Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2013

Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΑΓΚΟΛΑΣ ΓΟΝΑΤΙΖΕΙ ΤΗΝ ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Χτυπημένη από την κρίση, η μητρόπολη Πορτογαλία έχει γίνει ένα «σούπερ μάρκετ» όπου οι νέες περιουσίες της πρώην αποικίας, ξεκινώντας από την οικογένεια του Ντος Σάντος, αυξάνουν τα μερίδιά τους στις τράπεζες και στην αγορά ακινήτων... 

Στη Λισαβόνα, η αμφίβολη προέλευση ενός τμήματος του κεφαλαίου έχει προκαλέσει ανησυχία. Δεκατέσσερις πορτογάλοι βουλευτές ταξίδεψαν στις αρχές του Νοέμβρη στην πρωτεύουσα της Αγκόλα, τη Λουάντα, σε μια προσπάθεια εκτόνωσης της έντασης στις σχέσεις μεταξύ της Πορτογαλίας και της πρώην αποικίας της. Ο πορτογάλος υπουργός Εξωτερικών θεώρησε ότι...
είναι καλύτερο, στα μέσα Σεπτεμβρίου, να απολογηθεί σε διπλωματικό επίπεδο για μια εν εξελίξει έρευνα σχετικά με αξιωματούχους της Αγκόλας στην Πορτογαλία. Ωστόσο, είχε τα αντίθετα αποτελέσματα, περιπλέκοντας τα ζητήματα μεταξύ των δύο πρωτευουσών.

Ο πρόεδρος της Αγκόλας (από το 1979), Ζοζέ Εντουάρντο ντος Σάντος, στο διάγγελμα του προς τον λαό την 15η Οκτωβρίου ανακοίνωσε ότι οι συνθήκες για μια «στρατηγική συνεργασία» δεν ήταν πια σε ισχύ.

Στις 21 Οκτωβρίου, η «Journal of Angola», η επίσημη εφημερίδα του καθεστώτος στη Λουάντα, κυκλοφόρησε με κύριο άρθρο υπό τον τίτλο «Αντίο Lusophony» (σ.σ Lusophone countries: Οι χώρες που μιλιούνται τα πορτογαλικά). Σε αυτό, κατήγγειλε αυτό που περιέγραψε ως «απαράδεκτη επιθετικότητα». Αρκετές εβδομάδες νωρίτερα, είχε ήδη τονίσει σε δημοσίευμά της ότι η Πορτογαλία δεν θα πρέπει να «δίνει μαθήματα» στις πρώην αποικίες της.
Η είδηση περί συγνώμης θεωρήθηκε άμεσα ως σκάνδαλο στη Λισαβόνα, όπου πολιτικοί και αρθρογράφοι υπήρξαν απόλυτα ξεκάθαροι στην κριτική τους ως προς την υποχωρητική στάση που υιοθέτησε ο υπουργός. Η κριτική στράφηκε επίσης εναντίον της κυβέρνησης της Αγκόλας, η οποία τώρα νιώθει «προσβεβλημένη», σε μια εκρηκτική διαμάχη σχετικά με τη σχέση εξάρτησης που συνδέει την πρώην μητρόπολη –στα πρόθυρα της πτώχευσης – με την πάλαι ποτέ αποικία της –που απολαμβάνει μία ταχεία οικονομική ισχύ.

Αλλαγή ρόλων
Ορισμένοι σχολιαστές στα ΜΜΕ έχουν επισημάνει ότι η σημερινή διαμάχη ανάμεσα στις δύο χώρες αποτελεί ένα είδος «εκδίκησης» για την ιστορία της Αγκόλας.
Με ποσοστό ανεργίας της τάξεως του 17%  και την εκτεταμένη ύφεση που επιδεινώθηκε από μια σκληρή πολιτική λιτότητας, η Λισαβόνα φαίνεται πρόθυμη να κάνει οτιδήποτε για να προσελκύσει ξένες επενδύσεις. Αντιθέτως, η Λουάντα εμφανίζει εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης χάρη στη ραγδαία αύξηση των τιμών του πετρελαίου και τις πωλήσεις διαμαντιών, ενώ ταυτόχρονα πολιορκείται από επενδυτές από την Κίνα και την Βραζιλία.

Σύμπτωμα αυτής της αλλαγής ρόλων, το εμπορικό ισοζύγιο της Πορτογαλίας με την Αγκόλα, ακόμη θετικό το 2012, στους πρώτους έξι μήνες του 2013 έφτασε στο «κόκκινο». Η Πορτογαλία τώρα εισάγει περισσότερο πετρέλαιο από την Αγκόλα από ό,τι μπορεί να πληρώσει για αυτό με εξαγωγές στην πρώην αποικία της. Παράλληλα, οι επενδύσεις από την Αγκόλα στην Πορτογαλία, οι οποίες είναι δύσκολο να ποσοτικοποιηθούν, παρουσιάζουν αυξητική τάση από την αρχή της δεκαετίας του 2000.
Όλα αυτά θα ήταν καλά, εάν εξαιρούσαμε το γεγονός ότι η Αγκόλα δεν είναι απλώς μια πρώην πορτογαλική αποικία, με πληθυσμό 19 εκατομμυρίων, που σημαδεύτηκε από έναν μακρύ εμφύλιο πόλεμο ο οποίος έληξε μόλις το 2002. Η Αγκόλα είναι επίσης ένα από τα πιο διεφθαρμένα αυταρχικά κράτη στον πλανήτη, καταλαμβάνοντας της 157η θέση (από τις 176), στον δείκτη διαφθοράς της Διεθνούς Διαφάνειας. Επίσης κυβερνάται υπό εντελώς σκοτεινές και θολές συνθήκες από την οικογένεια Ντος Σάντος και το κόμμα MPLA του προέδρου.

Η «εκδίκηση των υπό αποικία» είναι κάτι περισσότερο από διφορούμενη. Πολλές «επενδύσεις» από την Αγκόλα σε πορτογαλικά πολυτελή ακίνητα και τράπεζες είναι ύποπτες, καθώς ωφελούν έναν μικρό κύκλο επιχειρηματιών φίλα προσκείμενων στα κέντρα εξουσίας στη Λουάντα. Πηγές από την Λισαβόνα, κάνουν λόγο για ένα δαιδαλώδες σύστημα στο οποίο η Πορτογαλία χρησιμεύει ως κομβικό σημείο για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος των νεόπλουτων της χώρας.

Η οικογένεια του προέδρου στο παιχνίδι
Η οικογένεια του προέδρου της Αγκόλα, και κυρίως η κόρη του, η 40χρονη Ισαμπέλα Ντος Σάντος – η μόνη γυναίκα δισεκατομμυριούχος στην Αφρική – φαίνεται ότι πρωταγωνιστεί σε αυτή την αμφιβόλου χαρακτήρα επενδυτική φρενίτιδα στην Πορτογαλία.
Η κληρονόμος του προέδρου Ντος Σάντος, από έναν προηγούμενο γάμο του, κατέχει αμύθητης αξίας περιουσιακά στοιχεία στην Πορτογαλία. Μέσα σε λίγα χρόνια, κατάφερε να πάρει υπό τον έλεγχό της πάνω από το μισό του κεφαλαίου του γίγαντα των τηλεπικοινωνιών, που δημιουργήθηκε από την συγχώνευση της ZON και της Optimus, ενώ είναι επίσης ο δεύτερος μεγαλύτερος μέτοχος της πορτογαλικής τράπεζας BPI (Portuguese Investment Bank). Επιπλέον είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου ενός ακόμη χρηματοπιστωτικού ινστιτούτου, του BIC Portugal, και έχει μετοχές στην Amorim Energia, η οποία ελέγχει σχεδόν το 40%  της Galp, μία από τις κορυφαίες εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου στην Ευρώπη.

Η κόρη του Ντε Σάντος, είναι σήμερα το τρίτο πλουσιότερο άτομο στο χρηματιστήριο αξιών της Λισαβόνας. Με περιουσία που εκτιμάτα στα 1,7 δισεκατομμύρια δολάρια, έχει καταστεί απαραίτητη στην πορτογαλική οικονομία. Με την πρώτη ματιά, είναι δύσκολο να μην καλωσορίσουν στη Λισαβόνα τη μαζική εισροή νέων κεφαλαίων, δεδομένης της οικονομικής κατάστασης στην Πορτογαλία. Όμως, το θέμα γίνεται περίπλοκο, αν τεθεί υπό εξέταση η αμφίβολης προέλευσης περιουσία της Ισαμπέλα Ντος Σάντος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου