Τρίτη 28 Αυγούστου 2012

ΜΙΣΟΣ ΚΑΙ ΔΗΛΗΤΗΡΙΟ ΜΕ ΣΤΟΧΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

Πέρασαν περίπου δύο μήνες από τότε που άρχισε η διαμάχη για τα περιβόητα βιβλία της Ε' και ΣΤ' τάξης δημοτικού με εντεινόμενες αντιπαραθέσεις μεταξύ των πολεμίων και των υπερασπιστών τούτων, χωρίς, ωστόσο, να έχει γίνει αντιληπτό για τον ευρισκόμενο σε σύγχυση πολύ κόσμο ποία είναι στην πραγματικότητα η ουσία του προβλήματος.

του ΑΝΤΩΝΗ ΚΟΥΝΑΔΗ 
Ακαδημαϊκού ομότιμου καθηγητή ΕΜΠ

Και συγκεκριμένα: Οι μεν υποστηρικτές του βιβλίου εστιάζουν την υπεράσπισή του κυρίως στο ότι το επίμαχο βιβλίο είναι γλωσσολογικά ορθό (αφού στον προφορικό λόγο τα φωνήεντα -φωνηεντικοί φθόγγοι- στη νέα ελληνική είναι 5) και ότι κανένα από τα 24 γράμματα του αλφαβήτου μας δεν καταργείται, οι δε πολέμιοι του βιβλίου υποστηρίζουν ότι τα φωνήεντα της ελληνικής είναι 7, ότι στο βιβλίο καταργούνται τα φωνήεντα «η, υ, ω», καθώς επίσης και τα σύμφωνα «ξ, ψ» και ότι η νέα γραμματική εισάγει 3 νέα δίψηφα σύμφωνα «μπ,ντ, γκ».

Η βασική αιτία που προκάλεσε τη διάσταση αυτών των απόψεων οφείλεται στο ότι... 


Στη σελίδα 36 του βιβλίου παρουσιάζονται 5 φωνήεντα και 18 σύμφωνα, εις δε το άνω μέρος της ίδιας σελίδας 36 (και μάλιστα σε τίτλο) αναγράφεται «Μιλώ και γράφω», δηλαδή στο ρήμα «Μιλώ» προστίθεται και το ρήμα «γράφω», και έτσι συμπεραίνεται -εμμέσως πλην σαφώς- ότι η φωνητική ορθογραφία -στην οποία δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ «ο, ω», «ε, αι», ως και «η, ι, οι, υ, ει» - θα επιβληθεί στον γραπτό λόγο, πράγμα όμως αδιανόητο! Και τούτο, διότι η γραφή μιας γλώσσας έχει καθοριστική σημασία για την ταυτότητά της. Ειδικότερα, η ελληνική γραφή παραμένει διαχρονικά αναλλοίωτη για περίπου δυόμισι χιλιάδες χρόνια, θεωρούμενη ως ανεκτίμητης αξίας στοιχείο του παγκόσμιου πολιτισμού. Πράγματι, αντίθετα από τον προφορικό λόγο, που μεταβάλλεται με τον χρόνο αλλά και από τόπο σε τόπο, η ελληνική γραφή διατηρείται αμετάβλητη, ως γενικά αποδεκτό σύμβολο αναφοράς για τη διαχρονικότητα και την οικουμενικότητά της.

Οι φόβοι επικρατήσεως της φωνητικής ορθογραφίας (γραφής) και σε επόμενη φάση του λατινικού αλφαβήτου (που οδηγούν στην αποκοπή της νεοελληνικής από την αρχαία ελληνική) δικαιολογούνται εκ του γεγονότος ότι ανάλογες προσπάθειες είχαν γίνει κατά καιρούς στο παρελθόν, αλλά προσέκρουσαν σε σφοδρές αντιδράσεις.

Η γλώσσα μας δεν είναι αγαθό που ενδιαφέρει μόνο τους γλωσσολόγους, αλλά είναι υπόθεση όλων μας, με διάφορο βέβαια βαθμό ευθύνης του κάθε χρήστη αναλόγως της ειδικότητός του. Έτσι, είναι εύλογο το ενδιαφέρον για τη γλώσσα μας όχι μόνο όσων ανήκουν στις θεωρητικές επιστήμες, αλλά και εκείνων που ανήκουν στις θετικές επιστήμες (τις λεγόμενες «ακριβείς»), οι οποίες απαιτούν στον γραπτό λόγο σαφήνεια, ορθότητα και ακρίβεια, κυρίαρχα στοιχεία της ελληνικής. Χαρακτηριστικό είναι ότι η ελληνική με τους απαράμιλλους γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες και την εν γένει μαθηματική της δομή έχει θεωρηθεί φαινόμενο τελειότητας και συνέχειας με μοναδική ακτινοβολία σ' όλο τον κόσμο. Κατά τον κορυφαίο ελληνιστή και καθηγητή Γλωσσολογίας κ. F.R. Adrados, η ελληνική από τη μυκηναϊκή εποχή μέχρι σήμερα με τις διάφορες εκφάνσεις της είναι μία, ενιαία, αδιαίρετη και αδιάσπαστη, αποτελούσα ένα διαχρονικά εξελισσόμενο με τη δική του δυναμική σύνολο. Η αποκοπή της νεοελληνικής από τις ρίζες της, τα αρχαία ελληνικά, είχε ως αποτέλεσμα την κακοποίηση της γλώσσας μας – ακόμη και από τα ΜΜΕ- αλλά και τη γνωστή σε όλους μας συρρίκνωση του λεξιλογίου και την αδυναμία εκφράσεως της νεολαίας μας.

Χαρακτηριστικό είναι ακόμη ότι οι υποστηρικτές του βιβλίου αποφεύγουν να δηλώσουν ευθέως εάν τούτο από παιδαγωγικής απόψεως είναι κατάλληλο για μαθητές του δημοτικού. Τέτοια σχολικά εγχειρίδια γράφονται, εν γένει, όχι από γλωσσολόγους (χωρίς πείρα διδασκαλίας σε μαθητές του δημοτικού), οι οποίοι άλλωστε δεν πρόκειται να τα διδάξουν, αλλά από εκπαιδευτικούς με μεγάλη διδακτική και παιδαγωγική εμπειρία σε συνεργασία πάντα με δασκάλους δημοτικού, οι οποίοι και θα έχουν την ευθύνη διδασκαλίας τους. Αυτονόητο είναι ότι τα εγχειρίδια αυτά στη συνέχεια θα υποστούν τον προσήκοντα έλεγχο από ευρύτερο κύκλο καθ' ύλην αρμοδίων. Αντιθέτως, κατά τη σύνταξη του επίμαχου βιβλίου (όπως φαίνεται από δήλωση της πρώτης τών συγγραφέων) δεν ζητήθηκε η συμβουλή δασκάλων ελληνικών σχολείων. Όπως, δε, μου εγνώρισε διεθνούς εμβέλειας καθηγήτρια κλασικής φιλολογίας (γνωστού ξένου πανεπιστημίου), οι συντάκτες του βιβλίου «έχουν υιοθετήσει εγχειρίδια για την αγγλική γλώσσα χωρίς πολλή σκέψη» και ότι το μόνο που θα καταφέρουν είναι να προκαλέσουν μεγαλύτερη σύγχυση!

Και όλα αυτά θα είχαν αποφευχθεί αν το υπουργείο Παιδείας, διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων είχε ζητήσει τη γνώμη της Ακαδημίας Αθηνών, όπως άλλωστε είχε πράξει στο πρόσφατο παρελθόν για αναλόγου σπουδαιότητας θέματα. Πράγματι, κατά το προοίμιο της κυρωθείσας με τον Ν. 4398/1929 συντακτικής απόφασης περί Οργανισμού της Ακαδημίας Αθηνών «η ίδρυσις Ακαδημίας Αθηνών εν Ελλάδι είναι Εθνική ανάγκη εκ των μεγίστων, όπως φωτίζει και χειραγωγεί τας δημοσίας υπηρεσίας, μελετά και κανονίζει τα της Εθνικής ημών γλώσσης, παρασκευάζει και συντάσσει και δημοσιεύει την Γραμματικήν, το Συντακτικόν και τα Λεξικά αυτής...». Εν προκειμένω υπάρχει προσωπική επιστολή διαμαρτυρίας του πρόεδρου της Ακαδημίας κ. Γ. Κοντόπουλου για το βιβλίο αυτό προς τον υπουργό Παιδείας.

Εν όψει τούτων επιβάλλεται η επανεξέταση του ζητήματος, η απόσυρση του βιβλίου και η χρήση προσωρινώς των προηγούμενων –ήδη δοκιμασμένων – διδακτικών βιβλίων γραμματικής.


Με μεγάλη απορία, η οποία στη συνέχεια μετατράπηκε σε αγανάκτηση και ανησυχία, πληροφορήθηκα τελευταία για την ύπαρξη και το περιεχόμενο νέου βιβλίου Γραμματικής Ε’ και ΣΤ’ Δημοτικού, που πρόκειται να διδαχθεί στα σχολεία.

του ΙΩΑΝΝΗ ΚΟΥΛΟΥΡΗ 
Δρος Μηχανολόγου-Ηλεκτρολόγου ΕΜΠ

Αναφέρομαι συγκεκριμένα στο μέρος του βιβλίου το οποίο, με το πρόσχημα της εξοικείωσης δήθεν των μαθητών με τους ηχητικούς φθόγγους που υπάρχουν σήμερα στην ελληνική γλώσσα, στην ουσία επιχειρεί να ακρωτηριάσει και να παγκοσμιοποιήσει την κορωνίδα των γλωσσών, που είναι η ελληνική γλώσσα.

Συγκεκριμένα:
1) Εισάγει σε τελείως πρόωρη για τα παιδιά ηλικία θέματα που κανονικά είναι αντικείμενο προχωρημένων λυκειακών τάξεων ή και μεταλυκειακών σπουδών, όπως είναι η ηχητική απόδοση των γραμμάτων, των συλλαβών, των συμπλεγμάτων κ.λπ. Το θέμα αυτό αντί να διευκολύνει τους μαθητές, αφενός τους μπερδεύει και αφετέρου τους αποπροσανατολίζει, πολύ περισσότερο μάλιστα εάν ληφθούν υπόψη οι ηχητικές και τονικές διαφορές που υπάρχουν στις διάφορες περιοχές της Ελλάδας.

2) Αυτό το ίδιο το θέμα το πραγματεύεται με εντελώς λανθασμένο τρόπο, αφού είναι προφανές ότι στόχος των συγγραφέων είναι να προσαρμόσουν την ηχητική απόδοση του ελληνικού κειμένου στη βάση του αντίστοιχου αγγλικού. Δηλαδή στην ουσία επιχειρεί να αλλοιώσει την ελληνική προφορά και να τη μετατρέψει σε αγγλική. Αυτό, εκτός από λανθασμένο, είναι και εθνικά επικίνδυνο, σε τρόπο που να μας δίνει το δικαίωμα να υποστηρίζουμε ότι αποτελεί ύπουλη μεθοδευμένη προσπάθεια ευνουχισμού της γλώσσας μας. Είναι προφανές, ιδίως για τους εισαγόμενους νέους φθόγγους μπ, γκ, και ντ, ότι προσπαθεί να τους αντιστοιχίσει με τους αντίστοιχους αγγλικούς b, g, d, ενώ αυτοί έχουν τη δική τους ελληνική προφορά, η οποία μάλιστα είναι διαφορετική από λέξη σε λέξη και επομένως δεν μπορεί να ενοποιηθεί σε έναν μόνο ηχητικό φθόγγο. Αλλιώς προφέρεται π.χ. το γκ στη λέξη έγκλημα, αλλιώς στη λέξη εγκατάσταση, αλλιώς στη λέξη έγκριση κ.λ.π. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχει και το σύμπλεγμα γγ που έχει παρόμοια προφορά. Η επιχειρούμενη ενοποίηση στερεί προφανώς τη γλώσσα από ένα μεγάλο μέρος της ευελιξίας και της ικανότητάς της και την αποκόπτει από τις ρίζες της. Τα σύμφωνα επίσης ξ και ψ έχουν τη δική τους προφορά και σημασία και δεν μπορούν να απαλειφθούν και να αντικατασταθούν με τα συμπλέγματα πσ και κσ. Όσο για τα φωνήεντα υ, η και ω, τα οποία έχουν τη δική τους σημασία και παλαιότερα είχαν και διαφορετική προφορά το καθένα και τώρα συνήθως προφέρονται με ίδιο τρόπο, όπως το ι και το ο αντίστοιχα, δεν σημαίνει ότι πρέπει να διαγραφούν, έστω και ηχητικά. Είναι άλλο πράγμα να ξέρουν τα παιδιά ότι έχουμε μερικά φωνήεντα που ΣΗΜΕΡΑ προφέρονται με τον ίδιο τρόπο όταν είναι μόνα τους και άλλο να μαθαίνουν ότι υπάρχει π.χ. ένα μόνο ηχητικό ι, αλλά όταν γράφουμε άλλοτε το αποδίδουμε με το ι, άλλοτε με το υ και άλλοτε με το η. Το πρώτο σημαίνει ότι ηχητικά σήμερα έχουμε απλοποιήσει τη γλώσσα μας, η οποία όμως νοηματικά αποδίδεται σωστά μόνο στη γραπτή της μορφή, ενώ το δεύτερο υποδηλώνει ότι χωρίς λόγο ταλαιπωρούμαστε όταν γράφουμε τον ίδιο φθόγγο με διαφορετικά κάθε φορά γράμματα. Εάν επικρατήσει το δεύτερο, οι μαθητές, και συνεπώς οι νέες γενιές, θα οδηγηθούν σίγουρα και στη γραπτή κατάργηση των φωνηέντων αυτών. Το ίδιο συνέβη και με την εγκληματική ενέργεια της κατάργησης του πολυτονικού συστήματος, το οποίο έχει στερήσει τις νέες γενιές από ένα μεγάλο μέρος της μαγείας, της σημασίας και των δυνατοτήτων της γλώσσας μας.

3) Με βάση όλα τα παραπάνω, γεννιέται εύλογα το ερώτημα: Ποιος ο λόγος να εισαχθεί αυτό το νέο βιβλίο; Έγινε απλώς για να τα «οικονομήσουν» κάποιοι, οπότε είναι ένα ακόμα οικονομικό σκάνδαλο; Ή μήπως έγινε στο πλαίσιο μεθοδευμένης προσπάθειας διάβρωσης του πολυτιμότερου αγαθού της πατρίδας μας, δηλαδή της γλώσσας μας; Προσωπικά φοβάμαι ότι ισχύει το δεύτερο και το θέμα είναι πολύ σοβαρό. Ιδιαίτερη ανησυχία μου προξένησε και το γεγονός ότι, όπως πληροφορήθηκα, ο κατά τεκμήριο αρμόδιος καθηγητής κ. Μπαμπινιώτης έσπευσε να συνταχθεί με το μέρος των συγγραφέων του βιβλίου! Και μόνο το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι το θέμα είναι εξαιρετικά σοβαρό και ανησυχητικό και πρέπει να προκαλέσει πανελλήνιο συναγερμό για τη διάσωση της γλώσσας μας, γιατί φαίνεται ότι αυτοί που προσπαθούν να την αλλοιώσουν έχουν πολύ βαθιές και ισχυρές ρίζες. Σε κάθε περίπτωση, το βιβλίο αυτό πρέπει να αποσυρθεί αμέσως, όπως έγινε και με το άλλο κατάπτυστο βιβλίο της Ιστορίας.

4) Τέλος, η ύπαρξη του βιβλίου αυτού θα αποτελέσει και ένα ακόμα πλήγμα στο οπλοστάσιο της Ελλάδας στο θέμα των Σκοπίων. Γιατί δεν πρέπει να παραβλέπουμε το γεγονός ότι ένα από τα ισχυρότερα επιχειρήματά μας είναι ότι το κρατίδιο αυτό δεν διαθέτει δική του εθνική γλώσσα, αλλά ένα νεόπλασμα γλώσσας το οποίο οι Σκοπιανοί προσπαθούν να παρουσιάσουν ως μακεδονική γλώσσα. Με τη λογική του βιβλίου θα μπορούν πλέον και οι Σκοπιανοί να ισχυριστούν ότι και η σημερινή νεοελληνική γλώσσα δεν έχει και μεγάλη σχέση με την αρχαία ελληνική, αφού και οι ίδιοι οι Έλληνες διδάσκουν στα σχολεία ότι στην πράξη οι Νεοέλληνες χρησιμοποιούν τους αγγλικούς φθόγγους.

5) Επειδή πιθανώς μερικοί να ισχυριστούν ότι εγώ, ως μηχανικός, δεν μπορεί να έχω άποψη για γλωσσικά θέματα, θέλω να επισημάνω ότι ούτε οι περισσότεροι κατά καιρούς αρμόδιοι υπουργοί Παιδείας είχαν σχέση με την εκπαίδευση, ούτε όλοι όσοι ασχολούνται με το θέμα είναι εκπαιδευτικοί. Και να τελειώσω με την παράφραση ενός γνωστού ρητού, ότι «Η γλώσσα μας είναι ένα πολύ σοβαρό θέμα για να την εμπιστευθούμε στους γλωσσολόγους».  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου