Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2013

Η ΑΝΗΘΙΚΟΤΗΤΑ ΜΙΑΣ ΔΟΛΟΦΟΝΙΚΗΣ ΕΠΙΘΕΣΗΣ

Τα βλέμματα όλων είναι στραμμένα στη Συρία. Θα γίνει επέμβαση και, αν ναι, τι έκτασης, ποιες θα είναι ο επιπτώσεις στο εσωτερικό αλλά και στην ευρύτερη περιφέρεια, πώς θα επηρεαστούν οι σχέσεις των μεγάλων δυνάμεων και τι θα γεννήσει η νέα πραγματικότητα, είναι ορισμένα από τα καίρια ερωτήματα που καλείται να απαντήσει η διεθνής κοινότητα... 

του  ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΦΙΛΗ 
διευθυντή Ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων

Ηδη οικοδομείται προσεκτικά μια επιχειρηματολογία υπέρ του ανήθικου της χρήσης χημικών, ώστε η όποια επέμβαση από τη στιγμή που δεν θα έχει διεθνή νομιμοποίηση, τουλάχιστον σε επίπεδο ΟΗΕ, να έχει την ηθική υπεροχή, καθώς και να «πατάει» στην παραβίαση των διεθνών συμβάσεων περί χρήσης χημικών. Από την άλλη, χωρίς πειστικές αποδείξεις από ανεξάρτητο φορέα, δεν θα είναι εύκολο...
Να διευρυνθεί ο αριθμός των κρατών που θα στηρίξουν την ανάληψη στρατιωτικής δράσης, ενώ θα υπονομευθεί η φύση της επέμβασης. Ετσι, αναδεικνύεται μια δυστοκία στην τελική απόφαση, προφανώς γιατί τα «αδιάσειστα» στοιχεία πρέπει να προηγηθούν της επίθεσης και όχι το αντίστροφο.

Το πρόβλημα, από εκεί και πέρα, είναι αφ' ενός η αδυναμία εκτίμησης του χρόνου, αλλά και της αποτελεσματικότητας της όποιας επέμβασης, καθώς και ο μακροπρόθεσμος αντίκτυπος ανεξαρτήτως διάρκειας, αφ' ετέρου ότι η υπερδύναμη πρέπει μεν να καταγάγει μια καθαρή και αδιαμφισβήτητη νίκη, χωρίς όμως να επιθυμεί να εμπλακεί σε τέτοιο βαθμό που θα την εξασφαλίσει. Αν όντως πρόκειται για μικρής κλίμακας επιλεκτική επέμβαση, παραμένει ζητούμενο κατά πόσο αυτή θα δημιουργήσει στο καθεστώς την αναγκαία πίεση για να αναθεωρήσει τις μεθόδους του (αν όντως φέρει την ευθύνη της επίθεσης) ή να υποχωρήσει ή, έστω, να διαφοροποιήσει τους εσωτερικούς συσχετισμούς υπέρ των αντιπάλων του.

Αν, λοιπόν, δεν εξυπηρετηθούν οι σκοπιμότητες,
μήπως υποχρεωτικά επαναλαμβάνονται οι επιχειρήσεις, εμπλέκοντας τις ΗΠΑ σε ένα φαύλο κύκλο από τον οποίο δεν θα μπορούν να εξέλθουν; Κοντολογίς, λόγω της δεδομένης απροθυμίας για μακροχρόνια δέσμευση, η Ουάσιγκτον κινδυνεύει να κάνει κάθε φορά κι ένα βήμα παραπάνω για άμεσα αποτελέσματα, υπό την πίεση είτε αποτυχίας επίτευξης των αρχικών στοχεύσεων είτε έγκαιρης απεμπλοκής προτού αναγκαστεί να παραμείνει για καιρό στην εύφλεκτη περιοχή.

Αν ο κύριος λόγος της στρατιωτικής εμπλοκής είναι η παραδειγματική τιμωρία, μήπως δεν είναι η ενδεδειγμένη λύση; Εχει εκτιμηθεί σε τι βαθμό θα αποδυναμωθεί ο Ασαντ ή θα πληγεί η δυνατότητά του να εξαπολύσει επίθεση με χημικά (εφ' όσον κατηγορείται ότι κάνει κατά το δοκούν χρήση); Και πώς θα κρατηθεί ζωντανή η πολιτική διαδικασία, από τη στιγμή που οι διαχωριστικές γραμμές τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και μεταξύ των διεθνών παικτών θα έχουν γίνει πιο ευδιάκριτες;

Το ιδανικό σενάριο θα ήταν,
κατόπιν των σύντομων επιχειρήσεων, η άμεση σύγκληση διεθνούς διάσκεψης (Γενεύη ΙΙ), όπου λόγω του κλονισμού του καθεστώτος οι αντικαθεστωτικοί θα είχαν διαπραγματευτικό πλεονέκτημα. Το να κατορθωθεί να έρθουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές κατόπιν πολεμικών επιχειρήσεων (που δεν θα έχουν κοστίσει ανθρώπινες ζωές) απαιτεί, πάντως, διπλωματική μαεστρία.

Στη διάρκεια των επιχειρήσεων δεν υπάρχει παρά μόνο θεωρητική διασφάλιση ότι ο Ασαντ δεν θα χρησιμοποιήσει χημικά, είτε το έχει ήδη πράξει είτε όχι. Στον ψυχολογικό πόλεμο που μαίνεται, η «συμμαχία των προθύμων» πρέπει να εμπεδώσει την αίσθηση ότι τυχόν χημική επίθεση θα επιφέρει μια ακόμη πιο δυναμική αντίδραση, που αυτή τη φορά θα θέσει σε κίνδυνο την επιβίωση του καθεστώτος. Για να γίνει πειστική, οφείλει να είναι άκρως αποτελεσματική στο πρώτο χτύπημα, αλλά η απροθυμία χρήσης χερσαίων δυνάμεων υπονομεύει τη σκοπιμότητα.

Από την άλλη, ενδέχεται να παραχωρηθεί
(αν αυτό είναι τεχνικά εφικτό) έστω και πολύ μικρό μέρος από το τεράστιο συριακό χημικό οπλοστάσιο σε οργανώσεις που θα έχουν μικρότερες αναστολές στη χρήση τους, όπως η πάντα ετοιμοπόλεμη Χεζμπολάχ. Εδώ πρέπει εξίσου να καλλιεργηθεί η πεποίθηση ότι πιθανή επίθεση ως μέρος επίδειξης δύναμης έναντι του Ισραήλ θα έχει καταστροφικά αποτελέσματα για τους εμπνευστές της.

Το Τελ Αβίβ σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα απαντήσει με το συνηθισμένο δυσανάλογο τρόπο, γεγονός που από τη μια θα βυθίσει το Λίβανο σε νέο εμφύλιο, από την άλλη θα συσπειρώσει, παρ' ότι σε αντίθετα στρατόπεδα, σιιτικά και σουνιτικά ριζοσπαστικά στοιχεία εναντίον των σιωνιστών.

Αν προκύψει μια τέτοια περιφερειακή αναστάτωση, πιθανόν το Τελ Αβίβ να προβεί σε προληπτική επίθεση έναντι του Ιράν, το οποίο θα κατηγορήσει ως υπεύθυνο για συνεργασία με τη Χεζμπολάχ, με την Τεχεράνη να απαντά με την ενεργοποίηση σιιτικών θυλάκων στο Ιράκ, την Παλαιστίνη (τζιχαντιστές και Χαμάς) και βέβαια το Λίβανο.

Οι εύθραστες ισορροπίες στο Ιράκ πιθανότατα θα καταρρεύσουν,
ενώ η διαχείριση του κουρδικού στοιχείου θα γίνει ο μεγαλύτερος πονοκέφαλος της Αγκυρας, που ήδη επωμίζεται τεράστιο οικονομικό κόστος με τους προσφυγικούς καταυλισμούς.

Το ενδεχόμενο διάσπασης της Συρίας, ιδίως αν υπάρξει άμεση αλλαγή καθεστώτος, είναι σοβαρό. Αλεβίτες και Κούρδοι θα διεκδικήσουν -αν δεν έχουν ήδη μεθοδεύσει- ευρεία αυτονομία, εφ' όσον οι κοινότητες της Συρίας δεν θα μπορούν να συνυπάρξουν σε ένα ενιαίο κράτος, αλλά και υπό το φόβο αντιποίνων από μια εξτρεμιστική σουνιτική κυβέρνηση αμφίβολων προθέσεων και προβλεψιμότητας, με πρόσβαση στο χημικό οπλοστάσιο. Η Ιορδανία είναι αρκετά ευάλωτη, όχι μόνο λόγω του προσφυγικού κύματος, αλλά και λόγω της σταθερής ενίσχυσης ριζοσπαστικών στοιχείων εντός της χώρας. Τα μεταναστευτικά ρεύματα πιθανόν να κινηθούν προς την Ευρώπη, με την Ελλάδα να βρίσκεται σε επιφυλακή ως πύλη εισόδου. Η αναθεώρηση της ευρωπαϊκής πολιτικής στη βάση των νέων πραγματικοτήτων πρέπει να εξεταστεί άμεσα.

Πέρα από τις επιπτώσεις σε τοπικό επίπεδο, αν η τωρινή αστάθεια παραταθεί, θα προκύψουν επιπλοκές στην τροφοδοσία πετρελαίου, κυρίως της εξαρτημένης από τη Μέση Ανατολή Ασίας, με ταυτόχρονη αύξηση των τιμών, ενώ ένας ευρύτερα αρνητικός αντίκτυπος στη δοκιμαζόμενη παγκόσμια οικονομία δεν αποκλείεται.

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η διπλωματία της διαβούλευσης, παρά τις δεδομένες αποτυχίες και την αναποτελεσματικότητά της, είναι μια σοφότερη επιλογή από την «ένοπλη» διπλωματία, που ως μόνη βεβαιότητα έχει τις πολλές αβεβαιότητες που συνεπάγεται. Μήπως, λοιπόν, δεδομένης της επικίνδυνης κλιμάκωσης, θα ήταν πιο σώφρον η εν εξελίξει ζύμωση και αναζήτηση συμμάχων για στρατιωτικές επιχειρήσεις να επικεντρώνονταν στους τρόπους πολιτικής επίλυσης της κρίσης με την αξιοποίηση όλων των εργαλείων, που θα δημιουργούσε συνθήκες δημιουργικής εμπλοκής, ακόμη και αυτών που στηρίζουν τον Ασαντ;

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου