Ανάμεσα στις πολυάριθμες συνέπειες της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο
το 1974 και της έκτοτε συνεχιζόμενης κατοχής του νησιού, είναι και ο
εποικισμός των κατεχόμενων εδαφών από Τούρκους πολίτες.
του ΝΙΚΟΛΑ ΙΩΑΝΝΙΔΗ
Από το 1975 η
εισροή Τούρκων εποίκων στη βόρεια Κύπρο είναι αθρόα και κάθε προσπάθεια
για ακριβή υπολογισμό του αριθμού τους καταλήγει σε κατά προσέγγισιν
αποτελέσματα και εικασίες. Ο εποικισμός αποτελεί πάγια τακτική των
εκάστοτε κατοχικών δυνάμεων που αποσκοπεί στην αλλοίωση του πληθυσμού
της, διά της ένοπλης βίας, κατακτηθείσας περιοχής. Το Διεθνές Δίκαιο
κατατάσσει τον εποικισμό στα σοβαρότερα εγκλήματα στη διεθνή έννομη
τάξη...
Ο εποικισμός ως έγκλημα πολέμου
Συγκεκριμένα, η μεταφορά από την κατέχουσα δύναμη δικού της αστικού πληθυσμού στα υπό κατοχή εδάφη χαρακτηρίστηκε ως έγκλημα πολέμου από τον Καταστατικό Χάρτη του Διεθνούς Στρατιωτικού Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης και ακολούθως απαγορεύτηκε με την 4η Συνθήκη της Γενεύης του 1949. Αργότερα, το Πρωτόκολλο Ι επί της ρηθείσας Συνθήκης επανέλαβε ότι ο εποικισμός συνιστά σοβαρή παραβίαση του αυτού Πρωτοκόλλου και ονόμασε τον εποικισμό ως έγκλημα πολέμου. Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ICJ) έκρινε ότι το άρθρο 49(6) της ανωτέρω Συνθήκης απαγορεύει οποιαδήποτε μέτρα που λαμβάνει η κατοχική δύναμη με σκοπό να οργανώσει ή να ενθαρρύνει μεταφορά μέρους του πληθυσμού της στην υπ’ αυτήν κατεχόμενη περιοχή. Επιπρόσθετα, το Καταστατικό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (ICC) συμπεριέλαβε τον εποικισμό στα εγκλήματα πολέμου. Περαιτέρω, η International Law Commission (ILC) στο Draft Code of Crimes against the Peace and Security of Mankind (1996), άρθρο 20(c)(i), επίσης κατατάσσει τον εποικισμό στα εγκλήματα πολέμου.
Συγκεκριμένα, η μεταφορά από την κατέχουσα δύναμη δικού της αστικού πληθυσμού στα υπό κατοχή εδάφη χαρακτηρίστηκε ως έγκλημα πολέμου από τον Καταστατικό Χάρτη του Διεθνούς Στρατιωτικού Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης και ακολούθως απαγορεύτηκε με την 4η Συνθήκη της Γενεύης του 1949. Αργότερα, το Πρωτόκολλο Ι επί της ρηθείσας Συνθήκης επανέλαβε ότι ο εποικισμός συνιστά σοβαρή παραβίαση του αυτού Πρωτοκόλλου και ονόμασε τον εποικισμό ως έγκλημα πολέμου. Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ICJ) έκρινε ότι το άρθρο 49(6) της ανωτέρω Συνθήκης απαγορεύει οποιαδήποτε μέτρα που λαμβάνει η κατοχική δύναμη με σκοπό να οργανώσει ή να ενθαρρύνει μεταφορά μέρους του πληθυσμού της στην υπ’ αυτήν κατεχόμενη περιοχή. Επιπρόσθετα, το Καταστατικό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (ICC) συμπεριέλαβε τον εποικισμό στα εγκλήματα πολέμου. Περαιτέρω, η International Law Commission (ILC) στο Draft Code of Crimes against the Peace and Security of Mankind (1996), άρθρο 20(c)(i), επίσης κατατάσσει τον εποικισμό στα εγκλήματα πολέμου.
Το απαράγραπτο των εγκλημάτων πολέμου
Σχετικά με το ζήτημα της παραγραφής των εγκλημάτων πολέμου, υπάρχουν ειδικές συνθήκες που το ρυθμίζουν, καθώς οι συνθήκες που όριζαν την έννοια των εγκλημάτων αυτών και προέβλεπαν την τιμωρία τους, δεν αναφέρονταν σε χρονική αρμοδιότητα (ratione temporis) των δικαστηρίων. Αρχικά, η Συνθήκη για τη Μη Επιβολή Νομοθετικών Περιορισμών για τα Εγκλήματα Πολέμου και Εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας (1968) απαγορεύει την επιβολή περιορισμών -χρονικών και/ή ετέρων- όσον αφορά τα εγκλήματα πολέμου, όπως καθορίστηκαν από το Καταστατικό του Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης (1945) και τις Συνθήκες της Γενεύης (1949). Παρεμφερείς διατάξεις περιλαμβάνει και η Ευρωπαϊκή Συνθήκη για τη Μη Επιβολή Νομοθετικών Περιορισμών για τα Εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας και τα Εγκλήματα Πολέμου (1974). Παρόμοιες πρόνοιες υπάρχουν και σε μια σειρά από άλλες συνθήκες, ψηφίσματα του ΟΗΕ και του Συμβουλίου της Ευρώπης, στρατιωτικά εγχειρίδια, εθνικές νομοθεσίες και αποφάσεις εγχώριων δικαστηρίων.
Σχετικά με το ζήτημα της παραγραφής των εγκλημάτων πολέμου, υπάρχουν ειδικές συνθήκες που το ρυθμίζουν, καθώς οι συνθήκες που όριζαν την έννοια των εγκλημάτων αυτών και προέβλεπαν την τιμωρία τους, δεν αναφέρονταν σε χρονική αρμοδιότητα (ratione temporis) των δικαστηρίων. Αρχικά, η Συνθήκη για τη Μη Επιβολή Νομοθετικών Περιορισμών για τα Εγκλήματα Πολέμου και Εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας (1968) απαγορεύει την επιβολή περιορισμών -χρονικών και/ή ετέρων- όσον αφορά τα εγκλήματα πολέμου, όπως καθορίστηκαν από το Καταστατικό του Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης (1945) και τις Συνθήκες της Γενεύης (1949). Παρεμφερείς διατάξεις περιλαμβάνει και η Ευρωπαϊκή Συνθήκη για τη Μη Επιβολή Νομοθετικών Περιορισμών για τα Εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας και τα Εγκλήματα Πολέμου (1974). Παρόμοιες πρόνοιες υπάρχουν και σε μια σειρά από άλλες συνθήκες, ψηφίσματα του ΟΗΕ και του Συμβουλίου της Ευρώπης, στρατιωτικά εγχειρίδια, εθνικές νομοθεσίες και αποφάσεις εγχώριων δικαστηρίων.
Η περίπτωση της Κύπρου
Όσον αφορά την Κύπρο, σε μια σειρά ψηφισμάτων, μερικά από τα οποία παρατίθενται ενδεικτικά, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ εκφράζει την αποδοκιμασία της για τις μονομερείς πράξεις που αλλοιώνουν τη δημογραφία της Κύπρου. Σχετικά ψηφίσματα έχει εκδώσει και η Επιτροπή του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (UNCHR), με τα οποία καλεί όλα τα εμπλεκόμενα μέρη να αποφεύγουν ενέργειες που οδηγούν στη δημογραφική αλλοίωση του πληθυσμού της Κύπρου και, επιπλέον, θεωρεί τη μεταφορά εποίκων στην πόλη της Αμμοχώστου ως παράνομη. Υπάρχει, ακόμη, ψήφισμα της υπο-επιτροπής για την Καταπολέμηση των Διακρίσεων και την Προστασία των Μειονοτήτων, με το οποίο εκφράζεται η ανησυχία της υπο-επιτροπής για την εισροή εποίκων και την προσπάθεια αλλοίωσης της δημογραφικής δομής της Κύπρου.
Σε έκθεσή του προς το Συμβούλιο της Ευρώπης το 1992, ο Ισπανός εισηγητής Alfons Cuco αναφέρθηκε στην επίδραση που είχε η κάθοδος Τούρκων εποίκων στη βόρεια Κύπρο και ότι αυτό είχε σημαντικές επιπτώσεις στη δημογραφία της περιοχής, λόγω και των αυξημένων ποσοστών τεκνοποίησης ανάμεσα στους εποίκους. Επίσης, χαρακτήρισε σημαντικό πρόβλημα την παροχή «υπηκοότητας» από το ψευδοκράτος στους εποίκους, αλλά και την παραμονή Τούρκων στρατιωτών στο βορρά. Σε μια μεταγενέστερη έκθεση (2003), ο Φινλανδός εισηγητής Jaakko Laakso επεσήμανε την αθρόα προσέλευση εποίκων από την Τουρκία στη βόρειο Κύπρο και τη συνεχή «πολιτογράφησή» τους από το ψευδοκράτος, κάτι που θεώρησε πολύ σοβαρό πρόβλημα. Ο εισηγητής τόνισε ότι η αυξανόμενη εισροή εποίκων στη βόρεια Κύπρο αλλοιώνει το δημογραφικό χαρακτήρα του νησιού και ότι η αύξηση του τουρκόφωνου πληθυσμού μπορεί να χρησιμοποιηθεί από την τουρκική πλευρά για να δικαιολογήσει τις υπερβολικές της απαιτήσεις κατά την τελική διευθέτηση του Κυπριακού.
Η ανωτέρω παρατήρηση του κ. Laakso αποτυπώνει σε μεγάλο βαθμό την πραγματικότητα σε σχέση με τον εποικισμό. Ανέκαθεν η Τουρκία επεδίωκε να γείρει την πληθυσμιακή πλάστιγγα υπέρ της και να καταστήσει τον ελληνικό πληθυσμό μειοψηφία. Αυτή η θέση εκφράστηκε ρητά στις Εκθέσεις Νιχάτ Ερίμ (1956), οι οποίες απετέλεσαν το υπόβαθρο για το μετέπειτα εκπονηθέν υπό του Γραφείου Ειδικού Πολέμου της Τουρκίας «Σχεδίου Επανάκτησης της Κύπρου».
Όσον αφορά την Κύπρο, σε μια σειρά ψηφισμάτων, μερικά από τα οποία παρατίθενται ενδεικτικά, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ εκφράζει την αποδοκιμασία της για τις μονομερείς πράξεις που αλλοιώνουν τη δημογραφία της Κύπρου. Σχετικά ψηφίσματα έχει εκδώσει και η Επιτροπή του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (UNCHR), με τα οποία καλεί όλα τα εμπλεκόμενα μέρη να αποφεύγουν ενέργειες που οδηγούν στη δημογραφική αλλοίωση του πληθυσμού της Κύπρου και, επιπλέον, θεωρεί τη μεταφορά εποίκων στην πόλη της Αμμοχώστου ως παράνομη. Υπάρχει, ακόμη, ψήφισμα της υπο-επιτροπής για την Καταπολέμηση των Διακρίσεων και την Προστασία των Μειονοτήτων, με το οποίο εκφράζεται η ανησυχία της υπο-επιτροπής για την εισροή εποίκων και την προσπάθεια αλλοίωσης της δημογραφικής δομής της Κύπρου.
Σε έκθεσή του προς το Συμβούλιο της Ευρώπης το 1992, ο Ισπανός εισηγητής Alfons Cuco αναφέρθηκε στην επίδραση που είχε η κάθοδος Τούρκων εποίκων στη βόρεια Κύπρο και ότι αυτό είχε σημαντικές επιπτώσεις στη δημογραφία της περιοχής, λόγω και των αυξημένων ποσοστών τεκνοποίησης ανάμεσα στους εποίκους. Επίσης, χαρακτήρισε σημαντικό πρόβλημα την παροχή «υπηκοότητας» από το ψευδοκράτος στους εποίκους, αλλά και την παραμονή Τούρκων στρατιωτών στο βορρά. Σε μια μεταγενέστερη έκθεση (2003), ο Φινλανδός εισηγητής Jaakko Laakso επεσήμανε την αθρόα προσέλευση εποίκων από την Τουρκία στη βόρειο Κύπρο και τη συνεχή «πολιτογράφησή» τους από το ψευδοκράτος, κάτι που θεώρησε πολύ σοβαρό πρόβλημα. Ο εισηγητής τόνισε ότι η αυξανόμενη εισροή εποίκων στη βόρεια Κύπρο αλλοιώνει το δημογραφικό χαρακτήρα του νησιού και ότι η αύξηση του τουρκόφωνου πληθυσμού μπορεί να χρησιμοποιηθεί από την τουρκική πλευρά για να δικαιολογήσει τις υπερβολικές της απαιτήσεις κατά την τελική διευθέτηση του Κυπριακού.
Η ανωτέρω παρατήρηση του κ. Laakso αποτυπώνει σε μεγάλο βαθμό την πραγματικότητα σε σχέση με τον εποικισμό. Ανέκαθεν η Τουρκία επεδίωκε να γείρει την πληθυσμιακή πλάστιγγα υπέρ της και να καταστήσει τον ελληνικό πληθυσμό μειοψηφία. Αυτή η θέση εκφράστηκε ρητά στις Εκθέσεις Νιχάτ Ερίμ (1956), οι οποίες απετέλεσαν το υπόβαθρο για το μετέπειτα εκπονηθέν υπό του Γραφείου Ειδικού Πολέμου της Τουρκίας «Σχεδίου Επανάκτησης της Κύπρου».
Καταληκτικά Συμπεράσματα
Ως έχει αναπτυχθεί πιο πάνω, ο εποικισμός αποτελεί ένα από τα βαρύτερα εγκλήματα στο Διεθνές Δίκαιο και συγκαταλέγεται στα εγκλήματα πολέμου. Με βάση τη θεμελιώδη αρχή του Δικαίου ότι «εκ της παρανομίας δεν παράγεται δίκαιο» (ex injuria jus non oritur), συνάγεται το ασφαλές συμπέρασμα ότι ουδέν δικαίωμα δημιουργείται για τους εποίκους και τους απογόνους τους, καθώς η παραμονή τους στην Κύπρο είναι εξ αρχής παράνομη και η παρανομία αυτή δεν παραγράφεται, ούτε μπορεί να θεραπευθεί.
Καθώς οι διατάξεις που αφορούν τα εγκλήματα πολέμου αποτελούν κανόνες αναγκαστικού διεθνούς δικαίου (jus cogens), η προσπάθεια νομιμοποίησης τέτοιων εγκλημάτων (π.χ η αποδοχή παραμονής 50000 εποίκων μετά τη λύση του Κυπριακού), μέσω μιας Συνθήκης, έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με το Διεθνές Δίκαιο και έχει ως αποτέλεσμα την ακυρότητα μιας τέτοιας Συνθήκης.
Σε σχέση με τα ανθρωπιστικά δικαιώματα των εποίκων, πρέπει να τονιστούν ορισμένα σημεία. Η παρουσία τους στην Κύπρο αποτελεί ένα διαρκές έγκλημα πολέμου, το οποίο διαπράττεται, όμως, από την Τουρκία και όχι από τα ίδια τα άτομα. Έχει υποστηριχθεί η θέση πως όταν γίνονται γάμοι Τ/κ με εποίκους, ο έποικος νομιμοποιείται να παραμείνει στην Κύπρο. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει, αφού διεφάνη ξεκάθαρα ανωτέρω ότι ο εποικισμός είναι μη θεραπεύσιμο έγκλημα πολέμου κι έτσι η παρανομία που εκπηγάζει από το ρηθέν έγκλημα εμποδίζει τη νομιμοποίηση της παραμονής οποιουδήποτε παντρεμένου, με γηγενή, εποίκου. Για γάμους μεταξύ εποίκων, επίσης δεν υπάρχει θέμα νομιμοποίησης. Για τα τέκνα που προκύπτουν από τέτοιους γάμους ισχύουν τα ίδια, αφού είναι παράγωγα μιας έκδηλης αντινομίας.
Συχνά, οι υπέρμαχοι της παραμονής εποίκων στην Κύπρο επικαλούνται, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή (άρθρο 8 Ευρωπαϊκής Συνθήκης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) και ότι τυχόν εκδίωξή τους θα παραβιάζει την ΕΣΔΑ. Ωστόσο, η ίδια η ΕΣΔΑ παρέχει δυνατότητα παρέμβασης στην ιδιωτική ζωή, εφόσον αυτή γίνεται για να εμποδιστεί η διάπραξη αδικήματος και σε περίπτωση που τίθενται σε κίνδυνο τα δικαιώματα και οι ελευθερίες τρίτων προσώπων. Στην υπό κρίση υπόθεση της Κύπρου, έχουμε τη διαρκή διάπραξη του εγκλήματος του εποικισμού, που πρέπει να εμποδιστεί, όπως επίσης και την παραβίαση των δικαιωμάτων των Ελλήνων προσφύγων, καθώς γίνεται αντιληπτό ότι η παρουσία Τούρκων εποίκων καθιστά την επιστροφή των προσφύγων πολύ δύσκολη, έως αδύνατη.
Ακόμη, σε περίπτωση που υπάρχει ανάγκη για στάθμιση δικαιωμάτων ανάμεσα σε Έλληνες πρόσφυγες και Τούρκους εποίκους, εκείνο που υπερισχύει είναι το δικαίωμα του πρόσφυγα να απολαύσει την ιδιοκτησία του, όπως προνοεί το εγχώριο και ευρωπαϊκό δίκαιο. Οι έποικοι ουδέποτε απέκτησαν νομότυπα περιουσία στα κατεχόμενα, αλλά κατακρατούν παράνομα την περιουσία των Ελλήνων προσφύγων.
Άρα, λοιπόν, θα πρέπει να εξετάσουμε ποιας μεταχείρισης θα πρέπει να τύχουν οι έποικοι. Ως είναι γνωστό, η κατοχή εδάφους απαιτεί «αποτελεσματικό έλεγχο» της κατέχουσας δύναμης επ’ αυτού. Πέραν της πλειάδας των ψηφισμάτων του ΟΗΕ σχετικά με τον «αποτελεσματικό έλεγχο» που ασκεί η Τουρκία στη βόρειο Κύπρο, το θέμα έχει αποκρυσταλλωθεί επαρκώς και από το ΕΔΑΔ. Εντός της δικαιοδοσίας της κατέχουσας δύναμης, εκτός από το γηγενή πληθυσμό του κατεχόμενου εδάφους, εμπίπτουν και οι έποικοι. Ωστόσο, οι έποικοι δεν αποκτούν την ιδιότητα των «προστατευόμενων προσώπων» που παρέχει η 4η Συνθήκη της Γενεύης. Βεβαίως, δεν παύουν να είναι άνθρωποι και να έχουν δικαιώματα. Έτσι, λοιπόν, εκείνη που έχει την ευθύνη για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των εποίκων είναι η κατέχουσα δύναμη, υπό τη δικαιοδοσία της οποίας βρίσκονται οι άνθρωποι εκείνοι. Συνεπακόλουθα, συνάγεται ότι η κατοχική δύναμη φέρει ευθύνη για την αποκατάσταση των εποίκων και μετά την αποχώρησή της από τα κατεχόμενα εδάφη. Εφόσον δεν είναι δυνατόν για τους εποίκους να αποκτήσουν νόμιμο δεσμό με το έδαφος όπου έχουν μεταφερθεί -εκτός αν αγοράσουν γη από τους νόμιμους ιδιοκτήτες- δε δύνανται και να έχουν οποιαδήποτε σχέση με το πολιτειακό καθεστώς που θα προκύψει μετά την αποχώρηση της κατέχουσας δύναμης. Παραμένουν υπήκοοι της κατέχουσας δύναμης, η οποία έχει την πλήρη ευθύνη να φροντίσει για τους πολίτες της. Η ρηθείσα υποχρέωση απορρέει από το νομικό δεσμό που υπάρχει μεταξύ πολίτη και κυρίαρχου κράτους, ο οποίος εκφράζεται, κυρίως, μέσω της ιθαγένειας.
Ως προεξετέθη, λοιπόν, πιο πάνω, ο εποικισμός συνιστά σοβαρή παραβίαση των διεθνώς παραδεδεγμένων κανόνων του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου και, γενικότερα, του Διεθνούς Δικαίου. Ως έγκλημα πολέμου δεν υπόκειται σε παραγραφή και η προκύπτουσα παρανομία δεν μπορεί να θεραπευθεί ούτε με μονομερή διακήρυξη ούτε με διεθνή ή διμερή συνθήκη. Υπόλογοι για τη διάπραξη του εγκλήματος αυτού είναι η κατέχουσα δύναμη (κράτος) και οι συμμετέχοντες σε τέτοιες ενέργειες αξιωματούχοι της. Οι έποικοι, ως άτομα, δε φέρουν ευθύνη για τη διάπραξη του συγκεκριμένου αδικήματος. Ωστόσο, η κυβέρνηση που θα αντικαταστήσει την κατέχουσα δύναμη δεν έχει καμιά υποχρέωση απέναντι στους εποίκους, παρά μόνο στους πολίτες της, των οποίων τα δικαιώματα πρέπει να αποκαταστήσει πλήρως. Το κράτος που μετέφερε παράνομα εποίκους στο έδαφος μιας άλλης, είναι υπόχρεο να τους μεταφέρει πίσω στη χώρα προέλευσής τους και να διασφαλίσει τα ανθρώπινά τους δικαιώματα.
Ως έχει αναπτυχθεί πιο πάνω, ο εποικισμός αποτελεί ένα από τα βαρύτερα εγκλήματα στο Διεθνές Δίκαιο και συγκαταλέγεται στα εγκλήματα πολέμου. Με βάση τη θεμελιώδη αρχή του Δικαίου ότι «εκ της παρανομίας δεν παράγεται δίκαιο» (ex injuria jus non oritur), συνάγεται το ασφαλές συμπέρασμα ότι ουδέν δικαίωμα δημιουργείται για τους εποίκους και τους απογόνους τους, καθώς η παραμονή τους στην Κύπρο είναι εξ αρχής παράνομη και η παρανομία αυτή δεν παραγράφεται, ούτε μπορεί να θεραπευθεί.
Καθώς οι διατάξεις που αφορούν τα εγκλήματα πολέμου αποτελούν κανόνες αναγκαστικού διεθνούς δικαίου (jus cogens), η προσπάθεια νομιμοποίησης τέτοιων εγκλημάτων (π.χ η αποδοχή παραμονής 50000 εποίκων μετά τη λύση του Κυπριακού), μέσω μιας Συνθήκης, έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με το Διεθνές Δίκαιο και έχει ως αποτέλεσμα την ακυρότητα μιας τέτοιας Συνθήκης.
Σε σχέση με τα ανθρωπιστικά δικαιώματα των εποίκων, πρέπει να τονιστούν ορισμένα σημεία. Η παρουσία τους στην Κύπρο αποτελεί ένα διαρκές έγκλημα πολέμου, το οποίο διαπράττεται, όμως, από την Τουρκία και όχι από τα ίδια τα άτομα. Έχει υποστηριχθεί η θέση πως όταν γίνονται γάμοι Τ/κ με εποίκους, ο έποικος νομιμοποιείται να παραμείνει στην Κύπρο. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει, αφού διεφάνη ξεκάθαρα ανωτέρω ότι ο εποικισμός είναι μη θεραπεύσιμο έγκλημα πολέμου κι έτσι η παρανομία που εκπηγάζει από το ρηθέν έγκλημα εμποδίζει τη νομιμοποίηση της παραμονής οποιουδήποτε παντρεμένου, με γηγενή, εποίκου. Για γάμους μεταξύ εποίκων, επίσης δεν υπάρχει θέμα νομιμοποίησης. Για τα τέκνα που προκύπτουν από τέτοιους γάμους ισχύουν τα ίδια, αφού είναι παράγωγα μιας έκδηλης αντινομίας.
Συχνά, οι υπέρμαχοι της παραμονής εποίκων στην Κύπρο επικαλούνται, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή (άρθρο 8 Ευρωπαϊκής Συνθήκης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) και ότι τυχόν εκδίωξή τους θα παραβιάζει την ΕΣΔΑ. Ωστόσο, η ίδια η ΕΣΔΑ παρέχει δυνατότητα παρέμβασης στην ιδιωτική ζωή, εφόσον αυτή γίνεται για να εμποδιστεί η διάπραξη αδικήματος και σε περίπτωση που τίθενται σε κίνδυνο τα δικαιώματα και οι ελευθερίες τρίτων προσώπων. Στην υπό κρίση υπόθεση της Κύπρου, έχουμε τη διαρκή διάπραξη του εγκλήματος του εποικισμού, που πρέπει να εμποδιστεί, όπως επίσης και την παραβίαση των δικαιωμάτων των Ελλήνων προσφύγων, καθώς γίνεται αντιληπτό ότι η παρουσία Τούρκων εποίκων καθιστά την επιστροφή των προσφύγων πολύ δύσκολη, έως αδύνατη.
Ακόμη, σε περίπτωση που υπάρχει ανάγκη για στάθμιση δικαιωμάτων ανάμεσα σε Έλληνες πρόσφυγες και Τούρκους εποίκους, εκείνο που υπερισχύει είναι το δικαίωμα του πρόσφυγα να απολαύσει την ιδιοκτησία του, όπως προνοεί το εγχώριο και ευρωπαϊκό δίκαιο. Οι έποικοι ουδέποτε απέκτησαν νομότυπα περιουσία στα κατεχόμενα, αλλά κατακρατούν παράνομα την περιουσία των Ελλήνων προσφύγων.
Άρα, λοιπόν, θα πρέπει να εξετάσουμε ποιας μεταχείρισης θα πρέπει να τύχουν οι έποικοι. Ως είναι γνωστό, η κατοχή εδάφους απαιτεί «αποτελεσματικό έλεγχο» της κατέχουσας δύναμης επ’ αυτού. Πέραν της πλειάδας των ψηφισμάτων του ΟΗΕ σχετικά με τον «αποτελεσματικό έλεγχο» που ασκεί η Τουρκία στη βόρειο Κύπρο, το θέμα έχει αποκρυσταλλωθεί επαρκώς και από το ΕΔΑΔ. Εντός της δικαιοδοσίας της κατέχουσας δύναμης, εκτός από το γηγενή πληθυσμό του κατεχόμενου εδάφους, εμπίπτουν και οι έποικοι. Ωστόσο, οι έποικοι δεν αποκτούν την ιδιότητα των «προστατευόμενων προσώπων» που παρέχει η 4η Συνθήκη της Γενεύης. Βεβαίως, δεν παύουν να είναι άνθρωποι και να έχουν δικαιώματα. Έτσι, λοιπόν, εκείνη που έχει την ευθύνη για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των εποίκων είναι η κατέχουσα δύναμη, υπό τη δικαιοδοσία της οποίας βρίσκονται οι άνθρωποι εκείνοι. Συνεπακόλουθα, συνάγεται ότι η κατοχική δύναμη φέρει ευθύνη για την αποκατάσταση των εποίκων και μετά την αποχώρησή της από τα κατεχόμενα εδάφη. Εφόσον δεν είναι δυνατόν για τους εποίκους να αποκτήσουν νόμιμο δεσμό με το έδαφος όπου έχουν μεταφερθεί -εκτός αν αγοράσουν γη από τους νόμιμους ιδιοκτήτες- δε δύνανται και να έχουν οποιαδήποτε σχέση με το πολιτειακό καθεστώς που θα προκύψει μετά την αποχώρηση της κατέχουσας δύναμης. Παραμένουν υπήκοοι της κατέχουσας δύναμης, η οποία έχει την πλήρη ευθύνη να φροντίσει για τους πολίτες της. Η ρηθείσα υποχρέωση απορρέει από το νομικό δεσμό που υπάρχει μεταξύ πολίτη και κυρίαρχου κράτους, ο οποίος εκφράζεται, κυρίως, μέσω της ιθαγένειας.
Ως προεξετέθη, λοιπόν, πιο πάνω, ο εποικισμός συνιστά σοβαρή παραβίαση των διεθνώς παραδεδεγμένων κανόνων του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου και, γενικότερα, του Διεθνούς Δικαίου. Ως έγκλημα πολέμου δεν υπόκειται σε παραγραφή και η προκύπτουσα παρανομία δεν μπορεί να θεραπευθεί ούτε με μονομερή διακήρυξη ούτε με διεθνή ή διμερή συνθήκη. Υπόλογοι για τη διάπραξη του εγκλήματος αυτού είναι η κατέχουσα δύναμη (κράτος) και οι συμμετέχοντες σε τέτοιες ενέργειες αξιωματούχοι της. Οι έποικοι, ως άτομα, δε φέρουν ευθύνη για τη διάπραξη του συγκεκριμένου αδικήματος. Ωστόσο, η κυβέρνηση που θα αντικαταστήσει την κατέχουσα δύναμη δεν έχει καμιά υποχρέωση απέναντι στους εποίκους, παρά μόνο στους πολίτες της, των οποίων τα δικαιώματα πρέπει να αποκαταστήσει πλήρως. Το κράτος που μετέφερε παράνομα εποίκους στο έδαφος μιας άλλης, είναι υπόχρεο να τους μεταφέρει πίσω στη χώρα προέλευσής τους και να διασφαλίσει τα ανθρώπινά τους δικαιώματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου