Το Κοράνιο αρνείται ότι Θεάνθρωπος Ιησούς εσταυρώθη, ετάφη και ανεστήθη. Διδάσκει ότι η σταύρωση, η ταφή και η Ανάστασή Του δεν ήταν πραγματικές, αλλά φανταστικές. Η δε Αγία Ανάληψή Του έγινε, όπως δίδασκε ο Γνωστικός μάγος Βασιλείδης.
Απόσπασμα από το βιβλίο «Ορθοδοξία, Ισλάμ και Πολιτισμός», του Νικολάου Βασιλειάδη, (σελ, 141 -143)
Ο Μωάμεθ γράφει μεν περί του Ιησού· «η ειρήνη είναι πάνω μου κατά την ημέρα, που γεννήθηκα, και την ημέρα που θα πεθάνω, και την ημέρα που θα εγερθώ για (μια άλλη) ζωή»! (Στάδιο 19, Η Μαριάμ, εδαφ. 33), αλλά γράφει και τα ακόλουθα, που έχουν άμεση σχέση με τις τελευταίες ημέρες του Ιησού πάνω στη γη: «Και οι άπιστοι (ΣΣ. Εννοεί τους Εβραίους) σχεδίασαν εναντίον του Αλλάχ, και ο Αλλάχ επίσης σχεδίασε εναντίον τους, κι ο καλύτερος από τους σχεδιαστές είναι ο Αλλάχ» (Στάδιο 3, Η Οικογένεια Ιμράν, εδάφ. 54).
Πάντοτε κατά το Κοράνιο, οι Ιουδαίοι «ακόμη καυχήθηκαν: “Φονεύσαμε τον Χριστόν Ιησού, το παιδί της Μαριάμ, τον Απόστολο του Αλλάχ”. Κι όμως δεν τον σκότωσαν, κι ούτε τον σταύρωσαν, αλλά φαίνεται σ’ αυτούς». Ωστε κατά το Κοράνιο, ο Χριστός εσταυρώθη και ετάφη «κατά δόκησιν», δηλαδή κατά φαντασίαν, φαινομενικά. Και συνεχίζει ο Μωάμεθ:...
«Εκείνοι όμως που είχαν διαφορετική γνώμη (που διαφώνησαν) σ’ αυτό (το θέμα), είναι γεμάτοι αμφιβολίες, γιατί δεν γνωρίζουν (θετικά), αλλά μόνο εικασίες ακολουθούν και μιά βεβαιότητα ότι δέν τον σκότωσαν, αλλά ο Αλλάχ τον σήκωσε ψηλά κοντά Του, (τον πήρε σ’ ένα μέρος, που να μη μπορούν οι εχθροί να τον βρουν) γιατί είναι Πανίσχυρος καί Σοφός» (Στάδιο 4, Οι Γυναίκες, εδάφ. 157, 158).
Τα ανωτέρω εδάφια του Κορανίου δεν έχουν ανάγκη διασαφηνίσεως και επεξηγήσεως. Κατά τον Μωάμεθ ο Ιησούς Χριστός δεν εφονεύθη, δεν έπαθε, αλλ’ ο Αλλάχ «τόν σήκωσε ψηλά κοντά Του (…) γιατί είναι Πανίσχυρος και Σοφός». Τον προσέλαβε δηλαδή κοντά Του στους ουρανούς. Τα όσα γράφονται περί του Πάθους Του είναι δολιεύματα, σκόπιμες επινοήσεις, καθαρή συκοφαντία. Εκείνος που εφονεύθη μεταξύ των δύο ληστών επάνω στο Σταυρό δεν είναι ο Χριστός, αλλά «όμοιος του Ιησού». Αυτός δε, κατά τους σχολιαστές του Κορανίου, ονομάζεται Ασσιούγ και ήταν αρχιραββίνος. Αυτός εσταυρώθη κατόπιν αποφάσεως του τότε βασιλιά Ηρώδη και των αρχιραββίνων, την 15ην Απριλίου, που αντιστοιχεί προς την 29ην του Κοπτικού μηνός Μπαρμαχάτ. Ήταν, πάντοτε κατά τους σχολιαστές του Κορανίου, ημέρα Παρασκευή και ώρα τρίτη μμ., σκοτάδι δε εκάλυψε όλη τη γη επί τρείς ημέρες, καθώς επίσης και σεισμός.
Υπάρχει λοιπόν στον Μωάμεθ αρκετή αμφιβολία για το θάνατο του Κυρίου Ιησού. Άλλωστε η φράση «αλλά ο Αλλάχ τον σήκωσε ψηλά κοντά του», ερμηνεύεται από τους ισλαμιστές κατά δύο τρόπους: α) Ότι ο Ιησούς δεν πέθανε, αλλά συνεχίζει να ζει «εν σώματι εις τον ουρανόν», β) Ότι ο Ιησούς «απέθανε αργότερον φυσικώς, και όχι όταν δήθεν τον συνέλαβαν οι αντίπαλοί του». Η φράση «ο Αλλάχ τον σήκωσε ψηλά κοντά του», σημαίνει «ότι ετιμήθη υπό του Θεού ως απόστολός του και δεν ητιμάσθη ως κακοποιός».
Το εδάφιο, στο οποίο γίνεται λόγος για τη γέννηση, το θάνατο και την ανάσταση του Ιησού (Στάδιο 19, Η Μαριάμ, εδάφ, 33), έχει σκοπό ν’ αποδείξει ότι ο Ιησούς «δεν είναι τίποτε (περισσότερο) από ένας δούλος του Αλλάχ» (Στάδιο 43, Ο Στολισμός ή τα Χρυσά Νομίσματα, εδάφ, 59), του οποίου η ζωή είναι στη διάθεση του Αλλάχ, ο οποίος, κατά το Κοράνιο, θα εξαφανίσει όλους, για να τους αναστήσει κατόπιν. Ο δε «μετακληθείς» (Στάδιο 4, Οι Γυναίκες, εδάφ. 157) και «ανακληθείς» (Στάδιο 5, Το Τραπέζι, εδάφ. 117) στους ουρανούς Ιησούς, οφείλει να αποθάνει και αυτός πριν από την ημέρα της κρίσεως!...
Είναι σαφές ότι η άποψη του Μωάμεθ περί φαινομενικού θανάτου του Χριστού, είναι αντανάκλαση αιρετικών διδασκαλιών του Χριστιανισμού, οι οποίοι δεν εδέχοντο τον σταυρικό θάνατο του Χριστού. Αυτοί υποστήριζαν ότι ο Χριστός δεν γεννήθηκε φυσιολογικά από τη Μαρία, αλλά εμφανίστηκε στη γη ξαφνικά ενήλικος· ούτε πέρασε από τα στάδια της φυσιολογικής αυξήσεως και ενηλικιώσεως. Πίστευαν ότι δεν έλαβε αληθινή φύση από τη Μαρία, αλλά πέρασε απ’ αύτήν, όπως το νερό περνάει από το σωλήνα. Κατά συνέπειαν, έλεγαν, δεν είχε πραγματικό σώμα και η σταύρωσή του έγινε «κατά δόκησιν», ήταν δηλαδή φαινομενική. Έτσι π.χ. ο Μαρκίων, αρχηγός Γνωστικής αίρεσης από τον Πόντο (;-170 μ.Χ.), δίδασκε «τον Χριστόν (...) ως άνθρωπον φανέντα ουκ όντα άνθρωπον, και ως ένσαρκον ούκ ένσαρκον, δοκήσει πεφηνότα, ούτε γένεσιν υπομείναντα ούτε πάθος, αλλά τω δοκείν». Παρόμοια δίδασκε και ο Αίγύττπος Γνωστικός Βασιλείδης, που έζησε γύρω στο πρώτο μισό του 2ου μ.Χ. αιώνα.
Αλλά τις διδασκαλίες των αιρετικών δοκητών, κατεδίκασε ευθύς εξ αρχής ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, ο αγαπημένος μαθητής του Κυρίου, ο αυτόπτης και αυτήκοος των θαυμάτων και του κηρύγματός του (βλ. Α΄ Ίω. α’ 1, 5), ο οποίος έγραψε: Καθένας, ο οποίος λέγει, ότι έχει έμπνευση Πνεύματος, δεν ομολογεί όμως ότι ο Ιησούς ενανθρώπησε και ήλθε από τον ουρανό στη γη με ανθρώπινη σάρκα, δεν είναι από τον Θεόν. Και τούτο, δηλαδή το να αρνείται κανείς τον Θεάνθρωπον Ιησούν, είναι το πνεύμα του αντιχρίστου (Α’ Ίω. δ’ 3).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου