Εάν το Ηνωμένο Βασίλειο αποχωρήσει χωρίς συμφωνία, δεν θα υπάρξει σύμφωνο διαζυγίου, καμία μεταβατική περίοδος, και καμία προστασία για τα ιρλανδικά σύνορα. Ο χωρισμός θα είναι καθαρός, υπό την έννοια ότι δεν θα ισχύσει κανένας από τους παλαιούς περιορισμούς. Αλλά θα είναι επίσης χαοτικός...
Amanda Sloat foreignaffairs.gr
Η AMANDA SLOAT είναι ανώτερη υπότροφος Robert Bosch στο Center on the United States and Europe στο Ινστιτούτο Brookings.
Το διαζύγιο είναι επώδυνο, ειδικά όταν ένας γάμος έχει διαρκέσει για περισσότερο από 40 χρόνια και η ζωή και τα οικονομικά είναι βαθιά αλληλένδετα. Τα συναισθήματα είναι έντονα, τα περιουσιακά στοιχεία αμφισβητούνται, και αμέτρητες λεπτομέρειες πρέπει να αντιμετωπιστούν. Η απόφαση του Ηνωμένου Βασιλείου να...
εγκαταλείψει την Ευρωπαϊκή Ένωση τον Ιούνιο του 2016 δεν ήταν διαφορετική: Οι διαπραγματεύσεις για το διαζύγιο [1] προκάλεσαν έντονες συζητήσεις σχετικά με τις μελλοντικές σχέσεις του Ηνωμένου Βασιλείου με την Ευρωπαϊκή Ένωση και βεβιασμένες διευθετήσεις με την Βόρεια Ιρλανδία [2] και την Σκωτία.
Η βρετανική κυβέρνηση υπήρξε από την αρχή ένα αμφίθυμο μέλος της οικογένειας της ΕΕ. Το 1957, το Ηνωμένο Βασίλειο επέλεξε να μην συμμετάσχει από την αρχή στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα, απρόθυμο να παραχωρήσει κυριαρχία σε ένα υπερεθνικό θεσμικό όργανο και ανησυχώντας ότι θα κάνει ζημιά στους δεσμούς του με την Κοινοπολιτεία. Το 1973, η βρετανική κυβέρνηση προσχώρησε στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα. Όμως, με την πάροδο των ετών, διαπραγματεύτηκε μια έκπτωση που μείωνε τις οικονομικές της συνεισφορές και δεν συμμετείχε σε διάφορες εμβληματικές πολιτικές, συμπεριλαμβανομένου του ευρώ και του χώρου Σένγκεν.
Όταν ο πρώην πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον διεξήγαγε δημοψήφισμα για την ένταξη στην ΕΕ τον Ιούνιο του 2016, επιδίωξε να τερματίσει μια μακροχρόνια διαφωνία εντός του Συντηρητικού Κόμματός του για την θέση του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ευρώπη. Οι δημοσκοπήσεις [3] έδειξαν ότι το κοινό δεν αναγνώριζε την Ευρώπη ως το σημαντικότερο ζήτημα πριν να ανακοινώσει το δημοψήφισμα στις αρχές του 2016. Μετά από μια αμφισβητούμενη εκστρατεία, οι Βρετανοί ψηφοφόροι επέλεξαν με διαφορά 51,9 έναντι 48,1% να εγκαταλείψουν την ΕΕ. Οι στάσεις ποίκιλλαν σε ολόκληρη την χώρα, με σταθερές πλειοψηφίες στην Σκωτία, την Βόρεια Ιρλανδία και το Λονδίνο να προτιμούν να παραμείνουν [εντός της ΕΕ].
Στις 29 Μαρτίου 2017, η βρετανική κυβέρνηση κοινοποίησε στην ΕΕ την πρόθεσή της να αποσυρθεί, επικαλούμενη το άρθρο 50 [4] της Συνθήκης της Λισαβόνας της ΕΕ. Τον Ιούνιο του 2017, οι δύο πλευρές άρχισαν περίπλοκες διαπραγματεύσεις για τους όρους του χωρισμού που είχε προγραμματιστεί να τεθεί σε ισχύ στις 29 Μαρτίου 2019. Το Λονδίνο δέχθηκε την προτιμώμενη από τις Βρυξέλλες αλληλουχία για τις συνομιλίες: Οριστικοποίηση του διαζυγίου πριν την αντιμετώπιση του μέλλοντος. Υπήρχε λογική στην προσέγγιση αυτή, καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση θέλησε το Ηνωμένο Βασίλειο να κάνει ένα καθαρό διαζύγιο πριν οριστούν νέες ρυθμίσεις. Τον Νοέμβριο του 2018, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ευρωπαϊκή Ένωση διαπραγματεύθηκαν μια νομικά δεσμευτική συμφωνία αποχώρησης που καθόριζε τους όρους αποχώρησης, καθώς και μια μη νομικά δεσμευτική πολιτική δήλωση που καθορίζει τις κατευθυντήριες αρχές για μια μελλοντική σχέση. Το Βρετανικό Κοινοβούλιο προσπάθησε να επικυρώσει αυτά τα έγγραφα εν μέσω επιχειρημάτων σχετικά με την προτιμώμενη φύση της σχέσης του Ηνωμένου Βασιλείου με την Ευρώπη, σε μεγάλο βαθμό σύμφωνα με το πνεύμα των συζητήσεων που προκάλεσαν το δημοψήφισμα.
Το backstop για την Βόρεια Ιρλανδία έχει καταστεί αντιπροσωπευτικό για αυτή την διαμάχη. Το Ηνωμένο Βασίλειο αποτελεί επί του παρόντος μέρος της τελωνειακής ένωσης και της ενιαίας αγοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θα αποχωρήσει και από τα δύο μετά το Brexit, κάτι που θα αναβιβάσει το καθεστώς των ιρλανδικών συνόρων σε τελωνειακό σύνορο με τους σχετικούς ελέγχους. Αυτό θα ήταν πρακτικά δύσκολο και ψυχολογικά καταστροφικό για πολλούς που ζουν στην Βόρεια Ιρλανδία, δεδομένης της ιστορίας των βίαιων συγκρούσεων και της πρόσφατης επιτυχίας στην απομάκρυνση στρατιωτικών παρατηρητηρίων και σημείων ελέγχου στα σύνορα ως μέρος της ειρηνευτικής διαδικασίας.
Τόσο το Ηνωμένο Βασίλειο όσο και η Ευρωπαϊκή Ένωση θέλουν να αποφύγουν την επιβολή σκληρών συνόρων, ιδανικά αντιμετωπίζοντας το ζήτημα μέσω της οικονομικής τους σχέσης μετά το Brexit. Ωστόσο, εάν και μέχρι να γίνουν τέτοιες ρυθμίσεις, η Ευρωπαϊκή Ένωση επέμεινε στην πρόβλεψη ενός ορίου (backstop) [5] στην συμφωνία αποχώρησης: Το σύνολο του Ηνωμένου Βασιλείου θα παραμείνει σε τελωνειακή ένωση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ η Βόρειος Ιρλανδία θα συμμορφωθεί με επιπλέον κανονισμούς της ενιαίας αγοράς για τα εμπορεύματα και τα τρόφιμα.
Μια δυσάρεστη πραγματικότητα έχει καταστεί αδύνατο να αγνοηθεί: Η μεγαλύτερη απόκλιση από τους κανονισμούς της ΕΕ θα δώσει στο Ηνωμένο Βασίλειο περισσότερη οικονομική και εμπορική ανεξαρτησία, αλλά με τίμημα περισσότερο διεισδυτικούς ελέγχους επί των εμπορευμάτων που διασχίζουν τα σύνορα της Βόρειας Ιρλανδίας. Οι διαπραγματευτικοί στόχοι της Βρετανίδας πρωθυπουργού Theresa May -να εγκαταλείψει την ενιαία αγορά και την τελωνειακή ένωση της ΕΕ, να αποτρέψει ένα σκληρό σύνορο με την Ιρλανδία και να διασφαλίσει μια [ενιαία] προσέγγιση σε όλη τη χώρα για το Brexit- δημιούργησαν ένα «τρίλημμα» [6] που αποδείχθηκε δύσκολο να ικανοποιηθεί. Οι υπέρ του Brexit στο κόμμα της φοβούνται ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα μπορούσε να παραμείνει παγιδευμένο στην τελωνειακή ένωση, δεδομένου ότι το backstop δεν είναι χρονικά περιορισμένο ούτε επιτρέπει τη μονομερή απόσυρση. Το Δημοκρατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (DUP) της Βόρειας Ιρλανδίας, του οποίου δέκα βουλευτές υποστήριξαν την συντηρητική κυβέρνηση της Μέι από τότε που έχασε την πλειοψηφία της στις εκλογές του Ιουνίου του 2017, δεν επιθυμεί την διαφορετική μεταχείριση της περιοχής από το υπόλοιπο Ηνωμένο Βασίλειο. Το Εργατικό Κόμμα έχει υποστηρίξει ένα ηπιότερο Brexit που να κρατάει το Ηνωμένο Βασίλειο στην τελωνειακή ένωση, ενώ ορισμένα μέλη των Εργατικών μαζί με τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες και τους Σκώτους Εθνικιστές αντιτάσσονται πλήρως στο Brexit. Ωστόσο, η Μέι, με κίνητρο την διατήρηση της ενότητας του Συντηρητικού Κόμματος, έχει επανειλημμένα επιδιώξει να αλλάξει το backstop (κάτι στο οποίο αντιτίθεται η Ευρωπαϊκή Ένωση) παρά να τροποποιήσει την πολιτική διακήρυξη με το να επιτρέψει μεγαλύτερη ευθυγράμμιση στη μελλοντική σχέση (κάτι που η ΕΕ θα διευκόλυνε).
ΑΠΟΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ΤΗΝ «ΠΟΛΥΤΙΜΗ ΕΝΩΣΗ»
Ακριβώς όπως το διαζύγιο μπορεί να είναι δύσκολο για τα παιδιά, το Brexit έχει δημιουργήσει προκλήσεις για τα συστατικά μέρη του Ηνωμένου Βασιλείου, ιδίως την Βόρεια Ιρλανδία και την Σκωτία. Η Βόρεια Ιρλανδία αποτελείται από έξι κομητείες που παρέμειναν μέρος του Ηνωμένου Βασιλείου μετά την ανεξαρτησία της Ιρλανδίας το 1921. Η προτεσταντική και κυρίως υπέρ της ένωσης [στμ: οι unionists, υπέρμαχοι της ένωσης με την υπόλοιπη Μεγάλη Βρετανία] κοινότητα, και οι Καθολικοί και σε μεγάλο βαθμό εθνικιστές συνέχισαν να αμφισβητούν το καθεστώς αυτού του εδάφους πολύ καιρό μετά από αυτή την διάσπαση. Δεκαετίες βίας, γνωστές ως Troubles, άφησαν περισσότερους από 3.600 νεκρούς στα τέλη του 20ού αιώνα. Η σύγκρουση έληξε με την Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής του 1998 [7], η οποία δημιούργησε μια διευθέτηση επιμερισμού των εξουσιών που έδωσε και στις δύο κοινότητες την δυνατότητα να έχουν λόγο στην περιφερειακή διακυβέρνηση. Οι παραστρατιωτικές ομάδες παρέδωσαν τα όπλα τους και η βρετανική κυβέρνηση μείωσε την στρατιωτική της παρουσία της εκεί. Η ένταξη στην ΕΕ τόσο του Ηνωμένου Βασιλείου όσο και της Ιρλανδίας επέτρεψε ένα ανοιχτό σύνορο, το οποίο στήριξε την εύθραυστη ειρήνη στην Βόρεια Ιρλανδία με το να αφαιρέσει πρόσθετες φυσικές, οικονομικές και ψυχολογικές διαιρέσεις μεταξύ των δύο χωρών.
Στο δημοψήφισμα του Brexit, το 55,8% των ψηφοφόρων στην Βόρεια Ιρλανδία προτίμησε να παραμείνει στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Λίγες εβδομάδες μετά την ψηφοφορία, ο πρώτος υπουργός και ο αναπληρωτής πρώτος υπουργός της Βόρειας Ιρλανδίας -που αντιπροσώπευαν διαφορετικές κοινότητες και είχαν αντίθετες θέσεις στο δημοψήφισμα- έστειλαν κοινή επιστολή προς τη Μέι δηλώνοντας τις κοινές ανησυχίες τους σχετικά με τις συνέπειες της αποχώρησης για την περιοχή. (Ο ηγέτης του DUP είχε υποστηρίξει το Brexit, αλλά και πάλι ήθελε να εξασφαλίσει την ελεύθερη κυκλοφορία ανθρώπων και αγαθών πέρα από τα σύνορα, την συνέχιση της χρηματοδότησης της ΕΕ για την υποστήριξη της οικονομικής ανάπτυξης και των ειρηνευτικών πρωτοβουλιών, και την προστασία του τομέα των γεωργικών διατροφικών προϊόντων από τους δασμολογικούς φραγμούς). Η κυβέρνηση επιμερισμού της εξουσίας κατέρρευσε έξι μήνες αργότερα εν μέσω ενός τοπικού σκανδάλου, με την πολιτικοποίηση των συζητήσεων του Brexit να εμποδίζουν τις προσπάθειες για την ανασύστασή της. Ο Ιανουάριος του 2019 σηματοδότησε δύο χρόνια χωρίς κυβέρνηση στην Βόρεια Ιρλανδία.
Η μεταπολεμική κοινωνία της Βόρειας Ιρλανδίας -όπου τα «τείχη της ειρήνης» χωρίζουν τις κοινότητες, μόνο το 7% των παιδιών [8] παρακολουθούν κοινά σχολεία, και παραστρατιωτικές ομάδες που διαφωνούν εξακολουθούν να πυροδοτούν βόμβες σε αυτοκίνητα [9]- έγινε πιο πολωμένη [10] καθώς το Westminster καυγάδιζε. Μια δημοσκόπηση τον Δεκέμβριο του 2018 [11] διαπίστωσε ότι το 69% εκείνων υπέρ της ένωσης ήταν αντίθετοι στο να αποχωρήσει η Βόρεια Ιρλανδία από την ΕΕ με όρους διαφορετικούς από εκείνους του υπόλοιπου Ηνωμένου Βασιλείου˙ σε αντιδιαστολή, το 88% των εθνικιστών και το 65% των συνολικά ερωτηθέντων βλέπουν αυτό το σενάριο ως συμφέρον. Ομοίως, τα δύο τρίτα των υπέρ της ένωσης (unionists) θα προτιμούσαν το Ηνωμένο Βασίλειο να εγκαταλείψει την Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς να υπάρχει συμφωνία (ακόμη και αν αυτό απαιτεί συνοριακούς ελέγχους) παρά να παραμείνει˙ το 90% των εθνικιστών προτιμούν να παραμένουν στην ΕΕ υπό τους όρους αυτούς. Χαρακτηριστικά, μια δημοσκόπηση που διεξήχθη τον Μάρτιο του 2019 [12] διαπίστωσε ότι και οι δύο κοινότητες (πάνω από 60% σε κάθε πλευρά) θα υποστήριζαν μια ηπιότερη έξοδο για ολόκληρο το Ηνωμένο Βασίλειο εάν εγκαταλείψει την ΕΕ.
Το Brexit δημιούργησε επίσης ερωτήματα σχετικά με το μελλοντικό καθεστώς της Σκωτίας, της οποίας οι δεσμοί με την Αγγλία χρονολογούνται από την ένωση των βασιλείων το 1603 και των κοινοβουλίων το 1707. Το κοινοβούλιο της Σκωτίας ιδρύθηκε το 1999 ως μέρος της προσπάθειας του πρωθυπουργού, Τόνι Μπλερ, να αποκεντρώσει την εξουσία σε όλο το Ηνωμένο Βασίλειο. Η κυβέρνηση, της οποίας ηγείται το Εθνικό Κόμμα της Σκωτίας από το 2011, πραγματοποίησε δημοψήφισμα τον Σεπτέμβριο του 2014 για το κατά πόσον η Σκωτία πρέπει να γίνει ανεξάρτητη χώρα. Με ποσοστό συμμετοχής άνω του 84%, οι Σκωτσέζοι ψήφισαν [13] με διαφορά 55,3 έναντι 44,7% υπέρ του να παραμείνουν στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Στο δημοψήφισμα του Brexit δύο χρόνια αργότερα, το 62% των ψηφοφόρων στην Σκωτία (συμπεριλαμβανομένων των πλειοψηφιών σε όλες τις επαρχίες) προτιμούσαν να παραμείνουν στην ΕΕ. Η πρώτη υπουργός, Nicola Sturgeon, ζήτησε σύντομα ένα δεύτερο δημοψήφισμα ανεξαρτησίας, επικαλούμενη [14] την «σημαντική και ουσιαστική αλλαγή των συνθηκών» που το εκλογικό μανιφέστο του κόμματός της έλεγε ότι θα μπορούσε να προκαλέσει αίτημα για άλλο ένα δημοψήφισμα. Παρά τον αρχικό ενθουσιασμό, οι δημοσκοπήσεις [15] δεν έχουν δείξει μια σημαντική αύξηση της υποστήριξης για την ανεξαρτησία. Κατ’ αρχήν, οι Σκωτσέζοι έχουν κουραστεί να ψηφίζουν: Από το 2014 έως το 2017, ψήφισαν σε δύο δημοψηφίσματα, δύο βρετανικές εκλογές, εκλογές για το σκωτικό κοινοβούλιο και σε τοπικές εκλογές. Έμαθαν ότι τα δημοψηφίσματα δεν επιλύουν οριστικά τα πολιτικά ζητήματα. Οι διαπραγματεύσεις του μπερδεμένου Brexit αποθάρρυναν περαιτέρω τους ψηφοφόρους: Αν χρειάζεται τόσο πολύ [προσπάθεια] για να διαλυθεί μια 40χρονη ένωση, το ξήλωμα δεσμών 300 ετών θα είναι πολύ πιο δύσκολο. Η συζήτηση για την Βόρεια Ιρλανδία κατέδειξε ότι μια ανεξάρτητη Σκωτία στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα χρειαζόταν σύνορα με μια μετα-Brexit Αγγλία.
ΕΝΑ ΑΒΕΒΑΙΟ ΜΕΛΛΟΝ
Το πώς, το πότε και ακόμη και το εάν το Ηνωμένο Βασίλειο εγκαταλείψει την ΕΕ παραμένει ασαφές. Υποθέτοντας ότι θα αποχωρήσει όντως, η φύση της αποχώρησής του θα διαμορφώσει τις μελλοντικές σχέσεις του με την Ευρώπη. Οι παρατεταμένες και αμφισβητούμενες διαπραγματεύσεις έχουν ήδη μειώσει την εμπιστοσύνη μεταξύ Λονδίνου και Βρυξελλών, βλάπτουν την φήμη του Ηνωμένου Βασιλείου σε ολόκληρη την ήπειρο και τροφοδοτούν την αντιπάθεια κατά των υπέρμαχων του Brexit εγχωρίως. Η καλή θέληση μεταξύ του Λονδίνου και του Δουβλίνου, που τροφοδοτείται από δεκαετίες επιτυχούς διαχείρισης της ειρηνευτικής διαδικασίας στην Βόρεια Ιρλανδία, μειώνεται επίσης.
Εάν το Ηνωμένο Βασίλειο αποχωρήσει χωρίς συμφωνία, δεν θα υπάρξει σύμφωνο διαζυγίου, καμία μεταβατική περίοδος, και καμία προστασία για τα ιρλανδικά σύνορα. Ο χωρισμός θα είναι καθαρός, υπό την έννοια ότι δεν θα ισχύσει κανένας από τους παλαιούς περιορισμούς. Αλλά θα είναι επίσης χαοτικός, καθώς οι πλευρές θα αναγκαστούν να αναπτύξουν αποσπασματικούς μηχανισμούς για τα πάντα, από τα τελωνεία και τους δασμούς μέχρι τα δικαιώματα των πολιτών και την ανταλλαγή πληροφοριών [των μυστικών υπηρεσιών].
Εάν υπάρξει μακρά παράταση μέχρι την ημερομηνία εξόδου του, το Ηνωμένο Βασίλειο θα πρέπει να βρει μια διέξοδο από το σημερινό αδιέξοδο. Αν και Βρετανοί ψηφοφόροι, δημοσιογράφοι και ακόμη και η πρωθυπουργός έχουν σωρεύσει χλεύη στο βρισκόμενο εν αδιεξόδω Κοινοβούλιο, οι πολωμένοι βουλευτές αντιπροσωπεύουν μια διαιρεμένη χώρα. Μια πρόσφατη δημοσκόπηση [16] μετά την δεύτερη ήττα της συμφωνίας της Μέι αποκάλυψε δημόσια δυσαρέσκεια σχετικά με την συμφωνία της καθώς και μια αύξηση της υποστήριξης για πολλές αντιφατικές θέσεις: Καμία συμφωνία, ένα δεύτερο δημοψήφισμα, και παραμονή στην ΕΕ. Αν το Ηνωμένο Βασίλειο αναγκαστεί να εκλέξει εκπροσώπους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τον Μάιο ως προϋπόθεση για μια μεγαλύτερη παράταση, το εκλογικό σώμα του μπορεί να επιλέξει βουλευτές που θα αντικατοπτρίζουν την οργή των υπέρμαχων του Brexit ή που θα παρεμποδίζουν τις δημοσιονομικές συζητήσεις της ΕΕ και τις εκκρεμούσες μεταρρυθμίσεις.
Ακόμη και αν το Ηνωμένο Βασίλειο συμφωνήσει τελικά με μια συμφωνία που θα ολοκληρώνει το διαζύγιο, οι πλευρές πρέπει στην συνέχεια να ξεκινήσουν την επίπονη διαδικασία καθορισμού της μελλοντικής τους σχέσης. Είκοσι ένας μήνες έχουν προϋπολογιστεί για αυτή την διαδικασία, αλλά θα μπορούσε να διαρκέσει πολύ περισσότερο -ιδιαίτερα λόγω της συνεχιζόμενης εγχώριας διαμάχης. Το Ηνωμένο Βασίλειο θα έχει περιορισμένη μόχλευση στις διαπραγματεύσεις. Ωστόσο, δεδομένου του πόσο κοντά βρίσκεται και του πόσα συμφέροντα μοιράζεται με την Ευρώπη, η ΕΕ θα πρέπει να συνεχίσει να συνεργάζεται με το «πρώην» της για ζητήματα ασφάλειας, καθώς και για οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές υποθέσεις. Παντρεμένοι, διαζευγμένοι ή ανίκανοι να χωρίσουν, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ευρωπαϊκή Ένωση θα είναι συνδεδεμένοι μεταξύ τους για πολλά ακόμη χρόνια, τελικά.
Copyright © 2019 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
Σύνδεσμοι:
Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου