Με αμετάβλητες τις κυρίαρχες πολιτικές, και σε ανάπτυξη αλλά και σε κρίση, οι μοναδικοί χαμένοι είναι οι εργαζόμενοι, αλλά γι αυτή την αλήθεια δε λένε κουβέντα οι σοβατζήδες του συστήματος.
Πλησιάζοντας προς τις εκλογές και ενώ η παραπέρα μείωση των
μισθών είναι βέβαιη και ρητά διατυπωμένη στο μνημόνιο που συνυπέγραψαν
ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, τα κόμματα αυτά, συνεπικουρούμενα από τα αστικά ΜΜΕ,
προσπαθούν να πείσουν ότι η «ανταγωνιστικότητα» της οικονομίας, για την
οποία πασχίζουν, δεν εξαρτάται από τους χαμηλούς μισθούς, αλλά (και) από
μια σειρά άλλους παράγοντες, στους οποίους - όπως λένε - σχεδιάζουν να
παρέμβουν μετά τις εκλογές, καλλιεργώντας αυταπάτες ότι οι εργαζόμενοι
μπορεί και να σκαπουλάρουν το παραπέρα πετσόκομμα των μισθών τους.
Στην
πραγματικότητα, προσπαθούν να κοροϊδέψουν το λαό ότι η «ανάπτυξη» που
του τάζουν και η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής
καπιταλιστικής οικονομίας δεν περνάει απαραίτητα μέσα από την παραπέρα
συρρίκνωση των αποδοχών των εργαζομένων...
Βεβαίως, η ανταγωνιστικότητα
έχει σχέση με την παραγωγικότητα που επίσης έχει σχέση με αυτό που λέμε
την οργανική σύνθεση κεφαλαίου. Δηλαδή, μέσα παραγωγής που με λιγότερη
εργατική δύναμη να παράγουν περισσότερα προϊόντα στη μονάδα χρόνου. Αλλά
έτσι και αλλιώς, το ψέμα τους είναι διπλό.
Πρώτον, επειδή η τιμή στην
οποία ο καπιταλιστής αγοράζει την εργατική δύναμη, είτε αφορά το
λεγόμενο «μισθολογικό», είτε το «μη μισθολογικό» κόστος, είναι ένας
παράγοντας που επιδρά στην ανταγωνιστικότητα μιας επιχείρησης, ενός
κλάδου, μιας οικονομίας, συγκριτικά με μια άλλη, αφού μικρότεροι μισθοί
σημαίνουν μεγαλύτερα κέρδη, ή δυνατότητα να κάνουν «παιχνίδι» με τις
τιμές στην αγορά, (μείωσή τους) και να κερδίσουν μεγαλύτερο μερίδιο. `Η
με τα κέρδη να συσσωρεύσουν κεφάλαιο και να αυξήσουν το μέγεθος της
επιχείρησης, άρα να εκτοπίσουν αντιπάλους.
Δεύτερο, επειδή κρύβουν ότι
και οι άλλοι παράγοντες που σχετίζονται με την «ανταγωνιστικότητα»,
είναι σε άμεση συνάρτηση με την τιμή της εργατικής δύναμης, έστω κι αν
αυτό δεν εκφράζεται με οριζόντια μείωση του μισθού.
Ορισμένα παραδείγματα:
Το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, μέλος του οποίου είναι και ο ΣΕΒ,
μετράει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας κάθε χώρας, βάσει των
επιδόσεων σε 12 δείκτες. Λέει, για παράδειγμα, ότι για να είναι
ανταγωνιστική μια οικονομία, πρέπει να υπάρχει «μακροοικονομική
σταθερότητα». Δηλαδή, μικρά ελλείμματα και χρέη. Για να γίνει όμως αυτό,
πρέπει το αστικό κράτος να περικόψει από τις κοινωνικές δαπάνες, τις
συντάξεις και άλλες παροχές και να μετακυλίσει το κόστος της Υγείας, της
Ασφάλισης, της Παιδείας, της Πρόνοιας στο λαό.
Ακόμα, να αποποιηθεί της
ευθύνης του στην κατασκευή υποδομών που είναι αναγκαίες για την
ικανοποίηση λαϊκών αναγκών (αντιπλημμυρικά, αντισεισμικά έργα, υποδομές
κ.α.), τα οποία οι εργαζόμενοι και ο λαός θα πληρώνουν από την τσέπη
τους, είτε με μεγαλύτερη φορολογία, είτε ανταποδοτικά στους ιδιώτες.
Δηλαδή, αφαίμαξη του λαϊκού εισοδήματος. Και το χρήμα από τα κρατικά
ταμεία να δίνεται ως κεφάλαιο στους καπιταλιστές για επενδύσεις.
Αλλος
δείκτης, είναι η «ευελιξία» στην αγορά εργασίας. Ευελιξία όμως σημαίνει
κατάργηση κάθε έννοιας σταθερής και μόνιμης εργασίας, πλήρης
ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, απολύσεις χωρίς αποζημιώσεις,
απαλλαγή από ασφαλιστικές εισφορές (όπως τα λεγόμενα «μίνι τζομπς» της
Γερμανίας), εναλλαγή της εργασίας με μεγάλα διαστήματα ανεργίας και πάει
λέγοντας. Δηλαδή, απασχόληση με όρους που αντικειμενικά κάνουν
φτηνότερο τον εργαζόμενο για τον εργοδότη και βαθαίνουν την εργασιακή
εκμετάλλευση.
Αλλος δείκτης είναι η καινοτομία, η εισαγωγή
δηλαδή της τεχνολογίας στις επιχειρήσεις, με εκσυγχρονισμό των μέσων
παραγωγής. Στον καπιταλισμό, όμως, η αυτοματοποίηση τομέων της παραγωγής
οδηγεί σε μεγαλύτερη ανεργία, αφού δεν υπάρχει κεντρικός σχεδιασμός που
να αναπτύσσει όλους τους κλάδους και το εργατικό δυναμικό δεν
κατανέμεται με βάση τις ανάγκες της λαϊκής οικονομίας. Αρα, αύξηση της
ανεργίας, που αξιοποιείται σαν μέσο πίεσης για να μειώνονται οι
απαιτήσεις της εργατικής τάξης και να επιδεινώνονται οι όροι
αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, σε βάρος εργαζόμενων και ανέργων.
Η
φορολογία είναι ένας ακόμα δείκτης. Αυτονόητα, όμως, όσο μικρότερη είναι
η φορολογία του κεφαλαίου, τόσο μεγαλύτερα είναι τα ελλείμματα του
κράτους, τα οποία φορτώνονται στους εργαζόμενους και το λαό. Αντίστροφα,
κλάδοι όπου η φορολογία είναι εξόφθαλμα ευνοϊκή για τους εργοδότες,
βελτιώνοντας την ανταγωνιστικότητά τους, δε σημαίνει ότι παρέχουν και
καλύτερες συγκριτικά συνθήκες εργασίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η
ναυτιλία, όπου ο ελληνόκτητος στόλος είναι ο μεγαλύτερος στον κόσμο, με
μηδενική σχεδόν φορολόγηση, αλλά τα πληρώματα παραμένουν από τα πλέον
κακοπληρωμένα (χιλιάδες άνεργοι ναυτεργάτες με συγκροτημένα δικαιώματα
και ταυτόχρονα χιλιάδες αλλοδαποί ναυτικοί στα καράβια, χωρίς
συνδικαλιστική εκπροσώπηση και χωρίς δικαιώματα).
Αλλο παράδειγμα είναι η
Ιρλανδία, η οποία εξαιτίας της χαμηλής φορολογίας στις επιχειρήσεις
προσέλκυσε αμερικανικά κεφάλαια, γεγονός όμως που δεν εμπόδισε (αντίθετα
επιτάχυνε) την κρίση και το δανεισμό από την τρόικα, όπως και η
καπιταλιστική Ελλάδα.
Αρα, απ' όπου κι αν πιάσει κανείς το
νήμα της «ανταγωνιστικότητας», καταλήγει στην ίδια πάντα άκρη: Οτι στον
καπιταλισμό, σε ανάπτυξη και κρίση, χαμένοι βγαίνουν οι εργαζόμενοι και
τα άλλα λαϊκά στρώματα. Είτε με τη μείωση των εισοδημάτων τους, είτε με
άλλα μέτρα, που βελτιώνουν την καπιταλιστική «ανταγωνιστικότητα»,
επιδεινώνοντας τους όρους δουλειάς και ζωής της εργατικής λαϊκής
οικογένειας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου