Η ΕΕ δεν αποτελεί μια μορφή σχέσεων με στόχο την ανάπτυξη ισότιμης και
φιλικής για τους λαούς οικονομικής συνεργασίας και με κριτήριο τη
γεωγραφική εγγύτητα των χωρών αυτών.
Πρόκειται για μια διακρατική
συμμαχία ανώτερης μορφής, της πιο ανώτερης που έχουμε γνωρίσει έως
σήμερα, ανάμεσα σε καπιταλιστικά και μόνο κράτη. Το κοινωνικοοικονομικό
σύστημα καθορίζει αν ένα κράτος μπορεί να κάνει πρόταση ή να αποδεχτεί
πρόταση για να μπει στο κλαμπ της ΕΕ. Από εκεί και πέρα, βέβαια, παίζουν
ρόλο και άλλα κριτήρια, πολιτικά, που και αυτά, σε τελευταία ανάλυση,
βοηθούν να στηριχτούν οικονομικά συμφέροντα.
Η Ελλάδα έγινε δεκτή,
όχι μόνο γιατί το ζήτησε, ούτε γιατί ήταν χώρα γενικά καπιταλιστική,
αλλά γιατί ήταν η μόνη καπιταλιστική χώρα στα σοσιαλιστικά τότε Βαλκάνια, η
μόνη χώρα του ΝΑΤΟ σε μια περιοχή που είχε κηρυχτεί ως εχθρική για το
δυτικοευρωπαϊκό και αμερικανικό καπιταλισμό.
Είναι, επίσης,
πασίγνωστο ότι στη συγκρότηση της ΕΕ υπεισήλθαν δύο παράγοντες, που
φαινομενικά ήταν ή μοιάζουν αντιφατικοί. Από τη μια πλευρά, υπήρξαν οι
αντιθέσεις της Γαλλίας και της Γερμανίας και, από την άλλη πλευρά, οι
αντιθέσεις αυτών των χωρών με τις ΗΠΑ. Φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το
θεριό τον Γιάννη.
Οι ΗΠΑ έβλεπαν στη συγκρότηση της ΕΟΚ...
Μια
απειλή απέναντί τους, την απειλή του ανερχόμενου ανταγωνιστή. Από την
άλλη, όμως, πλευρά, ένιωθαν μεγαλύτερη ανασφάλεια μπροστά σε μια δυτική
Ευρώπη διαιρεμένων κρατών, έναντι του ανερχόμενου εκείνη την εποχή σοσιαλιστικού
συστήματος και πριν από όλα της ΕΣΣΔ.
Τελικά, οι ΗΠΑ ξεπέρασαν
τους δισταγμούς και φόβους τους, έδωσαν το «πράσινο φως» για την ίδρυση
της ΕΟΚ, ακριβώς γιατί αυτό τους έδινε δυνατότητα να έχουν μια παρέμβαση
στη νέα κοινότητα και, από την άλλη, να εξασφαλίσουν τα νώτα του
δυτικού κόσμου από τη σοσιαλιστική άμιλλα και τον ανταγωνισμό.
Από
τότε μέχρι σήμερα, τα πράγματα δεν έχουν αλλάξει ουσιαστικά. Η ΕΕ και
οι ΗΠΑ είναι καταδικασμένες να βαδίζουν μαζί και ταυτόχρονα να
ανταγωνίζονται μεταξύ τους για τη διανομή των αγορών, των κερδών, των
σφαιρών πολιτικής επιρροής. Τόσο η συμμαχία, όσο και ο ανταγωνισμός τους
έχουν τραγικές συνέπειες για τους λαούς.
Πολλές από τις
αντιθέσεις και αντιφάσεις που γνωρίζουμε σήμερα ανάγονται, τελικά, στην
ίδια τη φύση και το χαρακτήρα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Αυτό
δε σημαίνει ότι τίθεται σε δεύτερη μοίρα η πολιτική. Η πολιτική όμως, σε
τελευταία ανάλυση, όποια διαχειριστική παραλλαγή και αν ακολουθήσει,
δεν μπορεί να υπερβεί και να αλλάξει τους νόμους και τις αντικειμενικές
τάσεις του καπιταλιστικού συστήματος σε εθνικό ή διεθνικό επίπεδο, από
τη στιγμή που η πολιτική δε θέτει ως στόχο το αντιπάλεμα με το ίδιο το
σύστημα.
Η ιδέα για τη δημιουργία μιας Ενωσης των καπιταλιστικών
χωρών της Δυτικής Ευρώπης ήταν παλιά, ακόμη πριν το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Για πρώτη φορά προβλήθηκε επίσημα και ολοκληρωμένα από τη Γαλλία στα
1930 με το «Σχέδιο Μπριάν» η σύσταση μιας «Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας» με
σκοπό τη συσπείρωση της καπιταλιστικής Ευρώπης σε μια πολιτική και
στρατιωτική κοινότητα.
Ομως, η πρόταση εκείνη βρήκε πολλές δυσκολίες
και, τελικά, ναυάγησε με την κήρυξη του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, που
ξεκίνησε ο Χίτλερ με το δόγμα του «ζωτικού χώρου».
Το θέμα της
«οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης» έρχεται πάλι στο
προσκήνιο, αναζωπυρώνεται μετά το τέλος του Β' Παγκόσμιου Πολέμου. Το
σοσιαλιστικό σύστημα - τα σύνορα του οποίου με τον καπιταλισμό
βρίσκονταν στο έδαφος της Ευρώπης και, μάλιστα, στη Γερμανία (ήταν τα
σύνορα μεταξύ Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας Γερμανίας και Λαοκρατικής
Δημοκρατίας της Γερμανίας) - βρίσκεται εκείνη την περίοδο σε άνοδο.
Το
αμερικάνικο κεφάλαιο έχει διεισδύσει στην Ευρώπη με το Σχέδιο Μάρσαλ,
προκειμένου να ισχυροποιήσει τον καπιταλισμό, που ήταν τσακισμένος
οικονομικά από τον πόλεμο και να εμποδίσει την εξάπλωση του σοσιαλισμού,
αφού το λαϊκό-επαναστατικό κίνημα, λόγω του πολέμου και της αίγλης του
σοσιαλισμού, ήταν σε ανοδική πορεία.
Οι ισχυρές καπιταλιστικές χώρες της
Ευρώπης συνειδητοποιούν την ανάγκη συνένωσης των δυνάμεών τους στις
συγκεκριμένες τότε συνθήκες της εποχής του ιμπεριαλισμού. Ως ανάγκη που
προκύπτει και από την καπιταλιστική διεθνοποίηση και το διεθνή
ανταγωνισμό, για να αναπτυχθούν οι οικονομίες τους, διεκδικώντας όσο
γίνεται μεγαλύτερο μερίδιο στην παγκόσμια καπιταλιστική αγορά, τα όρια
της οποίας μετά την εξάπλωση του σοσιαλισμού στένευαν, και να
αντιμετωπίσουν επίσης την άνοδο του σοσιαλισμού στην Ευρώπη.
Ετσι,
με την ενεργό συμμετοχή των ΗΠΑ στις εξελίξεις, στις 18 Απρίλη του 1951
υπογράφεται στο Παρίσι η ιδρυτική Συνθήκη της «Ευρωπαϊκής Κοινότητας
Ανθρακος και Χάλυβος» (ΕΚΑΧ) από τα έξι ιδρυτικά της μέλη - τη Γαλλία,
τη Γερμανία, την Ιταλία, το Βέλγιο, την Ολλανδία και το Λουξεμβούργο.
Ακολούθησε η Συνθήκη της Ρώμης (25 Μάρτη του 1957) για την ίδρυση της
Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ) απ' αυτά τα έξι κράτη-μέλη και
της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (EURATOM), των προγόνων της
σημερινής Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Ας δούμε πιο αναλυτικά τους σημαντικότερους σταθμούς.
Στις 9 Μάη 1950 ο τότε υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας Ρομπέρ Σουμάν διαβάζει στη Γαλλική Εθνοσυνέλευση τη Διακήρυξη για τη «γαλλογερμανική συμφιλίωση και την Ευρωπαϊκή Ενωση».
Η
άρχουσα τάξη των χωρών που συμμετείχαν στον πόλεμο και υποχρεώθηκαν να
αντιταχθούν στο φασιστικό άξονα, από την επόμενη κιόλας μέρα της λήξης
του πολέμου, έβαζε μπροστά τη συνεργασία «νικητών» και «ηττημένων» κατά
του κοινού εχθρού, που δεν έπαψε να είναι η Σοβιετική Ενωση και το
σοσιαλιστικό σύστημα που δημιουργήθηκε μετά τον πόλεμο στην Κεντρική και
Ανατολική Ευρώπη.
Η διακήρυξη του Ρ. Σουμάν, την επέτειο της
οποίας «γιορτάζει» η Ευρωπαϊκή Ενωση ως «Ημέρα της Ευρώπης», αναφέρει
λοιπόν: «Η Ευρώπη πρέπει να οργανωθεί σε ομοσπονδιακή βάση. Μια
γαλλογερμανική ένωση είναι ουσιώδης (...), η καθιέρωση κοινών βάσεων
οικονομικής ανάπτυξης πρέπει να αποτελέσει την πρώτη φάση (...). Η
γαλλική κυβέρνηση προτείνει να τεθεί το σύνολο της γαλλογερμανικής
παραγωγής άνθρακα και χάλυβα υπό την αιγίδα μιας νέας Υψηλής Αρχής, που
θα είναι ανοιχτή στη συμμετοχή των άλλων χωρών της Ευρώπης». Αυτά γράφει
το «πιστοποιητικό γέννησης» της ιδέας της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ο
πρόσκοπος όμως αυτής της ιδέας Ζαν Μονέ από το 1947 στήριζε τις ελπίδες
για την επιτυχία του εγχειρήματος στην αμερικανική κηδεμονία και έγραφε
ότι η «εξαγγελία του Δόγματος Τρούμαν σήμαινε ότι οι ΗΠΑ θα εμπόδιζαν
την Ευρώπη να γίνει μια ζώνη ύφεσης στο έλεος του κομμουνισμού»!
Η
πρώτη και ιδρυτική Σύνοδος Κορυφής, έγινε στο διάστημα από το Μάη του
1950 ως τον Απρίλη του 1951. Συμμετείχαν Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία,
Βέλγιο, Ολλανδία και Λουξεμβούργο. Η Σύνοδος κατέληξε στη Συνθήκη του
Παρισιού, που έθετε την Κοινότητα Ανθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) υπό τον
έλεγχο μιας ανώτατης αρχής, η οποία λογοδοτούσε σε μια Συνέλευση.
Η
Σύνοδος Κορυφής που οδήγησε στην ίδρυση της ΕΟΚ άρχισε τον Απρίλη του
1955 στη Μεσσίνα της Ιταλίας. Συμμετείχαν οι ίδιες χώρες. Κατέληξε στη
Συνθήκη της Ρώμης, που υπογράφτηκε το Μάρτη του 1957, με την
οποία εγκαθιδρυόταν η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) και η
Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (EURATOM). Αυτή η διάσκεψη θα
μπορούσε να θεωρηθεί καθοριστικής σημασίας για την εξέλιξη της
ενοποίησης, αφού μετά την εμπέδωση της συνεργασίας μεταξύ των «έξι» στον
οικονομικό τομέα, αποφασίστηκε να προωθηθεί και η πολιτική συνεργασία,
ενώ άνοιξαν και οι πόρτες για την ένταξη νέων μελών.
Η Σύνοδος
Κορυφής που άνοιξε το δρόμο για τη μετεξέλιξη της ΕΟΚ σε Ευρωπαϊκή Ενωση
έγινε το 1985. Προστέθηκαν ακόμη εκτός από τη Μεγάλη Βρετανία, η Δανία,
η Ιρλανδία και η Ελλάδα. Η Σύνοδος αυτή κατέληξε στην Ενιαία Ευρωπαϊκή
Πράξη, με την οποία τα κράτη - μέλη ανέλαβαν την υποχρέωση να ολοκληρώσουν την εσωτερική αγορά μέχρι το 1992.
Η Ενιαία Πράξη σηματοδοτεί το πέρασμα του ευρωπαϊκού οικοδομήματος στη δεύτερη, μετά τη Συνθήκη της Ρώμης, περίοδό του.
Πρόκειται,
ουσιαστικά, για την καθιέρωση των «τεσσάρων ελευθεριών». Της ελευθερίας
στην κίνηση των κεφαλαίων, της ελευθερίας στην κίνηση των εμπορευμάτων,
της ελευθερίας στην κίνηση των υπηρεσιών και της ελευθερίας στην κίνηση
του εργατικού δυναμικού. Από την άποψη αυτή, η Ενιαία Πράξη είναι η
μεγαλύτερη προσφορά στις πολυεθνικές επιχειρήσεις και το μεγάλο
κεφάλαιο, αφού καταργεί σειρά «εμποδίων» στην απρόσκοπτη και χωρίς όρια
κερδοσκοπία τους και ταυτοχρόνως δημιουργεί το πλαίσιο για την ένταση
της εκμετάλλευσης των εργαζομένων.
Η Ενιαία Πράξη άρχισε να
εφαρμόζεται το 1992 με την καθιέρωσή της από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ
(βλέπε ξεχωριστό θέμα στη συνέχεια) για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ενωσης
(Δεκέμβρης 1991). Τότε άρχισε να προσδιορίζεται η θέση και η προοπτική
της Ευρωπαϊκής Ενωσης πλέον στα νέα δεδομένα που προέκυψαν από την
αντεπανάσταση, τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης και την ανατροπή των
σοσιαλιστικών καθεστώτων στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη.
Η
Σύνοδος Κορυφής του 1997, έγινε τον Ιούνιο στο Αμστερνταμ, και είναι η
πέμπτη στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η τέταρτη Σύνοδος Κορυφής
είχε γίνει το Δεκέμβρη του 1991. Σ' αυτήν πήραν μέρος ακόμη η Ισπανία
και η Πορτογαλία. Η Σύνοδος αυτή κατέληξε με τη Συνθήκη για την
Ευρωπαϊκή Ενωση, που έγινε περισσότερο γνωστή ως Συνθήκη του Μάαστριχτ.
Το κυριότερο στοιχείο αυτής της Συνθήκης ήταν η πορεία προς την
Οικονομική και Νομισματική Ενωση, ενώ δίνεται και το πρόπλασμα της
πολιτικής ενοποίησης.
Η καθιέρωση του κοινού νομίσματος, του ευρώ,
η εμπέδωση των «τεσσάρων ελευθεριών», σε συνδυασμό με τη διεύρυνση του
2004 (την ένταξη των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, της
Κύπρου και της Μάλτας) οδηγούσαν τους ιθύνοντες κύκλους της Ευρωπαϊκής
Ενωσης, στο επόμενο βήμα, την «πολιτική ενοποίηση».
Στοιχείο αυτής της
ενοποίησης ήταν η δημιουργία του λεγόμενου Ευρωσυντάγματος, ενός
κειμένου που επιχειρούσε να θέσει τις βάσεις για τη δημιουργία κοινών
πολιτικών θεσμών με τελικό σκοπό τη δημιουργία μιας ομοσπονδιακής
Ευρωπαϊκής Ενωσης, σύμφωνα με τα γαλλογερμανικά σχέδια.
Το
«Ευρωσύνταγμα», αφού συντάχθηκε από τη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ, τέθηκε
στην έγκριση των κρατών-μελών το 2005. Ομως το ηχηρό ΟΧΙ στα
δημοψηφίσματα της Γαλλίας και της Ολλανδίας, το Μάη του 2005, οδήγησε
τους ηγέτες της ΕΕ σε αναδίπλωση μπροστά στις λαϊκές αντιδράσεις και τον
κίνδυνο να απορριφθεί το «Ευρωσύνταγμα» και σε άλλα προγραμματισμένα
δημοψηφίσματα.
Ηταν μια μεγάλη στιγμή στην πάλη των λαών κατά των
επιλογών του κεφαλαίου. Οπως προκύπτει από την ανάλυση των ποιοτικών
χαρακτηριστικών των αποτελεσμάτων των δύο δημοψηφισμάτων, δεν ήταν μόνον
ένα ΟΧΙ στο συγκεκριμένο κείμενο, ήταν ένα ΟΧΙ στις θεμελιώδεις
πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Στη συνέχεια το «Ευρωσύνταγμα»
βαφτίζεται «Συνθήκη», στη Σύνοδο Κορυφής της Λισαβόνας, που έγινε στις
18 και 19 Οκτώβρη του 2007, προκειμένου να παρακαμφθεί ο σκόπελος των
δημοψηφισμάτων και να περάσει το «Ευρωσύνταγμα» ως μια Συνθήκη. Αλλά
επειδή το Σύνταγμα της Ιρλανδίας επιβάλλει δημοψηφίσματα, ο ιρλανδικός
λαός με το «ΟΧΙ» σ' αυτή την «Ευρωσυνθήκη» εμπόδισε την εφαρμογή της
όταν στις άλλες χώρες ψηφίζεται απλά από τα εθνικά Κοινοβούλια. Βεβαίως
στη συνέχεια έγινε και δεύτερο δημοψήφισμα στην Ιρλανδία προκειμένου
εκβιάζοντας να υφαρπάξουν το «ΝΑΙ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου