Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2013

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΤΙΡΙΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΤΑ ΤΡΙΑ ΠΑΛΑΤΙΑ

Ἂν μποροῦσα -ἂν τὰ ὅρια ποὺ μοῦ ἔταξε ἡ διεύθυνση τῆς «Νέας Ἑστίας» καὶ τὸ θέμα τὸ ἴδιο τὸ ἐπέτρεπαν- θὰ ἔδινα μιὰ εἰκόνα τῆς Ἀθήνας στὰ πρῶτα της βήματα, ὅταν ἔβγαινε πρωτεύουσα μιᾶς Ἑλλάδας ποὺ τὰ ὅριά της ἔφθαναν ὡς τὴ Λαμία ἀπὸ ἀδικία καὶ κακία τῶν ἰσχυρῶν, τῆς μικρούλας μπαρουτοκαπνισμένης πολιτείας, ποὺ οἱ δρόμοι της σκαρφάλωναν στὴν Ἀκρόπολη καὶ ἦταν σπαρμένοι μὲ χαλάσματα... 

Τα Παλαιά Ανάκτορα.
Τα Παλαιά Ανάκτορα.
του ΧΡΗΣΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΜΑΤΗ

Σώζονται ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη περιγραφὲς ποὺ μᾶς δίνουν παραστατικὴ εἰκόνα. Ὁ γάλλος Μισὼ χρειάστηκε ν’ ἀκολουθῇ μονοπάτια ποὺ εἶχαν χαραχθῇ πάνω στὰ χαλάσματα καὶ ὁ Ραγκαβής, ὅταν πρωτοέφθασε ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο στὴν Ἀθήνα, ἔμεινε σ’ ἕνα δωμάτιο ὅπου πολεμοῦσαν ἄγρια τὶς νύχτες ὅλοι οἱ ἄνεμοι καὶ ἔπρεπε ὁ ἴδιος, μαζεμένος σὲ μιὰ ἄκρη, ν’ ἀγωνίζεται ἐναντίον τῶν ποντικῶν ποὺ ἐφωρμοῦσαν ἀδιάκοπα πάνω στὰ παπούτσια του. Ἀλλὰ καὶ ὁ Νέζερ, ὅταν ἐπικεφαλῆς τῶν Βαυαρῶν ἔφθασε, τὸ Μάρτιο τοῦ 1833, στὴν Ἀθήνα... 


Γιὰ νὰ παραλάβῃ τὴν Ἀκρόπολη ἀπὸ τοὺς Ἥρωες, τὴν ἴδια ἀντίκρυσε κατάσταση. Μέσα στὰ χαλάσματα, οἱ λίγοι κάτοικοι τῶν Ἀθηνῶν καὶ ὅσοι εἶχαν φθάσει ἀπὸ διάφορα σημεῖα τῆς Ἑλλάδας, κατασκεύασαν πρόχειρα παραπήγματα ποὺ τὰ σφενδόνιζε μέτρα ὁλόκληρα μακρυὰ ὁ ἀέρας, ἀφήνοντας τοὺς δυστυχισμένους ἐνοίκους νὰ τουρτουρίζουν στὸ κρύο καὶ στὴ βροχή. Σπίτια ἀκέραια καὶ καινούρια ἐλάχιστα ὑψώνονταν. Μᾶς λέει ἀρκετὰ ἕνα καὶ μόνο γεγονός: Ὅταν ἀποφασίσθηκε νὰ γίνῃ ἡ Ἀθήνα πρωτεύουσα, ὕστερα ἀπὸ πολλὲς ὑποσχέσεις τῶν κατοίκων της ὅτι θὰ δίναν δωρεάν στὸ δημόσιο τὰ οἰκόπεδα ποὺ χρειάζονταν γιὰ τὴν ἀνέγερση τῶν κυβερνητικῶν κτιρίων, τὸ Κράτος ἐζήτησε ἑκατὸ σπίτια στὴν ἀρχὴ καὶ διακόσια πενήντα κατόπι γιὰ νὰ ἐγκατασταθοῦν οἱ δημόσιες ὑπηρεσίες. Στάθηκε ἀδύνατο ὅμως νὰ βρεθοῦν τόσα σπίτια, καὶ ἡ ἐπιτροπὴ ποὺ θὰ ὥριζε τὴν τιμὴ τῶν σπιτιῶν, ἔκαμε τὴ σκέψη γιὰ μιὰ στιγμὴ νὰ ἐπιτρέψῃ μόνο στοὺς ὑπαλλήλους τὴν ἐγκατάσταση στὴν Ἀθήνα, γιατὶ πολλοὶ ἁπλοὶ πολῖτες ἔμεναν μέσα στὸ χειμώνα στὸ ὕπαιθρο, μὴν ἔχοντας σπίτι νὰ στεγαστοῦν.

Ἡ ἀπόφαση ὅμως τῆς μεταφορᾶς τῆς πρωτεύουσας ἀπὸ τὸ Ναύπλιο προκάλεσε ἀληθινὸν οἰκοδομικὸ ὀργασμό, καὶ δὲν ἦταν μικρὸ πρᾶγμα ἡ ἀπόφαση νὰ γίνῃ ἡ Ἀθήνα πρωτεύουσα τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους. Ἀπὸ τὴ στιγμή ποὺ ὅλοι πίστεψαν, ἐκτὸς φυσικὰ ἀπὸ τοὺς Ναυπλιεῖς, ὅτι τὸ Ναύπλιο μὲ τοὺς στενοὺς δρόμους καὶ τὴν περιωρισμένη του ἐκταση δὲν μποροῦσε νὰ μείνῃ πρωτεύουσα τῆς Ἑλλάδας, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἄναψε καὶ ἡ συζήτηση. Μερικοὶ ἐπρότειναν τὴν Κόρινθο, περισσότεροι τὴν Ἀθήνα καὶ ἐλάχιστοι τὸ Ἄργος καὶ τὴν Τρίπολη. Ὅσοι ὑποστήριζαν τὴν Κόρινθο, πρόβαλλαν ὡς ἐπιχείρημα τὸ γεγονός ὅτι ἡ πόλη αὐτὴ ἦταν στὸ κέντρο σχεδὸν τοῦ νεοσύστατου Κράτους, ἐνῷ ἐξ ἄλλου παρεῖχε κάθε εὐχέρεια στὶς συγκοινωνίες. Ἐκεῖνοι ποὺ ὑποστήριζαν τὴν Ἀθήνα, πρόβαλλαν ὡς ἐπιχείρημα τὸ θαυμάσιο κλῖμα τῆς Ἀττικῆς, τὸ γεγονός ὅτι ἦταν ἤδη σχηματισμένη πόλη καὶ τὸ παλιὸ μεγαλεῖο τῶν Ἀθηνῶν ποὺ θὰ ἦταν σπουδαῖο ἐφόδιο στὴν ἀνάπτυξή τους. Ὅλα αὐτά, ἐντούτοις δὲν ἐμπόδιζαν τὴν «Ἀθηνᾶ», ποὺ ἔβγαινε ἀκόμη στὸ Ναύπλιο, νὰ γράφῃ στὶς 27 Μαΐου 1833: «Ἀνίσως φαντάσματα ἀρχαιολογίας ἢ μυθολογίας ἔπρεπε νὰ ληφθοῦν εἰς σκέψιν διὰ τὴν ἀνέγερσιν τῶν καθεδρῶν τῶν βασιλείων, αἱ Ἀθῆναι ἔπρεπε νὰ προτιμηθοῦν εἰς τὴν Ἑλλάδα. Ἀλλ’ αἱ κυβερνήσεις δὲν συμβουλεύονται εἰς τὰ ἔργα των εἰμὴ τοὺς πολιτικοὺς λόγους καὶ τὰ ἀληθῆ συμφέροντα τῆς ἐπικρατείας. Οἱ στίχοι τοῦ Ἀθηναίου Σοφοκλέους καὶ ὁ ἀκρωτηριασμένος Παρθενὼν ἠμποροῦν νὰ διασκεδάσουν τὴν ἀργίαν τινῶν ὀκνηρῶν, ἀλλὰ δὲν αὐξάνουν τὸ δημόσιον Ταμεῖον. Ἐν τοσούτῳ, ὅσοι προκαλοῦν τὴν καθέδραν εἰς τὰς Ἀθήνας, θέλουν ἀκρωτηριάσουν τὴν δύναμιν τοῦ Βασιλέως, νὰ κολοβώσουν τοὺς πόρους τῆς Ἐπικρατείας, νὰ κάψουν τὸν ὀφθαλμόν τοῦ ἑλληνικοῦ ἐμπορίου, νὰ ἐπηρεάσουν τὰ συμφέροντα τῶν ὑπηκόων, νὰ ψυχράνουν τοὺς πολίτες πρὸς τὴν Κυβέρνησιν, νὰ παρακρούσουν τὰς προσδοκίας τοῦ Ἔθνους, ὀλιγωροῦντες τὰς εὐχὰς τους, καὶ νὰ μᾶς δώσουν ἀντὶ καθέδρας πλουσίας, λαμπρᾶς καὶ ἐμπορικῆς, τὴν εὐτελῆ καὶ ἄγονον Ἀττικήν, τὴν ὁποίαν ὅλος ὁ ἑλληνικὸς κόσμος, διδαγμένος ἀπὸ πολυχρόνιον ἐπανάστασιν καὶ οὐχὶ ἀπὸ ἀρχαιολογικὰ φαντάσματα, ἀποκρούει ὁμοθυμαδόν».
 Ὁπωσδήποτε, ἡ πλάστιγγα ἐβάρυνε ὑπὲρ τῶν Ἀθηνῶν ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ κηρύχθηκε ὑπὲρ αὐτῶν καὶ ὁ πατέρας τοῦ βασιλέως Ὄθωνος, ὁ φιλέλλην βασιλεὺς τῆς Βαυαρίας Λουδοβίκος Α΄, καὶ στὶς 18 Σεπτεμβρίου 1834 δημοσιευόταν τὸ σχετικό διάταγμα. Καὶ ἂν γιὰ τὰ οἰκήματα ποὺ χρειάσθηκε τὸ κράτος γιὰ τὶς ὑπηρεσίες του, παρουσιάσθηκαν τόσες δυσκολίες, εἶνε εὔκολο νὰ φαντασθῇ κανεὶς πόσες παρουσιάσθηκαν δυσκολίες γιὰ τὸ παλάτι.

Ὁ Ὄθων ἔφθασε στὴν Ἀθήνα τὴν 1η Δεκεμβρίου 1834. Εἶχε ἀποβιβασθῇ στὸν Πειραιᾶ, ποὺ τὸν ἀποτελοῦσαν μερικές παράγκες, καὶ ἀνέβηκε στὴν Ἀθήνα συνοδευόμενος ἀπὸ τὰ μέλη τῆς ἀντιβασιλείας καὶ τοὺς γραμματεῖς τῆς Ἐπικρατείας, ὅπως ἔλεγαν τοὺς ὑπουργούς. Τὸν ὑποδέχθηκαν ὄχι μόνο οἱ Ἀθηναῖοι, ἀλλὰ καὶ οἱ κάτοικοι ὅλης τῆς Ἀττικῆς. Ὁ δημογέρων Ι. Βλάχος τοῦ προσέφερε ψωμί καὶ ἁλάτι καὶ τὸν ἐπροσφώνησε μὲ λίγα λόγια:
«…Τῆς βαθείας ἡμῶν εὐγνωμοσύνης, εἶπε στὸ τέλος, ἄλλο σύμβολον δὲν ἔχομεν εἰς τὸ ἑξῆς νὰ Σὲ προσφέρωμεν Βασιλεῦ, εἰμὴ πίστιν πρὸς τὸν θρόνον Σου καὶ ἀσάλευτον μέχρι τελευταίας ἀναπνοῆς καρδίας εἰλικρινῆ ἀγάπην. Ἡ Ἀθηνᾶ, ἡ Θέμις καὶ ὁ Ἑρμῆς θέλουν πλέξῃ τὸν στέφανόν Σου, ἐπὶ δὲ τῆς νεωτέρας γενεᾶς τῶν παίδων μας θέλῃ ἀναφανῇ καὶ ὁ Πλούταρχος τοῦ βίου Σου. Ζήτω ὁ Βασιλεύς!».

Η «Μεγάλη οικία» Βούρου, στην πλατεία Κλαυθμώνος.
Η «Μεγάλη οικία» Βούρου, στην πλατεία Κλαυθμώνος.
Ὁ Ὄθων μπῆκε τότε στὴ νέα πρωτεύουσά του –ποὺ τὴν εἶχε ἤδη ἐπισκεφθῇ δυὸ-τρεῖς φορὲς ἀνεπισήμως– καὶ διευθύνθηκε στὸ Θησεῖο, ναὸ τότε τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ὅπου ψάλθηκε ἡ ἐπίσημη δοξολογία.
 Ὕστερα ἀπὸ αὐτήν, κι ἐνῷ ὁ ἀέρας ἀντιλαλοῦσε ἀπό κανόνια, τουφέκια καὶ ζητωκραυγές, ὁ Ὄθων καὶ ἡ ἀκολουθία του ἐτράβηξαν γιὰ τὰ Βασίλεια, δηλαδή τὸ παλάτι. Ποιὰ ἦταν τὰ πρῶτα «Βασίλεια» τοῦ Ὄθωνος θὰ ἰδοῦμε εὐθὺς ἀμέσως. Χρειάζεται ὅμως ἐπίσης νὰ σημειωθῇ ὅτι γιὰ τρεῖς μέρες πανηγύριζε ἡ Ἀθήνα καὶ ὅτι καὶ μετὰ τὴν ἄφιξη τοῦ Ὄθωνος ἐξακολούθησαν νὰ φθάνουν ἀπὸ τὶς ἐπαρχίες μὲ κάθε μέσο καὶ μὲ καΐκια ἀπὸ τὴ θάλασσα χιλιάδες πολιτῶν. Ἐχάλαγε ὁ κόσμος ἀπὸ καμπάνες, φωτιὲς στοὺς δρόμους, πυροτεχνήματα, κλαπαδόρες καὶ φωταψίες μέ… καντηλάκια. Ἀναφέρεται μάλιστα πὼς κάποιος ἀθηναῖος –γκαγκάρης, – ξαπλωμένος μέσα στὸ ἁμάξι τῆς ἐποχῆς, – ποιὸς ξέρει; ἴσως τὸ μοναδικό, – μὲ ἀναμμένα τέσσερα κεριὰ στὶς γωνιές, ἐγύριζε νύχτα-μέρα στοὺς δρομάκους, σταφίδα ἀπὸ τὴ ρετσίνα. Κάθε τόσο τὸν ἔπιανε ὁ ὕπνος, ὅταν ξυπνοῦσε ὅμως ἄδειαζε τὴν κουμπούρα του στὸν ἀέρα καὶ πάλι ξανακοιμόταν.

Ὡς πρὸς τὸ παλάτι, ἐπειδὴ δὲν ὑπῆρχε καταλληλότερο κτίριο, ἐγκαταστάθηκε στὸ σπίτι τοῦ Α. Κοντοσταύλου, ποὺ ἦταν στὸν περίβολο τῆς ὁδοῦ Σταδίου. Περνώντας ὁ Ὄθων κάτω ἀπὸ ἁψῖδα ἀπὸ σμυρτιές, ἔφθασε στὰ «Βασίλεια» καὶ ἐγκαταστάθηκε.
Τὸ ἴδιο αὐτὸ κτίριο ἐχρησίμευσε ὡς Βουλή καὶ Γερουσία ἀπὸ τὰ 1844 ὡς τὰ 1856. Τότε ἔπιασε φωτιὰ καὶ κάηκε, καὶ ὑστερώτερα ἄρχισε νὰ οἰκοδομῆται τὸ κτίριο τῆς ὁδοῦ Σταδίου ποὺ τόσες ἐγνώρισε δόξες ἀλλὰ καὶ τόσες δυστυχίες καὶ μικρότητες. Οἱ πατέρες τοῦ Ἔθνους, ποὺ ἔμειναν χωρὶς στέγη, ἐγκαταστάθηκαν, ὅπως εἴδαμε σὲ προηγούμενα σημειώματα, στὸ Πανεπιστήμιο.
Ἀλλὰ καὶ στὴν οἰκία Κοντοσταύλου δὲν ἔμεινε πολύ ὁ Ὄθων. Ὅταν ἐπέστρεψε, μετὰ τὸ ταξίδι στὸ Μόναχο, νυμφευμένος μὲ τὴ Μεγάλη τοῦ Ὄλντεμπουργκ Ἀμαλία, ἐγκαταστάθηκε στὴ «Μεγάλη Οἰκία» Βούρου στὴν τότε ὁδὸ Νομισματοκοπείου καὶ ἤδη Παπαρρηγοπούλου καὶ στὴ διπλανὴ οἰκία Ἀφθονίδου. Ἔκαμαν καὶ ἕνα κῆπο ἐμπρὸς στὸ Παλάτι, ἀπὸ τὸν ὁποῖο προῆλθε ὁ σημερινός Κῆπος τοῦ Κλαυθμῶνος.

Διασκευὲς ἔγιναν καὶ μέσα στὰ σπίτια, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ἡ δεσποινὶς Ἰουλία φὸν Νόρδενπφλυχτ, κυρία τῆς τιμῆς τῆς βασίλισσας Ἀμαλίας. Ἦταν ἄλλοτε παιδαγωγὸς τῆς Ἀμαλίας καὶ τὴ συνώδευσε στὴν Ἑλλάδα μετὰ τοὺς γάμους μὲ τὸν Ὄθωνα. Μολονότι στὴν ἀρχὴ ὑποχρεώθηκε νὰ μείνῃ μόνο δύο χρόνια στὴν Ἑλλάδα, ἡ ἀγάπη ποὺ αἰσθανόταν πρὸς τή βασίλισσα Ἀμαλία ἦταν τόση, ποὺ, χωρὶς νὰ ἀποβάλῃ τὴν ἰδέα νὰ ἐπιστρέψῃ στὴ Γερμανία, ἔμεινε τόσο, ὡς ποὺ ἀπὸ ἕνα τυχαῖο ἀτύχημα πέθανε. Ὁ τάφος της σώζεται ἀκόμα στὸ νεκροταφεῖο. Αὐτή, στὶς ἐπιστολές της πρὸς τὴν κυρία Φὸν Σάχορστ, κυρία τῆς τιμῆς τῆς Μεγάλης Δούκισσας τοῦ Ὀλδεμβούργου, μᾶς δίνει πολύτιμες πληροφορίες γιὰ τὴν ἑλληνικὴ πρωτεύουσα καὶ τὸ σχηματισμὸ τῆς Αὐλῆς γύρω ἀπὸ τὸ νέο ἑλληνικὸ θρόνο. Σὲ μιὰ ἀπ’ αὐτὲς (μὲ ἡμερομηνία 16 Φεβρουαρίου 1837) δίνει καὶ μιὰ περιγραφὴ τοῦ παλατιοῦ ποὺ ἀξίζει νά μνημονευθῇ ἐδῶ.

«Ἐφθάσαμε τέλος, γράφει, αἰσίως στὴν ἔνδοξο Ἀττική καὶ τὰς νέας Ἀθήνας, ποὺ ἤρχισαν ν’ ἀνακύπτουν θαλεραὶ καὶ ἐπιβάλλουσαι ἀπὸ τὰ ἐρείπιά των…. Τούτην τὴν στιγμὴν ἔβγαλα τὸ πανωφόρι μου καὶ κάθομαι στὸ μικρὸ δωμάτιό μου γιὰ νὰ σᾶς περιγράψω τὸ σημερινὸ γεῦμα ποὺ τιμᾷ, ἀληθινά, τὸν κόμητα S. Ἡ μεγάλη αἴθουσα τῶν συμποσίων, ποὺ εἶναι στὸ ἄλλο σπίτι (καθὼς γνωρίζετε, τὸ παλάτι ἀποτελεῖται ἀπὸ δυὸ χωριστὲς οἰκοδομές), εἶναι κατασκευασμένη ἀπὸ πολλὴ φιλοκαλία. Ἡ ἐντελῶς κυκλοτερὴς αὐτὴ αἴθουσα εἶναι διακοσμημένη μεταξὺ τῶν ἡμικιόνων ἀπὸ κόκκινο μεταξωτὸ ὕφασμα. Ἡ λευκὴ ὀροφὴ ἐπίσης εἶναι ἐπενδυμένη, κατὰ διαστήματα, ἀπὸ ἐρυθρὸ ὕφασμα, καὶ τὰ δυὸ χρώματα σχηματίζουν στὸ κέντρο κανονικό ἄστρο. Πέντε ὡραῖοι πολυέλαιοι εἶναι ἀνηρτημένοι ἀπὸ τὴν ὀροφή, ἐκ τῶν ὁποίων ὁ μεσαῖος θ’ ἀντικατασταθῇ μὲ ἄλλον μεγαλύτερο, τῶν 70 κεριῶν. Τὰ παράθυρα ἔχουν κόκκινα παραπετάσματα μὲ ἐρυθρολεύκους κροσσοὺς καὶ θυσάνους. Τὸ σύνολον εἶναι κομψότατο καὶ πολυτελέστατο. Στὴν αἴθουσα μπαίνει κανεὶς ἀπὸ τρεῖς ὡραῖες αἴθουσες ὑποδοχῆς. Στὴν αἴθουσα λοιπὸν αὐτὴ τῶν συμποσίων εἶχε στρωθῇ τραπέζι γιὰ πενήντα ἄτομα, πράγματι λαμπρά καὶ βασιλικά διακοσμημένο».
Σὲ ἄλλο της γράμμα, ἡ Ἰουλία φὸν Νόρδενπφλυχτ περιγράφει τὴ λιτή καὶ ἀνεπιτήδευτη ζωὴ τῆς Ἀμαλίας καὶ προσθέτει:

«Τὸ περιωρισμένο τοῦ οἰκήματος δὲν ἐπιτρέπει μεγάλες συναναστροφές, παρὰ σ’ ἔκτακτες περιστάσεις, καὶ ὅταν μάλιστα πρόκειται νὰ συγκεντρωθοῦν μερικὲς ἑκατοντάδες ἀνθρώπων στὴ μεγάλη αἴθουσα τοῦ χοροῦ… Ὁ κῆπος, ὁ ὅπισθεν τῶν ἀνακτόρων, εἶναι ἤδη ἀρκετὰ εὐπρόσωπος, ἂν καὶ τὴ σκιὰ ποὺ βρίσκουμε ἐκεῖ τὴν ἔχουμε χάρις σὲ μερικές ἀναδενδράδες…. Πρὸ μιᾶς ὥρας (24 Ὀκτωβρίου) κανονιοβολισμοί ἀνήγγειλαν τὴν ἄφιξη τοῦ ἀρχιδουκὸς Ἰωάννου καὶ τοῦ πρίγκηπος Ἀδαλβέρτου στὸν Πειραιᾶ. Μετ’ ὀλίγον θὰ ἔχουμε κίνηση καὶ αἱ Ἀθῆναι θὰ πάρουν ὄψιν ἑορτασμοῦ, διότι ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς πρίγκηπας καὶ τὴ συνοδεία των εἶναι πολλοὶ Πρῶσσοι καί Αὐστριακοί ἀξιωματικοί. Εἶμαι περίεργη νὰ μάθω πῶς θὰ βρεθῇ θέση γιὰ ὅλους τοὺς ἄλλως πολὺ ποθητοὺς ξένους.

 Ἐν τῷ μεταξύ ὅμως δὲν ἔπαυε ἡ συζήτηση γιὰ τὸν χῶρο ὅπου θὰ κτίζονταν τὰ νέα ἀνάκτορα. Μερικοὶ ἐπρότειναν νὰ κτισθοῦν πάνω στὴν Ἀκρόπολη. Ἄλλοι στὴ θέση Γυφτόπορτα. Ἡ πρότασή τους ὅμως ἀπερρίφθη, γιατί τὸ μέρος ἦταν χαμηλό καὶ καταστάλαζαν ὅλα τὰ νερά τῆς βροχῆς. Ὁ ἀρχιτέκτων Κλεάνθης, ποὺ μὲ τὸν Σάουμπερτ καταστρῶσαν τὸ πρῶτο σχέδιο τῆς πόλεως, ἐπρότειναν τὴ θέση ὅπου εἶναι σήμερα ἡ Ὁμόνοια καὶ ὁ διάσημος ἀρχιτέκτων Κλέντζε, ποὺ ἐκάλεσε ὁ βασιλεύς Ὄθων γιὰ νὰ δώσῃ τὴ γνώμη του πάνω σ’ ὅλο τὸ σχέδιο, τὸν χῶρο γύρω ἀπὸ τὸ Θησεῖο. Τέλος, ὁ ἀρχιτέκτων Γκέρτνερ ποὺ ἐξεπόνησε καὶ τὸ σχέδιο τῶν Ἀνακτόρων, ἐπρότεινε τὸ χῶρο ποὺ κατέχουν σήμερα, στὴ θέση Μπουμπουνίστρα.
Ἡ τελευταία αὐτὴ πρόταση καὶ ἡ πρώτη της Ἀκροπόλεως εἶχαν τοὺς περισσότερους ὑποστηρικτάς. Στὸ τέλος ὅμως, μὲ τὴν παρεμβολή τοῦ ἀρχαιοφίλου βασιλέως Λουδοβίκου, ἀπερρίφθη ἡ πρόταση γιὰ τὴν Ἀκρόπολη καὶ ἔμεινε μόνο ἡ τελευταία. Στίς 25 Ἰανουαρίου, τέταρτη ἐπέτειο τῆς καθόδου τοῦ βασιλέως Ὄθωνος στὴν Ἑλλάδα, ἐτέθη ὁ θεμέλιος λίθος ποὺ μετεκομίσθη ἀπὸ τὸν Παρθενῶνα. Ἀπὸ τὸ προηγούμενο δειλινό, 26 κανονιοβολισμοί ἀνήγγειλαν τὸ ἐπίσημο τῆς αὐριανῆς ἡμέρας, καὶ τὸ ἄλλο πρωΐ 75.

Στὴ δοξολογία καὶ κατόπι στὴν τελετὴ ποὺ ἔγινε, παρέστησαν ὁ βασιλεύς Ὄθων, ὁ πατέρας του βασιλεύς τῆς Βαυαρίας, τὸ διπλωματικό σῶμα, οἱ ἀρχὲς κ.τ.λ. Ὁ ἅγιος Ἀττικῆς εὐλόγησε τὸν θεμέλιο λίθο, ὁ ἐπὶ τοῦ Βασιλικοῦ Οἴκου γραμματεύς τῆς ἐπικρατείας ἐξεφώνησε ἐπίκαιρο λόγο καὶ ὁ ἀρχιτέκτων Γκέρτνερ προσέφερε στὸ βασιλέα τὸ σχέδιο τῶν Ἀνακτόρων καὶ μιὰ μεμβράνη πάνω στὴν ὁποία ἀναγραφόταν ὁ χρόνος τῆς ἀνεργέσεως καὶ μερικές ἄλλες λεπτομέρειες. Τὸ σχέδιο καὶ τὴ μεμβράνη προσέφερεν ὁ βασιλεὺς Ὄθων στὸν πατέρα του, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἀσπάσθηκε τὸν βασιλέα γυιὸ του, ἐναπέθεσε καὶ τὰ δυὸ στὸ κοίλωμα ποὺ ἀνοίχθηκε ἐπίτηδες. Εὐθὺς κατόπιν ὁ ἀρχιτέκτων Γκέρτνερ πρόσφερε στὸν βασιλέα διάφορα χρυσά, χαλκὰ καὶ ἀργυρὰ νομίσματα, ἀπὸ τὰ ὁποία μερικὰ ὁ Ὄθων ἐτοποθέτησε στὸ ἴδιο κοίλωμα, καὶ μερικὰ ὁ βασιλεὺς Λουδοβίκος. Κοντὰ στὰ νομίσματα τοποθετήθηκε κι’ ἕνα χρυσὸ ρολόϊ καὶ τὸ κοίλωμα κλείστηκε. Καὶ τότε πιὰ ὁ ἀρχιτέκτων πρόσφερε στὸ βασιλέα Ὄθωνα ἕνα ἀσημένιο μιστρὶ μὲ λάσπη, ὁ ὁποῖος πάλι τὸ ἔδωσε στὸν πατέρα του. Ὁ βασιλεύς Λουδοβίκος ἅπλωσε τὴ λάσπη πάνω στὸ κλειστὸ κοίλωμα καὶ τὸ ἴδιο ἔκαμε καὶ ὁ βασιλεὺς Ὄθων. Ὁ ἴδιος ἔπειτα ἀρχιτέκτων πρόσφερε στὸ βασιλέα ἕνα ἀργυρὸ σφυρὶ μὲ τὸ ὁποῖο τὸ πρῶτο κτύπημα ἔδωσε ὁ βασιλεὺς Λουδοβίκος, τὸ δεύτερο ὁ βασιλεύς Ὄθων καὶ τὰ λοιπὰ οἱ γραμματεῖς τῆς ἐπικρατείας. Καὶ μὲ κανονιοβολισμούς καὶ μὲ ζητωκραυγὲς τοῦ πλήθους ἐτερματίσθη ἡ τελετὴ ποὺ εἶχε μιὰ ἐπιβλητικὴ σεμνότητα.

Ἡ οἰκοδομὴ ἐπροχώρησε γρήγορα, ἀπὸ ἔλλειψη ὅμως ἐπαρκῶν χρημάτων τροποποιήθηκε ἀρκετὰ τὸ ἀρχικὸ σχέδιο καὶ στὶς 11 Ἰανουαρίου μπῆκε τὸ πρῶτο δοκάρι τῆς στέγης.
«Αὔριον, γράφει ἡ Ἰουλία φὸν Νόρδενπφλυχτ, τοποθετεῖται ἡ πρώτη δοκὸς τῆς στέγης τοῦ ἀνακτόρου. Μέχρις αὐτοῦ τοῦ σημείου ἔχει προχωρήσῃ ἡ οἰκοδομή, καὶ πλησιάζομεν τοιουτοτρόπως πρὸς τὸ μετὰ τόσου πόθου ἀναμενόμενον τέρμα. Θὰ μετακομισθῶμεν ἄραγε ἐκεῖ ἐντὸς του 1840;».
Τὸ γεγονὸς πανηγυρίσθηκε λαμπρά. Παρετέθη γεῦμα σ’ ὅλους τοὺς ἐργάτες, τὸ κτίριο εἶχε διακοσμηθῇ μὲ μυρσίνες, προσφέρθηκαν 4000 μποτίλιες κρασί καὶ ἔπαιζε μουσική. Κι’ ἔτσι ἐξακολούθησε ἡ οἰκοδόμηση ἐπὶ δεκατέσσερα χρόνια, μολονότι πολὺ νωρίτερα μετεκόμισαν οἱ βασιλεῖς στὰ Ἀνάκτορα.
Ταυτοχρόνως ἄρχιζε καὶ ἡ διαρρύθμιση τοῦ βασιλικοῦ κήπου μὲ φυτὰ ποὺ μετεφέροντο ἀπὸ τὴν Ἰταλία.

Ἐδῶ τελειώνει τὸ σημείωμα γιὰ τὰ τρία παλάτια τῶν Ἀθηνῶν. Ἀπὸ τὰ δυὸ σπίτια τῆς πλατείας Κλαυθμῶνος σώζεται μόνο τὸ ἕνα, αὐτὸ ποὺ στέγασε ἀργότερα τὴν «Ἀκρόπολη» τοῦ Γαβριηλίδη καὶ ποὺ στεγάζει σήμερα διάφορα γραφεῖα – ἡ μεγάλη οἰκία Βούρου. Τὸ παλάτι τῆς λεωφόρου Ἀμαλίας ὑπέστη καὶ αὐτὸ πολλὲς μεταβολές, ἂν ὄχι στὸν ὄγκο του τὸν οἰκοδομικό, στὸ ἐσωτερικὸ του καὶ στὴ δενδρόφυτη πλατεῖα ποὺ ἁπλωνόταν ἐμπρὸς καὶ ποὺ σήμερα ἔχει πάρῃ ἄλλη ἐντελῶς μορφή. Δὲν ξεύρω ἂν τώρα εἶνε καλύτερα. Ἐκεῖνο ποὺ ξέρω εἶναι πὼς ὅσοι κάνουν μιᾶς ὁποιασδήποτε μορφῆς ἀναδιφικὴ ἐργασία, αἰσθάνονται μιὰ βαθειὰ μελαγχολία νὰ τοὺς κυριεύῃ σὲ κάθε ἀλλοίωση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου