Για τους υποστηρικτές της ελευθερίας του Τύπου, ο Τζούλιαν Ασάνζ ήταν πάντα μια πολωτική φυσιογνωμία. Και η σύλληψή του στο Λονδίνο φέρνει και πάλι στο προσκήνιο μια συζήτηση που δεν τελειώνει ποτέ:...
του χορηγηθούν οι ίδιες προστασίες που παρέχονται στους ειδησεογραφικούς οργανισμούς;
‘Η είναι ένας αδίστακτος προδότης – και πάντως όχι δημοσιογράφος – που πρέπει να δικαστεί χωρίς να υπάρξει μέριμνα για την ελευθερία του Τύπου;
Ο χαρακτήρας της κατηγορίας που θα του απευθύνει η αμερικανική κυβέρνηση θα κάνει τη διαφορά. Ο Ασάνζ κατηγορείται με βάση την Πράξη περί Ηλεκτρονικής Απάτης, με την αμερικανική κυβέρνηση να υποστηρίζει ότι συνωμότησε με τον πρώην αναλυτή του αμερικανικού στρατού Τσέλσι Μάνινγκ για την αποκωδικοποίηση απόρρητων εγγράφων.
Δεν κατηγορείται λοιπόν για κατασκοπεία, όπως έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια με πολλούς δημοσιογράφους. Ο Μάνινγκ έχει καταδικαστεί σε φυλάκιση επτά ετών επειδή παραβίασε τη συγκεκριμένη πράξη. Το ερώτημα είναι λοιπόν κατά πόσον ο Ασάνζ παραβίασε μια κόκκινη γραμμή ενθαρρύνοντας το σπάσιμο ενός κωδικού. Κάτι που δεν θα έκανε ποτέ ένας νόμιμος δημοσιογράφος.
Ο δικηγόρος του διαφωνεί ότι έκανε κάτι τέτοιο. Σύμφωνα με τον Μπάρι Πόλακ, ο Ασάνζ ενθάρρυνε απλώς μια πηγή να του δώσει πληροφορίες και κατέβαλε προσπάθειες για την προστασία της ταυτότητας της πηγής του. Και πολλοί συμφωνούν μαζί του. Όπως επισημαίνει ο Τζόναθαν Πίτερς, καθηγητής νομοθεσίας της δημοσιογραφίας στο Πανεπιστήμιο της Τζόρτζια, πρακτικές σαν αυτές που χρησιμοποίησε ο Ασάνζ τιμούν τη δημοσιογραφία. Πράγματι, η Wikileaks και ο Ασάνζ – όπως κι ο Εντουαρντ Σνόουντεν, που το 2013 αποκάλυψε έγγραφα που δείχνουν την έκταση της παρακολούθησης από τις κυβερνήσεις – συνέβαλαν στο να ανοίξει μια νέα εποχή για τη δημοσιογραφία. Οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί χρησιμοποιούν τώρα ασφαλείς εφαρμογές όπως το Signal για να συνομιλούν μεταξύ τους ή να λαμβάνουν πληροφορίες από τις πηγές τους. Το ότι τέτοιες πρακτικές θεωρούνται από κάποιους συνωμοτικές πρέπει να ανησυχεί όλους τους δημοσιογράφους, ανεξάρτητα από το αν ο Ασάνζ αντιμετωπίζεται η όχι ως δημοσιογράφος, τονίζει ο Πίτερς.
Σημαντικό ρόλο στη συζήτηση παίζει και το γεγονός ότι ο Ασάνζ είναι ένας ιδιόρρυθμος χαρακτήρας που είναι δύσκολο να τον συμπαθήσει ή να τον υπερασπιστεί κανείς. «Όταν οι κυβερνήσεις προσπαθούν να περιορίσουν τα δικαιώματα του Τύπου με οποιαδήποτε μορφή, δεν στρέφονται εναντίον δημοφιλών ανθρώπων – φροντίζουν να τα βάλουν με τους λιγότερο δημοφιλείς», μου είπε πέρυσι ο Τρέβορ Τιμ, διευθυντής του Ιδρύματος για την Ελευθερία του Τύπου. Αυτό που έκανε συστηματικά η Wikileaks, είπε ο Τιμ, «είναι να δημοσιεύει πληροφορίες που είναι ακριβείς και που η κυβέρνηση θεωρεί απόρρητες».
Αρκεί να θυμηθεί κανείς τα Pentagon Papers, τη μυστική ιστορία του πολέμου του Βιετνάμ, που ο Ντάνιελ Ελσμπεργκ έκλεψε πριν από 50 χρόνια από το Πεντάγωνο και έδωσε στους New York Times και την Washington Post. Σύμφωνα με τους αμερικανούς εισαγγελείς, ο Μάνινγκ είχε δώσει στη Wikileaks εκατοντάδες χιλιάδες απόρρητα αρχεία πριν ακόμη ξεκινήσουν οι προσπάθειες να σπάσει ο κωδικός. Το υλικό περιλάμβανε τέσσερις σχεδόν πλήρεις βάσεις δεδομένων, με 90.000 εκθέσεις από τον πόλεμο του Αφγανιστάν, 400.000 εκθέσεις από τον πόλεμο του Ιράκ και 250.000 τηλεγραφήματα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Ο Μπεν Γουίζνερ, διευθυντής της Αμερικανικής Ενωσης για τις Ελευθερίες των Πολιτών, είναι ανεπιφύλακτα με το μέρος του Ασάνζ. «Η δίκη του θα είναι πρωτοφανής και αντισυνταγματική και θα ανοίξει την πόρτα στη δίωξη και άλλων ειδησεογραφικών οργανισμών», τονίζει. Τείνω να συμφωνήσω μαζί του.
Ναι, ο Ασάνζ παραβίασε μια κόκκινη γραμμή αν πράγματι συνωμότησε με την πηγή του για να σπάσει έναν κυβερνητικό κωδικό. Οι κίνδυνοι όμως για τους ειδησεογραφικούς οργανισμούς από ενδεχόμενη δίκη του είναι υπαρκτοί. Προτού γυρίσουμε την πλάτη στον Ασάνζ πρέπει να σκεφτούμε καλά τι διακυβεύεται. Το να τον παραδώσουμε στους λύκους ως έναν νάρκισσο και κακό ηθοποιό – όχι «έναν από εμάς», φυσικά – δείχνει μια ελκυστική επιλογή. Ομως οργανισμοί που οι στόχοι τους δεν είναι και τόσο διαφορετικοί θα υποστούν τις συνέπειες. Η γκρίζα ζώνη είναι μεγαλύτερη απ’ό,τι φαίνεται – όπως και οι κίνδυνοι για την παραδοσιακή δημοσιογραφία και το δημόσιο συμφέρον. (*)
Η Μάργκαρετ Σάλιβαν, πρώην δημόσια συνήγορος στους New York Times, είναι υπεύθυνη για τα media στην Washington Post – (Πηγή: Washington Post via ΑΠΕ-ΜΠΕ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου