Είναι πασιφανές εδώ και καιρό πως η Νατοϊκή Τουρκία, στην προσπάθειά της να ανατρέψει με οιονδήποτε τρόπο το καθεστώς Άσαντ έχει εγκλωβιστεί σε μια αδιέξοδη πολιτική...
Την οποία, όχι μόνο δεν μπορεί να διαχειριστεί ως ζήτημα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας αλλά και το οποίο -λόγω κυρίως του κουρδικού ζητήματος- εγκυμονεί ορατούς κινδύνους για την εδαφική της υπόσταση.
Είναι επίσης πασιφανές πως η Άγκυρα επιδιώκει μια στρατιωτική εμπλοκή της Δύσης με αιχμή του δόρατος το ΝΑΤΟ. Θεωρεί πως αυτή η είναι η μόνη επιλογή που θα της επιτρέψει να επανακτήσει την πρωτοβουλία και, μέσα από τη συλλογική δράση, να περιορίσει τις αρνητικές συνέπειες των νεοθωμανικών της φαντασιώσεων -που την οδήγησαν στο σημερινό αδιέξοδο- και να καταστεί ηγεμόνας στη Μέση Ανατολή και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Μπορεί το ΝΑΤΟ ν’ ανταποκριθεί στις τουρκικές προσδοκίες, να θεραπεύσει τις εμφανείς αδυναμίες της Άγκυρας και να την απεγκλωβίσει από τη Συριακή κρίση την οποία, σε μεγάλο βαθμό, η ίδια υποδαύλισε;
Η απάντηση σε ένα τέτοιο ερώτημα δόθηκε πριν μισό περίπου αιώνα, είναι...
αρνητική και καταγράφεται σε επιστολή ημερομηνίας 5 Ιουνίου 1964 από τον Αμερικανό Πρόεδρο Λύντον Τζόνσον προς τον Τούρκο Πρωθυπουργό Ισμέτ Ινονού.
Η επιστολή Τζόνσον στάλθηκε με στόχο την αποτροπή τουρκικής εισβολής στην Κύπρο. Υπάρχει εκτενές και άγνωστο παρασκήνιο ως προς τους λόγους για τους οποίους στάλθηκε η επιστολή και γιατί επιλέχθηκε η συγκεκριμένη ημερομηνία σε μια περίοδο που επικρατούσε σχετική ηρεμία στην Κύπρο. Είχαν προηγηθεί βέβαια, αποτυχημένες προσπάθειες στις αρχές του 1964 να καταλυθεί η Κυπριακή Δημοκρατία, πρώτο σκέλος των οποίων υπήρξε η καθοδηγούμενη από την Άγκυρα ανταρσία του 1963-64.
Συνοπτικά αναφέρω πως τότε υπήρχε συνεννόηση μεταξύ του Τουρκοκύπριου ηγέτη Φ. Κιουτσούκ και της Άγκυρας να προκληθούν επεισόδια στις αρχές Ιουνίου (με αφορμή τη ψήφιση νόμου για την Εθνοφρουρά) με τον Κιουτσούκ να ανακηρύττει “κράτος” στους ελεγχόμενους από τους Τούρκους θύλακες και να προσκαλεί την Τουρκία να επέμβει στρατιωτικά. Επειδή η Τουρκία δεν είχε τότε την στρατιωτική ικανότητα για οργανωμένη εισβολή, παρά μόνο για βομβαρδισμούς, (ούτε και το 1967 είχε τέτοια ικανότητα κατά παραδοχή του τότε πρωθυπουργού Ντεμιρέλ), η όλη προσπάθεια αποσκοπούσε στην παραπλάνηση των αμερικανών ώστε να ενεργοποιηθούν πολιτικά υπέρ των Τούρκων. Οργανώθηκε δηλαδή και εφαρμόσθηκε μια προσπάθεια με κινητοποιήσεις του Τουρκικού στρατού με στόχο την παραπλάνηση των αμερικανικών υπηρεσιών ότι επέκειτο εισβολή.
Οι αμερικανοί είχαν τότε ως κύριο μέλημά τους την αποτροπή σύγκρουσης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, αλλά και τον αποκλεισμό πιθανής εμπλοκής της Σοβιετικής Ένωσης υπέρ της Κύπρου. Θεωρούσαν πως μια πιθανή Σοβιετική εμπλοκή θα είχε απρόβλεπτες συνέπειες για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια. Στην επιστολή Τζόνσον γίνεται συγκεκριμένη αναφορά στις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των μελών του ΝΑΤΟ και τη σημασία της αποφυγής χρήσης βίας, για τη διασφάλιση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας.
Ξεχωρίζω και παρουσιάζω δύο συγκεκριμένα αποσπάσματα από την επιστολή -σε δική μου ελεύθερη μετάφραση- τα οποία μιλούν μόνα τους αναφορικά με το μείζον ζήτημα μιας πιθανής εμπλοκής του ΝΑΤΟ στη Συριακή κρίση σήμερα, λόγω τουρκικών επιλογών και κινήσεων.
Απευθυνόμενος προς τον Τούρκο ηγέτη ο αμερικανός Πρόεδρος, μεταξύ άλλων, του υπογραμμίζει:
“Σου εφιστώ επίσης την προσοχή, κύριε Πρωθυπουργέ, στις υποχρεώσεις (της Τουρκίας) σας προς το ΝΑΤΟ. Δεν μπορεί να υπάρχει ερώτημα στο μυαλό σου πως μια τουρκική επέμβαση στην Κύπρο θα οδηγήσει σε εχθροπραξίες ανάμεσα σε τουρκικές και ελληνικές δυνάμεις. Ο Υπουργός Εξωτερικών Ράσκ διακήρυξε στο πρόσφατο Υπουργικό Συμβούλιο του ΝΑΤΟ, στη Χάγη, πως ένας πόλεμος μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας πρέπει να θεωρείται, κυριολεκτικά, “αδιανόητος”….
Επιπλέον μια στρατιωτική επέμβαση στην Κύπρο από την Τουρκία θα μπορούσε να οδηγήσει σε άμεση εμπλοκή της Σοβιετικής Ένωσης. Ελπίζω να αντιλαμβάνεσαι πως οι Νατοϊκοί σας σύμμαχοι δεν είχαν την ευκαιρία να εξετάσουν κατά πόσον έχουν υποχρέωση να υπερασπιστούν την Τουρκία εναντίον στη Σοβιετική Ένωση εάν η Τουρκία κάνει κάποιο βήμα που θα προκαλέσει Σοβιετική επέμβαση, χωρίς την ξεκάθαρη συναίνεση και κατανόηση των Νατοϊκών της συμμάχων.”
Εξ’ ίσου σημαντική είναι και η προτελευταία παράγραφος της επιστολής:
“Τέλος, κ. Πρωθυπουργέ, πρέπει να σου υποδείξω πως έχεις δημιουργήσει επικίνδυνες καταστάσεις σε ζητήματα ειρήνης και πολέμου. Τα ζητήματα αυτά ξεπερνούν τις διμερείς σχέσεις ανάμεσα σε Τουρκία και Ηνωμένες Πολιτείες. Σίγουρα οι συνέπειές τους δεν θα περιοριστούν μόνο σε ένα πόλεμο ανάμεσα σε Τουρκία και Ελλάδα αλλά μπορούν να συμπεριλάβουν ευρύτερες εχθροπραξίες λόγω των απρόσμενων συνεπειών που θα προκληθούν από μια μονομερή επέμβαση στην Κύπρο. Έχεις τις ευθύνες σου ως αρχηγός της τουρκικής κυβέρνησης. Έχω και εγώ τις δικές μου ευθύνες ως Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Πρέπει, συνεπώς, να σου γνωστοποιήσω στο πλαίσιο βαθειάς φιλίας, πως, εκτός και αν έχω τη διαβεβαίωσή σου πως δεν θα αναλάβεις τέτοια δράση χωρίς πλήρη διαβούλευση, δεν μπορώ να αποδεχτώ το παράγγελμά σου προς τον Πρέσβη Χέαρ (στην Άγκυρα) για μυστικότητα και πρέπει να ζητήσω έκτακτες συναντήσεις του Συμβουλίου του ΝΑΤΟ και του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών”.
Νομίζω πως τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Η περίφημη ή πιο ορθά η περιβόητη “ρήτρα αλληλεγγύης” του ΝΑΤΟ (Άρθρο 5), ενεργοποιείται κατόπιν συλλογικής απόφασης του Συμβουλίου του ΝΑΤΟ και εφόσον κάποιο μέλος του ΝΑΤΟ υφίσταται επίθεση και όχι όταν αυτό είναι ο επιδρομέας.
Και παρά το γεγονός πως στη Συριακή κρίση το ΝΑΤΟ, ως οργανισμός και σε διμερές επίπεδο οι Νατοϊκοί σύμμαχοι της Άγκυρας, έχουν, από το 2012, εκφράσει απερίφραστα την υποστήριξή τους ως προς την εδαφική ακεραιότητα της Τουρκίας -με τελευταίο παράδειγμα τον Πρόεδρο Ομπάμα- αρκετοί υπογραμμίζουν πως δεν έχουν υποχρέωση να συνδράμουν και να βοηθήσουν την Τουρκία εάν αυτή, με δικές της πρωτοβουλίες, εμπλακεί σε πόλεμο με τρίτες χώρες στη Συρία. Η άμεση έγνοια όλων είναι, βέβαια, μια πιθανή σύγκρουση της Τουρκίας με τη Ρωσία, που είναι ακριβώς το ενδεχόμενο που θορύβησε τον Τζόνσον το 1964.
Υφίσταται, ωστόσο, και μια άλλη διάσταση, η οποία αφορά σε μια πολύ μεγάλη παρανόηση, αναφορικά με το ΝΑΤΟ και την ρήτρα αλληλεγγύης, που λαϊκά εκφράζεται “ένας για όλους και όλοι για ένα”. Η ρήτρα αυτή δεν ισχύει ως νομική δέσμευση. Κανένα μέλος του ΝΑΤΟ δεν δεσμεύεται από τη Συνθήκη του ΝΑΤΟ -τη Συνθήκη της Ουάσινγκτον του 1949- να συνδράμει στρατιωτικά άλλο μέλος , έστω και αν αυτό υποστεί επιδρομική επίθεση! Και όσα λέγονται περί του αντιθέτου είναι επιτηδευμένη και περίτεχνη προπαγάνδα που καλλιεργείται για πολλούς άλλους και ευνόητους λόγους.
Σε κάθε κρίση έμμεσης και άμεσης εμπλοκής του ΝΑΤΟ, κάθε μέλος κρίνει και αποφασίζει, στη βάση του δικού του εθνικού συμφέροντος, ποιά θα είναι η συνδρομή του. Αυτή μπορεί να είναι από μηδενική, μέχρι στρατιωτική. Και ο λόγος είναι πως το ΝΑΤΟ δεν είναι στρατιωτική συμμαχία- ποτέ δεν υπήρξε. Το κάθε του μέλος διαθέτει δικαίωμα βέτο στις αποφάσεις του οργανισμού, που είναι πολιτικός και όχι στρατιωτικός.
Το ΝΑΤΟ είναι ένας Διεθνής Οργανισμός (International Organization) ο οποίος αντλεί την διεθνή του νομιμότητα και υπόσταση στο πλαίσιο της Χάρτας του ΟΗΕ (Κεφάλαιο 8) ως Περιφερειακή Οργάνωση (Regional Organization). Καμία δράση του ΝΑΤΟ δεν νομιμοποιείται αν είναι ασύμβατη “με τους σκοπούς και τις αρχές της Χάρτας του ΟΗΕ” (Προοίμιο της Συνθήκης του ΝΑΤΟ και το Άρθρο 1) και όπως καθορίζεται από τις διατάξεις του ΟΗΕ και κυρίως από το Κεφάλαιο 7 (Ενέργειες σε περίπτωση απειλής εναντίον της Ειρήνης, Διαταράξεως της Ειρήνης και Επιθετικών Πράξεων).
Είναι γεγονός πως μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, το ΝΑΤΟ, ως εργαλείο ουσιαστικά της Ουάσιγκτον, προσπάθησε να λειτουργήσει ως “παράλληλος ΟΗΕ”. Προσπάθησε ακόμη και να υποκαταστήσει τον ΟΗΕ σε διάφορες κρίσεις αρχίζοντας από τα Βαλκάνια και τη Γιουγκοσλαβική κρίση. Όλες όμως οι μεταψυχροπολεμικές πράξεις του ΝΑΤΟ στις οποίες χρησιμοποιήθηκε βία χωρίς έγκριση από το Συμβούλιο Ασφαλείας (και σε αρκετές, όπως στη Λιβύη, για παράδειγμα, πολλά μέλη του ΝΑΤΟ δεν συμμετείχαν), παραβιάζουν την διεθνή έννομη τάξη, στερούνται νομιμότητας και ως εκ τούτου δεν μπορούν να παραγάγουν δίκαιο. Αυτό μπορεί κάποιοι να το θεωρούν “ψιλά γράμματα”, αλλά δεν είναι. Ας ρωτηθεί το πανίσχυρο Ισραήλ γιατί δεν μπορεί να νομιμοποιήσει τις συνέπειες του πολέμου του 1967, αλλά και η Τουρκία αναφορικά με τις “κατακτήσεις” της στην Κύπρο.
Στην περίπτωση της Συρίας βρισκόμαστε και στο τέλος της μεταψυχροπολεμικής εποχής, ένα γεγονός που προκύπτει και από την ενεργή και όχι παθητική πλέον στάση και συμπεριφορά των δύο μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας, της Κίνας και της Ρωσίας, ιδιαίτερα της δεύτερης. Ισχυρά μέλη του ΝΑΤΟ, όπως Γερμανία, Γαλλία και άλλα, στοιχίζονταν με τις ΗΠΑ σε διάφορες κρίσεις μέχρι πρόσφατα. Όμως στη Συρία, σήμερα και ειδικά μετά την δυναμική Ρωσική επέμβαση τα πράγματα έχουν διαφοροποιηθεί ριζικά. Η στοίχιση δεν είναι, πλέον, δεδομένη.
Η Ρωσία βρίσκεται στη Συρία νόμιμα κατόπιν πρόσκλησης της νόμιμης κυβέρνησης. Και έχει δώσει πολλαπλά δείγματα γραφής πως δεν θα καθίσει εκεί με σταυρωμένα χέρια σε περίπτωση επιδρομικής ενέργειας εκ μέρους της Τουρκίας. Και το ΝΑΤΟ όπως και το κάθε μέλος του -της Τουρκίας συμπεριλαμβανομένης- αντιλαμβάνονται την σοβαρότητα της κατάστασης όπως και τις συνέπειες αλόγιστων πράξεων. Τα πράγματα, όπως υπογραμμίζει και ο Πρόεδρος Τζόνσον στην επιστολή του για την κυπριακή κρίση του 1964, είναι πολύ επικίνδυνα, αφορούν στη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια και ξεπερνούν τις διμερείς σχέσεις κρατών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου