Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2013

ΚΙ ΟΜΩΣ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΓΕΝΑΡΗΣ ΤΟΥ 1943 ΑΛΛΑ ΓΕΝΑΡΗΣ ΤΟΥ 2013

Οι διαδηλωτές φώναζαν “επιστράτευση ίσον θάνατος” και “Θάνατος στον Πάγκαλο”.  Η απειλή της πολιτικής επιστράτευσης, για την εξυπηρέτηση των οικονομικών συμφερόντων της Γερμανίας, αντιμετωπίστηκε με οργή από τον πληθυσμό και η κινητοποίηση των δημοσίων υπαλλήλων ανάγκασε την κυβέρνηση να ακυρώσει τα σχέδιά της...
 
Το μόνο πρόβλημα είναι ότι το ημερολόγιο δεν έγραφε 2013 αλλά 1943.  Οι γερμανικές κατοχικές δυνάμεις ζητούσαν άμισθους εργάτες (περίπου ότι πρότεινε πρόσφατα ο Πέτρος Δούκας) αλλά βρέθηκαν αντιμέτωπες με ένα λαϊκό κίνημα που τολμούσε να αμφισβητήσει ακόμη και τα στρατεύματα κατοχής.
Προφανώς οι εποχές δεν μπορούν και δεν πρέπει να συγκριθούν μεταξύ τους. Ακριβώς όμως επειδή δεν μπορούν να συγκριθούν μήπως πρέπει να σκεφτούμε διαφορετικά; Εάν κάποιοι κατάφεραν να σταματήσουν μια απόφαση που λαμβάνονταν υπό την απειλή των όπλων μήπως σήμερα θα μπορούσαμε τουλάχιστον να στείλουν ένα μήνυμα ανυπακοής στην οικονομική κατοχή στηρίζοντας με κάθε τρόπο την απεργία στα μέσα μεταφοράς;
Η συνέχεια αποτελεί κείμενο του Γιάννη Γκλαρνέτατζη που δημοσιεύτηκε στο alterthess.gr...


Καθώς οι μήνες του πολέμου περνούσαν κι η Βέρμαχτ χρειαζόταν όλο και περισσότερους στρατιώτες στο Ανατολικό Μέτωπο, «άνοιγαν» πολλές θέσεις εργασίας στις παραγωγικές μονάδες στην ίδια τη Γερμανία. Αυτές τις θέσεις κλήθηκαν να καλύψουν εργάτες από τις κατεχόμενες χώρες. Με το δέλεαρ μιας καλύτερης ζωής στην αρχή. Έτσι, σε «ρεπορτάζ» του –ελεγχόμενου από τις αρχές κατοχής– ραδιοφωνικού σταθμού στα τέλη του 1941, ακούγεται κάποιος ανώνυμος Έλληνας εργάτης στη Γερμανία να λέει: «Τρώμε… ψωμί, μαργαρίνη, αυγά, μαρμελάδα, μακαρόνια… Δεν μας λείπει τίποτα», για να έρθει ο εκφωνητής να προσθέσει: «Εσείς δηλαδή έχετε πολλά περισσότερα απ’ όσα έχουμε εμείς».[1] Παρόμοιας υφής δημοσιεύματα βρίσκουμε και στον Τύπο: «Οι ξένοι εργάται εν Γερμανία επωφελούνται των κοιν. ασφαλίσεων», τιτλοφορείται σχετικό εκτενές άρθρο που μεταξύ άλλων τονίζει ότι «αι κοινωνικαί ασφαλίσεις μάλιστα δεν περιορίζονται μόνον εις τον εργαζόμενον, αλλ’ επεκτείνονται και εις ολόκληρον την οικογένειάν του».[2] Στη Θεσσαλονίκη (η οποία βρισκόταν από την αρχή υπό γερμανική κατοχική διοίκηση αντίθετα από την Αθήνα και το μεγαλύτερο κομμάτι της χώρας που ήταν υπό ιταλική) συγκροτήθηκε, μάλιστα, τον Ιανουάριο του 1942 η «Επιτροπή Στρατολόγησης Ελλήνων Εργατών για Εργασία στην Αλλοδαπή».[3]


«Στις αρχές του 1943», πάντως, όπως γράφει ο Mazower, «το εθελοντικό πρόγραμμα εργασίας των Γερμανών είχε σαφώς αποτύχει. Στο μεταξύ, οι εργάτες που είχαν επιστρέψει από το Ράιχ για τα Χριστούγεννα διέδιδαν φοβερές ιστορίες στους γνωστούς τους, περιγράφοντας απαίσιες συνθήκες ζωής, συχνούς ξυλοδαρμούς και περιπτώσεις εκτελέσεων από τους Γερμανούς επιστάτες και την αστυνομία».[4] Αφού λοιπόν δεν έπιανε τόπο η εξαπάτηση οι αρχές κατοχής και η δωσιλογική κυβέρνηση Λογοθετόπουλου στράφηκαν προς την υποχρεωτική πολιτική επιστράτευση. Και απέτυχαν παταγωδώς. «Επιστράτευση ίσον θάνατος – Όλοι αντάρτες» κραύγαζε το ΕΑΜ με μεγάλα κόκκινα γράμματα στους τοίχους. Το πρώτο τρίμηνο του 1943 συγκεντρώσεις κι απεργίες ήταν εξαιρετικά συχνές στις μεγάλες πόλεις. Ειδικά στην Αθήνα υπήρξε η μεγαλειώδης κηδεία του Κωστή Παλαμά στις 27.2. Λίγες μέρες αργότερα, στις 5.3, θα γίνει η μαζικότερη διαδήλωση ενάντια στην πολιτική επιστράτευση. Παρά το τσουχτερό κρύο τουλάχιστον 7.000 δημόσιοι υπάλληλοι, εργάτες κλπ. με επικεφαλής ανάπηρους στρατιώτες και φοιτητές, βγήκαν στους δρόμους φωνάζοντας «Κάτω η επιστράτευση!», «Θάνατος στον Λογοθετόπουλο!» και «Θάνατος στον Πάγκαλο!». Η κατάσταση εκτραχύνθηκε. Δίπλα στο υπουργείο Εργασίας (οδός Πανεπιστημίου) το πλήθος συγκρούστηκε με την αστυνομία που πυροβόλησε σκοτώνοντας πέντε και τραυματίζοντας περίπου πενήντα άτομα. Ακολούθησε μια άλλη σύντομη οδομαχία στα Εξάρχεια, ενώ διαδηλωτές εισέβαλαν στο δημαρχείο θέλοντας να κάψουν τους εκλογικούς καταλόγους για να μην χρησιμοποιηθούν στην επιστράτευση. Την επομένη ο πρωθυπουργός Λογοθετόπουλος ανακοίνωνε ότι δεν θα γινόταν πολιτική επιστράτευση.[5] Ακόμα και τα πιο αυταρχικά καθεστώτα χρειάζονται κάποιο βαθμό κοινωνικής συναίνεσης για να λειτουργήσουν.


Η επιτυχία αυτή του αντιστασιακού κινήματος θα του δώσει νέα ώθηση, ενώ από την άλλη πλευρά θα προκαλέσει αλλαγή στη διορισμένη από τους ναζί κυβέρνηση. Στις 15.3.1943 ξεκινά από την Αθήνα μια τριμελής ομάδα στελεχών της ΕΠΟΝ (Μπάμπης Δρακόπουλος, Λευτέρης Ελευθερίου και Κατίνα Καρρά-Ελευθερίου) για να ιδρύσουν αντίστοιχα τμήματα της οργάνωσης στο πανεπιστήμιο αλλά και στις συνοικίες της πόλης.[6] Στη συνέχεια, όπως έχουμε γράψει σε προηγούμενο σημείωμα, έγιναν φοιτητικές, κυρίως, διαδηλώσεις τη μέρα της εθνικής επετείου.[7]

Εντωμεταξύ, στις 7.4, αναλάμβανε πρωθυπουργός της δωσιλογικής κυβέρνησης ο Ιωάννης Ράλλης δηλώνοντας: «Πρέπει καλώς πάντες να κατανοήσωμεν ότι, διεξάγων ο Άξων σκληρόν αγώνα κατά του επαπειλούντος τον πολιτισμόν φοβερού κομμουνιστικού κινδύνου, δικαιούται να έχη τουλάχιστον την αξίωσιν όπως μη δημιουργή εις αυτόν ο ελληνικός λαός περιπλοκάς και όπως μη παρεμβάλλη εμπόδια εις το βαρύτατον τούτο έργον του… Δηλούμρν όμως ότι μεθ’ όσης στοργικής μερίμνης θα αντιμετωπίση η κυβέρνησις τας ανάγκας του ελληνικού λαού, μετ’ ίσης αυστηρότητος αμειλίκτως θα πατάξη οιανδήποτε απόπειραν διασαλεύσεως της τάξεως, όθεν δήποτε και αν ήθελεν αύτη προέλθη».[8] Το έργο αυτό ανέλαβαν τα εγκληματικά Τάγματα Ασφαλείας.

Καθώς, λοιπόν, εμφανίζεται νέα κυβέρνηση οργανώνεται στη Θεσσαλονίκη διαδήλωση ενάντια στην επιστράτευση στις 16 Απριλίου. Η διαδήλωση, με συνθήματα «Όχι εργάτες στη Γερμανία!» και «Κάτω η επιστράτευση!» είναι ογκώδης, όπως μαζικές είναι και οι συλλήψεις φοιτητών και φοιτητριών από τις αρχές Κατοχής ως απάντηση στην επιτυχία της διαδήλωσης. Ο αριθμός των συλληφθέντων, που εγκλείστηκαν στο στρατόπεδο Παύλου Μελά, ανέρχεται στους 186 (ή στους 154 κατά άλλη πηγή).[9] Η πλειονότητα των συλληφθέντων αφέθηκαν ελεύθεροι μερικές μέρες αργότερα (23.4), αλλά κάποιοι κρατήθηκαν παραπάνω και στη συνέχεια είχαν τραγικό τέλος. Έτσι, ο Νίκος Μπαλής βγήκε από το Παύλου Μελά στις 6.9.1943 για να ξανασυλληφθεί στις 2.1.1944 και να είναι τελικά ένας από τους εξήντα που οι ναζί κι οι συνεργάτες τους εκτέλεσαν στις 3.3.1944. Τις τελευταίες του στιγμές περιγράφει στο ημερολόγιο του ο κρατούμενος στο στρατόπεδο Λεωνίδας Γιασημακόπουλος: «Από τον θάλαμόν μας εκλήθη ο Νικόλαος Μπαλής να πληρώση με το αίμα του τον σκληρόν φόρον του κατακτητού. Έδειξε θάρρος απαράμιλλον! Ούτε επί στιγμήν δεν εδάκρυσε… Όταν έβγαινε από τον θάλαμον μάς αποχαιρέτησεν όλους ομού με την φωνήν “Αδέλφια αντίο. Αν έφταιξα σε  κανένα ας με συγχωρήση”… Όλο το απόγευμα αλλεπάλληλοι επισκέπται ζητούν να ιδούν τους ιδικούς των δια να πεισθούν ότι ζουν… Μεταξύ άλλων ήλθε και η μητέρα του Μπαλή η οποία έξαλλος εζήτει τον υιόν της».[10]


Παραπομπές:
[1] Παναγιώτης Λιάκος, «Εργάτες στο Ράιχ» στο Πολεμικός Τύπος Νο 29.
[2] Λαρισαϊκός Τύπος, 24.3.1943.
[3] Παν. Λιάκος, «Εργάτες στο Ράιχ» ό.π.
[4] Mark Mazower, Στην Ελλάδα του Χίτλερ: Η εμπειρία της Κατοχής, μτφρ. Κ. Κουρεμένος, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1994, σ. 139-140.
[5] M. Mazower, Στην Ελλάδα του Χίτλερ…, ό.π., σ. 140-146.
[6] Οντέτ Βαρών-Βασάρ, Η ενηλικίωση μιας γενιάς: Νέοι και νέες στην Κατοχή και στην Αντίσταση, Εστία, Αθήνα 2009, σ. 364.
[8] Ελεύθερον Βήμα, 8.4.1943.
[9] Γιώργος Αναστασιάδης, Ανεξάντλητη πόλη: Θεσσαλονίκη 1917-1974, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 51. Ο μικρότερος αριθμός δίνεται από τον Γιώργο Καφταντζή στο βιβλίο Το ναζιστικό στρατόπεδο Παύλου Μελά Θεσσαλονίκης 1941-1944, όπως το έζησε και το περιγράφει στο ημερολόγιο του ένας όμηρος ο Λεωνίδας Γιασημακόπουλος, τόμος Ι, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 305.
[10] Γ. Καφταντζής (επιμ.), Το ναζιστικό στρατόπεδο Παύλου Μελά…, ό.π., σ. 305-307.
  

alterthess.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου