας συλλάβουν.
Μας βασάνισαν οι Ιταλοί, τα χέρια μου είναι ακόμη σημαδεμένα από τις βουρδουρλιές. Από εκεί μας μετέφεραν στις φυλακές της Πύλου και ύστερα στην Τρίπολη. Στο διάστημα που βρισκόμουν στην Τρίπολη έγινε μια επίθεση και σκοτώθηκε ένας Γερμανός στρατηγός που πήγαινε στη Σπάρτη. Τότε οι κατακτητές κουβάλησαν καμιά τρακοσαριά Σπαρτιάτες και Μανιάτες. Μαζί με αυτούς κουβάλησαν κι εμένα και με οδήγησαν στην Αθήνα, στο Γουδί. Εκεί μας ξεκαθάρισαν οι Γερμανοί και διάλεξαν τους πιο νέους και τους πιο ανθεκτικούς. Από εκεί μας μετέφεραν σιδηροδρομικώς στο Νταχάου. Αυτό έγινε το 1943. Δεν θα ξεχάσω πως περνώντας από τη Γιουγκοσλαβία οι Γιουγκοσλάβοι μαζεύονταν και μας έδιναν ψωμιά, όταν έμαθαν πως προοριζόμαστε να μας στείλουν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Στο Νταχάου με βάλανε σε μια ομάδα με κρατούμενους και δουλεύαμε στο ύπαιθρο με ένα κατσαβίδι και διαλύαμε κατεστραμμένα δίκυκλα και στρατιωτικά αυτοκίνητα. Διαλέγαμε χωριστά τα διάφορα μέταλλα, όπως τα σίδερα και τα αλουμίνια. Δουλεύαμε από το πρωί στις έξι μέχρι τη δύση του ηλίου.
Το πώς επέζησα είναι δύσκολο να το εξηγήσω. Είχα μια χρόνια αμυγδαλίτιδα και είχα παρουσιάσει μια ή δυο φορές πυρετό. Τη μια από τις δυο φορές με βάλανε σε ένα πρόχειρο ιατρείο που είχαν, και η μόνη θεραπευτική αγωγή που μου κάνανε ήταν να με ρίξουν σε παγωμένο νερό σε ένα μπάνιο όπου με άφησαν μισή ώρα και ο πυρετός έπεσε στο μηδέν. Έτσι γύρισα πάλι στην εργασία μου. Στα παραπήγματα κοιμόμουν σε ένα κρεβάτι μαζί με άλλους τρεις κρατούμενους. Στον εσωτερικό χώρο δεν είχαμε καλοριφέρ αλλά ένα καζάνι που έκαιγε όλη τη νύχτα. Αν είναι δυνατόν όμως να ζεστάνει ένα παράπηγμα των εκατό μέτρων. Κάθε πρωί βγαίναμε έξω για να δηλώσουμε την παρουσία μας.
Βλέπαμε πάνω στα ηλεκτροφόρα σύρματα τρεις, τέσσερεις, πέντε απελπισμένους, οι οποίοι ξέροντας πως δεν επρόκειτο να δραπετεύσουν έπεφταν πάνω στα σύρματα για να αυτοκτονήσουν. Ήταν το πιο ανώδυνο και το πιο γρήγορο πράγμα.
Στο Νταχάου γνώρισα και τον Νίκο Ζαχαριάδη. Ο Νίκος μας συμπαραστάθηκε όσο μπορούσε. Έμενε σε ιδιαίτερο κατάλυμα, σε αυτά είχαν τον Λεόν Μπλουμ, σοσιαλιστή, όπως και τον γραμματέα του κομμουνιστικού κόμματος της Γερμανίας, ο οποίος δυστυχώς πέθανε. Ο Νίκος Ζαχαριάδης επικοινώνησε μαζί μας όταν ήταν κοντά οι αμερικανικές δυνάμεις, οι οποίες ελευθέρωσαν το στρατόπεδο. Μας είπε ότι στο Μόναχο είχαν σε μια πολυκατοικία κλεισμένους, υπό την αιγίδα του Ερυθρού Σταυρού, αιχμάλωτους πολεμιστές του ΕΛΑΣ. Τους είχαν συλλάβει στην Ελλάδα και τους μετέφεραν στο Μόναχο. Αυτούς μας είπε ο Ζαχαριάδης να συναντήσουμε. Πράγματι τους συναντήσαμε. Μας έδωσαν φαΐ και ρούχα. Από εκεί και πέρα πήραμε γραμμή από τον Ζαχαριάδη και προσπαθήσαμε να ενωθούμε με τις ρωσικές δυνάμεις. Όμως οι Ρώσοι βρίσκονταν στο Βερολίνο. Η απόσταση ήταν μεγάλη, αλλά καταφέραμε πεζοπορώντας να φτάσουμε.
Όταν περνούσαμε απ’ τα χωριά και τις πόλεις της Γερμανίας οι κάτοικοι μας έβλεπαν ντυμένους με τις στολές και πίστευαν πως ήμασταν Ρώσοι και κλεινόντουσαν μέσα στα σπίτια τους. Ο Χίτλερ είχε περάσει την προπαγάνδα πως ο λαός αυτός είναι πολύ επικίνδυνος. Όταν φτάσαμε στον προορισμό μας στο Βερολίνο με τη βοήθεια του ρωσικού στρατού μπήκαμε σε διάφορα τρένα και επιστρέψαμε στην πατρίδα.
Από εκεί και πέρα αρχίζει η νέα περιπέτειά μου. Από κυνηγητό σε κυνηγητό. Πέρασα όλα τα νησάκια Μακρόνησος και τέλος τα Γιούρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου