Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2018

Πώς βάλαμε και με τα χέρια μας τις γερμανικές πολεμικές οφειλές «κάτω από το χαλί»

Ακόμα και οι πρωταγωνιστές του «βιασμού» της κατοχικής Ελλάδας το παραδέχτηκαν! «Η Ελλάδα δοκίμασε τα δεινά του πολέμου, όπως ίσως καμία άλλη χώρα της Ευρώπης», έγραψε σε άρθρο του το 1943 ο υπουργός Οικονομίας του Χίτλερ, Βάλτερ Φουνκ. «Οι Γερμανοί άρπαξαν από τους Έλληνες ακόμη και τα κορδόνια των παπουτσιών τους», είπε ο Ιταλός δικτάτορας Μπενίτο Μουσολίνι...
οφειλές
της ΕΛΕΝΗΣ ΜΠΕΛΛΟΥ
Η Ελλάδα πράγματι πλήρωσε την Κατοχή πολύ ακριβά. Πλήρωσε πρώτα από όλα το κόστος σε ανθρώπινες ζωές, αφού οι απώλειες κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου υπολογίζονται σε 770.000 άμαχους. Ανυπολόγιστες, όμως, υπήρξαν και οι...
υλικές καταστροφές που υπέστη και οδήγησαν την ελληνική οικονομία στην πλήρη κατάρρευση.
Η απελευθέρωση βρήκε τον πληθυσμό της χώρας μειωμένο κατά 12%. Περίπου 880 χιλιάδες άνθρωποι έμειναν ανάπηροι. 1.170 χωριά υπέστησαν ολοκαύτωμα. Το 23% του οικοδομικού πλούτου της Ελλάδας χάθηκε, με πάνω από 1 εκατ. ανθρώπους να μένουν άστεγοι μετά από βομβαρδισμούς ή εμπρησμούς. Οι υποδομές δέχτηκαν βαρύτατο πλήγμα. Πάνω από 5 χιλιάδες σχολεία καταστράφηκαν, τα ¾ του σιδηροδρομικού δικτύου τέθηκαν εκτός λειτουργίας, γέφυρες και δρόμοι βομβαρδίστηκαν, ενώ φεύγοντας οι κατακτητές ανατίναξαν ακόμη και τον Ισθμό της Κορίνθου και κατέστρεψαν ότι μπορούσε να καταστραφεί στο λιμάνι του Πειραιά. Ο ΕΛΑΣ κατάφερε τουλάχιστον να σώσει την Ηλεκτρική, ενώ έπειτα από πιέσεις σώθηκε και η υδροδότηση. Τεράστιες ήταν οι συνέπειες στη γεωργία και την κτηνοτροφία. Τα δάση μας μειώθηκαν κατά 25%, η γεωργική παραγωγή κατά 75% και τα ζώα κατά 80%. Ανυπολόγιστες ήταν οι ζημιές και στον εμπορικό στόλο, τη βιομηχανία και τις μικρο-επιχειρήσεις. Οι ναζί επιτάξαν τα μεταλλεία. Οτιδήποτε ήταν βρώσιμο, χρήσιμο ή πολύτιμο έφυγε στο Γ’ Ράιχ. Μαζί τους έφυγαν και χιλιάδες αρχαιότητες, ενώ καταστροφές υπέστησαν και σημαντικά μνημεία.
Εβδομήντα και πλέον χρόνια μετά η μνήμη της θηριωδίας δεν έχει σβήσει. Δεν έχουν σβήσει όμως ακόμη και οι οικονομικές επιπτώσεις της αφαίμαξης της Ελλάδας.
Φταίνε μόνο οι Γερμανοί που δεν αναγνωρίζουν τις πολεμικές οφειλές; Ή μήπως κι εμείς «βάλαμε τα χέρια μας και βγάλαμε τα μάτια μας»;
Δανεικά κι αγύριστα
Η ρημαγμένη Ελλάδα, πληγωμένη ήδη οικονομικά από την πτώχευση του 1932, εν μέσω πολέμου έπρεπε επιπλέον να πληρώνει τα «κατοχικά έξοδα», τις δαπάνες δηλαδή για τη διαβίωση των γερμανικών στρατευμάτων. Κι όχι μόνο εντός των συνόρων της, αλλά μέχρι και τη Μέση Ανατολή, καθώς είναι γνωστό ότι με χρήματα της Ελλάδας χρηματοδοτήθηκε ακόμη και η εκστρατεία του Ρόμελ στην Αφρική.
Κάπως έτσι δεν άργησε να έρθει ο λιμός που θα θέριζε τον άμαχο πληθυσμό. Ήταν τότε που παρενέβη ο ίδιος ο Μουσολίνι ζητώντας από το Γ’ Ράιχ να μειώσει τις δαπάνες Κατοχής, καθώς η πείνα και ο θάνατος θα οδηγούσαν στην ενδυνάμωση της αντίστασης των εξαθλιωμένων Ελλήνων, που δεν είχαν πια να χάσουν ούτε καν την ζωή τους.
Έτσι στις 14 Μαρτίου του 1942 η Συνδιάσκεψη της Ρώμης, μετά από ιταλική παρέμβαση, αποφασίζει το κατοχικό δάνειο για τα επιπλέον χρήματα που απορροφούν οι Γερμανοί από την ΤτΕ και το ανακοινώνει μάλιστα στην Ελλάδα 9 μέρες μετά. Σύμφωνα με αυτό η ελληνική κυβέρνηση υποχρεούτο κατά μήνα να καταβάλλει έξοδα κατοχής 1,5 δισ. δρχ., ποσό το οποίο θα κατανέμεται εξίσου μεταξύ των δύο Δυνάμεων Κατοχής. Οι αναλήψεις από την Τράπεζα της Ελλάδος άνω του ποσού αυτού θα χρεώνονταν ως δάνειο στις κυβερνήσεις της Γερμανίας και της Ιταλίας σε δραχμές άτοκες. Η επιστροφή των δανειακών αναλήψεων θα γινόταν γενικά κι αόριστα αργότερα.
Χαρακτηριστικό είναι ότι μόνο το 1941-42 εκτιμήθηκε ότι τα έξοδα Κατοχής ανέρχονταν στο ισοδύναμο του 113,7% του εθνικού εισοδήματος. Καθώς οι δαπάνες Κατοχής ολοένα αυξάνονταν για να λάβουν εν τέλει τρομακτικές διαστάσεις τα ελλείμματα του προϋπολογισμού αυξήθηκαν σε τρομακτικά επίπεδα: από 4% το 1938-1939 σε 71% το 1941-1942 και σε 93% το 1943-44.
Οι υπογραφές Καραμανλή
Τα πρώτα χρόνια μετά τον πόλεμο, οι νικήτριες χώρες κατέβαλαν μικρές αποζημιώσεις στις χώρες που είχαν υποστεί τα δεινά του ναζισμού.
Στο μεταξύ, η Γερμανία υψώνει το τείχος της και διαιρείται σε ανατολική και δυτική. Το 1953, υπογράφεται η Συνθήκη του Λονδίνου, η οποία απαλλάσσει προσωρινά το γερμανικό κράτος από τις πολεμικές αποζημιώσεις, έως ότου επανενωθούν οι δύο Γερμανίες το 1990 και κουρεύει το χρέος της κατά 60%.
Το 1958, με τη χώρα να προσπαθεί ακόμη να ανοικοδομηθεί και να ανακάμψει οικονομικά, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επισκέπτεται τη Βόννη, όπου συναντάται με τον τότε καγκελάριο της Γερμανίας, Κόνραντ Αντενάουερ και λαμβάνει ένα δάνειο 200 εκατ. μάρκων, που θα μπορούσε να τον κάνει να παραμερίσει το παρελθόν της ναζιστικής κατοχής, προκειμένου αυτό να μην επηρεάσει αρνητικά την πρόοδο των οικονομικών αλλά και των πολιτικών σχέσεων με τη Γερμανία.  Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι τότε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ως αντάλλαγμα παραιτήθηκε από τη διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν επιβεβαιώνεται επίσημα από τα επίσημα κρατικά έγγραφα της Γερμανίας.
Το 1960, ωστόσο, είναι η κυβέρνηση Καραμανλή  αυτή που δέχεται την γερμανική αποζημίωση 115 εκατ. μάρκων που διανεμήθηκε κυρίως σε Έλληνες Εβραίους με αντάλλαγμα τον ντροπιαστικό νόμο 3933/1959 και το νομοθετικό διάταγμα 4016/1959. Τα προαναφερθέντα έδωσαν το δικαίωμα έκδοσης στη Γερμανία του Μάξ  Μέρτεν, του σφαγέα 54.000 Εβραίων της Θεσσαλονίκης και ανέστειλαν τη δίωξη εγκληματιών πολέμου, ενώ έκλεισαν και το ελληνικό γραφείο εγκλημάτων πολέμου, την ίδια στιγμή που τα αντίστοιχα γραφεία στις ΗΠΑ, Γαλλία, Αγγλία, Ιταλία, Αυστραλία λειτουργούν ακόμη. Πρόκειται για μια κίνηση που υποσκάπτει τις ελληνικές απαιτήσεις ακόμη και σήμερα…
Το 1989 το Τείχος του Βερολίνου πέφτει, η Γερμανία επανενώνεται και έτσι το βασικό επιχείρημα της χώρας περί διαίρεσης καταρρέει. Όπως αποκάλυψε όμως το 2015 το περιοδικό Spiegel, ο πρώην Καγκελάριος της Γερμανίας, Χέλμουτ Κολ, προκειμένου η χώρα του να αποφύγει την καταβολή πολεμικών αποζημιώσεων στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες κατέφυγε σε ένα τέχνασμα. Σύμφωνα με το δημοσίευμα, ο Κολ ζήτησε από τους διαπραγματευτές να αποφύγουν τον όρο «Ειρηνευτική Συνθήκη», ο οποίος θα μπορούσε να οδηγήσει σε πιθανό αίτημα από την ελληνική πλευρά για πολεμικές αποζημιώσεις. Έτσι λοιπόν, υπεγράφη η «Συνθήκη Δύο συν Τέσσερις» από την Ανατολική και τη Δυτική Γερμανία και τις τέσσερις δυνάμεις που κατέλαβαν τη Γερμανία μετά το πέρας του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, τη Γαλλία, τη Βρετανία, τη Σοβιετική Ένωση και τις ΗΠΑ.
Η ευκαιρία του Διστόμου για τις επανορθώσεις
Ο δικαστικός μαραθώνιος για την αποζημίωση των θυμάτων του Διστόμου ξεκινά το 1995 με επικεφαλής τον νομικό, νομάρχη Βοιωτίας και πρώην ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ, Ιωάννη Σταμούλη. Ο Σταμούλης καταθέτει για πρώτη φορά ομαδική αγωγή των επιζώντων αλλά και συγγενών των 218 θυμάτων της σφαγής του Διστόμου κατά του γερμανικού δημοσίου, ζητώντας αποζημίωση για ψυχική οδύνη αλλά και για τις καταστροφές που προκάλεσαν τα ναζιστικά στρατεύματα πυρπολώντας και λεηλατώντας τα σπίτια του χωριού, στις 10 Ιουνίου του 1944.
Η δικαίωση δεν αργεί να έρθει. Δύο χρόνια αργότερα, το 1997, με την υπ’ αριθ 137/97 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς, επιδικάζει αποζημίωση για ψυχική οδύνη στα θύματα της ναζιστικής θηριωδίας του Διστόμου. Η τελεσίδικη κι αμετάκλητη απόφαση του Πρωτοδικείου Λιβαδειάς έχει επιδικάσει ένα ποσό της τάξεως των 23,5 περίπου εκατομμυρίων ευρώ σε 258 ενάγοντες, επιζώντες και συγγενείς των θυμάτων της σφαγής του Διστόμου. Η λογική της απόφασης ορίζει ότι το ποσό της αποζημίωσης αφορά την ηθική ικανοποίηση των συγγενών των θυμάτων και δεν κάνει δεκτές τις αξιώσεις για τις υλικές ζημιές, καθώς κρίνονται αόριστες. Η απόφαση δίνει το δικαίωμα να υπάρξει κατάσχεση γερμανικών περιουσιακών στοιχείων στην Ελλάδα, με την προϋπόθεση όμως για να γίνει εκτελεστή ως απόφαση σε βάρος αλλοδαπού δημοσίου,  να προσυπογράψει ο υπουργός Δικαιοσύνης.
Η απόφαση προκαλεί την άμεση αντίδραση της γερμανικής πλευράς με εκπροσώπους του γερμανικού Δημοσίου να προσφεύγουν στο Εφετείο Αθηνών. Το Εφετείο κρίνει σωστή την απόφαση του Πρωτοδικείου Λιβαδειάς, με αποτέλεσμα η Γερμανία να προσφύγει στον Άρειο Πάγο κατά της απόφασης του Εφετείου, με το επιχείρημα της ετεροδικίας, δηλαδή υποστηρίζοντας ότι δεν είναι δυνατόν να δικάζεται σε ξένη χώρα για τα εγκλήματα που διέπραξε στο παρελθόν. Το αίτημα αναίρεσης της απόφασης εκδικάζεται το 2000 ενώπιον του Αρείου Πάγου, ο οποίος με την υπ΄ αριθ. 11/2000 απόφαση της Ολομέλειας του, και με 16 υπέρ 4 κατά, απέρριψε την προσφυγή των Γερμανών. Η Γερμανία αρνείται να καταβάλει τα ποσά που δια της άνω δικαστικής αποφάσεως οφείλει και έτσι ο Ιωάννης Σταμούλης προχωρά σε αναγκαστική εκτέλεση κατά περιουσιακών στοιχείων του γερμανικού δημοσίου στην Ελλάδα. Το γερμανικό δημόσιο ασκεί αμέσως ανακοπή το 2002, η οποία και γίνεται δεκτή από τον Άρειο Πάγο και ως εκ τούτου η δικαίωση των θυμάτων του Διστόμου πέφτει στο κενό.
Το 2004 ο Σταμούλης επικαλείται τον Κανονισμό 44/2001 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου δυνάμει του οποίου η ελληνική αμετάκλητη απόφαση του δικαστηρίου της Λιβαδειάς μπορεί να κηρυχτεί εκτελεστή σε άλλο κράτος-μέλος της Ε.Ε. Υπουργός Δικαιοσύνης της κυβέρνησης Σημίτη, είναι ο Φίλιππος Πετσάλνικος, ο οποίος δεν θα πάρει την ευθύνη της ρήξης των αγαστών σχέσεων με τη Γερμανία, τη στιγμή μάλιστα που έχει προηγηθεί «μετά κόπων και βασάνων» της κυβέρνησης που υπηρετεί, η είσοδος της Ελλάδας στην ΟΝΕ.
Στο μεταξύ, τον Ιούνιο του 2006, τέσσερα μέλη της οικογένειας Σφουντούρη που ξεκληρίστηκε στη σφαγή του Διστόμου απευθύνονται στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο, προσφεύγοντας κατά των αποφάσεων της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης καθώς και των Γερμανικών Δικαστηρίων, οι οποίες αποστερούν από τις ενάγουσες και τους ενάγοντες την ατομική έννομη αξίωση αποζημίωσης ή αποκατάστασης έναντι της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Τα τέσσερα αδέλφια Σφουντούρη επιθυμούν την αναγνώριση του ότι η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση και τα γερμανικά δικαστήρια προσκρούουν με τις απορριπτικές αποφάσεις τους στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Και πέραν τούτου απαιτούν τον προσδιορισμό του ποσού αποζημίωσης μέσω του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Στο κενό πέφτει και αυτή η προσπάθεια…
Στο παράλληλο δικαστικό μέτωπο ο Γιάννης Σταμούλης ζητάει την κατάσχεση περιουσίας του γερμανικού κράτους στην Ιταλία και για την ακρίβεια τη βίλα Βιγκόνι, στη Φλωρεντία, καθώς η Ιταλία έχει στο παρελθόν αποδεχθεί παρόμοιες αγωγές Ιταλών πολιτών. Έτσι ακολουθεί ένας δεύτερος δικαστικός γύρος που διαρκεί τέσσερα χρόνια μέχρι τον Νοέμβριο του 2008 να κηρυχθεί  εκτελεστή η απόφαση της Λιβαδειάς στην Ιταλία.
Το Γερμανικό Δημόσιο προσφεύγει τότε στο Πρωτοδικείο Φλωρεντίας για να ακυρώσει την κατάσχεση αλλά το δικαστήριο απορρίπτει την προσφυγή του, με το Εφετείο της Φλωρεντίας να την απορρίπτει επίσης σε δεύτερο βαθμό.  Στη συνέχεια και ο ιταλικός Άρειος Πάγος κρίνει ότι η κατάσχεση είναι νόμιμη, με αποτέλεσμα η Γερμανία να προσφύγει το 2009 στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Το Δικαστήριο τάσσεται κατά των θετικών αποφάσεων ιταλικών δικαστηρίων σχετικά με τη διεκδίκηση αποζημιώσεων για την περίπτωση του Διστόμου. Το βασικό νομικό διακύβευμα της δίκης αφορούσε το δικαίωμα στην ετεροδικία, δηλαδή το δικαίωμα της Γερμανίας να μην δικάζεται ως κράτος από δικαστήρια άλλων χωρών και επομένως να μην αναγνωρίζει τις αποφάσεις ξένων δικαστηρίων, όταν αυτά κρίνουν ότι η Γερμανία θα πρέπει να πληρώσει για τις θηριωδίες των ναζιστικών στρατευμάτων κατοχής κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης τα ιταλικά δικαστήρια παραβίασαν το δικαίωμα ετεροδικίας της Γερμανίας, εγκρίνοντας κατασχέσεις περιουσιακών στοιχείων του γερμανικού δημοσίου για να αποζημιώσουν τις οικογένειες των θυμάτων του ναζισμού στην Ιταλία, αλλά και του Πρωτοδικείου Λιβαδειάς, που επικυρώθηκε από τον Άρειο Πάγο και επιδίκασε αποζημίωση στα θύματα του Διστόμου.
«Το Δικαστήριο θεωρεί ότι η άρνηση των ιταλικών δικαστηρίων να αναγνωρίσουν την ασυλία συνιστά παράβαση των υποχρεώσεών τους απέναντι στο γερμανικό κράτος» ήταν η ανακοίνωση του προέδρου του Δικαστηρίου  Χισάσι Οουάντα, κατά την ανάγνωση της απόφασης σε δημόσια συνεδρίαση στο Μέγαρο της Ειρήνης στη Χάγη. Ο ίδιος ωστ’οσο είχε τότε εκφράσει την έκπληξη και τη λύπη του για το γεγονός ότι η γερμανική κυβέρνηση αρνείται τις αποζημιώσεις και είχε καλέσει τις δύο πλευρές να διευθετήσουν το θέμα σε διμερείς διαπραγματεύσεις, διαπραγματεύσεις που από ότι έδειξε η μετέπειτα ιστορία δεν έγιναν ποτέ στα αλήθεια. Θέση για την απόφαση είχε πάρει τότε και η Διεθνής Αμνηστία η οποία σε ανακοίνωση της είχε κάνει λόγο για «μεγάλη οπισθοδρόμηση για την διεθνή προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», συμπληρώνοντας ότι «η ετεροδικία τίθεται υπεράνω των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».
Η υπόθεση του Διστόμου όμως δεν χάθηκε στα αλήθεια στη Χάγη. Καταρχήν στη Χάγη η Ελλάδα παρενέβη ως μη διάδικος. Αυτό σημαίνει ότι η απόφαση της Χάγης δε δεσμεύει την Ελλάδα. Και δεύτερο και πιο σημαντικό ίσως για την ουσία της υποθέσεως είναι ότι η απόφαση της Χάγης έκρινε τρία θετικά σημεία κι ένα αρνητικό. Τα τρία θετικά είναι ότι αναγνώρισε την πολιτειακή συνέχεια της σημερινής ενωμένης Γερμανίας, ότι οι πράξεις που έλαβαν χώρα στην Ελλάδα κατά την περίοδο 1940-1941 είναι εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και τρίτον -που από εδώ πηγάζει και η παρεξήγηση ότι η υπόθεση χάθηκε- ότι αυτού του είδους οι αποζημιώσεις τις οποίες αναγνώρισε ότι οφείλει η Γερμανία δεν κρίνονται ενώπιον δικαστηρίων αλλά πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο διακρατικών διαπραγματεύσεων και συμφωνιών. Έτσι λοιπόν ουσιαστικά η Χάγη πήγε να κλείσει την πόρτα των δικαστικών διεκδικήσεων. Μόνο όμως ενώπιον των ιταλικών δικαστηρίων τα οποία δεσμεύσει η απόφαση.
Οι υπουργοί Δικαιοσύνης που ποτέ δεν υπέγραψαν
Το ζήτημα της αποζημίωσης των θυμάτων του Διστόμου έχει διαχρονικά αντιμετωπιστεί όχι ως νομικό αλλά ως πολιτικό ζήτημα. Η απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου για το Δίστομο, που με συντριπτική πλειοψηφία δέχθηκε ότι η Γερμανία δεν καλύπτεται από το προνόμιο της ετεροδικίας δεν στάθηκε αρκετή το 2001 να αποσπάσει την υπογραφή του τότε υπουργού Δικαιοσύνης Μιχάλη Σταθόπουλου για συντηρητική δήμευση περιουσιακών στοιχείων του γερμανικού κράτους επί ελληνικού εδάφους.
Το ρεπορτάζ της εποχής έκανε λόγο για την τότε «ευρωπαϊκή» συγκυρία της ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ, επί κυβέρνησης Σημίτη, που αποτέλεσε αποτρεπτικό παράγοντα για τον υπουργό να ανοίξει μέτωπο με το Βερολίνο. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο Μιχάλης Σταθόπουλος υπό την πίεση των θυμάτων εξέφρασε τότε την πρόθεση του στον πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη να υπογράψει την εκτέλεση της απόφασης του Πρωτοδικείου της Λιβαδειάς, δίνοντας μάλιστα το περιθώριο των 45 ημερών στον τότε πρωθυπουργό ώστε να υπάρξει πολιτική διαβούλευση για το θέμα. Ο Μιχάλης Σταθόπουλος τότε αντικαταστάθηκε αιφνιδίως από τον Φίλιππο Πετσάλνικο, αν και η πρόσφατη επιτυχία του να επιβάλλει την απόσυρση από τις ταυτότητες της αναγραφής του θρησκεύματος παρά τις αντιδράσεις, τον είχαν καταστήσει έναν επιτυχημένο υπουργό για τον οποίο δεν συνέτρεχαν λόγοι αντικατάστασης.  Σημειώνεται ότι ο Φίλιππος Πετσάλνικος, σπούδασε Νομικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και συνέχισε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Βόννης για το οποίο εργάστηκε και ως επιστημονικός συνεργάτης. Στη Γερμανία ήταν όπου γνώρισε και τη Γερμανίδα σύζυγο του…
Το ζήτημα της υπογραφής του υπουργού Δικαιοσύνης προς αποκατάσταση των θυμάτων του Διστόμου τέθηκε εκ νέου με τη μορφή ερωτήσεων στη Βουλή και σε μετέπειτα υπουργούς Δικαιοσύνης. Τον Φεβρουάριο του 2013 ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης Αντώνης Ρουπακιώτης, απαντώντας σε σχετική επίκαιρη ερώτηση του τότε βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Γιάννη Σταθά – με καταγωγή από το Δίστομο – σχετικά με τη διεκδίκηση των γερμανικών αποζημιώσεων για τη σφαγή στο Δίστομο και παρουσία επιζώντων της σφαγής στη Βουλή, είχε δηλώσει ότι «χρεώνεται ο ίδιος προσωπικά να μείνει το θέμα ανοικτό». Είχε επίσης σημειώσει ότι πρέπει να εκτελεστεί η απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου η οποία επικύρωσε την απόφαση του Πρωτοδικείου Λιβαδειάς για τη συντηρητική κατάσχεση γερμανικής περιουσίας στην Ελλάδα, τονίζοντας ότι «δεν σημαίνει πως η υποχρέωση της Γερμανίας να καταβάλει αυτές τις αποζημιώσεις είναι πέραν των ορίων της νομιμότητας. Κάθε άλλο μάλιστα. Είναι ιστορικό της χρέος». Το ζήτημα έμεινε σε επίπεδο συζήτησης στη Βουλή χωρίς να δοθεί συνέχεια.
Κάθετα αντίθετος στο ενδεχόμενο να δώσει άδεια ώστε να εκτελεστεί κατά του γερμανικού δημοσίου η απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου για το Δίστομο, εμφανίσθηκε ο μετέπειτα υπουργός Δικαιοσύνης Χαράλαμπος Αθανασίου απαντώντας στη Βουλή σε ερώτηση του τότε βουλευτή των Ανεξάρτητων Ελλήνων Βασίλη Καπερνάρου. Παρέμβαση είχε κάνει τότε και ο Μανώλης Γλέζος από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ ζητώντας «εφαρμογή της δικαιοσύνης». Ο κ. Αθανασίου είχε επικαλεστεί τότε τα προβλήματα που θα δημιουργούσε στις ελληνογερμανικές σχέσεις η αναγκαστική εκτέλεση κατά του γερμανικού δημοσίου και έκανε λόγο για πολιτικό θέμα. Η παροχή άδειας αναγκαστικής εκτέλεσης «άπτεται μίας γενικότερης πολιτικής», είχε πει εκτιμώντας ότι ενδεχόμενη υπογραφή από πλευράς του θα αποτελούσε «αποσπασματική κίνηση που θα όξυνε τις σχέσεις χωρίς να δίνεται οριστική λύση στο ζήτημα». «Ο υπουργός Δικαιοσύνης κ. Χαράλαμπος Αθανασίου με τις δηλώσεις του εκτέλεσε ηθικά για δεύτερη φορά τα θύματα του Διστόμου», ήταν το δηκτικό σχόλιο του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα για το νέο τείχος που η Ελλάδα ύψωσε από μόνη της για το ζήτημα.
Ας μη κρύβουμε το θέμα «κάτω από το χαλί»
Προεκλογική δέσμευση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν η επανεκκίνηση της συζήτησης για τις γερμανικές οφειλές, που περιλαμβάνουν την αποπληρωμή του κατοχικού αναγκαστικού δανείου, την επανόρθωση των θυμάτων της ναζιστικής θηριωδίας στην Ελλάδα, την αποζημίωση για τις καταστροφές που υπέστη η χώρας μας αλλά και την επιστροφή των κλεμμένων αρχαιοτήτων.
Την περασμένη εβδομάδα δόθηκε στη δημοσιότητα το πόρισμα της Κοινοβουλευτικής επιτροπής Διεκδίκησης των Γερμανικών Οφειλών, που υπολογίζει το ποσό που η Γερμανία οφείλει στην Ελλάδα σε πάνω από 300 δις ευρώ μαζί με τους τόκους. Η ψήφιση του πορίσματος θα αποτελέσει την απαρχή της επίσημης διεκδίκησης της Αθήνας προς το Βερολίνο και ανοίγει το δρόμο ακόμη και της δικαστικής διεκδίκησης.
Χθες, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος, «σήκωσε το γάντι» στον Γερμανό Πρόεδρο Βάλτερ Στάινμαϊερ που επισκέπτεται τη χώρα μας, διαμηνύοντας πως οι απαιτήσεις της Ελλάδας είναι νομικώς ενεργές και δικαστικώς επιδιώξιμες. Ο κ. Παυλόπουλος διευκρίνισε ότι τις απαιτήσεις αυτές δεν τις διεκδικούμε μονομερώς και αυθαιρέτως, αλλά αντιθέτως, τις εντάσσουμε στο πλαίσιο του κοινού μας διεθνούς και ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού και πρόσθεσε ότι με βάση τους κανόνες αυτού του πολιτισμού και, οπωσδήποτε, σε αρμόδιο δικαιοδοτικό forum καθένας θα υποστηρίξει τις θέσεις του.
Ο Αλέξης Τσίπρας από την πλευρά του έθεσε το θέμα των πολεμικών οφειλών στον Γερμανό Πρόεδρο, λέγοντας πως δεν πρέπει να ξεχάσουμε ή να κρύψουμε κάτω από το χαλί διαφορές από το μακρινό παρελθόν. «Να ορίσουμε το πεδίο επίλυσής τους με βάση το διεθνές δίκαιο. Πρέπει να δουλέψουμε, να περιορίσουμε τις ακραίες φωνές, να σχεδιάσουμε ένα μέλλον με μία συνεργασία που θα δίνει ελπίδα και προοπτική», είπε.
Εκείνος ζήτησε «συγγνώμη» για τα ναζιστικά εγκλήματα στην Ελλάδα. Μία συγγνώμη όμως δεν είναι αρκετή. Γιατί δεν επαιτούμε, αλλά απαιτούμε. Κι αυτό δεν είναι εκδίκηση, αλλά δικαίωση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου