Η αλματώδης ανάπτυξη της ακροδεξιάς στην Ευρώπη δεν είναι πρόβλημα που μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με αντιφασιστικές κινητοποιήσεις, όσο απαραίτητες κι αν είναι, ούτε μέσω του Ποινικού Κώδικα...
του ΔΗΜΗΤΡΗ ΔΕΛΗΟΛΑΝΗ
Είναι ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα που πρέπει να εξεταστεί με μεγάλη προσοχή, αποφεύγοντας τις αυθαίρετες γενικεύσεις και κυρίως εκείνο τον πληθωριστικό χαρακτηρισμό ως «φασιστικού» οποιουδήποτε αυταρχικού πολιτικού φαινομένου που χαρακτηρίζει τον ελληνικό πολιτικό λόγο.
Δεν μπορούμε να καταπολεμήσουμε ό,τι δεν γνωρίζουμε και δεν μπορούμε να περιοριστούμε στον εξορκισμό. Ο φασισμός και ο ναζισμός, κινήματα και καθεστώτα διαφορετικά μεταξύ τους, έκαναν την εμφάνιση τους μεταξύ των δυο μεγάλων πολέμων, στηριζόμενα σε...
βαθιές πολιτικές και πολιτιστικές ρίζες. Εκείνη η ερμηνεία που αποδίδει την ανάπτυξη τους μόνο στην ολέθρια Συνθήκη των Βερσαλλιών είναι απλουστευτική και αγνοεί τα βαθειά αίτια της κρίσης που παρέσυρε τη φιλελεύθερη Ευρώπη μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι θεωρητικές βάσεις του φασισμού και του εθνικοσοσιαλισμού είχαν ήδη ωριμάσει στην τελευταία δεκαετία του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα και είχαν βρει έκφραση σε πολλαπλά όσο σημαντικά ρεύματα της ευρωπαϊκής διανόησης. Ξεκινώντας από την κριτική στον φιλελευθερισμό γιγαντώθηκε ένα ορμητικό ρεύμα ιδεών που οδήγησε στην ανάπτυξη διαφόρων εθνικιστικών ιδεολογιών, που βασίζονταν κυρίως στη μυθολογία της «ιδιομορφίας του πνεύματος» του κάθε λαού.
Εμπεδώθηκε ως δήθεν επιστημονικά επιβεβαιωμένη η ρατσιστική ιδέα της «φυλής», του «γένους», που υποτίθεται ότι καθορίζει την ανωτερότητα και την κατωτερότητα των διαφόρων «φυλετικών ομάδων» της ανθρωπότητας. Αναδείχτηκε και θεωρητικοποιήθηκε, τέλος, η ιδέα της «απόλυτης αντιπαλότητας» ανάμεσα στις διάφορες «ευρωπαϊκές πολιτιστικές οικογένειες», όπως είναι η αγγλοσαξωνική, η γερμανική, η λατινική, η σλαβική και άλλες.
Αυτές οι τοξικές ιδέες έπεισαν και κινητοποίησαν στοχαστές που διαδραμάτισαν κεντρικό ρόλο στη διαμόρφωση της σύγχρονης ευρωπαϊκής κουλτούρας. Αρκεί κανείς να αναφέρει το παράδειγμα της πρώτης καλλιτεχνικής πρωτοπορίας που έκανε ποτέ την εμφάνιση της, τους Φουτουριστές, με την απόλυτη δίψα τους για εκσυγχρονισμό, τεχνολογία και νεωτερικότητα.
Και πράγματι, το ζητούμενο εκείνου του ισχυρού ρεύματος ακροδεξιών ιδεών δεν ήταν η επιστροφή σε κάποια «παλιά καλή εποχή», αλλά η δημιουργία ενός νέου Κράτους, μιας Νέας Τάξης, μιας νέας Ευρώπης που θα καλείτο να αναλάβει την ευθύνη της παγκόσμιας διακυβέρνησης.
Οι τωρινοί Χίτλερ και Μουσολίνι
Ο στόχος των ιστορικών φασιστικών κινημάτων δεν ήταν η υπεράσπιση των παραδοσιακών εθνικών και θρησκευτικών ταυτοτήτων, που ποτέ δεν κινδύνευσαν, αλλά η ανάδειξη και η επιβολή νέων, επινοημένων ταυτοτήτων, φυλετικών και εθνικών, με αναφορά όχι στο ιστορικό έθνος παρά μόνο στο μυθικό. Οι φαντασιακές αυτές ταυτότητες έκαναν τότε για πρώτη φορά την εμφάνιση τους και γι’ αυτό εύκολα θεωρήθηκαν στοιχείο νεωτεριστικό, ριζοσπαστικό, επαναστατικό.
Ο προβληματισμός του Αντόνιο Γκράμσι στα πρώτα χρόνια του φασιστικού κινήματος, πριν ο ιταλικός φασισμός μετατραπεί σε καθεστώς, είναι ενδεικτικός. Ο Ιταλός μαρξιστής διανοούμενος αναρωτήθηκε για πολλά χρόνια κατά πόσο το φασιστικό κίνημα ήταν «επαναστατικό» ή «αντεπαναστατικό» σε σχέση με τους φιλελεύθερους θεσμούς, για να επεξεργαστεί τελικά την ιδέα της «παθητικής επανάστασης». Απ’ όλα αυτά δεν έμεινε απολύτως τίποτα στους τωρινούς νεοφασισμούς και νεοναζισμούς που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αλωνίζουν σε όλες τις χώρες της ΕΕ.
Οι τωρινοί -φανεροί και κρυφοί- οπαδοί του Χίτλερ και του Μουσολίνι ευαγγελίζονται μια αφηρημένη και απόλυτη υπεράσπιση υποτιθέμενων εθνικών και θρησκευτικών ταυτοτήτων που φέρονται να καθορίστηκαν εδώ και αιώνες και να παρέμειναν ως εκ θαύματος αναλλοίωτες. Η απατηλή υπόσχεσή τους είναι ότι η «λευκή Ευρώπη» θα επανέλθει έτσι στις προνομιούχες θέσεις εξουσίας που ο Οντίν, το Πεπρωμένο της Αρίας Φυλής ή η προτεσταντική εκδοχή του χριστιανισμού τής είχαν εξασφαλίσει στο παρελθόν.
Δεν χρειάζεται να επεκταθεί κανείς στο πόσο απέχουν οι ιδέες αυτές από τη σύγχρονη διεθνή πραγματικότητα. Εκείνο που έχει ενδιαφέρον είναι η εμμονική βούληση των κινημάτων αυτών να εθελοτυφλούν μπροστά στις πιο μακροσκοπικές αλλαγές της εποχής μας. Το απλοϊκό όσο δημαγωγικό κήρυγμά τους περιορίζεται σε αντιδραστικές, οπισθοδρομικές κραυγές: δώστε μας πίσω τον εικοστό αιώνα. Καμία ιδέα, καμία έστω στοιχειώδη αντίληψη για κάποια νέα Τάξη στον εικοστό πρώτο αιώνα.
Αυτή είναι η μεγαλύτερη διαφορά ανάμεσα στον ιστορικό φασισμό και ναζισμό και τον τωρινό. Τότε τα ιστορικά κινήματα της άκρας δεξιάς βασίζονταν ακριβώς στην προϋπόθεση ότι η ίδια η ύπαρξή τους ενσάρκωνε μια Νέα Τάξη: ταύτιζαν την παλαιά Τάξη του φιλελευθερισμού και της δημοκρατίας με το χάος, τη διαμάχη, τη σύγκρουση. Τα Fasci di Combattimento εκπροσωπούσαν, αντίθετα, την τάξη στους δρόμους και τους θεσμούς, τη συνοχή του λαού, την κοινωνική πειθαρχεία.
Άναρθρες κραυγές
Η επιθυμητή τάξη γινόταν εμφανής στη συνοχή της στρατιωτικής φάλαγγας που βαδίζει ακολουθώντας έναν και μόνον Αρχηγό, έναν Duce ή Fuhrer. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στα ντοκιμαντέρ της Λένι Ρίφενσταλ για να καταλάβει κατά πόσο όλη η ναζιστική προπαγάνδα, όλη η οργάνωση της νεολαίας, στηριζόταν ακριβώς σε αυτές τις εικόνες. Που είχαν τεράστια απήχηση όχι μόνο στα λαϊκά στρώματα, αλλά και στους αστούς. Η τάξη ήταν ταυτόχρονα και ο απώτερος σκοπός αλλά και το μέσο για να επιτευχθεί: η ξέφρενη βία, οι ομάδες εφόδου, ο πόλεμος, ακόμη και η γενοκτονία των Εβραίων, βασίζονταν ακριβώς σε αυτή την αντίληψη.
Αν κοιτάξουμε αντίθετα τις εικόνες με τους χρυσαυγίτες που επιτίθενται στο Κοινοβούλιο, θα διαπιστώσουμε ότι έχουμε να κάνουμε με χούλιγκανς του ποδοσφαίρου, εγκληματικές συμμορίες των περιχώρων, άτακτα μπουλούκια σε απόλυτη ιδεολογική σύγχυση. Κι όταν ακούσουμε τις συνεντεύξεις του Σαλβίνι, του Όρμπαν ή αρχηγών τωρινών ακροδεξιών ομάδων ή ακόμη και τις τσιρίδες του αντιπροέδρου της ΝΔ στο ΣΚΑΙ, βλέπουμε ότι σε επίπεδο ιδεών κυριαρχεί η απόλυτη ένδεια.
Κάποιος, δηλαδή, φαντασιακός χριστιανισμός (εκδοχής μητροπολίτη Καλαβρύτων) ή εθνικισμός ή ελληνισμός, μπερδεύεται με μάγους, παγανιστές και σατανιστές στον κοινό σκοπό της υπεράσπισης κάποιας Χριστιανικής Ευρώπης, ή Εθνικής Κυριαρχίας, ή Λευκής Φυλής, ή κάποιας επινοημένης εθνικής ταυτότητας, ή οποιουδήποτε άλλου ιερού αγαθού, παντελώς αδιευκρίνιστου και μυστηριώδους. Κατά κανόνα όμως βασισμένο στη φθηνή μυθολογία του Διαδικτύου.
Δεν χωράει αμφιβολία ότι οι άναρθρες κραυγές της εξτρεμιστικής δεξιάς είναι αποτέλεσμα της κρίσης της ευρωπαϊκής πολιτικής. Η γερμανική ηγεμονία στην Ευρωζώνη ποτέ δεν έκρυψε τη δυσπιστία της προς την πολιτική και την προτίμηση της προς τεχνοκρατικές κυβερνήσεις ή, ακόμη πιο απλά, προς τις επιλογές των αγορών. Το αποτέλεσμα ήταν μια σειρά με Ευρωπαϊκές Επιτροπές αποτελούμενες από πολιτικούς τρίτης διαλογής, οι οποίοι -όπως εμείς οι Έλληνες γνωρίζουμε καλύτερα από κάθε άλλον- διαχειρίστηκαν την κρίση χρέους με τον χειρότερο τρόπο.
Η ανικανότητα της ευρωπαϊκής πολιτικής
Το ίδιο συνέβη και με το μεταναστευτικό και συμβαίνει αυτή την περίοδο και με το Brexit. Γι’ αυτόν το λόγο κανείς δεν εκπλήσσεται που η ευρωπαϊκή πολιτική τάξη αποδεικνύεται παντελώς ανίκανη να προχωρήσει σε εκείνες τις βαθιές αλλαγές στους θεσμούς της ΕΕ που είναι απαραίτητες, προκειμένου να διασφαλιστεί η διαδικασία ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Η ανικανότητα όμως της ευρωπαϊκής πολιτικής δεν αρκεί από μόνη της να εξηγήσει την ανάδειξη της άκρας δεξιάς. Οι φασίστες και οι ναζιστές του παρελθόντος είχαν διαπαιδαγωγηθεί με εκείνες τις ιδέες που τελικά οδήγησαν την Ευρώπη σε έναν νέο και ακόμη πιο ολέθριο πόλεμο. Αναρωτιέται κανείς ποιες ιδέες διαπαιδαγώγησαν τους πολίτες της ενιαίας Ευρώπης, πού ακριβώς χάθηκε η ιδέα της Ευρώπης των λαών και των εθνών και όχι μόνον των κρατών και των αγορών.
Αναρωτιέται επίσης για ποιο λόγο οι νέοι Ευρωπαίοι αγνοούν την ίδια την ιστορία τους και δυσκολεύονται τόσο πολύ στο να αντιμετωπίσουν με κριτικό πνεύμα τη δημοκρατική πολιτική, επιβάλλοντας τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις αντί να την απορρίψουν in toto.Να κατανοήσουν δηλαδή ότι στις σοβαρότατες στρεβλώσεις της ευρωπαϊκής ιδέας μπορεί να υπάρξει μια πολιτική απάντηση που να βάζει στην άκρη την ακροδεξιά δημαγωγία και να αναδεικνύει τη δύναμη της δημοκρατίας και της λαϊκής συμμετοχής. Πρόκειται για ερωτήματα που δύσκολα θα βρουν κάποια απάντηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου