Γιατί
χαίρεται ο κόσμος και χαμογελά, πατέρα; Γιατί οι «φίτσιδες», οι
«μούντιδες» και οι «εσεντπίδες» ξαφνικά αγαπάνε Ελλάδα; Γιατί οι
Ευρωπαίοι χαρτογιακάδες αλληλοσυγχαίρονται για τα success stories του
στην άτακτη περιφέρεια;...
του ΓΙΑΝΝΗ ΚΙΜΠΟΥΡΟΠΟΥΛΟΥ
Γιατί τα χρηματιστήρια της κολλημένης στην ύφεση
Γιουρολάνδης κάνουν πάρτι μέρα παρά μέρα και ανταγωνίζονται σε ρεκόρ;
Γιατί
οι πολύφερνοι ξένοι επενδυτές ανακάλυψαν ακόμη και το χαροξεχασμένο από
το 2000 ελληνικό Χρηματιστήριο; Γιατί γίνονται ανάρπαστα τα
κουρελόχαρτα των διασωληνωμένων στην εντατική της κρατικής διάσωσης
τραπεζών; Γιατί
η μητέρα όλων των αγορών Wall Street...
Καταρρίπτει το ένα ιστορικό ρεκόρ
μετά το άλλο; Πώς δικαιολογείται ο υπερδιπλασιασμός του «Ντάου Τζόνι»
από το 2009 μέχρι σήμερα; Αντιστοιχεί αυτή η έκρηξη στην ισχνή
αμερικανική ανάκαμψη, μετά βίας πάνω από το 1% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο την
πενταετία της κρίσης;
Τι
χρηματοδοτεί τελικά η πλημμυρίδα χρήματος που εκπορεύτηκε από τις
μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες του κόσμου -7 τρισ. δολάρια και
συνεχίζουν!- από το 2008 και εντεύθεν; Την ανάκαμψη, την απασχόληση, το
εισόδημα, το δημοσιονομικό καθαρτήριο της Μέρκελ ή μήπως ένα ανελέητο
κερδοσκοπικό παιχνίδι που τρέφει την επόμενη φούσκα;
Όσοι έχουν χάψει το παραμύθι ότι αυτή τη φορά η καινούργια φάση «δημιουργικής καταστροφής» του καπιταλιστικού σύμπαντος θα έχει κάτι βαθιά εξυγιαντικό, καλό θα είναι να κρατήσουν λίγη από την όρεξή τους για τη συνέχεια. Θα σερβιριστεί και γλαρόσουπα.
Το ίδιο ισχύει για όσους έχουν καταπιεί αμάσητη την προτεσταντική φλυαρία της γερμανικής ελίτ και όσων την περιβάλλουν περί κοπής του ομφαλίου λώρου κρατικού και τραπεζικού χρέους και τα άλλα χαριτωμένα για ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων, φόρο στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές, «λουκέτο» στους φορολογικούς παραδείσους και «αμείλικτο κυνήγι» της φοροδιαφυγής. Δεν λέω ότι είναι ανύπαρκτες οι σχετικές καλές προθέσεις, αλλά ως γνωστόν με τέτοιες είναι σπαρμένος και ο δρόμος προς την κόλαση. Και να μην έχετε αμφιβολίες ότι βαδίζουμε σε άλλο δρόμο, εκτός απ’ αυτόν.
Ωστόσο, το ερώτημα που προκύπτει από την κραυγαλέα αντίθεση ανάμεσα στον πολλαπλό οργασμό των αγορών και την έρπουσα πραγματική οικονομία, τουλάχιστον στην καπιταλιστική Δύση και πρωτίστως στην αληθινά Γηραιά (άρα, καταδικασμένη στο μοιραίο) Ήπειρο, είναι βάσιμο. Αφού τα θεμελιώδη δεδομένα των οικονομιών και των επιχειρηματικών κολοσσών της Ευρώπης και των ΗΠΑ είναι επιεικώς άθλια, τουλάχιστον με βάση τα κριτήρια της νεοφιλελεύθερης οικονομικής ορθοφροσύνης, γιατί οι «επενδυτές» τα επιβραβεύουν γενναιόδωρα; Μήπως τα πράγματα έχουν αντιστραφεί και δεν το πήραμε είδηση; Μήπως τον ανταγωνισμό της ανάπτυξης, της μεγέθυνσης και της πλήρους απασχόλησης τον αντικατέστησε κάποιο πρωτάθλημα ύφεσης, ανεργίας και αποεπένδυσης; Τότε η Ελλάδα δικαιούται το έπαθλο. Είναι η υπερδύναμη της κρίσης.
Στην πραγματικότητα, ωστόσο, δεν συμβαίνει κάτι παράταιρο και ξένο προς τη φύση του καπιταλιστικού κινητήρα. Η αντίφαση στην οποία έχουν χαθεί οι πολιτικοί σχεδιαστές του νέου «υγιούς», απαλλαγμένου από ακραία κερδοσκοπία, φούσκες και εικονικό πλούτο, καπιταλισμού είναι η αδυναμία τους να κατανοήσουν τις κρίσεις υπερσυσσώρευσης.
Η «μαρξίστρια» Μέρκελ, που πάντρεψε γλυκά τα «απλά μαθήματα πολιτικής οικονομίας» από την FDJ με τα ταχύρρυθμα μαθήματα «προτεσταντικού καπιταλισμού» πλάι στον Κολ, φιλοδοξεί να σκάσει όσο το δυνατό περισσότερες από τις φούσκες που καταδυναστεύουν τον «παραγωγικό καπιταλισμό»: τη χρηματοπιστωτική, τη φούσκα των ακινήτων, τη φούσκα του κρατικού και ιδιωτικού χρέους, τη νομισματική φούσκα, την τεράστια φούσκα ενεργητικού του καπιταλιστικού κόσμου που στο τέλος αυτής της δεκαετίας υπολογίζεται πως θα ξεπεράσει τα 100 τρισ. δολάρια. Αλλά, για να σκάσει αυτή η φούσκα, θα πρέπει να μηδενιστεί το κοντέρ, να σταματήσει να δουλεύει εντελώς η «μηχανή». Όπερ αδύνατον.
Γιατί αυτό; Η δημιουργία πλούτου με διαρκή οικονομική μεγέθυνση και με αδιαπραγμάτευτο κίνητρο το κέρδος γεννά αυτό που αποκαλείται πλεονάζουσα ρευστότητα κεφαλαίου. Αυτοί που κατέχουν αυτή τη ρευστότητα, εφόσον θέλουν να παραμείνουν καπιταλιστές, πρέπει να επανεπενδύσουν ένα μέρος της με τρόπο και σε σφαίρες που τους αποδίδει κέρδος. Και τώρα πια έχουν να ανταγωνιστούν σ’ αυτό το πεδίο όχι τον ανταγωνιστή της γειτονιάς τους, της περιφέρειάς τους σε ακτίνα μερικών χιλιομέτρων ή της χώρας τους, αλλά χιλιάδες, ίσως και εκατομμύρια κατόχους πλεονάζουσας ρευστότητας που αναζητούν περισσότερες και μεγαλύτερες αγορές σ’ όλον τον πλανήτη.
Ωστόσο, ο πλανήτης των κατόχων ρευστότητας είναι και ενδιαίτημα υποαμειβόμενων μισθωτών και αδύναμων καταναλωτών. Και γι’ αυτό έχει όλο και μεγαλύτερες δυσκολίες να απορροφήσει επενδυτικά την πλεονάζουσα ρευστότητα. Θα χρειαζόταν ένας παγκόσμιος μέσος ρυθμός ανάπτυξης τουλάχιστον 5%, όσος ήταν όλη τη μεταπολεμική περίοδο, για να αποδώσει ένα εύλογο κέρδος η επανεπένδυση ενός αντίστοιχου μέρους του πλεονάζοντος κεφαλαίου. Με έναν ρυθμό ανάπτυξης 3% και κάτω, και τόσο άνισα κατανεμόμενο στον κόσμο, με τις ευρωπαϊκές κοινωνίες καθηλωμένες στην ύφεση και την αμερικανική στην υποκατανάλωση, το πράγμα στραβώνει.
Οι κάτοχοι του πλεονάζοντος κεφαλαίου έχουν, λοιπόν, δύο επιλογές: ή να ξεχάσουν ότι είναι καπιταλιστές, να παραιτηθούν από κάθε φιλοδοξία αύξησης κέρδους και να ξεκοκαλίσουν τα έτοιμα – που η αλήθεια είναι πως τους φτάνουν και για τα τρισέγγονα τους. Ή να ακολουθήσουν τη «φύση» τους, αναζητώντας εναλλακτικές πηγές κερδοφορίας. Η εικονική πραγματικότητα του χρήματος και των παραγώγων του σε κάθε δυνατή μορφή είναι η ιδεώδης εναλλακτική. Εξ ου και ο φλογερός έρωτας για τις μετοχές ακόμη και επιχειρηματικών κουφαριών, η λατρεία για τα ομόλογα ακόμη και της υποσαχάριας Αφρικής, το κυνήγι των κρατικών επιχειρήσεων που ξεπουλιούνται για μια τηγανιά πατάτες, οι τιτλοποιήσεις κάθε είδους μελλοντικής αξίας που, προς το παρόν, υπάρχει μόνο στη διεστραμμένη φαντασία τους ή το πάθος για την τέχνη – όσο πιο αφηρημένη και ακατάληπτη τόσο περισσότερα σκάνε γι’ αυτήν (60 εκατ. δολάρια για έναν Τζάκσον Πόλοκ έσκασε προ ημερών στη Νέα Υόρκη ένας ζαμπλουτίδης. Πού θα τον βάλει; Στο WC των επισκεπτών;). Εν ολίγοις, η διέξοδος για την πλεονάζουσα ρευστότητα κεφαλαίου είναι οι φούσκες του εγγύς μέλλοντός μας.
Κατά πώς έλεγε και ο θείος Κάρολος -τον οποίο η «μαρξίστρια» Μέρκελ είναι απίθανο να είχε καταλάβει από τα μαρξιστικά ακτίφ της FDJ στην Ανατολική Γερμανία- κατά την περίοδο της ανάπτυξης ο κάτοχος κεφαλαίου λατρεύει τα χειροπιαστά αγαθά, ενώ την περίοδο της κρίσης αναγνωρίζει το άυλο χρήμα ως μοναδικό πλούτο: «Μόλις πριν από λίγο ο μεθυσμένος από τη βιομηχανική άνθηση αστός διακήρυσσε ότι το χρήμα είναι κούφια ιδέα και ότι “μόνο το εμπόρευμα είναι χρήμα, μόνο το χρήμα είναι εμπόρευμα!” – αυτή η φωνή αντηχεί τώρα πάνω από την παγκόσμια αγορά». Πώς τα ’λεγε, όμως, ο άτιμος! Σαν να είχε ακούσει τον Μπερνάνκι της Fed, τον Κουρόντα της BoJ ή τον Ντράγκι της ΕΚΤ, που με τις ποσοτικές τους χαλαρώσεις και τις ανακυκλώσεις εικονικής ρευστότητας θεωρούν ότι χτυπούν φλέβες πλούτου, όπως ο Μωυσής χτυπούσε τον βράχο κι ανάβλυζε νερό. Η ίδια ψευδαίσθηση οδηγεί μονεταριστές και νεοκεϊνσιανούς να διαπληκτίζονται πάνω στην «κούφια ιδέα του χρήματος» και να ανταγωνίζονται στα τρικ με τα οποία θα το δημιουργήσουν σε νέα αφθονία και σε νέες, ευφάνταστες, τοξικές μορφές.
Είναι μάλλον απίθανο να αφήσει ασυγκίνητους τους κατόχους της πλεονάζουσας ρευστότητας αυτή η γενναιόδωρη προσφορά. Γύρω από τον πυρήνα χρήματος που προσπαθούν να «γεννήσουν» οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες για να τροφοδοτήσουν μια επενδυτική ανάκαμψη στήνονται οι επόμενες φούσκες: εταιρικά και κρατικά ομόλογα, μετοχές, μυστήριοι τζογαδόρικοι τίτλοι, ψηφιακά νομίσματα, υποθηκεύσεις της σοδειάς που δεν ξέρουμε αν θα μαζευτεί και πετρελαίου που δεν ξέρουμε αν ποτέ θα εξορυχτεί.
Τελικά, ίσως η χειρότερη φούσκα που μας απειλεί δεν είναι αυτή στην οποία δίνουν κάθε ανάσα τους οι κυνηγοί του κέρδους. Αλλά η φούσκα την οποία συνθέτουν οι πολιτικοί σχεδιαστές που θαρρούν πως μπορούν να απαλλάξουν τον καπιταλισμό από τις φούσκες και τον τοξικό τους αέρα.
ΕΠΕΝΔΥΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου