Η κοινοτική διοίκηση των Ελλήνων στην οθωμανική αυτοκρατορία...
Η “κατάστασις της Ελληνικής φυλής” στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν
εξαιρετικά “ανώμαλος”, γράφει ο Σκωτσέζος νομικός και ιστορικός Γεώργιος
Φίνλεϋ (1) στον πρώτο τόμο της Ιστορίας του για την Ελληνική Επανάσταση
που εκδόθηκε με καθυστέρηση ενός αιώνα, περίπου από το ίδρυμα της
Βουλής των Ελλήνων. Θα ξεκινήσουμε λοιπόν από τα σχετικά άγνωστα κείμενα
του Φίνλεϊ και θα προσπαθήσουμε, με τη βοήθεια και άλλων πηγών, να
περιγράψουμε το σύστημα των ελληνικών κοινοτήτων όπως αυτό εμφανίστηκε
ιστορικά, μέχρι τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους και λίγο
αργότερα.
Η φράση “ανώμαλος κατάστασις” χρησιμοποιείται αρκετές φορές από τον
Βρεττανό φιλέλληνα ,ή μάλλον από τον Aλέξανδρο Παπαδιαμάντη που
μετέφρασε το έργο του κατά παραγγελία του Γιάννη Βλαχογιάννη,
προκειμένου...
Να περιγράψει τις διαφορετικές κοινωνικές και οικονομικές
συνθήκες υπό τις οποίες ζούσαν οι ελληνικοί πληθυσμοί τις παραμονές του
Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Ας δούμε, πριν προχωρήσουμε, μερικά στοιχεία
που δίνει ο ίδιος για τους Έλληνες της αυτοκρατορίας, σύμφωνα με τις
πληροφορίες και τους υπολογισμούς που έκανε ο συνταγματάρχης Ληκ, ο
“ακριβεστέρος και παρατηρητικωτέρος περιηγητής εν Ελλάδι” (1).
“Όταν oι Έλληνες έλαβον τα όπλα, οι αριθμοί της Ελληνικής και της
Τουρκικής φυλής εν Ευρώπη ήσαν, κατά πάσαν πιθανότητα, σχεδόν ίσοι, και
υποτίθεται ότι ούδετέρα τούτων υπερέβαινε πολύ τα δύο εκατομμύρια. Ο
πληθυσμός της Ηπειρωτικής Ελλάδος, από του Ταινάρου ακρωτηρίου μέχρι του
βορειοτάτου ορίου της Ελληνικής γλώσσης υπετίθετο όχι πολύ υπέρ το
εκατομμύριον. Έν άλλο εκατομμύριον πρέπει να προστεθή εις τον πληθυσμόν
της Κρήτης, των Κυκλάδων, των Ιονίων Νήσων, της Κωνσταντινουπόλεως και
των παραθαλασσίων Ελληνικών πόλεων. Εάν προσθέσωμεν εις τούτο τον
Ελληνικόν πληθυσμόν της Μικράς Ασίας, των νήσων της Ασιατικής ακτής, της
Κύπρου και των Παραδουναβίων Επαρχιών, της Ρωσίας και άλλων χωρών, το
όλον του πληθυσμου της Ελληνικής φυλής δεν δύναται να υπολογισθή εις
πλέον των τριών και ημίσεως εκατομμυρίων.
Η “δύναμις” των Ελλήνων
Η “δύναμις” των Ελλήνων εντοπίζεται, δημογραφικά τουλάχιστον, στην
Πελοπόννησο, τη Στερεά, “εις τα νήσους”, στη Νότια Ήπειρο και στη
Χαλκιδική. Θα αφήσουμε ακόμη, προς το παρόν, τις εθνολογικού τύπου
παρατηρήσεις που κάνει εκτεταμένα ο Φίνλεϋ, ειδικά τις εκτενείς αναφορές
του σε Σουλιώτες, Αλβανούς, αλβανόφωνους, Βλάχους κλπ. Να πούμε μόνο
ότι γράφει σε μια περίοδο που δεν έχουν ακόμα φουντώσει οι εθνικοί
ανταγωνισμοί στα Βαλκάνια και το ζήτημα της εθνικής ταυτότητας
αντιμετωπίζεται διαφορετικά.
Στη συνέχεια ο Άγγλος ιστορικός κατατάσσει τους Έλληνες στις εξής
“τάξεις”: “Οι Έλληνες διήρηντο εις τέσσαρας τάξεις τον κλήρον, τους
προκρίτους, τον αστικόν πληθυσμόν ή τους πολίτας και τον αγροτικόν
πληθυσμόν ή τους χωρικούς. Η εμφαντική διάκρισις των τάξεων τούτων είνε
αξία ιδιαζούσης προσοχής, καθό αποτελούσα χαρακτηριστικών γνώρισμα του
νεωτέρου Ελληνικού πολιτισμού κατά την έκρηξιν της Επαναστάσεως. Η
διαίρεσις αυτή εξήσκει ισχυράν επιρροήν επί της κοινωνίας, κ’
έτροποποίει τ’ αποτελέσματα παντός πολιτικού συμβεβηκότος. Εκάστη των
τάξεων τούτων συνεδέετο δια διαφόρων δεσμών προς τήν κυβέρνησιν του
Σουλτάνου. Δεσμοί δε της ενώσεως των ήσαν η θρησκεία, η γλώσσα και το
μισός των προς την Οθωμανικήν κυριότητα. Έχει σημασία να κρατήσουμε την
παρατήρηση του ότι “η διαίρεσις αυτή εξήσκει ισχυράν επιρροήν επί της
κοινωνίας, κ’ έτροποποίει τ’ αποτελέσματα παντός πολιτικού
συμβεβηκότος”.
Σύμφωνα με όσα γράφει ο Φίνλεϋ, ο Μωάμεθ Β’ ο Πορθητής μετά την
κατάληψη της Κωσταντινούπολης προχώρησε στη συστηματική φυσική εξόντωση
της αριστοκρατίας των Ελλήνων. Όσοι στη διάρκεια της Βυζαντινής
αυτοκρατορίας κατείχαν θέσεις στον κρατικό μηχανισμό, ήταν μορφωμένοι ή
γόνοι έγκριτων οικογενειών και γενικότερα ήταν σε θέση να εξασκήσουν
οποιαδήποτε πολιτική επιρροή είτε πέρασαν από λεπίδι (εσφάγησαν0, είτε
αλλαξοπίστησαν (εβιάσθησαν να δεχθώσι τον Μωαμεθανισμόν) και εξωμότησαν
μαζικά. Το “φρόνιμον της σατανικής πολιτικής” του Μωάμεθ του Πορθητή
αποδείχθηκε, κατά τον Φίνλεϋ, από την απονέκρωση της Ελληνικής κοινωνίας
για πολλές γενιές.
Εβιάσθησαν να δεχθώσι τον Μωαμεθανισμόν
Τη θέση της αριστοκρατίας που εξέλιπε βιολογικά κατείχαν πλέον οι
πρόκριτοι: “Οι πρόκριτοι εν Ελλάδι κατείχον την θέσιν της αριστοκρατίας.
Η αληθής αριστοκρατία του Ελληνικού έθνους είχεν εξολοθρευθή υπό της
Οθωμανικής κατακτήσεως. Τα τέκνα της ή εσφάγησαν υπό των Τούρκων,
ή εις εξορίαν κατηναγκάσθησαν, ή έβιάσθησαν να δεχθώσι τον
Μωαμεθανισμόν. Πολλοί εξωμόται εξ έγκριτων Ελληνικών οικογενειών έλαβον
μεγάλους βαθμούς εις την ύπηρεσιαν του Σουλτάνου. Μωάμεθ ο Πορθητής
εσκεμμένως εθανάτωσε πάντα Έλληνα εξασκούντα πολιτικήν τινά επιρροήν, ως
το απλούστερον μέσον προς αποκατάστασιν ησυχίας εν Ελλάδι και η
απονάρκωσις της Ελληνικής κοινωνίας επί πολλάς γενεάς αποδεικνύει το
φρόνιμον της σατανικής πολιτικής του.”
Για την οικονομία της ανάγνωσης, να σημειώσουμε, ότι ο Φίνλεϋ, νομομαθής
και με κλασική παιδεία, κατέβηκε στην Ελλάδα, σε ηλικία 24 ετών,
προκειμένου να συμμετάσχει στον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων, όπως
και έγινε. Ο Φίνλεϋ λοιπόν, δεν γράφει απλώς τις αναμνήσεις του, ούτε
γενικώς δημοσιεύει τις σκέψεις και τις εμπειρίες του. Ιστορία γράφει και
μάλιστα τη συντάσσει και την αναθεωρεί συστηματικά αρκετές φορές, μέχρι
το τέλος της ζωής του. Η συνολική του σύνθεση αναφέρεται στην Ιστορία
των Ελλήνων από την εποχή της Ρωμαϊκής κατάκτησης. Να σημειώσουμε ακόμη
ότι στα ελληνικά, όσο γνωρίζουμε, κυκλοφόρησαν μόνο οι τόμοι για την
Ελληνική Επανάσταση. Ενδιαφέρον θα είχε επίσης και ή αυτοβιογραφία του
Φίνλεϊ, που καταλαμβάνει ολόκληρο τον πρώτο τόμο στην αγλική έκδοση, την
οποία δεν έχουμε στα χέρια μας. Ο Σκοτσέζος πολέμησε ως φιλλέληνας
εθελοντής υπό τις διαταγές του πλοιάρχου Άστιγξ και έζησε στη συνέχεια,
με κάποια διαλείμματα, μέχρι το τέλος της ζωής του στην Αθήνα. Υπήρξε
ανταποκριτής των Timeς του Λονδίνου.
Διαρρυθμίσεις
Οι δημοτικοί θεσμοί των Ελλήνων, αν και πολύ εξυμνήθηκαν, θεωρούνται
από τον Σκώτο συγγραφέα ως διαρρυθμίσεις, προκειμένου να μην
εξολοθρευτούν οι αγροτικοί πληθυσμοί από την πείνα και την ανέχεια:
“Οι δημοτικοί θεσμοί των Ελλήνων υπό την Οθωμανικήν κυβερνάν πολύ
εξυμνήθησαν. Πράγματι δεν συνιστάντο εις τίποτε άλλο ειμή εις
διαρρυθμίσεις προς διευκόλυνσιν της εισπράξεως της δεκάτης και άλλων
φόρων, επί της παραγωγής του εδάφους, τη ενεργεία αυτών των Ελλήνων,
όπως προληφθή η εξολόθρευσις του αγροτικού πληθυσμού. Οι Οθωμανοί
σουλτάνοι φαίνονται ότι υπήρξαν διορατικώτεροι ως προς τ’ αποτελέσματα
δυσβαστάκτου φορολογίας ή οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες οι προ των χρόνων του
Διοκλητιανού.” Στο Ζακηθυνό διαβάζουμε ότι οι τοπικοί άρχοντες
εκλέγονταν “ενιαυσίως“, μια φορά το χρόνο δηλαδή, όχι όμως πάντα από το
σύνολο των κατοίκων. Ψήφιζαν, σε κάθε περίπτωση, μόνο άρρενες: «Το
νομικόν πρόσωπον της Κοινότητος διωκείτο υπό Επιτρόπων, δημογερόντων,
αρχόντων, προεστώτων ή κοτσαμπάσηδων, των οποίων ο αριθμός εποίκιλλε, η
δε εντολή ήτο ως επί το πολύ ενιαύσιος. Οι άρχοντες ούτοι ήσαν αιρετοί,
εις σπανίας όμως περιπτώσεις διωρίζοντο υπό των οργάνων του κυριάρχου.
Εξελέγοντο υπό του λαού, συνερχομένου μετά του κλήρου εις γενικήν
συνέλευσιν (κοινήν μάζωξιν). Ενίοτε η συνέλευσις ήτο περιωρισμένη.
“Η δύναμις της Ελληνικής φυλής εκείτο εις τας αρχαίας κοιτίδας της
Ελληνικής ελευθερίας. Εις την Πελοπόννησον, εις την Στερεάν Ελλάδα και
εις τας νήσους, όχι μόνον απετέλουν την πλειονότητα του πληθυσμού, άλλα
και κατείχον δημοτικήν τινα εξουσία, και μέγα μέρος της καλλιεργησίμου
εγγείου ιδιοκτησίας. Προσέτι εις τήν Νοτίαν Ήπειρον και εις τήν
Χαλκιδικήν της Μακεδονίας απετέλουν τήν πλειονότητα του γεωργικού
πληθυσμού.”(1)
Κεφαλοχάρατζον
Στις κοινότητες συμμετείχαν, είτε ψήφιζαν, είτε όχι, μόνον όσοι ντόπιοι
είχαν την ιδιότητα του ραγιά, πλήρωναν δηλαδή το χαράτσι και ήταν
καταγεγραμμένοι ως ραγιάδες στα αντίστοιχα κατάστιχα του σουλτάνου. Να
σημειώσουμε ότι στη θέση αυτή θα μπορούσε να εκπέσει και ένας
γενίτσαρος που δεν υπάκουε στις εντολές των προισταμένων του κλπ.
Διαβάζουμε σχετικά:
“Μέλη εκάστης κοινότητος ηδύναντο να είναι μόνον εντόπιοι, μονίμως
κατοικούντες εις αυτάς και όντες ραγιάδες της Υψηλής Πόρτας. Την
ιδιότητα δε του ραγιά προσέδιδεν η πληρωμή «κεφαλοχαρατζίου». Οι
κατοικούντες εις την κοινότητα μονίμως, έστω και εάν επλήρωνον τους
άλλους φόρους, όχι όμως και κεφαλοχάρατζον, απεκλείοντο πάσης μετοχής
εις τας κοινοτικός συνελεύσεις και υποθέσεις, πολύ δε μάλλον της
διοικήσεως αυτής.”(3). Βεβαίως η αυτοδιοίκηση, επισημαίνει ο Σκώτος, για
να έχει “ζωτικότητα” οι άρχοντες χρειάζεται να εκλέγονται απευθείας
από το λαό, να είναι υπεύθυνοι απέναντι στο νόμο και να προστατεύονται
από την απολυταρχία του Σουλτάνου.
Για λειτουργικούς και άλλους λόγους τα φορολογικά εισοδημάτα του
κράτους παραχωρούνταν σε ιδιώτες, μετά από πλειστηριασμό, και όπως
είναι φυσικό οι πλειοδοτούντες επιδίωκαν να αποκομίσουν όσο το δυνατόν
περισσότερα κέρδη από την υπόθεση, όπως και γινόταν συχνά, σε βάρος “των
πτωχών ραγιάδων”. Η πράξη της ενοικίασης (ιλτιζάμ) αφορούσε, αρχικά,
ετήσια εκχώρηση της εισοδηματικής πηγής (μουκατάς) η οποία από την
τελευταία δεκαετία του 17ου αιώνα εξελίσσεται και σε ισόβια παραχώρηση
(μαλικιανές). Οι ενοικιαστές μπορούσαν με τη σειρά τους να
υπενοικιάσουν τα δικαιώματα είσπραξης σε ένα ή σε περισσότερα πρόσωπα. Ο
Φίνλεϋ αναφέρει επίσης ότι ο “πολύς” λαός αποκαλούσε υβριστικά τους
μισθωτές-συλλέκτες των φόρων “γυφτοχαρατζήδες”, κυκλοφορούσε δε, μάλλον
ασύστατη, η λαϊκή φήμη ότι οι γύφτοι πλήρωναν διπλό το υβριστικώτερον
γνώρισμα της υποταγής των ραγιάδων, το κεφαλοχάρατζον:
“Οι Χριστιανοί εθεώρουν το χαράτζ ή κεφαλικόν φόρον ως το
υβριστικώτερον γνώρισμα της υποταγής των. Τους έφερεν εις τάξιν ραγιάδων
ή υποτελών υπηκόων. Άλλ’ όμως ήτο ακόμη πικρότερον εκ του τρόπου της
εισπράξεως ή εκ του ποσού το οποίον έκαστον άτομον υπεχρεούτο να
πληρώνη. Η συλλογή του εγίνετο πρόφασις προς επιβολήν πολλών
καταθλιπτικών αστυνομικών διατάξεων, και εμισείτο διπλασίως επειδή οι
Μωαμεθανοί της κατωτάτης τάξεως ήσαν απηλλαγμένοι του βάρους
τούτου.”(1)
Διαβάζουμε ακόμη σχετικά:
“Έκτος του εγγείου φόρου του πληρωνομένου εις είδος, η Οθωμανική
κυβέρνησις εξηνάγκαζε τους γεωπόνους να παρέχωσιν ωρισμένην ποσότητα
σίτου εις προμήθειαν της Κωνσταντινουπόλεως. Η ζημία ή προερχομένη εκ
του δικαιώματος της προεκλογής ταύτης επερρίπτετο επί τους αγρότας.” (1)
Η γεωγραφία ενός τόπου, η οικονομική και στρατηγική σημασία μιας
περιοχής και άλλοι παράγοντες συχνά διαφοροποιούσαν σημαντικά την
κατάσταση των υπόδουλων πληθυσμών και τον τρόπο της διοίκησής τους. Η
περίπτωση της Χίου με το ειδικό προνομιακό καθεστώς που ίσχυε στο νησί
είναι χαρακτηριστική. Από τον “αιγαιοπελαγίτη καλαμαρά” μέχρι τον
αρματολό μισθοφόρο στη Ρούμελη, το Φαναριώτη ηγεμόνα στη Μολδοβλαχία και
τον ανυπότακτο Μανιάτη στην Πελοπόννησο, η απόσταση είναι σημαντική.
Διαφορές μπορούμε να εντοπίσουμε και στα νησιά Ύδρα και Σπέτσες, στην
Κάσο, στα Ψαρά και τη Σάμο, στα μαντεμοχώρια στη Χαλκιδική, και, βεβαίως
στο Σούλι και τη Μάνη, όπου οι ανυπότακτοι και φιλοπόλεμοι πληθυσμοί
δημιουργούσαν προβλήματα στην οθωμανική διοίκηση, ειδικά στην ομαλή ροή
των φορολογικών εσόδων και την ασφάλεια των εμπορικών μετακινήσεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου