Μετά
την απόφαση της ΕΕ (Νοέμβριος 2012) – μετά από σκληρά
ενδοϊμπεριαλιστικά παζάρια αλλά και εκβιασμούς προς την Ελλάδα – για
εκταμίευση της δόσης των 31.5 δις αλλά και την πρόσφατη (Ιανουάριος
2013) εύκολη έγκριση της επόμενης δόσης των 9.5 δις, τα κυβερνητικά και
συστημικά κέντρα επιδίδονται σε μία μανιασμένη προπαγανδιστική
εκστρατεία να μας πείσουν ότι είναι ορατή η έξοδος από την κρίση...
του ΣΤΑΥΡΟΥ ΜΑΡΟΥΔΕΑ
Υποστηρίζεται ότι επιτέλους (μετά από τρία Μνημόνια και αρκετές αναθεωρήσεις τους, σωρευτική μείωση του ΑΕΠ κατά 21% σε τρία χρόνια και ραγδαία καταβαράθρωση του επιπέδου ζωής των εργαζόμενων) το Μνημόνιο επιτυγχάνει. Ιδιαίτερα προβάλλεται ότι μειώνονται (α) περισσότερο από το προβλεπόμενο το δημοσιονομικό έλλειμμα και (β) το έλλειμμα του ισοζυγίου εξωτερικών τρεχουσών συναλλαγών. Έτσι ζητείται από το λαό να υπομείνει τις θυσίες που έχει κάνει (και να δεχθεί και άλλες που αναγκαστικά θα χρειασθούν όσο και αν διαψεύδονται δια κυβερνητικών χειλέων).
Πρόκειται για μία άθλια κυβερνητική και συστημική (είναι χαρακτηριστική η συμπόρευση ακόμη και «αντι-μνημονιακών ΜΜΕ) γκαιμπελική προπαγάνδα. Είναι χαρακτηριστική η απάτη όσον αφορά το πρωτογενές έλλειμμα. Αρχικά παρουσιάσθηκαν...
Υποστηρίζεται ότι επιτέλους (μετά από τρία Μνημόνια και αρκετές αναθεωρήσεις τους, σωρευτική μείωση του ΑΕΠ κατά 21% σε τρία χρόνια και ραγδαία καταβαράθρωση του επιπέδου ζωής των εργαζόμενων) το Μνημόνιο επιτυγχάνει. Ιδιαίτερα προβάλλεται ότι μειώνονται (α) περισσότερο από το προβλεπόμενο το δημοσιονομικό έλλειμμα και (β) το έλλειμμα του ισοζυγίου εξωτερικών τρεχουσών συναλλαγών. Έτσι ζητείται από το λαό να υπομείνει τις θυσίες που έχει κάνει (και να δεχθεί και άλλες που αναγκαστικά θα χρειασθούν όσο και αν διαψεύδονται δια κυβερνητικών χειλέων).
Πρόκειται για μία άθλια κυβερνητική και συστημική (είναι χαρακτηριστική η συμπόρευση ακόμη και «αντι-μνημονιακών ΜΜΕ) γκαιμπελική προπαγάνδα. Είναι χαρακτηριστική η απάτη όσον αφορά το πρωτογενές έλλειμμα. Αρχικά παρουσιάσθηκαν...
Με πηχυαίους τίτλους τα στοιχεία του 10μήνου Ιανουαρίου –
Οκτωβρίου 2012 όπου εμφανιζόταν για πρώτη φορά πρωτογενές πλεόνασμα
ύψους 2,3 δισ. ευρώ. Μόλις μερικές μέρες μετά, με πιο σεμνούς τίτλους,
παρουσιάσθηκαν τα συνολικά στοιχεία για το 2012 όπου βέβαια το
πρωτογενές έλλειμμα ήταν 3.5 δις!
Φυσικά αποκρύπτεται ότι με βάση τις ίδιες τις κυβερνητικές και τροϊκανές προβλέψεις η επίτευξη του στόχου πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 4,5% του ΑΕΠ (που υποτίθεται ότι θα μειώσει σταθερά και αυξητικά το λόγο χρέους προς ΑΕΠ) εκτιμάται πλέον ότι θα γίνει το 2016 αντί του 2014. Επίσης να υπενθυμίσουμε ότι η αλήστου μνήμης δυάδα Παπανδρέου-Παπακωνσταντίνου (του Βενιζέλου συνακολουθούντος) υποσχόταν επίσης πρωτογενή πλεονάσματα από το 2012. Ας δούμε γιατί πρόκειται για αστεία επιχειρήματα.
Πρώτον, η βελτίωση του δημοσιονομικού ελλείμματος είναι τεχνητή και φυσικά στις πλάτες της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας. Προκύπτει από:
(α) την δραματική μείωση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων-ΠΔΕ: Το ΠΔΕ για το 2012 προϋπολογίσθηκε σε 7,7 δις και μειώθηκε διαδοχικά σε 6,1 δις. Σημειωτέον ότι, καθώς το ΠΔΕ έχει τις ισχυρότερες πολλαπλασιαστικές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία, επιτείνει υπερπολλαπλάσια την ύφεση.
(β) τις διαδοχικές φοροεπιδρομές στα εισοδήματα των μικρομεσαίων και των εργαζομένων: Τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δίνουν μείωση του εισοδήματος κατά 10,6% λόγω αύξησης των φόρων κατά 17,7% αλλά και της μείωσης κατά 11,3% των αποδοχών και κατά 10,2% των κοινωνικών παροχών για το 2012). Φυσικά δεν αγγίζεται ουσιαστικά το μεγάλο κεφάλαιο (πέρα από κάποιες θεαματικές συλλήψεις για προσχηματικούς λόγους). Χαρακτηριστικά, οι επιχειρήσεις πληρώνουν σχεδόν τους μισούς φόρους απ’ ότι πέρυσι.
(γ) την εσωτερική στάση πληρωμών του ελληνικού Δημοσίου προς τους πιστωτές του: Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου φθάνουν τα 9,4 δισ. Ευρώ. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, τα ληξιπρόθεσμα χρέη στο τέλος Οκτωβρίου ήταν 8,7 δισ. ευρώ. Σε αυτά πρέπει να προστεθούν και οι εκκρεμείς επιστροφές φόρων (που ανέρχονται σε 755,9 εκατ. ευρώ (εκ των οποίων 520,4 εκατ. ευρώ έμμεσοι φόροι και 229 εκατ. ευρώ άμεσοι). Είναι χαρακτηριστικό πως από το σύνολο των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου τα μισά ή 4,6 δισ. ευρώ τα χρωστούν τα ασφαλιστικά ταμεία. Αξίζει επίσης να επισημανθεί ότι σύμφωνα με την Κομισιόν ένα ποσό της τάξης των 2 δις από τα δάνεια θα έπρεπε να πάει σε πληρωμή ληξιπρόθεσμων χρεών αλλά τελικά μόλις 0,7 δις πληρώθηκε. Με το υπόλοιπο η κυβέρνηση φτιασίδωσε την εικόνα των οικονομικών της.
Επομένως, η βελτίωση του δημοσιονομικού ελλείμματος οφείλεται στη βάρβαρη μισθολογική και φορολογική αφαίμαξη των εργαζόμενων και των μικρομεσαίων. Δηλαδή για άλλη μία φορά ευημερούν οι αριθμοί και υποφέρει η μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία. Σίγουρα δεν πρόκειται για κάτι για το οποίο η τελευταία αξίζει να πανηγυρίσει.
Η βελτίωση αυτή είναι τεχνητή γιατί έχει δύο πονηρούτσικες πλευρές, κοινώς πρόκειται για δημιουργική λογιστική (ξέρετε από αυτή που υποτίθεται ότι οι ιθύνοντες έχουν αποταχθεί).
Η μία πλευρά έχει να κάνει με την προαναφερθείσα εσωτερική στάση πληρωμών του δημοσίου. Το αστικό κράτος μπορεί να μην τολμά να κάνει εξωτερική στάση πληρωμών απέναντι στους ξένους ιμπεριαλιστές αλλά τολμά να το κάνει απέναντι στους πολίτες του. Αν όμως συνυπολογισθούν οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του δημοσίου προς ιδιώτες τότε η βελτίωση του πρωτογενούς ελλείμματος πάει περίπατο. Η δεύτερη πλευρά αφορά το συνολικό δημοσιονομικό έλλειμμα και έχει να κάνει με την εξυπηρέτηση του χρέους. Λόγω των καθυστερήσεων των μνημονιακών δόσεων και της αστοχίας των κανονικών φορολογικών εσόδων (ιδιαίτερα των έμμεσων φόρων που κατέρρευσαν λόγω πτώσης της κατανάλωσης, π.χ. εστίαση, θέρμανση) το ελληνικό δημόσιο ξεπέρασε – με την συναίνεση της τρόικας – τους περιορισμούς για βραχυχρόνιο δανεισμό (δηλ. με έντοκα γραμμάτια), ο οποίος είναι αφενός πολύ ακριβός και αφετέρου δωράκι στις ελληνικές τράπεζες (που κυρίως αγοράζουν τους τίτλους αυτούς). Έτσι, τα χρεολύσια για το βραχυπρόθεσμο δανεισμό έφθασαν το 2012 στα 47,11 δις (από 33,4 δις το 2011) και ξεπέρασαν το προϋπολογισμένο όριο των 43,6 δις.
Δεύτερον, η βελτίωση του ισοζυγίου πληρωμών οφείλεται στη ραγδαία μείωση της κατανάλωσης (λόγω μείωσης της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων και των μικρομεσαίων) που οδηγεί σε κάθετη μείωση των εισαγωγών (-8.7% για Ιανουάριο – Σεπτέμβριο 2012 αλλά χωρίς τα πετρελαιοειδή). Όμως οι εξαγωγές δεν βελτιώνονται αισθητά (+6,7% για Ιανουάριο – Σεπτέμβριο 2012) και παραμένουν πάντα εξαιρετικά ευμετάβλητες.
Οι λόγοι είναι πολλοί. Κατ’ αρχήν, η υψηλή ισοτιμία του ευρώ δυσκολεύει τις εκτός ΕΕ εξαγωγές. Επιπρόσθετα, οι ελληνικές εξαγωγές είναι πάντα προσανατολισμένες στην ΕΕ (οι εξαγωγές σε Ιταλία και Γερμανία αποτελούν το 20% των εξαγωγών και στις Βαλκανικές χώρες (η Βουλγαρία είναι ο τρίτος και η Ρουμανία ο 7ος εμπορικός εταίρος). Η συμμετοχή στην Κοινή Αγορά ευνοεί δομικά (όχι μόνο με στοιχεία κόστους αλλά και θεσμικά) το ευρω-κέντρο έναντι της ευρω-περιφέρειας και συνεπώς αποκλείουν κάθε βραχυπρόθεσμη δυνατότητα σημαντικής ανόδου των ελληνικών εξαγωγών στην ΕΕ.
Επιπλέον, τόσο η ΕΕ όσο και η Βαλκανική πλήττονται από την επιστροφή της οικονομικής κρίσης εφέτος πολύ εντονότερα από άλλες περιοχές με συνέπεια να περιορίζονται οι δυνατότητες για ελληνικές εξαγωγές. Αλλά και οι δυνατότητες για εκτός ΕΕ και Βαλκανικής ελληνικές εξαγωγές πλήττονται από την φετινή επιδείνωση της παγκόσμιας οικονομίας. Άλλωστε η βελτίωση των εξαγωγικών επιδόσεων είναι μία μακρόχρονη διαδικασία που απαιτεί βαθιές δομικές αλλαγές. Η μόνη δομική αλλαγή που γίνεται είναι η βάρβαρη και ραγδαία μείωση του μισθολογικού κόστους, δηλαδή η επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας. Έτσι η αργή βελτίωση της ανταγωνιστικότητας γίνεται προς όφελος του κεφαλαίου και σε βάρος των εργαζόμενων. Τελευταίο, στο σκέλος των εισαγωγών (που κρύβεται στα στοιχεία από την εξαίρεση των πετρελαιοειδών), η ελληνική οικονομία είναι πολύ εξαρτημένη από τις εισαγωγές πετρελαίου και οι μεταβολές της τιμής του διεθνώς εξαρτάται καθοριστικά από το αυξανόμενο κλίμα μεγάλης αβεβαιότητας στη Μέση Ανατολή.
Τα κυβερνητικά και συστημικά κέντρα ψεύδονται ασυστόλως με βάση τη δική τους οικονομική ανάλυση. Τα Ορθόδοξα Οικονομικά, στα οποία ομνύουν πίστη, θεωρούν την ελληνική σαν απλά μία κρίση χρέους (σε αντίθεση με τη Μαρξιστική Πολιτική Οικονομία που ορθά επισημαίνει ότι είναι μία δομική καπιταλιστική κρίση υπερσυσσώρευσης).
Σύμφωνα με τις εθνικολογιστικές σχέσεις η δημοσιονομική ευστάθεια (και εν προκειμένω για την Ελλάδα η βιωσιμότητα του δημοσιονομικού χρέους, δηλ. η ικανότητα διαχείρισης του) εξαρτάται από τέσσερις παράγοντες: (α) το δεδομένο ποσοστό χρέους προς ΑΕΠ, (β) το ποσοστό του πρωτογενούς πλεονάσματος σε σχέση με το ΑΕΠ, (γ) το πραγματικό επιτόκιο στο οποίο δανείζεται το κράτος και (δ) το ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ. και συνεπώς η επίλυση της εξαρτάται από τέσσερεις παράγοντες: (α) το δεδομένο ποσοστό χρέους προς ΑΕΠ, (β) το ποσοστό του πρωτογενούς πλεονάσματος σε σχέση με το ΑΕΠ, (γ) το πραγματικό επιτόκιο δανεισμού του δημοσίου και (δ) το ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ. Από αυτά ουσιαστικά μόνο το δεύτερο είναι υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης.
Το πρώτο είναι ιστορικά δεδομένο (ξεκίνησε από 120% στην αρχή της κρίσης), βαίνει αυξανόμενο (λόγω των δανείων της τρόικας) και στοχεύεται να ξαναπεριορισθεί στο 120% το 2020. Φυσικά είναι γνωστό ότι βιώσιμο είναι το χρέος της τάξης 60-80% και ότι το 120% είναι ένα μέγεθος που ορίσθηκε αυθαίρετα για πολιτικούς λόγους (για να εμφανισθεί ως μη-προβληματική η Ιταλία). Είναι επίσης γνωστό ότι ακόμη και με το πιο αισιόδοξο σενάριο της τρόικας το χρέος θα είναι 124% του ΑΕΠ το 2020. Το τρίτο εξαρτάται από την τρόικα των δανειστών και για την διάρκεια των Μνημονίων υπολογίζεται σε περίπου 4.5%. Ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ, που είναι και ο πιο σημαντικός καθώς επηρεάζει τους τρεις από τους τέσσερεις παράγοντες, ελέγχεται ελάχιστα πλέον από την κυβέρνηση καθώς βασικά εργαλεία (π.χ. ΠΔΕ) έχουν εκμηδενισθεί. Οι δε προσδοκίες για σχέδια Μάρσαλ κλπ. είναι απλά στρουθοκαμηλισμοί (π.χ. ο προϋπολογισμός της ΕΕ και το ΕΣΠΑ μειώνονται ενώ η απορρόφηση του τελευταίου είναι οικτρή λόγω αδυναμίας εθνικής οικονομικής συμμετοχής και διαδοχικών πετσοκομμάτων του ΠΔΕ).
Ταυτόχρονα η ελληνική οικονομία έχει βυθισθεί, λόγω Μνημονίου, σε ένα καθοδικό υφεσιακό σπιράλ. Άλλωστε, η ίδια η συνταγή του Μνημονίου (δηλαδή η επίλυση του προβλήματος χρέους και ο ταυτόχρονος δομικός μετασχηματισμός της ελληνικής οικονομίας από ένα κρατικοδίαιτο σε ένα ιδιωτικο-κεντρικό καπιταλισμό και μάλιστα εν μέσω παγκόσμιας οικονομικής κρίσης) είναι εξ ορισμού μία προ-κυκλική πολιτική: θεωρεί ότι όσο πιο γρήγορα και πιο βαθειά μπει η οικονομία σε κρίση εξίσου γρήγορα και απότομα θα βγει από αυτή. Βέβαια, όπως και η ίδια η τρόικα παραδέχεται όταν λέει ότι υπολόγισε λάθος τους πολλαπλασιαστές, η ύφεση είναι πολύ βαθύτερη της αναμενόμενης.
Πέρυσι η ύφεση περιορίσθηκε με «δημιουργική λογιστική» στο -6.9% (για να αποφευχθεί πολιτικά το -7%). Φέτος το πρώτο τρίμηνο ήταν -6,7%, το δεύτερο -6.3% ενώ το τρίτο (που είναι και το σημαντικότερο, λόγω τουρισμού) αρχικά έγραψε -7.2% για να διορθωθεί στη συνέχεια (λίαν υπόπτως) σε -6,9%. Είναι εξαιρετικά περίεργο με τι αλχημείες για το τέταρτο τρίμηνο θα επιτευχθεί ο επανειλημμένα αναθεωρημένος στόχος για -6.5% εφέτος.
Τρία είναι τα συνεπακόλουθα αυτού του υφεσιακού σπιράλ. Πρώτον, ότι έχουμε μία δυσαναπλήρωτη σωρευτική απώλεια που υπερβαίνει το 20% του ΑΕΠ. Δεύτερον, ότι ακόμη και αν η ύφεση αρχίσει να αποκλιμακώνεται θα διαρκέσει τουλάχιστον ακόμη μία διετία και θα ξεπεράσει το 25% του ΑΕΠ. Έτσι είναι εντελώς εξωπραγματικός ο στόχος για ύφεση -4,5% το 2013, όπως ήδη διάφορα κέντρα του εξωτερικού επισημαίνουν (και αφήνουμε στην άκρη τελείως «μαύρες» προβλέψεις όπως αυτή της Citibank για ακόμη μεγαλύτερη ύφεση). Αυτό επηρεάζει αρνητικά τις τρεις από τις τέσσερεις παραμέτρους της βιωσιμότητας του χρέους και συνεπώς οδηγεί στη λήψη νέων μέτρων λιτότητας στην πλάτη προφανώς των γνωστών υποζυγίων (καθώς το πρωτογενές πλεόνασμα είναι η μόνη παράμετρος στην οποία μπορεί να προσφύγει η κυβέρνηση). Τρίτον, γνωρίζουμε εμπειρικά ότι για να είναι βιώσιμο το χρέος πρέπει χονδρικά ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ να ισούται με το επιτόκιο δανεισμού. Είναι προφανές, ότι με αυτό το υφεσιακό σπιράλ κάτι τέτοιο είναι εξωπραγματικό.
Συνεπώς, με βάση τις ίδιες τις αστικές οικονομικές αναλύσεις, μόνο φως στην άκρη του τούνελ δεν διαφαίνεται. Αντίθετα, όπως ήδη προειδοποίησε ο Π.Τόμσεν (εκφράζοντας ιδιαίτερα την αμερικανική πλευρά και το ΔΝΤ στις ενδο-ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις), η επίτευξη του στόχου 120% χρέους προς ΑΕΠ το 2020 είναι ανέφικτη και, χωρίς «κούρεμα» των κρατικών δανείων της ΕΕ (πράγμα στο οποίο η τελευταία αντιδρά σφόδρα), απαιτούνται νέες περικοπές μισθών και συντάξεων.
Η κυβέρνηση και η αστική τάξη τα γνωρίζουν όλα αυτά πολύ καλά. Ξέρουν ότι το μόνο που έχουν κερδίσει είναι η παράταση της ελληνικής τραγωδίας μέχρι τις γερμανικές εκλογές καθώς κανείς από τους ηγεμονικούς καπιταλισμούς της ΕΕ δεν θέλει απότομες αναταραχές μέχρι τότε. Γι’ αυτό οι τελευταίοι αποφάσισαν να δώσουν τις δανειακές δόσεις (αφού βεβαιώθηκαν ότι ο Α.Σαμαράς έχει ξεπεράσει εντελώς τις προεκλογικές αντιμνημονιακές κορώνες του και έχει γίνει μνημονιακότερος των μνημονιακών* άλλωστε στην ίδια λογική εντάσσεται και το αμοιβαίο φλερτ τους με τον Α.Τσίπρα και το ΣΥΡΙΖΑ).
Γνωρίζει επίσης η κυβέρνηση και η αστική τάξη ότι σύντομα το μνημονιακό πρόγραμμα θα ξαναπαρουσιάσει χρηματοδοτικά κενά και υστερήσεις (άλλωστε προειδοποίησε γι’ αυτά ο Π.Τόμσεν στις πρόσφατες δηλώσεις του) τα οποία, σύμφωνα με το 3ο μνημόνιο, θα οδηγήσουν στην ενεργοποίηση των αυτόματων μηχανισμών περικοπών που συνομολογήθηκαν (μία εξυπναδίτσα που ως γνωστό το παπαγαλάκι η ΔΗΜΑΡ, του πολύ Φ.Κουβέλη πρώτη διαφήμισε δήθεν ως θετική προεκλογικά). Γι’ αυτό και η κυβέρνηση και η αστική τάξη προσπαθούν και αυτοί να κερδίσουν χρόνο ελπίζοντας σε έναν εξωτερικό από μηχανής θεό: δηλαδή οι ισχυρότεροι ιμπεριαλισμοί για τους δικούς τους λόγους και συμφέροντα να δώσουν ένα νέο «κούρεμα» και των κρατικών ευρωπαϊκών δανείων. Ταυτόχρονα βέβαια η αστική τάξη δίνουν την μάχη των μαχών για να κρατήσουν τις τράπεζες (αλήθεια τι γίνεται με εκείνο τον αναβαλλόμενο φόρο;) και τις ιδιωτικοποιούμενες επιχειρήσεις (βλέπε τον καυγά για τον ΟΠΑΠ).
Οι εργαζόμενοι δεν έχουν να κερδίσουν τίποτα απ’ όλα αυτά τα κόλπα. Σήμερα χρειάζεται περισσότερο παρά ποτέ μία Αριστερά και ένα εργατικό κίνημα άξια του ονόματος τους που θα οδηγήσουν τη χώρα έξω από τον ευρωπαϊκό λαβύρινθο με τους Μινώταυρους του και θα την ανορθώσουν προς όφελος της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας.
Φυσικά αποκρύπτεται ότι με βάση τις ίδιες τις κυβερνητικές και τροϊκανές προβλέψεις η επίτευξη του στόχου πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 4,5% του ΑΕΠ (που υποτίθεται ότι θα μειώσει σταθερά και αυξητικά το λόγο χρέους προς ΑΕΠ) εκτιμάται πλέον ότι θα γίνει το 2016 αντί του 2014. Επίσης να υπενθυμίσουμε ότι η αλήστου μνήμης δυάδα Παπανδρέου-Παπακωνσταντίνου (του Βενιζέλου συνακολουθούντος) υποσχόταν επίσης πρωτογενή πλεονάσματα από το 2012. Ας δούμε γιατί πρόκειται για αστεία επιχειρήματα.
Πρώτον, η βελτίωση του δημοσιονομικού ελλείμματος είναι τεχνητή και φυσικά στις πλάτες της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας. Προκύπτει από:
(α) την δραματική μείωση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων-ΠΔΕ: Το ΠΔΕ για το 2012 προϋπολογίσθηκε σε 7,7 δις και μειώθηκε διαδοχικά σε 6,1 δις. Σημειωτέον ότι, καθώς το ΠΔΕ έχει τις ισχυρότερες πολλαπλασιαστικές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία, επιτείνει υπερπολλαπλάσια την ύφεση.
(β) τις διαδοχικές φοροεπιδρομές στα εισοδήματα των μικρομεσαίων και των εργαζομένων: Τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δίνουν μείωση του εισοδήματος κατά 10,6% λόγω αύξησης των φόρων κατά 17,7% αλλά και της μείωσης κατά 11,3% των αποδοχών και κατά 10,2% των κοινωνικών παροχών για το 2012). Φυσικά δεν αγγίζεται ουσιαστικά το μεγάλο κεφάλαιο (πέρα από κάποιες θεαματικές συλλήψεις για προσχηματικούς λόγους). Χαρακτηριστικά, οι επιχειρήσεις πληρώνουν σχεδόν τους μισούς φόρους απ’ ότι πέρυσι.
(γ) την εσωτερική στάση πληρωμών του ελληνικού Δημοσίου προς τους πιστωτές του: Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου φθάνουν τα 9,4 δισ. Ευρώ. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, τα ληξιπρόθεσμα χρέη στο τέλος Οκτωβρίου ήταν 8,7 δισ. ευρώ. Σε αυτά πρέπει να προστεθούν και οι εκκρεμείς επιστροφές φόρων (που ανέρχονται σε 755,9 εκατ. ευρώ (εκ των οποίων 520,4 εκατ. ευρώ έμμεσοι φόροι και 229 εκατ. ευρώ άμεσοι). Είναι χαρακτηριστικό πως από το σύνολο των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου τα μισά ή 4,6 δισ. ευρώ τα χρωστούν τα ασφαλιστικά ταμεία. Αξίζει επίσης να επισημανθεί ότι σύμφωνα με την Κομισιόν ένα ποσό της τάξης των 2 δις από τα δάνεια θα έπρεπε να πάει σε πληρωμή ληξιπρόθεσμων χρεών αλλά τελικά μόλις 0,7 δις πληρώθηκε. Με το υπόλοιπο η κυβέρνηση φτιασίδωσε την εικόνα των οικονομικών της.
Επομένως, η βελτίωση του δημοσιονομικού ελλείμματος οφείλεται στη βάρβαρη μισθολογική και φορολογική αφαίμαξη των εργαζόμενων και των μικρομεσαίων. Δηλαδή για άλλη μία φορά ευημερούν οι αριθμοί και υποφέρει η μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία. Σίγουρα δεν πρόκειται για κάτι για το οποίο η τελευταία αξίζει να πανηγυρίσει.
Η βελτίωση αυτή είναι τεχνητή γιατί έχει δύο πονηρούτσικες πλευρές, κοινώς πρόκειται για δημιουργική λογιστική (ξέρετε από αυτή που υποτίθεται ότι οι ιθύνοντες έχουν αποταχθεί).
Η μία πλευρά έχει να κάνει με την προαναφερθείσα εσωτερική στάση πληρωμών του δημοσίου. Το αστικό κράτος μπορεί να μην τολμά να κάνει εξωτερική στάση πληρωμών απέναντι στους ξένους ιμπεριαλιστές αλλά τολμά να το κάνει απέναντι στους πολίτες του. Αν όμως συνυπολογισθούν οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του δημοσίου προς ιδιώτες τότε η βελτίωση του πρωτογενούς ελλείμματος πάει περίπατο. Η δεύτερη πλευρά αφορά το συνολικό δημοσιονομικό έλλειμμα και έχει να κάνει με την εξυπηρέτηση του χρέους. Λόγω των καθυστερήσεων των μνημονιακών δόσεων και της αστοχίας των κανονικών φορολογικών εσόδων (ιδιαίτερα των έμμεσων φόρων που κατέρρευσαν λόγω πτώσης της κατανάλωσης, π.χ. εστίαση, θέρμανση) το ελληνικό δημόσιο ξεπέρασε – με την συναίνεση της τρόικας – τους περιορισμούς για βραχυχρόνιο δανεισμό (δηλ. με έντοκα γραμμάτια), ο οποίος είναι αφενός πολύ ακριβός και αφετέρου δωράκι στις ελληνικές τράπεζες (που κυρίως αγοράζουν τους τίτλους αυτούς). Έτσι, τα χρεολύσια για το βραχυπρόθεσμο δανεισμό έφθασαν το 2012 στα 47,11 δις (από 33,4 δις το 2011) και ξεπέρασαν το προϋπολογισμένο όριο των 43,6 δις.
Δεύτερον, η βελτίωση του ισοζυγίου πληρωμών οφείλεται στη ραγδαία μείωση της κατανάλωσης (λόγω μείωσης της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων και των μικρομεσαίων) που οδηγεί σε κάθετη μείωση των εισαγωγών (-8.7% για Ιανουάριο – Σεπτέμβριο 2012 αλλά χωρίς τα πετρελαιοειδή). Όμως οι εξαγωγές δεν βελτιώνονται αισθητά (+6,7% για Ιανουάριο – Σεπτέμβριο 2012) και παραμένουν πάντα εξαιρετικά ευμετάβλητες.
Οι λόγοι είναι πολλοί. Κατ’ αρχήν, η υψηλή ισοτιμία του ευρώ δυσκολεύει τις εκτός ΕΕ εξαγωγές. Επιπρόσθετα, οι ελληνικές εξαγωγές είναι πάντα προσανατολισμένες στην ΕΕ (οι εξαγωγές σε Ιταλία και Γερμανία αποτελούν το 20% των εξαγωγών και στις Βαλκανικές χώρες (η Βουλγαρία είναι ο τρίτος και η Ρουμανία ο 7ος εμπορικός εταίρος). Η συμμετοχή στην Κοινή Αγορά ευνοεί δομικά (όχι μόνο με στοιχεία κόστους αλλά και θεσμικά) το ευρω-κέντρο έναντι της ευρω-περιφέρειας και συνεπώς αποκλείουν κάθε βραχυπρόθεσμη δυνατότητα σημαντικής ανόδου των ελληνικών εξαγωγών στην ΕΕ.
Επιπλέον, τόσο η ΕΕ όσο και η Βαλκανική πλήττονται από την επιστροφή της οικονομικής κρίσης εφέτος πολύ εντονότερα από άλλες περιοχές με συνέπεια να περιορίζονται οι δυνατότητες για ελληνικές εξαγωγές. Αλλά και οι δυνατότητες για εκτός ΕΕ και Βαλκανικής ελληνικές εξαγωγές πλήττονται από την φετινή επιδείνωση της παγκόσμιας οικονομίας. Άλλωστε η βελτίωση των εξαγωγικών επιδόσεων είναι μία μακρόχρονη διαδικασία που απαιτεί βαθιές δομικές αλλαγές. Η μόνη δομική αλλαγή που γίνεται είναι η βάρβαρη και ραγδαία μείωση του μισθολογικού κόστους, δηλαδή η επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας. Έτσι η αργή βελτίωση της ανταγωνιστικότητας γίνεται προς όφελος του κεφαλαίου και σε βάρος των εργαζόμενων. Τελευταίο, στο σκέλος των εισαγωγών (που κρύβεται στα στοιχεία από την εξαίρεση των πετρελαιοειδών), η ελληνική οικονομία είναι πολύ εξαρτημένη από τις εισαγωγές πετρελαίου και οι μεταβολές της τιμής του διεθνώς εξαρτάται καθοριστικά από το αυξανόμενο κλίμα μεγάλης αβεβαιότητας στη Μέση Ανατολή.
Τα κυβερνητικά και συστημικά κέντρα ψεύδονται ασυστόλως με βάση τη δική τους οικονομική ανάλυση. Τα Ορθόδοξα Οικονομικά, στα οποία ομνύουν πίστη, θεωρούν την ελληνική σαν απλά μία κρίση χρέους (σε αντίθεση με τη Μαρξιστική Πολιτική Οικονομία που ορθά επισημαίνει ότι είναι μία δομική καπιταλιστική κρίση υπερσυσσώρευσης).
Σύμφωνα με τις εθνικολογιστικές σχέσεις η δημοσιονομική ευστάθεια (και εν προκειμένω για την Ελλάδα η βιωσιμότητα του δημοσιονομικού χρέους, δηλ. η ικανότητα διαχείρισης του) εξαρτάται από τέσσερις παράγοντες: (α) το δεδομένο ποσοστό χρέους προς ΑΕΠ, (β) το ποσοστό του πρωτογενούς πλεονάσματος σε σχέση με το ΑΕΠ, (γ) το πραγματικό επιτόκιο στο οποίο δανείζεται το κράτος και (δ) το ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ. και συνεπώς η επίλυση της εξαρτάται από τέσσερεις παράγοντες: (α) το δεδομένο ποσοστό χρέους προς ΑΕΠ, (β) το ποσοστό του πρωτογενούς πλεονάσματος σε σχέση με το ΑΕΠ, (γ) το πραγματικό επιτόκιο δανεισμού του δημοσίου και (δ) το ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ. Από αυτά ουσιαστικά μόνο το δεύτερο είναι υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης.
Το πρώτο είναι ιστορικά δεδομένο (ξεκίνησε από 120% στην αρχή της κρίσης), βαίνει αυξανόμενο (λόγω των δανείων της τρόικας) και στοχεύεται να ξαναπεριορισθεί στο 120% το 2020. Φυσικά είναι γνωστό ότι βιώσιμο είναι το χρέος της τάξης 60-80% και ότι το 120% είναι ένα μέγεθος που ορίσθηκε αυθαίρετα για πολιτικούς λόγους (για να εμφανισθεί ως μη-προβληματική η Ιταλία). Είναι επίσης γνωστό ότι ακόμη και με το πιο αισιόδοξο σενάριο της τρόικας το χρέος θα είναι 124% του ΑΕΠ το 2020. Το τρίτο εξαρτάται από την τρόικα των δανειστών και για την διάρκεια των Μνημονίων υπολογίζεται σε περίπου 4.5%. Ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ, που είναι και ο πιο σημαντικός καθώς επηρεάζει τους τρεις από τους τέσσερεις παράγοντες, ελέγχεται ελάχιστα πλέον από την κυβέρνηση καθώς βασικά εργαλεία (π.χ. ΠΔΕ) έχουν εκμηδενισθεί. Οι δε προσδοκίες για σχέδια Μάρσαλ κλπ. είναι απλά στρουθοκαμηλισμοί (π.χ. ο προϋπολογισμός της ΕΕ και το ΕΣΠΑ μειώνονται ενώ η απορρόφηση του τελευταίου είναι οικτρή λόγω αδυναμίας εθνικής οικονομικής συμμετοχής και διαδοχικών πετσοκομμάτων του ΠΔΕ).
Ταυτόχρονα η ελληνική οικονομία έχει βυθισθεί, λόγω Μνημονίου, σε ένα καθοδικό υφεσιακό σπιράλ. Άλλωστε, η ίδια η συνταγή του Μνημονίου (δηλαδή η επίλυση του προβλήματος χρέους και ο ταυτόχρονος δομικός μετασχηματισμός της ελληνικής οικονομίας από ένα κρατικοδίαιτο σε ένα ιδιωτικο-κεντρικό καπιταλισμό και μάλιστα εν μέσω παγκόσμιας οικονομικής κρίσης) είναι εξ ορισμού μία προ-κυκλική πολιτική: θεωρεί ότι όσο πιο γρήγορα και πιο βαθειά μπει η οικονομία σε κρίση εξίσου γρήγορα και απότομα θα βγει από αυτή. Βέβαια, όπως και η ίδια η τρόικα παραδέχεται όταν λέει ότι υπολόγισε λάθος τους πολλαπλασιαστές, η ύφεση είναι πολύ βαθύτερη της αναμενόμενης.
Πέρυσι η ύφεση περιορίσθηκε με «δημιουργική λογιστική» στο -6.9% (για να αποφευχθεί πολιτικά το -7%). Φέτος το πρώτο τρίμηνο ήταν -6,7%, το δεύτερο -6.3% ενώ το τρίτο (που είναι και το σημαντικότερο, λόγω τουρισμού) αρχικά έγραψε -7.2% για να διορθωθεί στη συνέχεια (λίαν υπόπτως) σε -6,9%. Είναι εξαιρετικά περίεργο με τι αλχημείες για το τέταρτο τρίμηνο θα επιτευχθεί ο επανειλημμένα αναθεωρημένος στόχος για -6.5% εφέτος.
Τρία είναι τα συνεπακόλουθα αυτού του υφεσιακού σπιράλ. Πρώτον, ότι έχουμε μία δυσαναπλήρωτη σωρευτική απώλεια που υπερβαίνει το 20% του ΑΕΠ. Δεύτερον, ότι ακόμη και αν η ύφεση αρχίσει να αποκλιμακώνεται θα διαρκέσει τουλάχιστον ακόμη μία διετία και θα ξεπεράσει το 25% του ΑΕΠ. Έτσι είναι εντελώς εξωπραγματικός ο στόχος για ύφεση -4,5% το 2013, όπως ήδη διάφορα κέντρα του εξωτερικού επισημαίνουν (και αφήνουμε στην άκρη τελείως «μαύρες» προβλέψεις όπως αυτή της Citibank για ακόμη μεγαλύτερη ύφεση). Αυτό επηρεάζει αρνητικά τις τρεις από τις τέσσερεις παραμέτρους της βιωσιμότητας του χρέους και συνεπώς οδηγεί στη λήψη νέων μέτρων λιτότητας στην πλάτη προφανώς των γνωστών υποζυγίων (καθώς το πρωτογενές πλεόνασμα είναι η μόνη παράμετρος στην οποία μπορεί να προσφύγει η κυβέρνηση). Τρίτον, γνωρίζουμε εμπειρικά ότι για να είναι βιώσιμο το χρέος πρέπει χονδρικά ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ να ισούται με το επιτόκιο δανεισμού. Είναι προφανές, ότι με αυτό το υφεσιακό σπιράλ κάτι τέτοιο είναι εξωπραγματικό.
Συνεπώς, με βάση τις ίδιες τις αστικές οικονομικές αναλύσεις, μόνο φως στην άκρη του τούνελ δεν διαφαίνεται. Αντίθετα, όπως ήδη προειδοποίησε ο Π.Τόμσεν (εκφράζοντας ιδιαίτερα την αμερικανική πλευρά και το ΔΝΤ στις ενδο-ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις), η επίτευξη του στόχου 120% χρέους προς ΑΕΠ το 2020 είναι ανέφικτη και, χωρίς «κούρεμα» των κρατικών δανείων της ΕΕ (πράγμα στο οποίο η τελευταία αντιδρά σφόδρα), απαιτούνται νέες περικοπές μισθών και συντάξεων.
Η κυβέρνηση και η αστική τάξη τα γνωρίζουν όλα αυτά πολύ καλά. Ξέρουν ότι το μόνο που έχουν κερδίσει είναι η παράταση της ελληνικής τραγωδίας μέχρι τις γερμανικές εκλογές καθώς κανείς από τους ηγεμονικούς καπιταλισμούς της ΕΕ δεν θέλει απότομες αναταραχές μέχρι τότε. Γι’ αυτό οι τελευταίοι αποφάσισαν να δώσουν τις δανειακές δόσεις (αφού βεβαιώθηκαν ότι ο Α.Σαμαράς έχει ξεπεράσει εντελώς τις προεκλογικές αντιμνημονιακές κορώνες του και έχει γίνει μνημονιακότερος των μνημονιακών* άλλωστε στην ίδια λογική εντάσσεται και το αμοιβαίο φλερτ τους με τον Α.Τσίπρα και το ΣΥΡΙΖΑ).
Γνωρίζει επίσης η κυβέρνηση και η αστική τάξη ότι σύντομα το μνημονιακό πρόγραμμα θα ξαναπαρουσιάσει χρηματοδοτικά κενά και υστερήσεις (άλλωστε προειδοποίησε γι’ αυτά ο Π.Τόμσεν στις πρόσφατες δηλώσεις του) τα οποία, σύμφωνα με το 3ο μνημόνιο, θα οδηγήσουν στην ενεργοποίηση των αυτόματων μηχανισμών περικοπών που συνομολογήθηκαν (μία εξυπναδίτσα που ως γνωστό το παπαγαλάκι η ΔΗΜΑΡ, του πολύ Φ.Κουβέλη πρώτη διαφήμισε δήθεν ως θετική προεκλογικά). Γι’ αυτό και η κυβέρνηση και η αστική τάξη προσπαθούν και αυτοί να κερδίσουν χρόνο ελπίζοντας σε έναν εξωτερικό από μηχανής θεό: δηλαδή οι ισχυρότεροι ιμπεριαλισμοί για τους δικούς τους λόγους και συμφέροντα να δώσουν ένα νέο «κούρεμα» και των κρατικών ευρωπαϊκών δανείων. Ταυτόχρονα βέβαια η αστική τάξη δίνουν την μάχη των μαχών για να κρατήσουν τις τράπεζες (αλήθεια τι γίνεται με εκείνο τον αναβαλλόμενο φόρο;) και τις ιδιωτικοποιούμενες επιχειρήσεις (βλέπε τον καυγά για τον ΟΠΑΠ).
Οι εργαζόμενοι δεν έχουν να κερδίσουν τίποτα απ’ όλα αυτά τα κόλπα. Σήμερα χρειάζεται περισσότερο παρά ποτέ μία Αριστερά και ένα εργατικό κίνημα άξια του ονόματος τους που θα οδηγήσουν τη χώρα έξω από τον ευρωπαϊκό λαβύρινθο με τους Μινώταυρους του και θα την ανορθώσουν προς όφελος της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου