Στις 23 Οκτωβρίου 2002
ομάδα 50 Τσετσένων αυτονομιστών κατέλαβε το θέατρο Dubrovka της Μόσχας.
Τρείς μέρες αργότερα ρωσικές ειδικές δυνάμεις έκαναν έφοδο και
ανακατέλαβαν το κτίριο.
Πριν την επέμβαση είχε προηγηθεί διασπορά
μεγάλης ποσότητας αερίου. Ως αποτέλεσμα αυτού, σκοτώθηκαν οι τρομοκράτες
καθώς και 120 όμηροι. Τον Ιανουάριο του 2003 μερικοί από τους
επιζήσαντες ομήρους κινήθηκαν νομικά εναντίων των αρχών, παραπονούμενοι
για επίμονα προβλήματα νευρολογικής φύσεως.
Όπως δήλωσε ο Ρώσος υπουργός
υγείας, το αέριο που χρησιμοποιήθηκε εμπεριείχε φεντανύλη, οπιοειδές,
παρεμφερούς χημικής σύστασης με τη μορφίνη. Το 2004, κατά τη διάρκεια
δεύτερου τρομοκρατικού χτυπήματος στην πόλη Μπεσλάν, οι Ρώσοι
απεδείχθησαν πιο “διαβασμένοι”. Πριν την έφοδο, είχε χορηγηθεί στους
ομήρους...
Ναλοξόν (αντίδοτο της φεντανύλης). Η χρήση ουσιών που προκαλούν
καταπράυνση επικροτήθηκε από το ΝΑΤΟ ως ένα νέο δόγμα πολέμου, η
εφαρμογή του οποίου καθίσταται απαραίτητη σε συνθήκες εξεγέρσεων,
ομηρείας κτλ. Τι υπαγορεύει η Νέα Τάξη Πραγμάτων και κατά πόσο
απειλούνται οι πολίτες των δυτικών κοινωνιών από τέτοιου είδους όπλα;
Ο Πούμπλιος Φλάβιος Βεγέτιος Ρενάτος, συγγραφέας και ιστορικός, σχολίασε
για τον πόλεμο: “Όποιος επιθυμεί την ειρήνη ας προετοιμάζεται για
πόλεμο”. Τα βιοχημικά όπλα, σύμφωνα με τους Αμερικανούς, προασπίζουν την
ειρήνη και ενδεχομένως να αποτελούν την αιχμή του δόρατος του
“χειρουργικού” πολέμου, ενός πολέμου δηλαδή, που χρησιμοποιεί τις
εξελίξεις σε επιστημονικά πεδία, προκειμένου να κατασκευαστούν οπλικά
συστήματα για να προκληθούν όσο το δυνατόν λιγότερες απώλειες στο πεδίο
της μάχης.
Τα βιοχημικά όπλα δεν κατασκευάστηκαν για να αφαιρούν ανθρώπινες ζωές.
Πρόκειται για καταπραϋντικές ουσίες, οι οποίες χρησιμοποιούνται ήδη από
το ευρύ κοινό, για θεραπευτικούς λόγους και περιλαμβάνουν τις
βενζοδιαζεπίνες, τα αντικαταθλιπτικά, ψυχοτροπικά γενικώς κτλ.
Εντούτοις, έρευνες δείχνουν πως μπορούν να σκοτώσουν σε μεγαλύτερα
ποσοστά ακόμα και από το αέριο μουστάρδας που χρησιμοποιήθηκε στον Πρώτο
Παγκόσμιο Πόλεμο (απώλειες περίπου 7%). Κατά τη διάρκεια της κρίσης
ομηρείας στο θέατρο Dubrovκα της Μόσχας, η χρήση χημικών επέφερε το
θάνατο στο 17% του συνόλου των ομήρων. Οι υπερασπίζοντες τα όπλα αυτά,
θεωρούν πως η χρήση τους επιβάλλεται σε καταστάσεις ομηρίας ή
εξεγέρσεων, ενώ οι σχετικά υψηλές απώλειες μπορούν να μετριαστούν εφόσον
τελειοποιηθούν οι ουσίες αυτές καθαυτές, καθώς επίσης και τα οπλικά
συστήματα που θα τις διασπείρουν. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, οι
υπάρχουσες απώλειες οφείλονται στο ότι ενώ τα καταπραϋντικά χορηγούνται
σε ασθενείς χωρίς να προκαλούν το θάνατο, η ευρεία χορήγησή τους τον
προκαλεί γιατί οι δόσεις δεν μπορούν να ελεγχθούν.
Παρά Ταύτα, η έρευνα και η ανάπτυξή τους, δεν φαίνεται μέχρι στιγμής να
μπορεί να αναχαιτιστεί, λόγω του ότι καμμία συνθήκη δεν απαγορεύει τη
χρήση ουσιών, για την επιβολή της δημόσιας τάξης. Έτσι στο μέλλον,
ενδεχομένως, να μην υπάρχουν πλέον βίαιες συγκρούσεις ανάμεσα σε
δυνάμεις των ΜΑΤ και σε αναρχικούς. Δεν θα υπάρχουν πολύωρες
διαπραγματεύσεις μεταξύ τρομοκρατών και αστυνομικών δυνάμεων, καθώς η
διασπορά των βιοχημικών ουσιών θα θέτει ένα γρήγορο τέλος σε τέτοιου
είδους κρίσεις. Τι θα γινόταν όμως αν αυτά τα όπλα έπεφταν στα χέρια των
ίδιων των τρομοκρατών ή ακόμα και στα χέρια επιτηδείων δικτατόρων, οι
οποίοι θα τα χρησιμοποιούσαν για να επιτύχουν τους “σκοτεινούς” σκοπούς
τους; Τι θα γινόταν, επίσης, αν αυτά τα οπλικά συστήματα εφαρμόζονταν σε
έναν πραγματικό πόλεμο; Η συνθήκη μη διασποράς χημικών όπλων το
απαγορεύει “ρητώς και κατηγορηματικώς”. Αυτό όμως δε φαίνεται να πτόησε
και τόσο τον Donald Rumsfeld, ο οποίος δήλωσε ούτε λίγο ούτε πολύ, πως η
χρήση “μη θανατηφόρων χημικών όπλων” κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων,
οι οποίες θα διεξάγονταν στα πλαίσια του δεύτερου πολέμου του κόλπου,
ήταν μια πιθανότητα. “Είναι κρίμα”, δήλωσε, “να χρειάζεται να αφαιρούμε
ανθρώπινες ζωες, επειδή η συνθήκη δεν μας επιτρέπει να χρησιμοποιήσουμε
τα μη θανατηφόρα χημικά όπλα σε συνθήκες πραγματικού πολέμου”. Κατά
πόσο, “εν τέλει”, η χρήση καταπραυντικών ουσιών αποτελεί μια ασφαλή
τεχνική, η οποία εφαρμόζεται (πλέον μετά την κρίση του θεάτρου της
Μόσχας και το Μπεσλάν), στα πλαίσια της διατήρησης της ειρήνης; Ποιες θα
ήταν οι επιπτώσεις, σε επίπεδο πληθυσμών και ποια είναι εκείνα τα
κριτήρια που διαχωρίζουν μια εξέγερση από έναν γενικευμένο πόλεμο; Πού
τελειώνει η ηθική και πού αρχίζει το mind control;
Το Ψυχροπολεμικό υπόβαθρο
Η ιδέα της ανάπτυξης ενός νέου δόγματος πολέμου, σύμφωνα με το οποίο, ο
απώτερος σκοπός δεν θα ήταν η αφαίρεση ανθρώπινων ζωών, αλλά η προσωρινή
αχρήστευση του αντιπάλου, μέσα από τη χρήση ειδικών μη θανατηφόρων
χημικών ουσιών, ξεκίνησε μετά τη λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Τα
χημικά που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του “μεγάλου πολέμου”,
είχαν σαν αποτέλεσμα τις μαζικές απώλειες ζωών, στο πεδίο της μάχης. Η
πρώτη αναφορά, στην οποία γινόταν μνεία του σχεδίου, θεσπίστηκε το 1949
από το χημικό σώμα του αμερικανικού στρατού. Στην αναφορά αυτή γινόταν
λόγος για χρήση LSD, τετραυδροκαναβινόλης (ΤΗC) καθώς επίσης και
φενεθυλαμινών. Μέχρι το 1955 είχαν μελετηθεί εκτενώς οι παραπάνω ουσίες
καθώς και 45 ομόλογές τους, μαζί με τη Μεσκαλίνη (22 από αυτές είχαν
δοκιμαστεί σε ζώα). Γενικά, γύρω στις 10.000 ουσίες εξετάζονταν κάθε
χρόνο, στο Edgewood Arsenal, το οποίο απετέλεσε χώρο διεξαγωγής μεγάλου
ποσοστού των πειραμάτων του αμερικανικού στρατού. Οι ενώσεις αυτές,
συνήθως προέρχονταν από το χώρο της βιομηχανίας και απετέλεσαν
αντικείμενο μελέτης, για πάρα πολλά χρόνια.
Οι ουσίες που κέρδισαν τις εντυπώσεις, κατά τη διάρκεια του ψυχρού
πολέμου, ήταν το LSD και ο παράγοντας ΒΖ, οι οποίες μπορούσαν να
προκαλέσουν φυσική αδυναμία, ντελίριο και παραισθήσεις, σε χαμηλές
δόσεις. Τα επιχειρησιακά προβλήματα που προκαλούσαν, όμως, ήταν
τεράστια. Ειδικά το ΒΖ, μετά τη διασπορά του, δημιουργούσε ένα έντονο
άσπρο σύννεφο. Επιπροσθέτως, η ουσία αργούσε να δράσει και όταν δρούσε
προκαλούσε πολύ έντονες παρενέργειες όπως σύνδρομα μανίας και παράνοιας.
Το LSD, δε, ήταν πανάκριβο, ως προς την παραγωγή και οι παρενέργειές
του δεν ήταν ηπιότερες από αυτές του ΒΖ. Έτσι, οι δύο αυτές ουσίες
απερρίφθησαν.
Μετά τις πρώτες αποτυχίες, ο στρατός αποφάσισε, πως θα ήταν πιο συνετό
αν εμπλέκονταν στο πρόγραμμα γνωστές φαρμακευτικές εταιρείες, όπως η
Pfizer (Glaxo, Jannsen κτλ), προκειμένου να συνεισφέρουν στην έρευνα και
στην ανάπτυξη των όπλων αυτών. Μέχρι τα τέλη του 1960 οι υποψήφιες
ουσίες ήταν οι εξής: αναισθητικά, αναλγητικά, ηρεμιστικά,
αντιχολινεργικά, ουσίες που προκαλούσαν αναστρέψιμη αμνησία καθώς επίσης
και επιλεγμένα εμετικά. Τότε ήταν που προτάθηκε, για πρώτη φορά, η
χρήση των σκευασμάτων αυτών, στην επιβολή της δημόσιας τάξης. Ουσίες, οι
οποίες επίσης εξετάστηκαν ήταν οπιοειδή αναλγητικά, ανάλογα της
μορφίνης, συγκεκριμένα μια πιπεριδινόλη (ΕΑ 3382) και μια βενζομορφάνη
(Μ-140).
Μέχρι το 1970, οι ερευνητές είχαν ήδη κάνει συνείδηση, πως οι ενώσεις
αυτές, ναι μεν ήταν οι κατάλληλες προς κατασκευή βιοχημικών όπλων, αλλά
δεν υπήρχε η κατάλληλη γνώση, που θα τις καθιστούσε εξειδικευμένες, ως
προς τη μοριακή στόχευση. Ο λόγος αυτός, μεταξύ άλλων, μείωσε το
ενδιαφέρον της έρευνας πάνω σε αυτό τον τομέα. Άλλωστε, εκείνη την
περίοδο είχαν ήδη αρχίσει οι διαπραγματεύσεις μεταξύ ΗΠΑ και Πρώην
Σοβιετικής Ένωσης, για τη θέσπιση της συνθήκης μη διασποράς χημικών
όπλων (CWC). Οι Dando και Furmanski κάνουν λόγο για δοκιμές σε πάνω από
6.720 στρατιώτες και 1.000 πολίτες (ασθενείς) κατά τη διάρκεια της
περιόδου 1956-1975. Κατά την περίοδο αυτή δοκιμάστηκαν 254 χημικοί
παράγοντες σε τουλάχιστον 2.000 κλινικές δοκιμές ψυχοχημικών.
Κατά τη διάρκεια των οικονομικών ετών 1978-1986, οι δοκιμές συνεχίστηκαν
κανονικά, παρά τη μείωση ενδιαφέροντος, που προαναφέρθηκε. Οι εξελίξεις
στον τομέα της υγείας, σίγουρα συνετέλεσαν στην βαθύτερη κατανόηση
ουσιών όπως οι βενζοδιαζεπίνες (Valium). Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας
του ’80 δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στα οπιοειδή και ιδιαίτερα στη
φεντανύλη, η οποία θεωρείται, μέχρι σήμερα, η σημαντικότερη
υποψηφιότητα στα βιοχημικά όπλα. Η Φεντανύλη, είχε ήδη ανακαλυφθεί από
τα τέλη του 1950 και χρησιμοποιήθηκε σαν κλινικό αναισθητικό, τη
δεκαετία του ’60. Ο λόγος που δεν δόθηκε η απαιτούμενη προσοχή στο
οπιοειδές αυτό, ήταν η έρευνα, η οποία διεξαγόταν πάνω σε άλλες ουσίες
πιο δυνατές και περισσότερο ασφαλείς. Η δεκαετία του ’90 προσέφερε το
απαραίτητο επιστημονικό υπόβαθρο, κατόπιν ραγδαίας εξέλιξης στο χώρο των
νευροεπιστημών, προκειμένου να μελετηθούν περαιτέρω τα οπιοειδή και
γενικότερα τα καταπραυντικά και να τελειοποιηθεί η χημική σύσταση της
φεντανύλης και των χημικών αναλόγων της. Πρέπει να σημειωθεί, πως οι
πολλαπλές δυσκολίες, οι οποίες προέκυψαν κατά τη διάρκεια του ψυχρού
πολέμου αφορούσαν τόσο τη χημική σύσταση και την επιλεκτικότητα των
ουσιών που προαναφέρθηκαν, όσο και τη δημιουργία ειδικών οπλικών
συστημάτων, που θα διέσπηραν τις ουσίες αυτές, όποτε και όπου θεωρείτο
αναγκαίο.
Βιομόρια ρυθμιστές-Παθογένεση
Πριν μας απασχολήσει η δράση των βιοχημικών όπλων στον ανθρώπινο
οργανισμό, θα πρέπει να εξεταστούν έννοιες βασικές, που έχουν να κάνουν
κυρίως με μοριακά ”μονοπάτια”, με το Κεντρικό Νευρικό Σύστημα, καθώς
επίσης και με την παθογένεση που μπορεί να προκύψει. Τα γονίδια είναι
αλληλουχίες DNA, υπεύθυνες για την κωδικοποίηση των πρωτεϊνών,
μακρομορίων δηλαδή με ιδιότητες όπως: η κατάλυση, η όραση, η δόμηση, η
μοριακή επικοινωνία, η κίνηση κτλ. Οι νευροδιαβιβαστές είναι χημικές
ενώσεις, υπεύθυνες για τη διάδοση της νευρικής ώσης, του ερεθίσματος
δηλαδή που ξεκινά από τα περιφερικά νεύρα και καταλήγει στο Κεντρικό
Νευρικό Σύστημα ή και αντίστροφα. Η διάδοση της νευρικής ώσης γίνεται με
το μετασχηματισμό ηλεκτρικής ενέργειας σε χημική και αντίστροφα. Τα
σημεία εκείνα στα οποία λαμβάνει χώρα αυτός ο μετασχηματισμός, είναι οι
συναπτικοί θύλακες.
Ένας από τους κυριότερους νευροδιαβιβαστές είναι η Σεροτονίνη
(5-υδροξυτρυπταμίνη ή 5-ΗΤ). Πρόκειται για έναν μονοαμινικό
νευροδιαβιβαστή, που εκκρίνεται από τους σεροτονεργικούς νευρώνες. Στο
Κεντρικό Νευρικό Σύστημα (Εγκέφαλος, Νωτιαίος μυελός) η Σεροτονίνη
παίζει καίριο ρόλο στη ρύθμιση του θυμού, της επιθετικότητας, της
θερμοκρασίας του σώματος, της διάθεσης, του ύπνου, της σεξουαλικότητας,
της όρεξης για φαγητό κτλ. Στους σεροτονεργικούς νευρώνες διακρίνονται
πρωτεϊνικοί σχηματισμοί με εξέχοντα ρόλο στη μοριακή επικοινωνία. Ένας
από αυτούς τους σχηματισμούς είναι ο 5-ΗΤ2Α. Μεταλλάξεις σε αυτή την
πρωτείνη έχουν συνδεθεί με αύξηση της τάσης αυτοκτονίας σε ασθενείς
επιρρεπείς σε αυτά τα συναισθήματα (ήδη προβληματικός γενότυπος). Τα
αντικαταθλιπτικά, τα οποία χρησιμοποιούνται σε συνδυασμό με τα οπιοειδή
(κατηγορίες χημικών όπλων), έχουν σαν κέντρα πλήξης τους υποδοχείς
Σεροτονίνης, οι οποίοι με τη σειρά τους εμποδίζουν την επαναπρόσληψή της
από τις μεμβράνες των προσυναπτικών νευρώνων. Όπως προειπώθηκε, είναι
ιδιαίτερα σημαντικό, η Σεροτονίνη να παραμείνει στον συναπτικό χώρο για
όση ώρα χρειάζεται. Ουσίες όπως η κοκαΐνη, οι αμφεταμίνες και το LSD
(γνωστό παραισθησιογόνο) προκαλούν διάσπαση της Σεροτονίνης.
Νευροδιαβιβαστές όπως η Ντοπαμίνη, η Σεροτονίνη καθώς επίσης και η
Ακετυλοχολίνη δρουν στο Λιμβικό σύστημα του εγκεφάλου. Το σύστημα αυτό
περιλαμβάνει υποπεριοχές όπως ο ιππόκαμπος, οι αμύγδαλοι, ο υποθάλαμος
και η υπόφυση. Στον ιππόκαμπο επιτελούνται οι κορυφαίες διεργασίες της
αποθήκευσης των μακροπρόθεσμων αναμνήσεων. Τα αμύγδαλα είναι περιοχές,
όπου αναπτύσσονται συνασιθήματα όπως ο φόβος και η ανταμοιβή (καθώς
επίσης και συναισθήματα που έχουν να κάνουν με τη συνεύρεση με το άλλο
φύλο). Ο υποθάλαμος ρυθμίζει το Αυτόνομο Νευρικό Σύστημα, μέσω της
παραγωγής και έκκρισης ορμονών. Έτσι, ρυθμίζεται η αρτηριακή πίεση, ο
καρδιακός ρυθμός, η πείνα, η δίψα, η διέγερση των σεξουαλικών
συναισθημάτων κτλ. Τέλος, η υπόφυση εκρύει τις ορμόνες εκείνες που
χρειάζονται για να διατηρηθεί η ομοιόσταση. Η ομοιόσταση, η οποία
ορίζεται σαν το σύνολο των λειτουργιών που είναι απαραίτητες για τη
διατήρηση ενός σταθερού περιβάλλοντος, είναι η κινητήρια δύναμη που
κρύβεται πίσω από το κεντρικό δόγμα της βιολογίας. Το DNA
αυτοδιπλασιάζεται, παράγει RNA και εν τέλει πρωτείνες προκειμένου να
αναιρέσει μια επερχόμενη μεταβολή, η οποία θα έχει άμεσο ομοιοστατικό
αντίκτυπο. Για να μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα, μια μεταβολή στη
συγκέντρωση της Σεροτονίνης στο συναπτικό χώρο μπορεί να προκαλέσει
παθογένεση. Μια από αυτές τις μορφές της παθογένεσης είναι και η
κατάθλιψη ( έντονες αυξομειώσεις στη διάθεση, επιπτώσεις σε βασικές
λειτουργίες όπως η διατήρηση της θερμοκρασίας του σώματος, η σεξουαλική
επιθυμία, οι κινήσεις της καρδιάς και των πνευμόνων, το σωματικό βάρος
κτλ). Τέλος πρέπει να αναφέρθεί, πως εκτός από την κατάθλιψη είναι
δυνατόν να παρουσιαστούν και άλλες ψυχοπαθολογικές νόσοι, οι οποίες
απορρέουν ομοίως, έως ένα βαθμό, από κάποια βιοχημική-γονιδιακή
διατάραχη, όπως π.χ. διάφορα είδη μανίας, μετατραυματικό στρες (
προκύπτει κατόπιν ιδιαίτερου τραυματικού γεγονότος και ονομάζεται αλλιώς
σύνδρομο των Βοσνίων προσφύγων) κτλ.
Εφόσον ορίστηκαν τα μοριακά μονοπάτια των βιομορίων καθώς επίσης και η
παθογένεση, που μπορεί να προκύψει εν μέρει από τις διακυμάνσεις στις
συγκεντρώσεις τους, μπορούμε να υπεισέλθουμε στα είδη και στον τρόπο
δράσης των βιοχημικών όπλων.
Βιοχημικά Όπλά: Τρόπος λειτουργίας και αλληλεπίδραση με μοριακές δομές
Οι ίδιες φαρμακολογικές ουσίες που χρησιμοποιούνται για την πάταξη των
συμπτωμάτων, που προκύπτουν από τις ασθένειες που αναφέρθηκαν,
χρησιμοποιούνται και σαν βιοχημικά όπλα. Πώς όμως θα έπρεπε να είναι το
ιδανικό βιοχημικό όπλο; Σίγουρα δεν θα πρέπει να αφαιρεί ζωές, για
πολλούς και διάφορους λόγους, άλλωστε υπάρχουν και συνθήκες που
προστατεύουν την ανθρώπινη ζωή από τη χρήση χημικών όπλων (θα
σχολιασθούν παρακάτω). Έτσι το ιδανικό βιοχημικό όπλο, το οποίο
ενδεχομένως να χρησιμοποιηθεί (ή έχει ήδη χρησιμοποιηθεί) από την
αστυνομία και το στρατό, θα πρέπει να έχει τα εξής χαρακτηριστικά:
Πρέπει να είναι εύχρηστο ως προς τη χορήγηση (διαδερμική, ενδομυϊκή, εισπνοή κτλ.)
Πρέπει να έχει ταχεία εκδήλωση
Πρέπει η δράση του να είναι βραχυπρόθεσμη
Πρέπει τα συμπτώματα να είναι ανάλογα σε άτομα παρεμφερούς σωματικού βάρους και ηλικίας.
Πρέπει τα συμπτώματα να είναι αναστρέψιμα, είτε μέσα από την
επιτάχυνση του μεταβολισμού, είτε μέσα από τη δράση ενός επιλεγμένου
ανταγωνιστή/αντιδότου (Ο ανταγωνιστής αναιρεί τα συμπτώματα ενώ ο
αγωνιστής τα προκαλεί)
Δεν πρέπει να έχει παρατεταμένη τοξικότητα για το θύμα
Οι παρενέργειες πρέπει να είναι βραχυπρόθεσμες.
Από τα παραπάνω καταλαβαίνει κανείς πόσο δύσκολο και επικίνδυνο είναι να
κατασκευάσει κάποιος ένα βιοχημικό όπλο. Αρχικά, πρόκειται για όπλα που
πλήττουν συνειδησιακά κέντρα στο λιμβικό σύστημα, με απώτερο σκοπό να
προκαλέσουν: ζάλη, απώλεια πραγματικότητας, γενική καταπράυνση, κρίσεις
πανικού κτλ. Συνεπώς οι ουσίες αυτές θα πρέπει να είναι:
καταπραυντικές-υπνωτικές, αναισθητικές, χαλαρωτικά σκελετικών μυών,
οπιοειδή αναλγητικά, αγχολυτικά, αντιψυχωτικά, αντικαταθλιπτικά και άλλα
παράγωγά τους. Οι χημικές ενώσεις που θεωρήθηκαν ως υποψήφιες, εν
τέλει, ήταν: οπιοειδή, βενζοδιαζεπίνες, αλφα2 αδρενεργικοί αγωνιστές και
νευροληπτικά αναισθητικά.
Όσον αφορά τα οπιοειδή, η φεντανύλη της Jannsen είχε ήδη κάνει τη
διαφορά από την περίοδο του ψυχρού πολέμου μαζί με το παράγωγό της, την
καρφεντανύλη. Το βασικό προτέρημα των δύο οπιοειδών, ήταν η δυνατότητα
χρήσης ανταγωνιστή, της ναλοξόνης (naloxone). Επιπροσθέτως, έρευνες
έδειξαν, πως τα επιθυμητά καταπραϋντικά αποτελέσματα επιτυγχάνονταν
κατόπιν σύνδεσης των αγωνιστών στους πρωτεϊνικούς υποδοχείς τύπου μ1,
ενώ οι παρενέργειες (καρδιοαναπνευστική κάμψη) προκαλούνταν από τη
δέσμευση των αγωνιστών στους πρωτεϊνικούς υποδοχείς τύπου μ2. Τουτέστιν,
αν βρισκόταν τρόπος, τα οπιοειδή να δεσμεύονται στους μ1 αντί των μ2,
τότε θα το ιδανικό βιοχημικό όπλο, θα ήταν πλέον έτοιμο προς διασπορά.
Οι Βενζοδιαζεπίνες (Xanax, Lexotanil κτλ.) δρουν μέσω των υποδοχέων
GABAA (Gamma-aminobutyric acid), προκαλώντας καταπράυνση αλλά και τις
ίδιες παρενέργειες με την φεντανύλη, δηλαδή καρδιοαναπνευστική κάμψη.
Σαν ουσία ανταγωνιστής μπορεί να χρησιμοποιηθεί η φλουμενζενίλη. Ομοίως
με την περίπτωση των οπιοειδών, οι Βενζοδιαζεπίνες ασκούν διαφορετική
επίδραση σε διαφορετικού τύπου GABA υποδοχείς. Με τους τελευταίους να
εκφράζονται με διαφορετικό τρόπο στα διάφορα τμήματα του εγκεφάλου,
υπάρχει η δυνατότητα παρασκευής Βενζοδιαζεπινών που να ασκούν επιλεκτική
δράση, προκειμένου να προκαλέσουν καταπράυνση αντί καρδιοαναπνευστικής
κάμψης.
Οι Άλφα2 αδρενεργικοί αγωνιστές, οι οποίοι είχαν απορριφθεί “ελαφρά τη
καρδία” κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου θεωρήθηκαν και πάλι
υποψήφιοι για το βιοχημικό οπλοστάσιο. Η δεξυμεδετομιδίνη (Precedex)
προκαλεί τα ίδια συμπτώματα καταπράυνσης όταν δεσμευτεί με τις Άλφα2Α
αδρενεργικές υποομάδες, ενώ προκαλεί χαμηλή πίεση, όταν συνδεθεί με τις
Άλφα1. Επιπροσθέτως, ο επιλεκτικός ανταγωνιστής της (φλουπαροξάνη)
επιτρέπει την άμεση αναστροφή της επήρειας του φαρμάκου και ενισχύει την
ασφαλή εικόνα που προβάλλουν οι Άλφα2 αδρενεργικοί αγωνιστές, ως μη
θανατηφόρα καταπραϋντικά.
Όσον αφορά τα νευροληπτικά αναισθητικά, η Προποφόλη παρουσιάζεται σαν
παράδειγμα χημικής ένωσης, που προκαλεί ταχεία αναισθησία μέσω της
ανάσχεσης της νευρικής ώσης στους υποδοχείς GABA. Η προποφόλη δεν
χρειάζεται αντίδοτο, καθότι μπορεί να αφαιρεθεί κατόπιν επιτάχυνσης των
μεταβολικών διεργασιών. Η δροπεριδόλη (νευροληπτικό αναισθητικό)
δοκιμάστηκε σε συνδυασμό με τη φεντανύλη, προκειμένου ο συνδιασμός να
προκαλέσει μια νευροληπτική κατάσταση, η οποία χαρακτηρίζεται από γαλήνη
και καταπράυνση μαζί με κάποιο αίσθημα νοητικής απομάκρυνσης και
αδιαφορίας, ενώ τα αντανακλαστικά παραμένουν άθικτα. Τέλος, δοκιμάστηκε
και η χρήση αγωνιστών Ντοπαμίνης για τους Ντοπαμινικούς υποδοχείς. Η
απόπειρα, όμως, δεν απέφερε καρπούς, καθότι ο ρόλος των Ντοπαμινικών
υποδοχέων παραμένει άγνωστος.
Οι εκλεκτικοί ανταγωνιστές επαναπρόσληψης Σεροτονίνης (SSRIs)
μελετήθηκαν εκτενώς. Τέτοιες ενώσεις περιέχονται στο Zoloft της Pfizer
και στο Prozac (στην Ελλάδα Ladose από τη Lilly). Αυτές οι ουσίες
χρησιμοποιούνται ευρέως στην αντιμετώπιση της κατάθλιψης, όπως
αναφέρθηκε πιο πάνω, και του αυξημένου άγχους. Χρήση των ουσιών αυτών
προκαλεί επιπροσθέτως υπνηλία καθώς επίσης και μειωμένη επιθετικότητα.
Οι υποδοχείς Χολοκυστοκινίνης στον εγκέφαλο (CCK-A και CCK-B) παίζουν
και αυτοί ρόλο στη ρύθμιση του στρες. Αγωνιστές που δεσμεύονται στους
υποδοχείς αυτούς, προκαλούν αυξημένο άγχος και κρίσεις πανικού. Οι
ανταγωνιστές τους, λοιπόν θα μπορούσαν να είναι υποψήφιοι για το
βιοχημικό οπλοστάσιο, εφόσον πρόσφατες μελέτες της βιοιατρικής επιστήμης
έχουν δείξει, πως οι συγκεκριμένες ουσίες εμποδίζουν την έξαρση
φαινομένων που σχετίζονται με το στρες και προάγουν μια κατάσταση
ηρεμίας. Η συγκεκριμένη περίπτωση αποτελεί αντίστροφη εφαρμογή του
τρόπου δράσης της φεντανύλης. Εδώ, οι αγωνιστές προκαλούν στρες (CCK4),
ενώ οι ανταγωνιστές προάγουν την ηρεμία. Άλλες ουσίες υποψήφιες προς
χρήση, ως βιολογικά όπλα, είναι το πεπτίδιο P (ταχυκινίνη),
νευροδιαβιβαστές (ακετυλοχολίνη-μουσκαρινικοί υποδοχείς) και ορμόνες
(νοραδρεναλίνη). Την “σκυτάλη” πάνω στην έρευνα και την ανάπτυξη έχουν
πάρει πλέον, σχεδόν εξολοκλήρου, οι φαρμακευτικές εταιρείες. Το
ανησυχητικό είναι, πως όλες αυτές οι κατηγορίες που αναφέρθηκαν
περικλείουν αρκετούς αγωνιστές, η δράση των οποίων ενδέχεται να είναι
ευρέως εφαρμοζόμενη στα κέντρα του λιμβικού συστήματος.
Συνοψίζοντας, συνάγουμε τα εξής συμπεράσματα: Οι αγωνιστές δρουν ενώ οι
ανταγωνιστές αναχαιτίζουν την δράση των αγωνιστών. Έτσι η χορήγηση του
αγωνιστή συνεπάγεται την χορήγηση και του ανταγωνιστή προκειμένου να
μειωθούν οι απώλειες. Το επιθυμητό αποτέλεσμα για ένα βιοχημικό όπλο,
είναι να βγει ο στόχος εκτός μάχης, όσο το δυνατόν συντομότερα και με
τις λιγότερες παρενέργειες, που έπονται της χορήγησης. Το πρόβλημα μέχρι
τώρα έγκειται στη δοσολογία. Μια χαμηλή δοσολογία μπορεί να μην
προκαλέσει τα επιθυμητά αποτελέσματα, ενώ μια υψηλότερη μπορεί να
αυξήσει το ποσοστό θνησιμότητας, το οποίο κυμαίνεται γύρω στο 10-20%,
πολύ υψηλό, ειδικά για όπλα που θεωρούνται “μη θανατηφόρα”. Οι μέθοδοι
που θα χρησιμοποιηθούν ( ή χρησιμοποιήθηκαν) για τη διασπορά τους, ίσως
παίξουν καταλυτικό ρόλο στη μείωση της θνησιμότητας.
Οπλικά Συστήματα Διασποράς Χημικών Ουσιών
Στα πλαίσια της ανάπτυξης οπλικών συστημάτων, ικανά να διασπείρουν με
τον κατάλληλο τρόπο τα χημικά, ο στρατός ανέπτυξε το ARCAD (Advanced
Riot Control Agent Device). Πρόκειται για ένα σύστημα (όπλο και
βιοχημική ουσία) αποτελούμενο από μια χειροβομβίδα, η οποία θα μπορούσε
να εκτοξευθεί από μηχανισμό, φερόμενο στον ώμο (το οπλικό σύστημα ώμου,
θα μπορούσε να είναι ήδη υπάρχον ή υπό εξέλιξη). Το ARCAD θα διέσπειρε
τη βιοχημική ουσία, συγκεκριμένα τη φεντανύλη μαζί με το αντίδοτο, σε
μορφή αερίου, ούτως ώστε να προκαλεί όσο το δυνατόν λιγότερες απώλειες. Η
ιδέα αυτή θεωρήθηκε πρωτοποριακή, ακόμα και για τα εξελιγμένα πρότυπα
της δεκαετίας του ’90 και το 1993 το ARCAD εισήχθη στην παραγωγή με έναν
προϋπολογισμό της τάξεως των 10,2 εκατομμυρίων δολαρίων. Λόγω, όμως,
της προόδου των συνομιλιών, στα πλαίσια της υπογραφής της συνθήκης μη
διασποράς χημικών όπλων, η επιδότηση του ARCAD έληξε μάλλον άδοξα.
Τα οπλικά συστήματα, τα οποία έχουν προταθεί, μέχρι στιγμής,
περιλαμβάνουν όλμους (ακτίνας 2,5 χιλιομέτρων), βλήματα ακτίνας μέχρι
και 28 χιλιομέτρων, χειροβομβίδες, καπνογόνα και συσκευές σπρέι. Σε
κάποιες περιπτώσεις τα συστήματα παραγωγής αεροζόλης (aerosol
generators) θεωρήθηκαν ελκυστικά. Μια από αυτές τις περιπτώσεις ήταν η
κρίση ομήρων στο θέατρο Dubrovka της Μόσχας. Γενικά, όσον αφορά τα
βλήματα, πρωτοποριακή θεωρήθηκε η τεχνολογία βλημάτων τύπου paintball,
τα οποία ήταν εγκεκυστωμένα. Άλλωστε τέτοιου είδους εύθραυστα βλήματα,
τα οποία βάλλονται από συμπιεσμένους αεροεκτοξευτές, χρησιμοποιούνται
ήδη από τις αστυνομικές δυνάμεις στις ΗΠΑ. Άλλα βλητικά συστήματα, ήδη
σε ευρεία χρήση από τον αμερικανικό στρατό, είναι τα FN303 και FN
Herstal. Τέλος, πρόσφατα (2004) προτάθηκε η επαναπαραγωγή του RAP (Ring
Airfoil Projectile), σύστημα που εκτοξεύει ελαστικό βλήμα και δημιουργεί
καπνό, εμβέλειας μέχρι και 50 μέτρων.
Η ανάγκη διασποράς των βιοχημικών όπλων πάνω από μεγάλες επιφάνειες,
μετατόπισαν τις έρευνες από τα βλήματα σε ειδικότερα συστήματα
διασποράς. Σκοπός της χρήσης ήταν η άμεση διασπορά των χημικών
παραγόντων πάνω από μεγάλες επιφάνειες, παρέχοντας έτσι δυνατότητα
χορήγησης των ουσιών σε μεγάλα πλήθη ή δημιουργία προστατευτικού
φράγματος. Τη σκυτάλη πήρε η Primex Aerospace, θυγατρική εταιρεία της
General Dynamics (κατασκευάστρια του μαχητικού F-16). Η συσκευή
διασποράς αποτελείτo από υγρό κάνιστρο φτιαγμένο από πλαστικό με
ενσωματωμένο σύστημα παραγωγής καπνού, προκειμένου το χημικό περιεχόμενο
να καλύψει κατάλληλα εκτενείς επιφάνειες. Πρόκειται δηλαδή για όλμο, ο
οποίος μπορεί να διασπείρει χημικό περιεχόμενο σε μορφή στερεά, υγρή,
αεροζόλης ή σκόνης και έχει εμβέλεια από 200 μέτρα μέχρι 2,5 χιλιόμετρα.
Ένα από τα πρωτότυπα μάλιστα, περιελάμβανε σύστημα με αλεξίπτωτο, το
οποίο άνοιγε πάνω από το στόχο, λίγο πριν τη διασπορά του χημικού
περιεχομένου, προκειμένου να την επιβραδύνει.
Ένα νέο οπλικό σύστημα, το οποίο βρίσκεται ακόμα σε πειραματικό στάδιο
είναι το λεγόμενο OICW (Objective Individual Combat System). Το σύστημα
ΧΜ25, που υπάγεται στο ΟΙCW λειτουργεί όπως περίπου ένα αεροβόλο, τα
βλήματα του οποίου, ανοίγουν λίγο πριν φθάσουν το στόχο, διαχέοντας το
περιεχόμενό τους. Ο απώτερος στόχος είναι να κατασκευαστούν πυρομαχικά,
τα οποία θα έχουν εμβέλεια από 5 μέχρι 1000 μέτρα. Παράλληλα με το OICW,
αναπτύχθηκε και το ΧΜ1063, το οποίο τροποποιήθηκε για να φέρει το
περιεχόμενο σε υγρή μορφή. Οπλικά συστήματα, τα οποία βρίσκονται ήδη εν
εξελίξει περιλαμβάνουν ειδικές χειροβομβίδες, οι οποίες περιέχουν
χημικά, ενώ επιπροσθέτως μπορούν να προκαλέσουν δυνατό θόρυβο και
εκτυφλωτικές λάμψεις.
Τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη (UAVs) θεωρούνται ως τα κορυφαία οπλικά
συστήματα, ικανά να διασπείρουν χημικά πάνω από μεγάλες επιφάνειες. Το
υπουργείο εθνικής άμυνας των ΗΠΑ επένδυσε πάνω από 3 δισεκατομμύρια
δολάρια τη δεκαετία του 90 και σχεδίαζε να αυξήσει αυτή την επένδυση
στα 16 δισεκατομμύρια το 2000. Το ινστιτούτο ερευνών SwRI, κατασκεύασε
ειδικό σύστημα ελεγχόμενο από υπολογιστή, προκειμένου να φέρει χημικές
κεφαλές, το περιεχόμενο των οποίων επρόκειτο να διασπαρθεί μέσω υγρού
ψεκασμού. Το σύστημα αυτό (UPP) φέρει επίσης κάμερα, προκειμένου να
εξετάζεται το αποτέλεσμα που προκύπτει μετά τη διασπορά των βιοχημικών
όπλων. Ο ψεκασμός γίνεται συνήθως σε χαμηλό υψόμετρο.
Οποιοδήποτε οπλικό σύστημα και να χρησιμοποιηθεί, έρευνες έδειξαν πως
είναι απαραίτητη η εγκύστωση των ουσιών. Οι εγκυστωμένες ουσίες μπορούν
να απελευθερωθούν ελεγχόμενα. Επίσης με την εγκύστωση διασφαλίζεται ο
διαχωρισμός ουσίας αγωνιστή με το αντίδοτο της. Επιπροσθέτως κατέστη πιο
εύκολο να χρησιμοποιηθούν εξελιγμένα όπλα όπως όλμοι, εξειδικευμένα
τυφέκια, εκτοξευτές, εξελιγμένα αεροβόλα καθώς επίσης και μη επανδρωμένα
αεροσκάφη. Οι ερευνητές του πανεπιστημίου του Hampshire πρότειναν
παράλληλα και δευτερεύοντες μηχανισμούς απελευθέρωσης όπως μηχανική ρήξη
(από το βάρος του ατόμου), θερμική απελευθέρωση (ενεργοποίηση από τη
θερμοκρασία) και υδρολυόμενες κάψουλες (διαλυόμενες στο νερό). Όλα αυτά
επετεύχθησαν εφόσον τα οπλικά συστήματα, καθώς επίσης και οι τρόποι
απελευθέρωσης, βασίστηκαν στη μέθοδο της εγκύστωσης των βιοχημικών
κεφαλών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου