Κυριακή 1 Ιουλίου 2012

Η ΑΡΑΒΙΚΗ ΑΝΟΙΞΗ ΦΕΡΝΕΙ ΣΥΓΚΡΟΥΣΙΑΚΟ ΧΕΙΜΩΝΑ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ

Απόσπασμα από το υπό έκδοση βιβλίο του Βασίλη Γιαννακόπουλου: «Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική – Αραβική Άνοιξη», «Επιπτώσεις της Αραβικής Άνοιξης».

Έντονες ανησυχίες για το νέο status quo

Πέρα από τον αρχικό αιφνιδιασμό που προκάλεσε η έναρξη της Αραβικής Άνοιξης, κυρίως μετά τη γρήγορη πτώση του Ben Ali στην Τυνησία, επικράτησε και ένας έντονος προβληματισμός για το διάδοχο status που αναμενόταν να επηρεάσει τις σχέσεις των αραβικών χωρών με τους μέχρι τότε εξωτερικούς δρώντες. Η Ουάσιγκτον, το Τελ Αβίβ, οι Βρυξέλες και η Μόσχα ανησυχούσαν ιδιαίτερα για τη μετά την Αραβική Άνοιξη εποχή. 

Θα διατηρούσαν και μέχρι ποιο βαθμό την επιρροή τους; Ποιοι θα αναλάμβαναν την εξουσία στις αραβικές χώρες, μετά... 


Την εκθρόνιση των αυταρχικών καθεστώτων; Ποιες θα ήταν οι προθέσεις τους; Ποιες θα ήταν οι επιπτώσεις για την ενεργειακή ασφάλεια; Αναδύονταν νέες απειλές και ποιες ήταν αυτές;

Η κατάσταση στην νοτιοανατολική Μεσόγειο ήταν πλέον αρκετά πιο περίπλοκη απ’ ότι στο πρόσφατο παρελθόν. Η εικόνα του Ισραήλ και των Ηνωμένων Πολιτειών είχε υποστεί φθορά. Τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, η προώθηση των συμφερόντων τους αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα, ενώ ταυτόχρονα αναδύονταν νέες μείζονες απειλές. Επιπρόσθετα, διαφαινόταν μια τάση υιοθέτησης ενός ισλαμικού μοντέλου παρόμοιου με το τουρκικό του Erdogan, που φάνταζε ως «ιδανική λύση» για την Τυνησία και την Αίγυπτο, τουλάχιστον στη διάρκεια του 2011. Η Ουάσιγκτον το αντιλήφθηκε άμεσα και φρόντισε να ενισχύσει περαιτέρω τις σχέσεις της με την Άγκυρα. Από την πλευρά της, η Τουρκία, αντιλαμβανόμενη το νέο και αναβαθμισμένο ρόλο της, επανακαθόρισε την εξωτερική της πολιτική. Αποφάσισε να διακόψει τις σχέσεις της με το καθεστώς του Qaddafi, να έρθει σε ευθεία αντιπαράθεση με το καθεστώς του Assad και γενικά να περιορίσει σημαντικά τις σχέσεις της με το «σιιτικό άξονα». Η φιλοσιιτική Τουρκία της δεκαετίας του 2000 είχε μετατραπεί αφενός σε ένα «έτοιμο προς υιοθέτηση πολιτικο-οικονομικό μοντέλο» για τους Άραβες σουνίτες που εκθρόνιζαν τα αυταρχικά τους καθεστώτα, αφετέρου σε σύμμαχο της Μουσουλμανικής Αδελφότητας. Προηγουμένως όμως υπέπεσε σε ένα στρατηγικό σφάλμα: «έσπασε τον ομφάλιο λώρο με το εβραϊκό κράτος». Έτσι, στην ανατολική Μεσόγειο δημιουργήθηκε μια περίπλοκη κατάσταση. Ένα σχήμα οξύμωρο σε επίπεδο διεθνών σχέσεων. Συγκεκριμένα, το Ισραήλ και η Τουρκία είχαν κοινό στρατηγικό εταίρο (τις ΗΠΑ), κοινούς αντιπάλους (το συριακό και το ιρανικό καθεστώς), αλλά παρόλα αυτά οι σχέσεις τους παρέμεναν συγκρουσιακές.

Από την αρχική φάση της Αραβικής Άνοιξης, το Ισραήλ ανησυχούσε
σοβαρά για τη συνεχώς επιδεινούμενη περιφερειακή κατάσταση ασφαλείας, καθότι δημιουργούνταν προϋποθέσεις που οδηγούσαν σε δυσοίωνες μελλοντικές εξελίξεις. Οι συμφωνίες ειρήνης με την Ιορδανία και ειδικά με την Αίγυπτο δεν θεωρούνταν πλέον δεδομένες. Το μέλλον της επί δεκαετίες ψυχρής αλλά λειτουργικής συμφωνίας ειρήνης Καΐρου-Τελ Αβίβ ήταν αβέβαιο, καθώς η Μουσουλμανική Αδελφότητα νομιμοποιήθηκε και εξελισσόταν σε μια ισχυρή πολιτική δύναμη. Επιπρόσθετα, η κατάσταση ασφαλείας στη χερσόνησο του Σινά είχε καταστεί χαοτική. Ήδη, η περιοχή είχε μετατραπεί σε άντρο τρομοκρατικών στοιχείων, γεγονός που οδήγησε σε μια αιματηρή τρομοκρατική επίθεση εντός της ισραηλινής επικράτειας (Eilat) και σε αλλεπάλληλες δολιοφθορές του αγωγού El Arish-Ashqelon, που κάλυπτε το 43% των αναγκών του Ισραήλ σε φυσικό αέριο. Έντονο προβληματισμό δημιουργούσε και το άνοιγμα στο πέρασμα της Rafah (σύνορα Αιγύπτου-Λωρίδας της Γάζας). Οι Ισραηλινοί υποστηρίζουν ότι μέσω της Rafah εξοπλίζεται η στρατιωτική πτέρυγα της Hamas. Για το λόγο αυτό, συλλέγουν πληροφορίες και ενίοτε διεξάγουν αεροπορικές επιθέσεις για την καταστροφή του οπλοστασίου της παλαιστινιακής οργάνωσης. Προκειμένου να επιλυθεί η κατάσταση και να βελτιωθούν οι ισραηλινο-αραβικές σχέσεις, πιθανόν το Τελ Αβίβ να συναινέσει στην επανέναρξη των ειρηνευτικών συνομιλιών για την επίλυση του παλαιστινιακού προβλήματος. Ίσως, αυτή τη φορά οι δύο πλευρές να είναι αποφασισμένες αφενός να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με ρεαλιστική διάθεση, αφετέρου να συμβιβασθούν εκατέρωθεν, γεγονός που θα αυξήσει τις πιθανότητες για τη δημιουργία ενός παλαιστινιακού κράτους.

Η Αραβική Άνοιξη προκάλεσε και την αλλαγή πλεύσης των Παλαιστινίων
και ιδιαίτερα της Hamas. Συγκεκριμένα, ο επικεφαλής του πολιτικού γραφείου της Hamas, Khaled Meshal, αντιλαμβανόμενος ότι με τα όσα συμβαίνουν στη Συρία θα βρισκόταν στη «λάθος πλευρά», αποφάσισε να εγκαταλείψει την έδρα του στη Δαμασκό και να τη μεταφέρει στο Κάιρο. Ουσιαστικά, η πτώση του Mubarak και η άνοδος της Αδελφότητας των Μουσουλμάνων στην Αίγυπτο, καθώς και η παγκόσμια κατακραυγή κατά του καθεστώτος Assad, προκάλεσαν την απόσχιση της Hamas από το «σιιτικό άξονα». Αν στην Αίγυπτο συνέχιζε ο στρατός να κατέχει την εξουσία, τότε η Hamas θα μπορούσε να ελπίζει ότι η διευθέτηση του παλαιστινιακού προβλήματος πιθανόν να υποστηριζόταν από τις σχέσεις Καΐρου-Ουάσιγκτον. Αν η Μουσουλμανική Αδελφότητα αναλάμβανε την εξουσία μετά τις προεδρικές εκλογές του Ιουνίου (2012), τότε το Κάιρο ίσως θα μπορούσε να «πιέσει» το Ισραήλ για κάποιους συμβιβασμούς σχετικά με τη διευθέτηση του παλαιστινιακού, ως αντάλλαγμα για τη διατήρηση της ισραηλινο-αιγυπτιακής συμφωνίας ειρήνης.


Οι προκλήσεις για την Ουάσιγκτον
Στη διάρκεια του 2011, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιλήφθηκαν ότι δεν θα μπορούσαν να αποτρέψουν την εκθρόνιση των φιλοδυτικών καθεστώτων, αποφάσισαν να τηρήσουν μια στάση υπέρ του δικαιώματος των Αράβων πολιτών για δημοκρατία. Αυτό συνέβη διότι έπρεπε να δημιουργήσουν τουλάχιστον τις κατάλληλες προϋποθέσεις, που μελλοντικά θα τις επέτρεπαν να συνάψουν και πάλι σχέσεις συνεργασίας.

Το 2011 ήταν μια ιδιαίτερη χρονιά για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η δεινή κατάσταση της αμερικανικής οικονομίας δεν άφηνε περιθώρια για διάθεση αυξημένων κονδυλίων, ώστε να ασκηθεί μια γενναιόδωρη πολιτική στον αραβικό κόσμο. Η συμμετοχή τους στη διεξαγωγή της επιχείρησης «Αυγή της Οδύσσειας» και στη συνέχεια «Ενωμένος Προστάτης» κατά κάποιο τρόπο ήταν αποτέλεσμα της εμμονής των Γάλλων και των Βρετανών. Τα οφέλη ήσαν ελάχιστα για την Ουάσιγκτον. Ομοίως, οι ΗΠΑ δεν αναμένουν ιδιαίτερη προώθηση των συμφερόντων τους από μια πιθανή επιχείρηση κατά του συριακού καθεστώτος. Αντίθετα, εκτιμούν ότι αν εμπλακούν σε μια ανάλογη στρατιωτική ενέργεια, τότε ο κίνδυνος μιας περιφερειακής σύρραξης θα είναι ορατός και το κόστος τεράστιο.

Τα προβλήματα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής δεν περιορίσθηκαν μόνο στις αραβικές χώρες της Μεσογείου. Μετά την απόσυρση των δυνάμεών τους από το Ιράκ, η χώρα βυθιζόταν στο χάος. Η εθνο-θρησκευτική βία συνεχιζόταν αμείωτη και οι παρεμβάσεις των εξωτερικών δρώντων (Τουρκίας και Ιράν) επιδείνωναν περαιτέρω την κατάσταση. Επομένως, θα έπρεπε να επικεντρωθούν τουλάχιστον στην προστασία του σημαντικού στρατηγικού τους εταίρου. Δηλαδή, τη Σαουδική Αραβία και τις υπόλοιπες πετρελαιοπαραγωγές χώρες της αραβικής χερσονήσου, οι οποίες με τη σειρά τους αντιμετώπιζαν μείζονες απειλές. Η al-Qaeda και οι σιίτες Houthi στην Υεμένη, η AQAP στη Σαουδική Αραβία, καθώς και η αναδυόμενη απειλή των υπόλοιπων σιιτικών κοινοτήτων, που διαδήλωναν στην ανατολική αραβική χερσόνησο και στο Μπαχρέιν, προκαλούσαν ιδιαίτερη ανησυχία στην Ουάσιγκτον και στο Ριάντ. Η ανησυχία αυτή ενισχυόταν και από τις πιέσεις του Τελ Αβίβ για άμεση αντιμετώπιση της ανάπτυξης του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν, μέσω μιας στρατιωτικής λύσης. Ένα σημαντικό θέμα που θα απασχολήσει σοβαρά τον επόμενο Αμερικανό πρόεδρο και τουλάχιστον το σύνολο των χωρών του Κόλπου.

Δεδομένου ότι ο Λευκός Οίκος αποφάσισε περικοπές των αμερικανικών αμυντικών δαπανών που ανέρχονται σε τουλάχιστον 450 δισ. δολάρια για την επόμενη δεκαετία, είναι προφανές ότι «για την περιοχή του Κόλπου, το αμερικανικό πεντάγωνο σχεδιάζει την ανάπτυξη μικρών σε σχέση με το παρελθόν δυνάμεων, αλλά ευέλικτων και με υψηλή επιχειρησιακή δυνατότητα». Ταυτόχρονα, «σχεδιάζει να μεγιστοποιήσει τις στρατιωτικές συνεργασίες με τις φίλιες χώρες της ευρύτερης περιοχής». Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα τη διατήρηση των υφιστάμενων στρατιωτικών συνεργασιών, την παροχή εκπαίδευσης και τον εξοπλισμό των χωρών του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου. Με αυτόν τον τρόπο, αφενός προστατεύονται ως ένα βαθμό τα αμερικανικά συμφέροντα στην περιοχή ευθύνης της USCENTCOM, αφετέρου παρέχεται η δυνατότητα άμεσης επέμβασης όταν απαιτηθεί. Επιπρόσθετα, οι ΗΠΑ μειώνουν δραστικά τις αμυντικές τους δαπάνες, διατηρούν και διευρύνουν τις στρατιωτικές τους συνεργασίες και ταυτόχρονα επιτυγχάνουν την αντιμετώπιση των αναδυόμενων απειλών, χωρίς να είναι απαραίτητη η πολυάριθμη φυσική παρουσία των ενόπλων δυνάμεών τους. Βέβαια, αν και όταν αποφασισθεί η καταστροφή των ιρανικών πυρηνικών εγκαταστάσεων, τότε η συγκέντρωση επιπρόσθετων αμερικανικών δυνάμεων θα θεωρείται δεδομένη.

Πέρα από τις παραπάνω προκλήσεις, η Ουάσιγκτον προβληματίζεται αφενός για την υφιστάμενη απειλή του φαινομένου της θαλάσσιας πειρατείας στην περιοχή νότια της αραβικής χερσονήσου, αλλά και για την προστασία του στρατηγικής σημασίας θαλάσσιου περάσματος των στενών του Hormuz, απ’ όπου διέρχονται καθημερινά κατά μέσο όρο 15,5 εκατ. βαρέλια πετρελαίου.


Ο προβληματισμός της Μόσχας

Οι αραβικές εξεγέρσεις βρήκαν απροετοίμαστη και τη Ρωσία, η οποία μέσα στο 2011 άσκησε μια επαμφοτερίζουσα εξωτερική πολιτική. Για παράδειγμα, στις 26 Φεβρουαρίου συναίνεσε στη λήψη της απόφασης 1970 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ (ΣΑ/ΟΗΕ), που προέβλεπε μεταξύ άλλων «εμπάργκο όπλων στην Λιβύη», «πάγωμα των περιουσιακών στοιχείων του Qaddafi, των συγγενών του και των στελεχών της κυβέρνησης», καθώς και «την παραπομπή του Λίβυου ηγέτη στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης, για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας». Επίσης, με την αποχή της (μη χρήση του δικαιώματος βέτο) βοήθησε στην υιοθέτηση της απόφασης 1973 του ΣΑ/ΟΗΕ (17 Μαρτίου 2011), που προέβλεπε «την επιβολή ζώνης απαγόρευσης πτήσεων υπεράνω της Λιβύης και τη λήψη όλων των απαραίτητων μέτρων, για την προστασία των Λίβυων πολιτών». Δηλαδή, μιας απόφασης που έδινε το «πράσινο φως» για τη διεξαγωγή αεροναυτικών επιχειρήσεων κατά των κανταφικών δυνάμεων. Μερικές ημέρες αργότερα, η Μόσχα προφανώς επανεκτίμησε την κατάσταση και αντιλήφθηκε ότι η στάση της στο ΣΑ/ΟΗΕ προωθούσε τα συμφέροντα των χωρών της Δύσης και όχι τα δικά της. Όμως, οι Λίβυοι αντικαθεστωτικοί είχαν ήδη συνάψει σχέσεις συνεργασίας με τις δυτικές χώρες και ιδιαίτερα με τη Γαλλία και τη Βρετανία. Για το λόγο αυτό προσπάθησε να αντιδράσει υποστηρίζοντας ότι «οι αεροπορικές επιθέσεις κατά των λιβυκών δυνάμεων συνιστούσαν παρέμβαση σε έναν εμφύλιο πόλεμο, ενέργεια η οποία δεν είχε την υποστήριξη του ΣΑ/ΟΗΕ». Ωστόσο, η πτώση του Qaddafi είχε πλέον δρομολογηθεί και η Ρωσία θα ήταν απούσα στη μετα-κανταφική Λιβύη.

Στην περίπτωση της Συρίας, η Μόσχα αποφάσισε να μην επαναλάβει τα ίδια «λάθη». Αποφάσισε να υποστηρίξει τους δύο εταίρους της στη Μέση Ανατολή (Συρία και Ιράν) και να ασκήσει βέτο σε οποιαδήποτε απόφαση κατά του καθεστώτος Assad. Συγκεκριμένα, στις 9 Ιουνίου του 2011, καταψήφισε την απόφαση για «παραπομπή της Συρίας στο ΣΑ/ΟΗΕ, επειδή δεν γνωστοποίησε την ανάπτυξη του πυρηνικού της προγράμματος». Στις 15 Σεπτεμβρίου, αντιστάθηκε στην επιβολή κυρώσεων κατά του συριακού καθεστώτος, που πρότεινε ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ, Ban Ki-Moon, παρότι αρκετοί Σύριοι ακτιβιστές την είχαν επικρίνει επανειλημμένα για τη στάση της. Επίσης, στις 4 Οκτωβρίου, η Ρωσία και η Κίνα έθεσαν βέτο σε σχέδιο ψηφίσματος του 15μελούς ΣΑ/ΟΗΕ, που μεταξύ άλλων προέβλεπε «την επιβολή κυρώσεων κατά της Συρίας, εάν το καθεστώς δεν τερμάτιζε άμεσα τη βίαιη καταστολή των διαδηλώσεων». Γενικά, η στάση της Μόσχας δεν άφηνε περιθώρια για τη λήψη οποιασδήποτε απόφασης από τον ΟΗΕ, που θα στρέφονταν κατά του καθεστώς Assad. Μήπως όμως και αυτή η ρωσική στάση ήταν μια «εσφαλμένη στρατηγική», αφού η κατάσταση στη Συρία ήταν ήδη μη αναστρέψιμη; Όλα έδειχναν ότι είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για την παραμονή του Assad στη εξουσία. Η Τουρκία είχε διακόψει κάθε επαφή με το συριακό καθεστώς και απειλούσε ότι θα επέμβει, ο ελεύθερος συριακός στρατός αύξανε συνεχώς τη δύναμή του και εξοπλιζόταν, ενώ οι δυτικές χώρες και ο Αραβικός Σύνδεσμος είχαν ταχθεί στο πλευρό των Σύριων αντικαθεστωτικών.

Τα ρωσικά συμφέροντα απαιτούν υποστήριξη του σιιτικού άξονα. Στήριξη της Δαμασκού και πιθανόν αργότερα της Τεχεράνης, ειδικά αν οι Ιρανοί αντιμετωπίσουν την στρατιωτική επιλογή κατά της πυρηνικής τους υποδομής. Ένα σενάριο που ολοένα γινόταν περισσότερο ορατό. Ουσιαστικά, η στρατηγική της Μόσχας στη μέση Ανατολή παρουσιάζει προβλήματα στην εφαρμογή της. Συγκεκριμένα, έχει εμπλακεί σε μια διαρκή αντιπαράθεση με τη Δύση, τους σουνίτες Άραβες, την Τουρκία και το Ισραήλ (ως προς το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα), χωρίς ωστόσο να προσδοκά οφέλη ανάλογα του πιθανού κόστους. Μήπως η στρατηγική της Ρωσίας στη Μέση Ανατολή είναι «ουτοπική»; Μήπως θα έπρεπε να απεμπλακεί από το σιιτικό άξονα και να απαλλαγεί από όλα αυτά τα προβλήματα, που διαφαίνεται ότι δεν εγγυώνται την προώθηση των συμφερόντων της; Σε όλα αυτά τα ερωτήματα η Μόσχα πρέπει να δώσει απαντήσεις και μάλιστα το συντομότερο δυνατόν. Διότι μετά το 2012 η κατάσταση στη Μέση Ανατολή θα μπορούσε να καταστεί περισσότερο περίπλοκη, ειδικά μετά από μια πιθανή εκλογή ενός ρεπουμπλικάνου προέδρου στις ΗΠΑ.


Σχέσεις σουνιτών-σιιτών στον Περσικό Κόλπο
Και στην ανατολική πλευρά της Μέσης Ανατολής, στον περσικό Κόλπο, η Αραβική Άνοιξη άλλαξε τα δεδομένα. Η Σαουδική Αραβία έχει ενισχύσει τις σχέσεις της με τις Ηνωμένες Πολιτείες και ασκεί μια πιο δραστήρια αντι-ιρανική εξωτερική πολιτική. Αυτό συμβαίνει κυρίως για τρεις λόγους. 
Πρώτον, επειδή αντιμετωπίζει ως εν δυνάμει απειλή την ανάπτυξη του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν και επομένως το Ριάντ ευελπιστεί ότι η λύση στο συγκεκριμένο πρόβλημα θα έρθει μόνο μέσα από την αναβάθμιση των σχέσεών του με την Ουάσιγκτον. 
Δεύτερον, διότι η Αραβική Άνοιξη προκάλεσε την εξέγερση των σιιτών του Μπαχρέιν και των πλούσιων σε κοιτάσματα πετρελαίου ανατολικών παραλίων της αραβικής χερσονήσου. Ως εκ τούτου, δικαιολογημένα οι Σαουδάραβες συσπειρώνουν τις δυνάμεις του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου (GCC), ενώ ταυτόχρονα ενισχύουν τις σχέσεις τους με τις ΗΠΑ. 
Τρίτον, διότι μετά την απομάκρυνση του Ali Abdullah Saleh, η κατάσταση ασφαλείας στη γειτονική Υεμένη επιδεινώνεται με ταχείς ρυθμούς. Οι σιίτες Houthi της βορειοδυτικής Υεμένης, το αποσχιστικό κίνημα της νότιας Υεμένης και η Al-Qaeda που ελέγχει μεγάλες περιοχές του νότου, δεν απειλούν μόνο να διχοτομήσουν την Υεμένη, αλλά συνιστούν εν δυνάμει απειλή και για το σαουδαραβικό βασίλειο. Ίσως, χωρίς την αμερικανική υποστήριξη, η αποσταθεροποίηση της αραβικής χερσονήσου να ήταν θέμα χρόνου. Επομένως, οι πολυάριθμες διεξαγωγές εκκαθαριστικών επιχειρήσεων των αμερικανικών δυνάμεων της USCENTCOM κατά της Al-Qaeda, με μη επανδρωμένα μαχητικά αεροσκάφη (UCAVs), συνιστούν για το Ριάντ μερική και πιθανόν προσωρινή επίλυση του προβλήματος.

Η αδιέξοδη ευρωπαϊκή πολιτική
Μέχρι τις αρχές του 2011, η Ευρωπαϊκή Ένωση διατηρούσε σχέσεις συνεργασίας κυρίως με τα αραβικά καθεστώτα της Βόρειας Αφρικής και της ανατολικής Μεσογείου, προκειμένου:

Να εξασφαλίζει τη μεταφορά των αναγκαίων ποσοτήτων υδρογονανθράκων από τον Περσικό Κόλπο.
Να αντιμετωπίζει την εξάπλωση των φανατικών μουσουλμάνων προς τη γηραιά ήπειρο, και
Να αναχαιτίζει στο βαθμό του δυνατού τα μαζικά ρεύματα των παράνομων μεταναστών προς τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου και στη συνέχεια προς την κεντρική Ευρώπη, που συνιστά τον τελικό τους προορισμό.

Για να πετύχει αυτούς τους τρεις στόχους, η ΕΕ υπέγραψε μια σειρά διμερών συμφωνιών με τις αραβικές χώρες, όπως για παράδειγμα η Ευρω-Μεσογειακή Συνεργασία (Euro-Mediterranean Partnership) ή Διαδικασία της Βαρκελώνης (Barcelona Process), που αποσκοπούσε στη σταθερότητα της μεσογειακής ζώνης και η οποία θα επιτυγχανόταν κυρίως μέσα από μια σειρά πολιτικο-οικονομικών μεταρρυθμίσεων των αραβικών καθεστώτων. Οι Άραβες μονάρχες δεν προώθησαν αυτές τις μεταρρυθμίσεις, ίσως και λόγω της ανοχής των Ευρωπαίων ως προς την τήρηση των όρων των διμερών συμφωνιών. Ουσιαστικά, δεν επρόκειτο για μια λανθασμένη πολιτική, αλλά για κακή εφαρμογή μιας υπερβολικά αισιόδοξης πολιτικής.

Στη διάρκεια του 2011, η Ευρώπη τήρησε μια στάση αναμονής, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε να αντιληφθεί το συνεχώς μεταβαλλόμενο αραβικό γίγνεσθαι. Τα μαζικά ρεύματα προσφύγων από την Τυνησία και τη Λιβύη, καθώς και η δραματική επιδείνωση της κατάστασης ασφάλειας στα νότια παράλια της Μεσογείου, όπως ήταν φυσικό «θορύβησαν» τους Ευρωπαίους.

Σήμερα, οι συνεχείς γεωπολιτικές εξελίξεις στις αραβικές χώρες δεν δίνουν πλέον πολλά περιθώρια για διορθωτικές κινήσεις. Αποκωδικοποιώντας την κατάσταση στον αραβικό κόσμο γίνεται σαφές ότι «οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να χαράξουν μια νέα στρατηγική, προκειμένου να πετύχουν τους τρεις προαναφερθέντες στόχους». Μια στρατηγική, η οποία απαιτεί μεγαλύτερη συνεργασία και μεγαλύτερη οικονομική υποστήριξη των χωρών της νότιας Μεσογείου. Ωστόσο, η δεινή οικονομική κατάσταση, που η ίδια η ΕΕ αντιμετωπίζει, δεν αφήνει σημαντικά περιθώρια διάθεσης μεγαλύτερων κεφαλαίων. Επιπρόσθετα, είναι αμφίβολο αν οι αραβικές χώρες, των οποίων τη διακυβέρνηση αναλαμβάνουν πλέον ισλαμικά πολιτικά κόμματα, είναι πλέον πρόθυμες να συνεργασθούν και να αποδεχθούν την ευρωπαϊκή παρεμβατικότητα στα εσωτερικά τους θέματα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου