Τα μέσα ενημέρωσης μπορεί να θυμούνται τον χειμώνα που πέρασε σαν την περίοδο των κοινωνικών εξεγέρσεων στην Βραζιλία, την Τουρκία και την Αίγυπτο...
του ΑΡΗ ΧΑΤΖΗΣΤΕΦΑΝΟΥ
Μια άλλη εξέγερση όμως, που παραμένει στη σκιά της διεθνούς
επικαιρότητας, διεκδικεί πλέον τα σκήπτρα της μακροβιότερης κοινωνικής
αναταραχής. Εκατοντάδες χιλιάδες Βούλγαροι διαδηλωτές βρίσκονται σε
διαρκή αντιπαράθεση με το σύνολο του πολιτικού κατεστημένου της
γειτονικής χώρας από τις αρχές του 2013. Ακόμη και οι υψηλές
θερμοκρασίες και οι καλοκαιρινές διακοπές δεν αποτέλεσαν αφορμή για ένα
μορατόριουμ στις σχεδόν καθημερινές διαδηλώσεις και συγκρούσεις με την
αστυνομία – όπως συμβαίνει σε αρκετές χώρες της Μεσογείου και ιδίως της
Βαλκανικής χερσονήσου. Μόλις πριν από ένα μήνα μάλιστα...
Οι κινητοποιήσεις των πολιτών
οδήγησαν και πάλι σε βίαιες συγκρούσεις με την αστυνομία όταν χιλιάδες
διαδηλωτές υποδέχθηκαν με πέτρες και αυγά τα λεωφορεία που φυγάδευαν
τους έντρομους υπουργούς και βουλευτές από το κοινοβούλιο στη Σόφια.
Ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις επιτέθηκαν στους διαδηλωτές προκειμένου να
ανοίξουν ένα διάδρομο διαφυγής για τους δεκάδες πολιτικούς και
δημοσιογράφους που είχαν μείνει για ώρες αποκλεισμένοι στο κτίριο ύστερα
από τη συζήτηση για τον προϋπολογισμό.
Βλέποντας πλέον ότι η λαϊκή δυσαρέσκεια απειλεί το σύνολο του
πολιτικού σκηνικού, όπως αυτό διαμορφώθηκε τις τρείς τελευταίες
δεκαετίες, η κυβέρνηση καταφεύγει όλο και συχνότερα σε απειλές προς κάθε
κατεύθυνση. «Είναι πλέον δύσκολο να βρίσκουμε λύσεις μέσα στο πλαίσιο
του Συντάγματος» δήλωσε χαρακτηριστικά ο πρόεδρος του κοινοβουλίου
Μιχαϊλ Μίκοβ αφήνοντας ανοιχτά πολλά ενδχόμενα για ακόμη πιο δυναμική
απάντηση στους διαδηλωτές
Ο «παράγοντας» Σόρος
Κεντρικό ρόλο στην κυβερνητική προπαγάνδα εναντίον των διαδηλωτών
παίζει η περίφημη θεωρία περί της εμπλοκής του πάλι ποτέ κερδοσκόπου και
νυν «μέγα φιλάνθρωπου» Τζορτζ Σόρος στην εξέγερση. Φιλοκυβερνητικά μέσα
ενημέρωσης αφήνουν να διαρρεύσει εδώ και εβδομάδες ότι πίσω από τις
μαχητικές διαδηλώσεις κρύβεται μια ακόμη από τις λεγόμενες «πολύχρωμες
επαναστάσεις», που έχει χρηματοδοτήσει ο Αμερικανο- ουγγρικής καταγωγής
μεγιστάνας. Με αυτό τον τρόπο η κυβέρνηση εμφανίζεται να μάχεται για το
συμφέρον του βουλγαρικού λαού εναντίον ενός ισχυρού, ξένου παράγοντα ο
οποίος καιροφυλακτεί για να «κατακτήσει» οικονομικά και πολιτικά τη
χώρα. Υπό αυτό το πρίσμα οι διαδηλωτές παρουσιάζονται ως ένα μειοψηφικό
κομμάτι της κοινωνίας, προερχόμενο αποκλειστικά από τα μεσαία και
ανώτερα στρώματα της κοινωνίας, το οποίο έχει πολύ ισχυρότερους δεσμούς
με «κέντρα εξουσίας» στην Ουάσινγκτον, το Λονδίνο και τις Βρυξέλλες.
Οι εξελίξεις των τελευταίων μηνών όμως δίνουν μια εντελώς διαφορετική
εικόνα για τα πραγματικά αίτια αλλά και τους δρώντες σε αυτή τη
μικρογραφία αραβικής Άνοιξης που συγκλονίζει τη Βουλγαρία.
Οι πρώτες κινητοποιήσεις, του Φεβρουαρίου, οι οποίες οδήγησαν τελικά και
στην πτώση της κεντροδεξιάς κυβέρνησης, δεν ξεκίνησαν από τα αστικά
κέντρα αλλά από τη βουλγαρική επαρχία, με αφορμή την εκτίναξη των τιμών
ηλεκτρικού ρεύματος – αποτέλεσμα και αυτή των μαζικών ιδιωτικοποιήσεων
στο χώρο της ενέργειας.
Η Βουλγαρία είχε ήδη περάσει αρκετά χρόνια μιας ιδιότυπης θεραπείας
σοκ, υπό τις εντολές του ΔΝΤ και της ΕΕ, η οποία έκανε τους αριθμούς να
ευημερούν σε βάρος των πολιτών αλλά και της πραγματικής οικονομίας. Ενώ
λοιπόν το έλλειμμα της χώρας ήταν πρακτικά ασήμαντο για τα ευρωπαϊκά
δεδομένα (κυμαινόταν στο 16%) και οι φορολογικές επιβαρύνσεις για τις
μεγάλες επιχειρήσεις ήταν από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη το βιωτικό
επίπεδο καταποντίστηκε.
Ως ένας από τους καλύτερους μαθητές της πολιτικής λιτότητας η
Βουλγαρία είδε τον κατώτατο μισθό να πέφτει στα 123 ευρώ. Το γεγονός ότι
αρκετοί πολίτες άρχισαν να αυτοπυρπολούνται στους δρόμους σαν ένδειξη
διαμαρτυρίας, δεν φάνηκε να πτοεί ούτε τις Βρυξέλλες αλλά ούτε και την
Ουάσινγκτον, που συνέχιζαν να αντιμετωπίζουν τη χώρα σαν υπόδειγμα
δημοσιονομικής πειθαρχίας αλλά και φιλο-επιχειρηματικής πολιτικής. Το
φαινομενικά παράδοξο βέβαια ήταν ότι ενώ το εργατικό κόστος εξανεμίστηκε
και η χώρα μετατράπηκε σε φορολογικό παράδεισο για πολυεθνικές
επιχειρήσεις οι ξένες άμεσες επενδύσεις μειώθηκαν αντί να αυξηθούν.
Την κατάσταση επιδείνωσε η ενδημική διαφθορά της βουλγαρικής
οικονομίας μεγάλο τμήμα της οποία ελέγχεται ακόμη και σήμερα από
σκοτεινά κέντρα του υποκόσμου. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο δεύτερος γύρος
αντικυβερνητικών διαδηλώσεων ξέσπασε στις 14 Ιουνίου, όταν ο νέος
κυβερνητικός συνασπισμός διόρισε επικεφαλής της κρατικής Υπηρεσίας
Εθνικής Ασφάλειας τον βαρόνο των μέσων ενημέρωσης Ντέλιαν Πέεβσκι. Στα
μάτια των πολιτών της Βουλγαρίας ο Πέεβσκι εκπροσωπεί τη βαθύτερη
διαπλοκή που έχει γνωρίσει η χώρα από την κατάρρευση του λεγόμενου
«υπαρκτού» σοσιαλισμού. Ελέγχοντας τα μεγαλύτερα μέσα ενημέρωσης της
χώρας αποτελεί εδώ και χρόνια ένα παράλληλο κέντρο εξουσίας με
διασυνδέσεις όχι μόνο στον κρατικό μηχανισμό αλλά και στην μαφιόζικου
τύπου οικονομική ελίτ που δημιουργήθηκε μετά το 1989.
Παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση αναγκάστηκε να απομακρύνει τον
Πέεβσκι, λίγα 24ωρα μετά το διορισμό του, ήταν πλέον αργά για αν
συγκρατήσει το νέο κύμα λαϊκής αγανάκτησης.
Το πολιτικό κατεστημένο της χώρας αποδείχθηκε ανίκανο να απορροφήσει τους κραδασμούς των συνεχών κοινωνικών εκρήξεων και πολύ συχνά κατέφυγε σε επικίνδυνους κομματικούς ακροβατισμούς. Οι σοσιαλιστές άφησαν αρχικά ανοιχτό το ενδεχόμενο να συμμαχήσουν ακόμη και με το φιλοφασιστικό κόμμα Ατάκα ενώ τελικά κατέληξαν σε συνεργασία με το κόμμα της τουρκικής μειονότητας. Το σύνολο σχεδόν των πολίτικων κομμάτων που καταφέρνουν να εισέρχονται στο κοινοβούλιο (ξεπερνώντας το εκλογικό κατώφλι του 4%) απέδειξε ότι δεν έχει κανένα ιδεολογικό δισταγμό να συνεργαστεί ακόμη και με τους χειρότερους εχθρούς του προκειμένου να γαντζωθεί στην εξουσία ενώ μπορεί να αλλάξει την ρητορική του εν μια νυκτί. Χαρακτηριστικό ήταν το παράδειγμα του Ατάκα, το οποίο ενώ αρχικά στήριξε τα μέτρα ασφυκτικής λιτότητας της ΕΕ και του ΔΝΤ, στη συνέχεια πραγματοποίησε στροφή 180 μοιρών όταν είδε το εκλογικό του ποσοστό να εξανεμίζεται μέσα σε διάστημα λίγων μηνών.
Το πολιτικό κατεστημένο της χώρας αποδείχθηκε ανίκανο να απορροφήσει τους κραδασμούς των συνεχών κοινωνικών εκρήξεων και πολύ συχνά κατέφυγε σε επικίνδυνους κομματικούς ακροβατισμούς. Οι σοσιαλιστές άφησαν αρχικά ανοιχτό το ενδεχόμενο να συμμαχήσουν ακόμη και με το φιλοφασιστικό κόμμα Ατάκα ενώ τελικά κατέληξαν σε συνεργασία με το κόμμα της τουρκικής μειονότητας. Το σύνολο σχεδόν των πολίτικων κομμάτων που καταφέρνουν να εισέρχονται στο κοινοβούλιο (ξεπερνώντας το εκλογικό κατώφλι του 4%) απέδειξε ότι δεν έχει κανένα ιδεολογικό δισταγμό να συνεργαστεί ακόμη και με τους χειρότερους εχθρούς του προκειμένου να γαντζωθεί στην εξουσία ενώ μπορεί να αλλάξει την ρητορική του εν μια νυκτί. Χαρακτηριστικό ήταν το παράδειγμα του Ατάκα, το οποίο ενώ αρχικά στήριξε τα μέτρα ασφυκτικής λιτότητας της ΕΕ και του ΔΝΤ, στη συνέχεια πραγματοποίησε στροφή 180 μοιρών όταν είδε το εκλογικό του ποσοστό να εξανεμίζεται μέσα σε διάστημα λίγων μηνών.
Σήμερα το ενδεχόμενο νέας προσφυγής στις κάλπες εμφανίζεται και πάλι
στο προσκήνιο χωρίς όμως να υπάρχει κανένας πολιτικός σχηματισμός που θα
μπορούσε να εξασφαλίσει άνετη πλειοψηφία. Ακόμη χειρότερα δεν υπάρχει
κανένας πολιτικός σχηματισμός που θα είχε να προτείνει μια ριζικά
διαφορετική οικονομική πολιτική για την έξοδο από την κρίση. Το θερμό
καλοκαίρι της Βουλγαρίας είναι βέβαιο ότι θα δώσει τη θέση του σε ένα
επίσης θερμό φθινόπωρο και ένα πολύ πιο δύσκολο χειμώνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου