Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2014

ΤΡΟΙΚΑ ΚΑΙ ΜΝΗΜΟΝΙΟ ΩΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΩΝ

Μια βασική αρχή της γεωπολιτικής είναι ότι η κατανόηση και αντιμετώπιση ενός προβλήματος προϋποθέτει την κατανόηση και εποπτεία όλης της ιστορίας αυτού του προβλήματος και όλης της σχετικής συνωμοσίας των ιδεών... 

https://encrypted-tbn3.gstatic.com/images?q=tbn:ANd9GcSZOExWgEW3rA-mwMUd4x9wyzI2aaAguhU-Kk4xFWIOMU7BiCMA8w

του ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΛΑΟΥ

Υπό αυτό το πρίσμα, για να κατανοήσουμε και να επιλύσουμε τα μεγάλα προβλήματα της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, πρέπει να κατανοήσουμε και να επιλύσουμε τη θεμελιώδη αντίφαση μεταξύ των βασικών επιλογών του νεοελληνικού κράτους...
(π.χ. ενσωμάτωση στη δυτική νεωτερικότητα, στους ευρωατλαντικούς θεσμούς, όπως η ΕΟΚ/ΕΕ και το ΝΑΤΟ, θέσμιση με βάση του αστικοκαπιταλιστικό σύστημα κ.ο.κ.) και των βασικών αξιών και αρχών του Ελληνισμού (δηλαδή της κλασσικής ελληνικής φιλοσοφίας, των Ελλήνων Εκκλησιαστικών Πατέρων και του βυζαντινού πολιτισμού). 

Ο τρόπος θέσμισης και ιστορικής εξέλιξης του νεοελληνικού κράτους αντιφάσκει προς τον Ελληνισμό, δηλαδή προς το πνεύμα της ελληνικότητας, με αποτέλεσμα ‒διαιωνίζοντας μια δομική, υπαρξιακή, εσωτερική αντίφαση‒ η νεοελληνική κοινωνία να μη μπορεί να υπάρξει αυθεντικά ούτε ως Ελληνισμός ούτε ως Δύση.

Υπό αυτό το πρίσμα και σε αυτό το αναλυτικό πλαίσιο, θα ασχοληθούμε στη συνέχεια με τη μελέτη της Τρόικας και του Μνημονίου ως εκπροσώπων ενός πολιτισμού που αντιβαίνει και αντιτίθεται ουσιωδώς και ριζικώς προς τον Ελληνισμό (προχριστιανικό και χριστιανικό/βυζαντινό).
Πώς, πότε και γιατί γεννήθηκε ο καπιταλισμός;

Ο Καρλ Μαρξ, στο σύγγραμμά του Βάσεις Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας, επισημαίνει ορθώς ότι η πρωταρχική διαμόρφωση του κεφαλαίου δεν οφείλεται ούτε στην έγγειο πρόσοδο ούτε στις μεσαιωνικές συντεχνίες, αλλά στην τοκογλυφία και στο εμπόριο (βλ. M. Musto, ed., Karl Marx’s Grundrisse: Foundations of the Critique of Political Economy 150 Years Later, Εκδ. Routledge, 2008). Ο τοκογλυφικός και εμπορικός πλούτος, επιγέννημα του οποίου υπήρξε ο καπιταλισμός, κατέστη εφικτός τον 15ο αιώνα, όταν ο Παπισμός υιοθέτησε την άποψη σχολιστικών θεολόγων, σύμφωνα με τους οποίους το χρήμα έχει μια μυστική εγγενή αρετή εξ αιτίας της οποίας μπορεί να αναπαράγεται. Με αυτό το ‘θεολογικό’ επιχείρημα, ο Παπισμός νομιμοποίησε το εμπόριο χρήματος (με τόκο), ως τον αναπαραγωγικό μηχανισμό του χρήματος, και έτσι ο πλουτισμός έγινε αυτοσκοπός και νομιμοποιήθηκε η τοκογλυφία. Αυτή η ‘θεολογία’ υπήρξε το θεμέλιο του καπιταλισμού, ο οποίος ευδοκίμησε ιδιαίτερα, αργότερα, στον προτεσταντικό κόσμο, όπου, όπως έχει εξηγήσει ο Μαξ Βέμπερ (Max Weber), κυριάρχησαν οι αρχές της ορθολογικής εκμετάλλευσης του κόσμου και της χρησιμοθηρίας (βλ. M. Weber, The Protestant Ethic and the Spirit of Capitalism, Εκδ. Allen and Unwin, 1930).

Ο καπιταλισμός εκδηλώθηκε για πρώτη φορά στο ιστορικό προσκήνιο μέσω της εμπορικής και τραπεζικής δυναστείας της γερμανικής οικογένειας Φούγγερ (Fugger), τον 15ο και τον 16ο αι. Ο καπιταλισμός, η ουσία του καπιταλισμού, χαρακτηρίζεται από την τοκογλυφία (το χρήμα λειτουργεί ως εμπόρευμα το ίδιο) και από τη μίσθωση της ελεύθερης εργασίας, η οποία, εν τω μεταξύ, έχει αναδειχθεί στο πιο προσοδοφόρο εμπόρευμα (χωρίζοντας τους αγρότες από τη γη τους και τους τεχνίτες από τα εργαστήριά τους).

Χρήμα υπήρχε και στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες, αλλά στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες το χρήμα δεν μετατρεπόταν σε κεφάλαιο, διότι, στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες, η τοκογλυφία δεν είχε καταξιωθεί στις συνειδήσεις των ανθρώπων, δηλαδή ο χρηματικός πλούτος δεν ήταν αυτοσκοπός, αλλά όλοι δημιουργούσαν προσωπικούς δεσμούς με τα επαγγέλματά τους ή με τη γη τους (η εργασία δεν ήταν εμπόρευμα). Όπως έχει επίσης ορθώς επισημάνει ο Μαρξ (όπ.π.), η μετάβαση στον καπιταλισμό κατέστη εφικτή όταν η ανταλλακτική αξία του χρήματος απέκτησε στα μάτια του γαιοκτήμονα μεγαλύτερη σημασία από τη χρηστική αξία του χρήματος, και έτσι ο γαιοκτήμονας μετέτρεψε το χρήμα, από μέσο, σε σκοπό και μάλιστα σε δύναμη ατομικής κυριαρχίας. 

Με άλλα λόγια, η ουσία του καπιταλισμού συνίσταται στην αναγνώριση και πρόταξη της ανταλλακτικής αξίας του χρήματος έναντι της χρηστικής αξίας του χρήματος. Αυτή η εξέλιξη οφείλεται, με τη σειρά της, στο γεγονός ότι, στη Δύση, ο πλούτος έλαβε τη μορφή αφηρημένης δύναμης και η ορθολογική εκμετάλλευση του κόσμου έλαβε προτεραιότητα έναντι της πνευματικής τελείωσης. Εντελώς διαφορετικές αξίες και νοοτροπίες ισχύουν στον ελληνικό πολιτισμό, αρχαίο και μεσαιωνικό.
 
Ελληνισμός εναντίον καπιταλισμού
Ο Αριστοτέλης, στα συγγράμματά του Ηθικά Νικομάχεια (V6, 1334a 28‐30) και Πολιτικά (A7, 1255b 15‐20, Γ6, 1279a 8‐11), τονίζει ότι το πολιτικό δίκαιο θεμελιώνεται σε μια οικονομικώς βιώσιμη κοινωνία ελεύθερων και ίσων πολιτών. Στο πλαίσιο της Αριστοτελικής πολιτικής σκέψης, σκοπός του νομοθέτη είναι η θέσπιση ορθών νόμων. Γι’ αυτό, στα Πολιτικά (Δ4, 1291a 22‐26), ο Αριστοτέλης γράφει ότι έργο της πολιτικής σύνεσης είναι το «βουλευόμενον», δηλαδή αυτό που προέρχεται από περίσκεψη και παράθεση ισχυρών επιχειρημάτων. Κατ’ επέκταση, στα συγγράμματά του Πολιτικά (Γ15, 1286a 8‐16, 1287a 22) και Ηθικά Νικομάχεια (Ι13, 1102a 7‐10), ο Αριστοτέλης ισχυρίζεται ότι είναι προτιμότερο να άρχουν οι νόμοι και όχι οι άρχοντες, δηλαδή είναι προτιμότερο να τίθενται οι νόμοι σε πρώτη προτεραιότητα, ενώ οι κυβερνήτες πρέπει να λειτουργούν ως νομοφύλακες, υπηρέτες και υπήκοοι των νόμων. Ειδικότερα, στα Ηθικά Νικομάχεια (V6, 1234a 33‐b3), εξηγεί ότι, αν, αντί των νόμων, οι κυβερνώντες τεθούν σε πρώτη μοίρα, τότε υφίσταται μεγάλος κίνδυνος το πολίτευμα να καταστεί τυραννικό, διότι τότε οι κυβερνώντες θα θέλουν να πλεονεκτούν παρά τον νόμο, δηλαδή να απονέμουν στους εαυτούς τους περισσότερα αγαθά ή λιγότερα κακά σε σχέση προς εκείνα που ορίζουν οι νόμοι. Ο δε Πλάτων, στο Συμπόσιον (196c‐d), είχε φθάσει στο σημείο να ισχυριστεί ότι οι νόμοι πρέπει να ονομάζονται «βασιλείς των πόλεων».

Τόσο για τον Αριστοτέλη όσο και για τον Πλάτωνα, ο νόμος έχει λογικότητα. Γι’ αυτό, από τον Αριστοτέλη ορίζεται ως «λόγος από τινος φρονήσεως και νου» (Ηθικά Νικομάχεια, X9, 1180a21‐23, Πολιτικά, Γ16, 1287a 32‐34), και από τον Πλάτωνα ως νους: «την του νου διανομήν επονομάζοντες νόμον» (Νόμοι, Δ 714a 2). Κατά συνέπεια, απορρίπτεται ο αυταρχισμός ως παραλογισμός.

Την κλασσική ελληνική πολιτική σκέψη –ειδικότερα δε την Αριστοτελική πολιτική σκέψη– διαπερνά η θέση ότι η δικαιοσύνη στηρίζεται στο νόμιμο και στο ίσο, ενώ η αδικία στο παράνομο και στο άνισο. Στα Πολιτικά (Η8, 1328a 35‐38), ο Αριστοτέλης γράφει ότι, η αρχαία πόλη (αυτό που σήμερα κατανοούμε με τον όρο ‘κράτος’) είναι κοινωνία ελεύθερων και ίσων ανθρώπων, χάριν μιας κατά το δυνατόν άριστης ζωής, στην οποία δεσπόζει η έννοια της «ευδαιμονίας», η οποία είναι ενέργεια και τέλεια χρήση της αρετής. Όπως παρατηρεί ο Πλάτων, στο σύγγραμμά του Πολιτεία (Η544a, 545a), ο «άριστος» είναι «ευδαιμονέστατος και δικαιότατος», ενώ ο «κάκιστος» είναι «αθλιώτατος και αδικώτατος». Συνεπώς, προϋπόθεση για να πολιτεύεται μια πόλη «κάλλιστα» είναι οι πολίτες της να είναι ενάρετοι και κατ’ ακολουθία δίκαιοι.

Στον Αριστοτελικό ορισμό της πόλης, τονίζεται ότι, μέσα στην πόλη, αποτρέπεται η φτώχεια, κι έτσι επιτυγχάνεται ο πρώτος και βασικός σκοπός του πολιτικού βίου, που είναι η εξασφάλιση του «ζην». Εφόσον εξασφαλισθεί το «ζην», τότε αποβαίνει και γίνεται η πόλη ο τόπος όπου επιδιώκεται και κατορθώνεται το «ευ ζην». Συνεπώς, όπως εξηγεί στα Ηθικά Νικομάχεια ο Αριστοτέλης, η πολιτεία υπάρχει για να υπηρετεί τον άνθρωπο και όχι αντιστρόφως: κατά τον Αριστοτέλη, η άρθρωση της πολιτείας αποσκοπεί στο να εξασφαλίσει το «ζην» και το «ευ ζην» του ατόμου.

Στο βιβλίο του Πολιτικά, ο Αριστοτέλης αναπτύσσει την οικονομική θεωρία του. Εκεί, επισημαίνει ότι, με την εμφάνιση του νομίσματος ως μέσου συναλλαγής, αναπτύσσεται ένα νέο είδος χρηματιστικής, το «καπηλικόν», το οποίο αποσκοπεί στη μεγιστοποίηση του κέρδους μέσω χρηματοοικονομικών συναλλαγών (Πολιτικά, Α9, 1257b 1‐5). Το έργο αυτού του είδους της χρηματιστικής επεκτείνεται στο άπειρο, διότι η συσσώρευση κεφαλαίου αποβαίνει αυτοσκοπός, και δεν αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση πραγματικών αναγκών. Αυτή τη χρηματιστική ο Αριστοτέλης θεωρεί «παρά φύσιν» και καταδικάζει τον πλούτο που προέρχεται από αυτήν. Γι’ αυτό, κατά τον Αριστοτέλη, ο τόκος είναι από τα είδη χρηματισμών ο «μάλιστα παρά φύσιν» (Πολιτικά, Α10, 1258b 8). Υπό το πρίσμα της κλασσικής ελληνικής πολιτικής σκέψης, η Ευρωζώνη και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είναι ό,τι πιο παρά φύσιν υπάρχει. Η κορυφαία ανωμαλία.

Οι αρνητικές κρίσεις του Αριστοτέλη για την υπέρμετρη συγκέντρωση πλούτου απορρέουν αφενός από τη σημασία που απέδιδε η αρχαία ελληνική ηθική στα θέματα χρήσης και όχι συσσώρευσης του πλούτου, αφετέρου από την αναγνώριση εκ μέρους του ότι η συσσώρευση πλούτου σε λίγα άτομα ωθεί σε άδικη διανομή του πλούτου και σε κοινωνικές εξεγέρσεις.

Στον μεσαιωνικό Ελληνισμό (Βυζάντιο), η τοκογλυφία παραμένει ηθικώς καταδικαστέα. Τον 4ο αιώνα μ.Χ., ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης, στον Λόγο του Κατά Τοκιζόντων, έγραφε: «Μη ζήσεις λοιπόν φιλάνθρωπο βίο με το πρόσχημα της φιλανθρωπίας, ούτε να γίνεις ιατρός δολοφόνος, που έχεις βέβαια εξ αιτίας του πλούτου σου το πρόσχημα της σωτηρίας, όπως εκείνος εξ αιτίας της επιστήμης του, μεταχειριζόμενος με την προαίρεσή σου την απώλεια εκείνου που σε εμπιστεύθηκε. Είναι αργός και πλεονεκτικός ο βίος εκείνου που τοκίζει∙ δεν γνωρίζει τον κόπο της γεωργίας, την επινοητικότητα του εμπορίου, και κάθεται στο ίδιο μέρος τρέφοντας θηρία στο σπίτι του. Άροτρο έχει την πέννα, χωράφι το χαρτί, σπόρο το μελάνι, βροχή τον χρόνο, που του αυξάνει χωρίς να γίνεται αντιληπτό την επικαρπία των χρημάτων, και δρεπάνι του είναι η απαίτησή του. Αλώνι του είναι το σπίτι, στο οποίο λεπτύνει τις περιουσίες των θλιβομένων∙ όλα τα βλέπει σαν δικά του. Εύχεται στους ανθρώπους ανάγκες και συμφορές, για να πάνε αναγκαστικά σ’ αυτόν. Μισεί αυτούς που αρκούνται στα εισοδήματά τους, και θεωρεί αυτούς που δεν έχουν δανεισθεί εχθρούς. Κάθεται πολύ χρόνο στα δικαστήρια, για να βρει αυτόν που πιέζουν οι απαιτητές, και ακολουθεί τους εισπράκτορες των φόρων όπως οι γύπες τις παρατάξεις του στρατού και τους πολέμους».

Σύμφωνα με τον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης, ο αφύσικος «τόκος» των χρημάτων προκύπτει από την πλεονεξία, την ανομία, και τη μισανθρωπία (Ρ.G. 44, 672C). Στο ίδιο πνεύμα, ο Μέγας Βασίλειος αναπτύσσει ομιλία Κατά Τοκιζόντων, στην οποία επισημαίνει αφενός ότι ο δίκαιος άνθρωπος δεν τοκίζει τα χρήματά του, αφετέρου ότι όποιος δανείζεται με τόκο δεν ενεργεί συνετά διότι διακυβεύει την ελευθερία του. Σύμφωνα με τον Μέγα Βασίλειο, όπως και για τον Αριστοτέλη, οι τόκοι είναι απάνθρωποι και αφύσικοι: είναι απάνθρωποι διότι εμπορεύονται την ανθρώπινη δυστυχία, και είναι αφύσικοι διότι πουθενά στη φύση δεν υπάρχει το αντίστοιχό τους (δια του τοκισμού, το χρήμα αναπαράγεται αμέσως και απεριορίστως). Επίσης, ο Μέγας Βασίλειος τόνισε την ανάγκη μετανοίας των πιστών, αναφέροντας ως κύριο αμάρτημα τον τόκο: «Εξάλειψον», λέει, «βαρυτάτων τόκων ομολογίαν, ίνα τέκη τα συνήθη η γη» (P.G. 29, 276A). Και προσθέτει: όταν ο χαλκός και ο χρυσός και τα άγονα (χρήματα) γεννούν «παρά φύσιν», η γη που γεννάει «κατά φύσιν» γίνεται στείρα και καταδικάζεται σε ακαρπία προς τιμωρία αυτών που την κατοικούν, δηλαδή, με τον τρόπο του, συνδέει τον καπιταλισμό με την οικολογική κρίση (Ρ.G. 31, 313Β).

Σε αντίθεση προς τη νομιμοποίηση της τοκογλυφίας από τον Παπισμό, ο δέκατος έβδομος κανόνας της Πρώτης Οικουμενικής Συνόδου επιβάλλει την καθαίρεση στους κληρικούς που τοκίζουν. Ο τεσσαρακοστός τέταρτος Αποστολικός Κανόνας για την ίδια συμπεριφορά των κληρικών γράφει: «Επίσκοπος ή πρεσβύτερος ή διάκονος τόκους απαιτών τους δανειζόμενους ή παυσάσθω ή καθαιρείσθω». Τα ίδια ορίζει και o δέκατος Κανόνας της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου. Και άλλοι όμως ιεροί Κανόνες τοπικών Συνόδων απαγορεύουν τον τοκισμό στους κληρικούς, προσθέτοντας μάλιστα ότι αυτός είναι επιλήψιμος και για τους λαϊκούς, γιατί υπαγορεύεται από την μητέρα όλων των κακών, την απληστία.

Σύμφωνα με τη βυζαντινή ηθική, το πρώτο έργο του άρχοντα είναι να μάχεται εναντίον του κακού. Ο άρχοντας στον πόλεμο «υπέρ των αρχομένων αποθνήσκει», τονίζει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (Λόγος 1170). Επίσης, οι Εκκλησιαστικοί Πατέρες Αγάπιος Διάκονος (Λόγοι 2785 και 2797) και Ισίδωρος Πηλουσιώτης (Λόγοι 2389 και 2476) επισημαίνουν ότι ο άρχοντας επιδεικνύει τη δύναμή του στους εχθρούς του και μοιράζει την καλοσύνη του στους υπηκόους του, δηλαδή συνδυάζει το φιλάγαθο και το αυστηρό. Συνέπεια αυτού του διπλού έργου του άρχοντα είναι οι ενάρετοι να εκτιμούν τον άρχοντα και οι κακοί να τον φοβούνται, όπως επισημαίνει ο Μέγας Φώτιος (Λόγος 3111). Σύμφωνα με τον Μέγα Βασίλειο (Λόγος 608), η παρουσία του δίκαιου άρχοντα «εμποδίζει τους αδίκους» να δράσουν και βοηθεί στην υπεράσπιση του αδικημένου. Επιπλέον, ο Μέγας Φώτιος (Λόγος 3121) και ο Μέγας Βασίλειος (Λόγος 659) τονίζουν ότι ο άρχοντας πρέπει να παρακολουθεί τα προβλήματα των υπηκόων του και να προνοεί γι’ αυτούς. Συνοψίζοντας, για τον μεσαιωνικό Ελληνισμό (Βυζάντιο), το έργο του άρχοντα συνίσταται στα εξής: (α) άμυνα κατά του κακού, (β) επιβολή της δικαιοσύνης, (γ) καταδίωξη και τιμωρία των κακών και υπεράσπιση των καλών και (δ) προαγωγή της καλλιέργειας των πολιτών (βλ. F. Dvornik, Early Christian and Byzantine Political Philosophy, Εκδ. The Dumbarton Oaks Center for Byzantine Studies, trustees for Harvard University, 1966).
 
Το ήθος της βυζαντινής πολιτικής οικονομίας
Οι δύο μεγαλύτεροι ιδεολογικοί‐πολιτικοί εχθροί του βυζαντινού πολιτικού συστήματος ήταν ο Παπισμός, που βασιζόνταν στον φιλοσοφικό ρεαλισμό (ουσιοκρατία), και ο αστισμός (αστική ιδεολογία), που βασιζόταν στον νομιναλισμό και, συν τω χρόνω, ευδοκίμησε ιδιαίτερα στον προτεσταντικό κόσμο. Ο φιλοσοφικός ρεαλισμός (ουσιοκρατία) σημαίνει ότι το άτομο δεν είναι πραγματικό, στερείται σημασίας καθεαυτό και άρα μπορούμε να το παρακάμψουμε, ή και να του ασκήσουμε απόλυτη εξουσία, ή ακόμη και να το εξοντώσουμε, αρκεί να υπηρετήσουμε τη γενική έννοια (π.χ. στη σημερινή Ελλάδα, θα λέγαμε το «Μνημόνιο» και το μοντέλο της Ευρωζώνης και του ΔΝΤ). Από την άλλη πλευρά, οι νομιναλιστές αποφαίνονται ότι όλα αυτά είναι απλώς λέξεις, δημιουργήματα των συνειδήσεων για να συνεννοούνται μεταξύ τους, δεν είναι πραγματικότητες, δεν έχουν ουσία. Μοναδική πραγματικότητα, για τους νομιναλιστές, είναι το άτομο, οδηγώντας σε μια ακραία ατομοκρατία, η οποία θρησκευτικά εκφράστηκε ως Προτεσταντισμός (όπου, de facto, ο κάθε Προτεστάντης είναι εν δυνάμει κι ένας Πάπας) και κοινωνικοπολιτικά εκφράστηκε ως φιλελεύθερος αστισμός και φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση.

Οι πρώτοι Δυτικοί αστοί, τον 11ο και τον 12ο αι. μ.Χ., στην προσπάθειά τους να εγκαθιδρύσουν τον δικό τους πολιτισμό, σε αντιπαράθεση προς τον Πάπα και το ευρύτερο φεουδαρχικό κατεστημένο της Δύσης, μεταχειρίστηκαν τον νομιναλισμό για να πλήξουν τα ίδια τα φιλοσοφικά και ιδεολογικά θεμέλια των αντιπάλων τους, δηλαδή του Πάπα και γενικά των φεουδαρχικών ελίτ (βλ. H. Pirenne, Medieval Cities: Their Origins and the Revival of Trade, Εκδ. Princeton University Press, 1969). Επίσης, τον 18ο και τον 19ο αιώνα, η αστική τάξη συχνά υιοθέτησε και αφομοίωσε τον εθνικισμό, στο πλαίσιο της ατομικιστικής της παράδοσης, υπό το πρίσμα της φιλοσοφίας του Γκέοργκ Χέγκελ (Georg Hegel), όπου το έθνος νοείται ως ένα ποσοτικά μεγαλύτερο και άρα ασφαλέστερο ιστορικό άτομο από ό,τι το ατομικό δείγμα του ανθρωπίνου είδους (εξ ου και ο εθνικισμός διαιωνίζει τη δυτική ατομοκρατική παράδοση). Μέσω του εθνικισμού, η αστική τάξη του 18ου και του 19ου αιώνα, πολέμησε εναντίον των παλαιών αυτοκρατοριών και των προνεωτερικών ελίτ και εναντίον της παραδοσιακής χριστιανικής οντολογίας.

O βυζαντινός πολιτισμός είναι αντίθετος και προς τον φιλοσοφικό ρεαλισμό (ουσιοκρατία) και προς τον νομιναλισμό, ή, με άλλα λόγια, είναι αντίθετος και προς τον Παπισμό και προς το αστικό σύστημα. Ο βυζαντινός πολιτισμός είναι κοινωνιοκεντρικός, δηλαδή βασίζεται στη μέθεξη του ανθρώπου στον Θεό και του ενός ανθρώπου στον άλλο, και άρα είναι αντίθετος και προς τη λογοκρατική επιβολή της ‘γενικής έννοιας’, η οποία δημιουργεί εξουσιαστικές και καταναγκαστικές λογικές ιεραρχικές δομές (φιλοσοφικός ρεαλισμός/ουσιοκρατία), και προς την ατομοκρατία (νομιναλισμός).

Εξ ου και η πολιτική οικονομία του Βυζαντίου βασιζόταν στη συντεχνιακή οργάνωση των βιομηχανιών και των επαγγελμάτων, που υπηρετούσαν το κράτος ως θεσμική έκφραση της κοινωνίας (βλ. S. Runciman, Byzantine Civilisation, Εκδ. Plume, 1974). Η συντεχνία όριζε τον πρόεδρό της, ο οποίος εγκρινόταν από τον έπαρχο, και η κεντρική κυβέρνηση ασκούσε αυστηρό έλεγχο. Η κάθε συντεχνία αγόραζε συλλογικά τις πρώτες ύλες που ήταν αναγκαίες για τα μέλη της και τις μοίρζε σε αυτά, τα οποία πωλούσαν το προϊόν τους σε ορισμένο δημόσιο χώρο και με περιθώριο κέρδους καθορισμένο από τον έπαρχο. Απαγορευόταν αυστηρά να αγοράζει κάποιος μεγάλες ποσότητες πρώτων υλών και να τις πωλεί σε όποια τιμή ήθελε για να ασκήσει κερδοσκοπία. Ειδικότερα δε στους επαγγελματίες από τους οποίους εξαρτιόταν ο επισιτισμός της Κωνσταντινούπολης, όπως λ.χ. οι αρτοποιοί και οι κρεοπόλες, επιβάλλονταν αυστηροί αγορανομικοί έλεγχοι, προκειμένου ο λαός να έχει φθηνά τρόφιμα, ακόμη και σε περιόδους κρίσεων.

Στο σύστημα της βυζαντινής πολιτικής οικονομίας, που ήταν κοινωνιοκεντρικό, η εργατική δύναμη δεν ήταν αντικείμενο ελευθέρου εμπορίου. Τουναντίον, οι εργαζόμενοι προστατεύονταν με αυστηρά μέτρα, δεν υπήρχε πρακτικά ανεργία, και δεν ήταν εύκολο να απολυθούν οι εργάτες. Επίσης, ο χρόνος εργασίας και οι μισθοί των εργατών ήταν καθρισμένοι, βάσει του κοινωνιοκεντρικού βυζαντινού ιδεώδους, αντί να αφήνονται στο έλεος κερδοσκόπων, όπως συμβαίνει στον καπιταλισμό. Σημαντικό μέρος της βυζαντινής πολιτικής οικονομίας ήταν η εξασφάλιση νομισματικής σταθερότητας και η αυστηρή ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Εξ ου και από τον Μέγα Κωνσταντίνο μέχρι τον Νικηφόρο Βοτανειάτη, δηλαδή για περισσότερο από έξι αιώνες, η αξία του βυζαντινού νομίσματος παρέμεινε αμείωτη! Η δε Βυζαντινή Αυτοκρατορία, με αυτό ακριβώς το μη καπιταλιστικό και μη φιλελεύθερο σύστημα και με αυτήν ακριβώς τη μη δυτική κουλτούρα, επιβίωσε, ως αυτοκρατορία μάλιστα, επί περισσότερα από χίλια έτη, αποτελώντας πάντοτε τον πολιτιστικά κυρίαρχο και υπερέχοντα πόλο σε ολόκληρη την Ευρώπη!

Η βυζαντινή πολιτική οικονομία είναι αντίθετη και προς τις ολοκληρωτικές δομές του φιλοσοφικού ρεαλισμού και προς το αστικό σύστημα. Ωστόσο, σταδιακά, σημαντικό κομμάτι της βυζαντινής ελίτ (περιλαμβανομένων των πανεπιστημιακών και εκκλησιαστικών παραγόντων) επηρεάστηκε από τις ιδεολογίες της Δύσης, Δυτικοί έμποροι εγκαταστάθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, προωθώντας δυτικές ιδεολογίες, και ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Αλέξιος Α’ Κομνηνός υπέκυψε στις απαιτήσεις της βενετικής ολιγαρχίας να προσφέρει δασμολογικές απαλλαγές (δηλαδή να υιοθετήσει φιλελεύθερη εμπορική πολιτική) σε αντάλλαγμα για τη ναυτική βοήθεια των Ιταλών προς το Βυζάντιο (η απόφαση του Αλέξιου Α’ Κομνηνού προκάλεσε σοβαρή κρίση στο εμπορικό ισοζύγιο του Βυζαντίου). 

Αυτή η εκ των έσω πολιτιστική και πολιτική προδοσία του Βυζαντίου από τις ίδιες τις βυζαντινές ελίτ οδήγησε στην υποταγή της Κωνσταντινούπολης στο βάρβαρο και ληστρικό καθεστώς των Σταυροφόρων το 1204. Στις 13 Απριλίου 1204, η σημαία του Αγίου Μάρκου υψώθηκε στο παλάτι του Βουκολέοντος και ο κόμης της Φλάνδρας Βαλδουίνος έγινε ο πρώτος αυτοκράτορας της λατινικής αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης. Η ήττα του Βυζαντίου από τους Σταυροφόρους το 1204 ήταν η κατάληξη μιας σταδιακής διαύρωσης και κατάληψης των Βυζαντινών ελίτ από Δυτικούς ιδεολογικούς, πολιτιστικούς, και οικονομικούς πράκτορες. Μέρος της πολιτιστικής επιχείρησης της Δύσης εναντίον του Βυζαντίου ήταν και το γεγονός ότι, όταν έπεσε η Κωνσταντινούπολη στους Σταυροφόρους, οι Σταυροφόροι διόρισαν πατριάρχη τον Βενετό Θωμά Μοροζίνη, ο οποίος προσπάθησε να εκλατινίσει την Εκκλησία και απαγόρευσε την ορθόδοξη λατρεία.

Η πανηγυρική είσοδος του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγου στην Κωνσταντινούπολη, που σήμανε επισήμως το τέλος της κυριαρχίας των Λατίνων και των Φράγκων στην Κωνσταντινούπολη, έλαβε χώρα στις 15 Αυγούστου 1261. Όμως, ακόμη και μετά από την απελευθέρωση των Βυζαντινών από τους Σταυροφόρους, παρέμειναν πράκτορες του Παπισμού και της βενετικής οικονομικής ολιγαρχίας μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης και στη βυζαντινή λόγια και εμπορική τάξη. Γενικότερα, η βυζαντινή κοινωνία διχάστηκε μεταξύ των φιλοδυτικών (φιλοπαπικών είτε υπερμάχων του αστικού πολιτισμού και της ερχόμενης δυτικοευρωπαϊκής Αναγέννησης), όπως ήταν ο Πλήθων, ο Βησσαρίων, ο Νικηφόρος Γρηγοράς (εξέφρασε διαφωνίες προς τις ησυχαστικές θέσεις του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά), ο Μάξιμος Πλανούδης, ο Μανουήλ Καλέκας (σφοδρός πολέμιος του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και γενικά του Ησυχασμού), ο Ιωάννης Κυπαρισσιώτης, κ.ά., και εκείνων οι οποίοι υπερασπίζονταν τη βυζαντινή πνευματική ιδιοπροσωπία (δηλαδή την παραδεδομένη βυζαντινή πίστη), όπως ήταν ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, και γενικότερα οι ησυχαστές.

Άρρηκτα συνδεδεμένη με την εξυγίανση του οικονομικού συστήματος και με την επελευθέρωση από την υλιστική οικονομική απολυταρχία του Λονδίνου και της Wall Street είναι η θέσπιση της εθνικοποίησης της κεντρικής τραπεζικής, ώστε να μην αυτονομείται η χρηματοοικονομική από την πολιτική, αλλά, τουνατίον, η κεντρική τραπεζική να υπηρετεί την εθνική ανάπτυξη και βιομηχανική πρόοδο, αντί να κατευθύνει το χρήμα σε χρηματοοικονομικές αγορές. Σχετικά με αυτό το ζήτημα, ο Ρώσος βουλευτής Εβγκένι Φιοντόροφ (Evgeniy Fyodorov) έγραψε, στο άρθρο του με τίτλο «The National Liberation Movement in Russia Today», που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Journal of Eurasian Affairs, τόμος 2, 2014 (σελ. 18), τα εξής: «Η Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας είναι ανεξάρτητη και δεν αναφέρεται ούτε στον Πρόεδρο ούτε στο Κράτος...τα περισσότερα προβλήματα της Ρωσίας είναι συγκεκριμένα συνδεδεμένα με τον ‘Νόμο της Κεντρικής Τράπεζας’, ο οποίος συντάχθηκε από Αμερικανούς συμβούλους, ο οποίος επιτρέπει στις ΗΠΑ όχι μόνο να αγοράζουν όλα τα διαθέσιμα αποθέματα της χώρας, αλλά επίσης να επηρεάζουν και τις εσωτερικές διεργασίες της. Επιβάλλοντας στην τράπεζα να λειτουργεί υπέρ του κράτους, θα ήταν εφικτό να επανακατευθυνθούν αμέσως τα χρήματα, από τα αποθέματα (που, στην πραγματικότητα, ξοδεύονται για την αγορά εθνικού χρέους των ΗΠΑ), στη βιομηχανία και τις υποδομές».

Επίσης, σημαντικό ρόλο στην απελευθέρωση της πραγματικής, παραγωγικής οικονομίας από τη χρηματοοοικονομική ολιγαρχία παίζει και η ανάπτυξη πιστωτικών συνεταιρισμών, ώστε οι παραγωγικές ομάδες να γίνουν ουσιαστικά τραπεζίτες του εαυτού τους (για παράδειγμα, στην Ελλάδα, το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τους πιστωτικούς συνεταιρισμούς ορίζεται από τον Νόμο 1667/1986, όπως τροποποιήθηκε από τον Νόμο 3867/2010), καθώς και η θεσμοθέτηση της διάκρισης μεταξύ της εμπορικής τραπεζικής και της επενδυτικής τραπεζικής (ώστε οι εμπορικές τράπεζες να μη παίζουν το ταμείο τους στο χρηματιστήριο και σε τερατουργήματα της χρηματοοικονομικής μηχανικής).

Σε αντίθεση προς τη λογική της χρηματοοικονομικής ολιγαρχίας, της πεσιμιστι κής οικολογίας και των βιοκεντρικών θεωριών, ο σημαντικότερος παραγωγικός συντελεστής είναι το ανθρώπινο πνεύμα και όχι η φύση καθ’ εαυτή, ούτε η φυσική εργασία, ούτε το κεφάλαιο. Αυτό το απέδειξε μαθηματικά ο οικονομολόγος Ρόμπερτ Σόλοου (Robert Solow), ο οποίος έλαβε το Βραβείο Νομπέλ Οικονομικών το 1987. Ο Σόλοου έδειξε ότι, περίπου μόνο το ένα δέκατο της αύξησης του ΑΕΠ που έλαβε χώρα στις ΗΠΑ κατά την περίοδο 1909‐1949 οφειλόταν στους κλασσικούς παραγωγικούς συντελεστές εργασίας και κεφαλαίου, ενώ τα υπόλοιπα περίπου εννέα δέκατα οφείλονταν στην παραγωγικότητα και συγκεκριμένα στην εκπαίδευση, στην τεχνολογία και σε άλλους πολιτιστικής τάξης παράγοντες, δηλαδή στο ανθρώπινο πνεύμα. Επιπλέον, όπως έχει επισημάνει ο οικονομολόγος Πωλ Ρόμερ (Paul Romer), δεδομένου ότι, στη Χημεία, ο περιοδικός πίνακας περιλαμβάνει περίπου εκατό διαφορετικά άτομα, διαπιστώνουμε ότι, αν π.χ. συνδυάσουμε αυτά τα άτομα μεταξύ τους ανά τέσσερα, προκύπτουν περίπου 94 εκατομμύρια διαφορετικοί συνδυασμοί. Αυτό είναι ένα απλό παράδειγμα των τεράστιων δυνατοτήτων που έχει ο άνθρωπος.
 
(Το παρόν άρθρο αποτελεί απόσπασμα του βιβλίου του συγγραφέα με τίτλο «Γεωπολιτικό Εγχειρίδιο», που θα κυκλοφορηθεί τον Οκτώβριο του 2014 από τις Εκδόσεις Λεξίτυπον)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου