Παιδεία, ένα θέμα πολύ συζητημένο από πολλούς ειδήμονες
και μη, επαΐοντες και όχι, γνώστες και άσχετους… πολλοί έχουν πεί, ή ακόμα έχουν φωνάξει διάφορα, θετικά, αρνητικά,
αδιάφορα, άσχετα… αλλά και πάλι είμαστε στο απόλυτο κενό βυθιζόμενοι έτι
περαιτέρω στον λάκκο της απόλυτης άνοιας με οδηγό την απόλυτη άγνοιά μας...
γράφει ο ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΓΚΙΝΗΣ
Πορευόμαστε δίχως να έχουμε κατανοήσει τι είναι η «παιδεία»
και τι είναι η «εκπαίδευση», αλλά επιπλέον δεν έχουμε κατανοήσει ποια είναι η
ανάγκη για ένα έθνος με σωστές κοινωνικές βάσεις, δεν έχουμε κατανοήσει πώς
αυτές οι βάσεις πρέπει να...
εδραιωθούν δια παντός μέσα στον κοινωνικό ιστό.
Δεν έχουμε κατανοήσει τις βάσεις που θα πρέπει να έχει
λάβει ο κάθε νέος ή νέα πολίτης για να είναι κοινωνικά αποδεκτός / η ή και
ακόμα να μπορεί να κτίσει μία νέα κοινωνία ανθρωποκεντρική και αναβαθμισμένη ως
πρός τις αρχές που θα πρέπει να διέπουν την φυλή του / της για τα ιστορικά,
πολιτιστικά, κοινωνικά και θρησκευτικά ιδεώδη, αυτά δηλαδή τα όπλα που είχε
όταν για πρώτη φορά ο πρώτος Έλληνας ξεκίνησε να κτίζει το γένος μας.
Ατενίζοντας στωϊκά το κοινωνικό επίπεδο αυτής της χώρας
θα το χαρακτήριζα ως επιεικώς απαράδεκτο, Κακές αντιγραφές ολέθριων προτύπων
έχουμε επιτρέψει να επιβληθούν στην καθημερινότητα των ατόμων της κοινωνίας μας
η έλλειψη παιδείας μας αφήνει να πλέουμε στο απόλυτο κενό της άγνοιας και της
ιδεολογικής παραφροσύνης η καθημερινότητα του κοινωνικού ατόμου έχει μετατραπεί
σε μία κόλαση, μιάς και δεν υπάρχουν πλέον τα υψηλά ιδανικά των αρχαίων
φιλοσόφων, μιάς και δεν μπορούμε πλέον να παράξουμε φιλοσοφική σκέψη.
Οι ιθύνοντες, οι επιστημονικοί ταγοί, οι φιλοσοφικές
κοινότητες, ανύπαρκτα θεωρήματα στην πολιτιστική μας ταυτότητα, μας αφήνουν να
πλέουμε στα πελάγη της απόλυτης δυστυχίας μας νομίζοντας ότι η παρουσία τους
και μόνο είναι αρκετή για να μας κάνει να σεβόμαστε την ανύπαρκτη σοφία τους,
μέσα στην κενότητα του νού τους. Αδιαφορούμε να επισημάνουμε τις ελλείψεις μας
καταπίνοντας το δηλητήριο των αποτελεσμάτων της αδιαφορίας αυτής, αφήνουμε να
επιπλέουν όλα όσα μας διδάσκουν οι σύγχρονοι «δάσκαλοι» και αδιαφορώντας γι’
αυτά που μας δίδαξαν οι πρόγονοι.
Από την εποχή της Τουρκικής απελευθέρωσης έως σήμερα (οι
απελευθερωτές μας) φρόντισαν να είμαστε κοινωνικά αμόρφωτοι με παντελή έλλειψη
Ελληνικής παιδείας, φρόντισαν να εκπαιδευόμαστε άνευ Ελληνικής παιδείας, έτσι
ώστε να παράγουμε εύκολα εργατικά χέρια για τις Βιομηχανίες της αλλοδαπής, για
τις κοινωνίες αυτές που μας απελευθέρωσαν για έναν και μόνο σκοπό, την αιώνια
σκλαβιά μας στην κοινωνική άγνοια.
Ποτέ (χρονολογικά απαριθμώντας) δεν είδα να ασχολούνται, οι έχοντες την
θεματική αρμοδιότητα σ’ αυτή την χώρα, με την παιδεία των νέων και νεανίδων, αποστρέφουν
την προσοχή των ατόμων του έθνους μας από την φιλοσοφία προς την ουσιαστική
απολαβή των ωφελημάτων της εργασίας, αφαιρώντας τα κύρια και μεγάλα ιδανικά από
την γνώση, από αυτή την γνώση την οποία θα έπρεπε να λαμβάνουν οι νέοι και οι
νέες για να έχουν σαν βάση της κοινωνικής τους καταξίωσης.
Μία εκ βάθρων αλλαγή κρίνεται απαραίτητη για να κάνουμε
ένα νέο ξεκίνημα στον χώρο της παιδείας αλλά και της εκπαίδευσης στην νέα
πατρίδα που ευαγγελιζόμαστε έτσι ώστε να αρχίσουμε μέσα σε τουλάχιστον είκοσι
χρόνια να ευελπιστούμε σε μία γενιά παιδευμένων κοινωνικά αλλά και
εκπαιδευμένων ειδικά πολιτών, άξιων να αναλάβουν τα ηνία της πατρίδας στο
μέλλον.
Αφήνοντας το θεωρητικό μέρος του θέματος, προτείνω να
περάσουμε στην πρακτική πλευρά της εφαρμογής μιάς παιδείας και μίας εκπαίδευσης
σε εντελώς νέες βάσεις ατενίζοντας το μέλλον, ένα μέλλον ισχυρό και ακλόνητο
μέσα από την εκ βάθρου αλλαγή και των δύο μορφών παιδείας και εκπαίδευσης.
Το ξεκίνημα της πρακτικής εφαρμογής μιάς σύγχρονης και
εξελιγμένης παιδείας αρχίζει από τις πρώτες τάξεις του δημοτικού όπου θα πρέπει
να εφαρμοστούν με διαδραστικό τρόπο μαθήματα σχετικά με τις ανθρώπινες σχέσεις,
τις κοινωνικές και πολιτικές αξίες, σαν βάσεις μιάς υγειούς κοινωνίας, την
βελτίωση του τρόπου με τον οποίο επιβάλλεται να «βλέπει» ο ένας πολίτης τον
άλλο αλλά και τον τρόπο με τον οποίο ο πολίτης θα πρέπει να αντιμετωπίζει το
περιβάλλον. Δεν μπορούμε να έχουμε απαιτήσεις από τους νέους πολίτες αν δεν
τους έχουμε εμφυσήσει το αίσθημα της ευθύνης που έχουν απέναντι τόσο στον
συνάνθρωπο όσο και στην ίδια την φύση, αλλά και στα έργα του ανθρώπου τα οποία
δρούν θετικά ή αρνητικά επάνω τους.
Η ευαισθησία των πολιτών απέναντι στις ανθρώπινες αξίες
και στα ανθρώπινα επιτεύγματα επιβάλλεται να έχει αφετηρία την πρώτη δημοτικού
με ένταση και προσοχή σε μαθήματα με διάδραση, δηλαδή σε μαθήματα τα οποία δεν
θα είναι μόνο λόγια αλλά κυρίως με πράξεις, με παραδείγματα δηλαδή βιωματικού τύπου.
Με αυτό τον τρόπο και μέχρι το τέλος του δημοτικού θα
έχουμε βάλει πολύ ισχυρά θεμέλια για μία σειρά πολιτών με ειδικές ευαισθησίες
αντί για εκπαιδευμένα παιδιά στην αριθμητική ή στην ορθογραφία, πράγμα το
οποίον δεν σημαίνει ότι τις αποπέμπουμε αλλά τις βάζουμε σε δεύτερο επίπεδο
αναφορικά με την αξία της ευαισθησίας των νέων πολιτών σε πολιτικά, οικονομικά,
κοινωνικά, και θρησκευτικά ζητήματα.
Φέρνοντας ένα παράδειγμα θα αναφερθώ στην οδηγητική
ασφάλεια και συμπεριφορά, την οποία σήμερα δεν διδάσκονται οι νέοι και οι νέες,
η οδηγητική ασφάλεια επιβάλλεται ξεκινά από το δημοτικό με διαδραστικά μαθήματα
και να μην σταματά σχεδόν ποτέ μέχρι και το τέλος του γυμνασίου. Με τον τρόπο
αυτό φέρνουμε το παιδί ενώπιον των ευθυνών που έχει όταν θα κληθεί να βγεί στον
πραγματικό κόσμο για να αναλάβει τις οδηγητικές του ευθύνες. Του δίνουμε την
δυνατότητα να μάθει βιωματικά να σέβεται τόσο τον άνθρωπο όσο και τα έργα του,
αλλά και την φύση και τους νόμους της.
Με την είσοδο του παιδιού στο γυμνάσιο όλες αυτές τις
διαδραστικές εμπειρίες στις οποίες μετείχε και βίωσε, θα τις κάνει και στην
θεωρία γνωρίζοντας με τον τρόπο αυτό το «πώς» και το «γιατί» της παιδείας την
οποία έλαβε στις μικρότερες τάξεις. Παράλληλα θα πρέπει στις τάξεις του
Γυμνασίου να αρχίσει να εισέρχεται στον χώρο της πραγματικής εκπαίδευσης δηλαδή
να εισχωρεί βήμα με βήμα μέσα στην ουσία επιμέρους ειδικοτήτων που υπάρχουν
στην καθημερινότητα του ανθρώπου με καθαρά πρακτικό τρόπο, δηλαδή εδώ αρχίζει ο
επαγγελματικός προσανατολισμός του νέου και της νέας.
Ερχόμενος / η σε άμεση επαφή με τις τέχνες και την ουσία
τους, πρίν ακόμα αντιμετωπίσει το δίλημμα της επιλογής της κατεύθυνσης που θα
πρέπει να επιλέξει στο τέλος των Γυμνασιακών τάξεων. Έτσι ώστε όταν θα έλθει η
στιγμή αυτής της επιλογής να γνωρίζει πολύ καλά πόσο μεγάλη αξία έχει η
πρακτική εκπαίδευση σε σχέση με την θεωρητική.
Η επιλογή της κατεύθυνσης είναι ένα ιδιαίτερα κρίσιμο
σημείο, ένα κομβικό θα έλεγα σημείο για την πορεία των νέων και νεανίδων. Όταν
προτείνουμε σε ένα παιδί να ακολουθήσει την πρακτική γνώση επάνω σε κάποια
επιστήμη θα πρέπει να έχουμε κάνει ένα ειδικό σχέδιο (καμβά) πάνω στον οποίο θα
το βάλουμε να υφάνει το μέλλον του.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να σταματήσω την περιγραφή για
την παιδεία και εκπαίδευση, και να κάνω έναν μικρό απολογισμό της παρούσας
κατάστασης στον τομέα της πρακτικής εκπαίδευσης, στον τομέα αυτόν που
αποκαλούμε Τεχνολογική Παιδεία.
Βεβαίως για όσους είχαν ή έχουν μία στενή επαφή με το
αντικείμενο είναι απολύτως γνωστό ότι στα υπάρχοντα ιδρύματα ΤΕΙ δεν
προσφέρεται ουδέν ίχνος πρακτικής παιδείας, αλλά ούτε και επιστημονικής
ανωτέρου επιπέδου διότι δεν είναι ΑΕΙ, δηλαδή δεν είναι ο σκοπός τους αυτός.
Ενώ κατ’ αρχήν δημιουργήθηκαν με την ελπίδα να
αποτελέσουν αυτό ακριβώς που λέγει και η ονομασία τους «Τεχνολογικά
Εκπαιδευτικά Ιδρύματα», στην πορεία μετεξελίχθησαν (ραγδαίως) σε κάτι που δεν
ομοιάζει ούτε με ΤΕΙ ούτε με ΑΕΙ η προσφορά τους δε είναι παντελώς άσχετη με
αυτό που ίσως επιθυμούσαν οι φορείς δημιουργίας.
Η αιτία αυτής της μεγάλης μεταστροφής βρίσκεται στην κακή
οργάνωση και στελέχωση των Ιδρυμάτων αυτών. Δηλαδή φτιάχτηκαν αίθουσες
θεωρητικής εκπαίδευσης και όχι πρακτικής, εδόθησαν όλες οι ώρες εκπαίδευσης στην
θεωρία, με μία ιδιαίτερα μέτρια ποιότητα, εφόσον η εκπαίδευση στηρίζεται στην
παπαγαλία των όποιον θεωριών υπάρχουν ανά κλάδο, δίχως να διατίθενται αίθουσες πρακτικής εφαρμογής, αλλά και το
κυριότερο δίχως να υπάρχουν ώρες πρακτικής άσκησης, η ανυπαρξία ειδικών εκπαιδευτών
πρακτικής επιτείνει την καταστροφή στην εκπαίδευση των σπουδαστών. Η εικόνα
αυτή ίσως να μην είναι σε όλα τα ΤΕΙ η ίδια και να έχει μία κάποια διαφορά ανά
κλάδο, ισχύει όμως στην γενικότητά της.
Η στελέχωση έγινε από επιστημονικό προσωπικό των ΑΕΙ που
ήθελε να ασχοληθεί με επιπλέον ώρες εκπαίδευσης (θεωρητικής και μόνο), για να
αποκτήσει λίγο περισσότερο εισόδημα με πλήρη αδιαφορία για το παραγόμενο έργο (τους
σπουδαστές), εφόσον οι ίδιοι αυτοί εκπαιδευτές στερούνται της ειδικότητας και
της απαραίτητης διδασκαλικής μόρφωσης.
Θα πρέπει να δεχτούμε ότι ο ρόλος ενός εκπαιδευτή
(διδάσκοντος) δεν είναι να απλώσει σε
όλο της το μήκος και το πλάτος την εξειδίκευσή του αλλά να δώσει στο ακροατήριό
του (σπουδαστές, φοιτητές) την δυνατότητα να ανακαλύψουν μόνοι τους αυτό που θα
έλεγε ο ίδιος με δικά του λόγια, συνήθως ακατανόητα για το ακροατήριο.
Απαραίτητη λοιπόν προϋπόθεση για τους εκπαιδευτές (διδάσκοντες) είναι η γνώση
της διδασκαλίας, δηλαδή της επικοινωνίας με το ακροατήριο, να έχει την
δυνατότητα να κλέψει τον ακροατή από τον πνευματικό χώρο στο οποίο βρίσκεται
εκείνη την στιγμή και να τον μεταφέρει στον απαιτούμενο για την περίπτωση χώρο,
να τον κάνει να μετέχει με ερωτήσεις και απαντήσεις διαδραστικά, άσχετα αν όλες
οι απαντήσεις δεν είναι οι σωστές, εκείνο που μετρά είναι η συμμετοχή.
Οι υπάρχοντες εκπαιδευτές θέλοντας να έχουν και
επιστημονική (θεωρητική) εξέλιξη, έβαλαν
τους σπουδαστές να ζητήσουν την αναβάθμιση των πτυχίων που δίδονται από τα ΤΕΙ
σε τρόπο ώστε να έχουν (δήθεν) οφέλη μεθαύριο στην εφαρμογή της επιστήμης τους.
Δηλαδή κατά κάποιον τρόπο ζήτησαν την αναβάθμιση των ΤΕΙ σε ΑΕΙ μη έχοντας για
τον σκοπό αυτό όλες τις προϋποθέσεις αλλά και προσόντα, με τον τρόπο αυτό
απέστρεψαν όλα τα ιδρύματα αυτά από τον κύριο σκοπό τους, δηλαδή την παραγωγή
δυναμικά μορφωμένων τεχνικών.
Για την εκπαίδευση των σπουδαστών, το κύριο αντικείμενο
απολύτως τίποτα, απλά και μόνο η υποβάθμιση και εκτροπή του σκοπού της επιλογής
τους. Με λίγα λόγια παράγουμε κάποιους νέους και νέες Όσοι από αυτούς / ές τελειώνουν κάποιο ΤΕΙ με γνώσεις οι οποίες
δεν είναι δεν είναι υψηλού θεωρητικού
επιπέδου, αλλά και η πρακτική τους εμπειρία είναι παντελώς ανύπαρκτη.
Στο σημείο αυτό λοιπόν θα πρέπει ένα νέο σύστημα παιδείας
να αναλάβει τις τύχες των νέων και νεανίδων μας και να αλλάξει την πορεία τους
και το μέλλον τους, είναι δηλαδή αυτό που είπαμε στην αρχή, ο καμβάς επί του
οποίου ο κάθε νέος ή νέα θα έχει την δυνατότητα να υφάνει την δική του
κοινωνική και επαγγελματική ζωή.
Για τον καμβά αυτόν λοιπόν μιλώντας επί της ουσίας, θα
μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε σαν ένα πολύ μεγάλο πρόγραμμα υποδομών με
ταυτόχρονη αλλαγή όλων των δομών που υπάρχουν, διότι αυτό τελικά είναι που
απουσιάζει από την παιδεία μας, οι δομές και οι υποδομές του εκπαιδευτικού μας
συστήματος.
Και όταν μιλώ για υποδομές δεν αναφέρομαι μόνο σε
κτιριακές εγκαταστάσεις, που και αυτές έχουν έλλειψη, αλλά στην τεράστια
απουσία (παντελής έλλειψης) των απαιτούμενων μηχανών και λοιπών αναλωσίμων,
όπως και στην ανυπαρξία «ειδικευμένων» διδασκάλων μονίμως επιμορφούμενων.
Διδασκάλων οι οποίοι θα έχουν λάβει την απαραίτητη διδασκαλική παιδεία από
ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, έτσι ώστε να μπορούν να επικοινωνούν με τους
ακροατές τους (μαθητές, σπουδαστές, φοιτητές).
Ο διδάσκων για να είναι αποτελεσματικός, επιβάλλεται να
έχει διαρκή πρακτική εμπειρία επί του αντικειμένου το οποίο διδάσκει, να είναι
έτοιμος να προλάβει ατυχήματα αλλά και να είναι επικοινωνιακός για να είναι
ενεργά μεταδοτικός στο ακροατήριό του. Θα πρέπει να είναι διαρκώς ενημερωμένος
με την τελευταία λέξη της σύγχρονης τεχνολογίας, και αυτό μπορεί να γίνει μόνο
με την οικονομική και πολιτική στήριξη της πολιτείας.
Το Τεχνολογικό Ίδρυμα επιβάλλεται να έχει όχι μόνο
επαρκείς αίθουσες πρακτικής διδασκαλίας, αλλά και να διαθέτει ωράριο τέτοιο που
να προσφέρει απεριόριστα την εκπαίδευση σε όλο το έτος και καθ’ όλη την ημέρα
έχοντας οργανώσει τα (σπουδαστικά, φοιτητικά) έτη, πληθυσμιακά, σε μικρά
τμήματα, έτσι ώστε να υπάρχει ο χρόνος και η δυνατότης, η διδασκαλεία να
εστιάζεται σε όλους τους σπουδαστές – φοιτητές και να μην μένει εκτός έργου
ουδείς από έλλειψη χρόνου και προσοχής.
Τα έτη φοίτησης θα πρέπει να είναι τουλάχιστον έξη έτσι
ώστε ο σπουδαστής να έχει την δυνατότητα να έχει την πλέον την μεγαλύτερη
δυνατή επαφή με το αντικείμενο αλλά και τον άπλετα διαθέσιμο χρόνο να κάνει και
ο ίδιος την δική του πρακτική με διαρκή επίβλεψη από τον διδάσκοντα και πάντα
με έξοδα της πολιτείας.
Διαβάζοντας κάποιος από τους σύγχρονους «εγκεφάλους» το
κείμενο αυτό θα αναρωτηθεί, ως είθισται, από πού θα βρεθούν τα κεφάλαια για μία τόσο
πολύ μεγάλη επένδυση, χωρίς όμως να έχει σκεφτεί ότι η μεγαλύτερη επένδυση σε
μία σωστή κοινωνία είναι ΠΑΙΔΕΙΑ. Αυτή αποτελεί την πηγή άμεσων εσόδων για το
κράτος εφόσον αυτή είναι η βάση (καμβάς) επάνω στην οποία θα έχει την
δυνατότητα να αποδώσει άμεσα αποτελέσματα των σωστά εκπαιδευμένων τεχνικών αλλά
και φοιτητών σε όλα τα επαγγέλματα και τις ειδικότητες.
Δεν θα ήταν ποτέ μία πρόταση για την Τεχνολογική
Εκπαίδευση ολοκληρωμένη αν δεν είχε την αναφορά της στην σύνδεση της
εκπαίδευσης με την παραγωγή. Δηλαδή την πρακτική πλευρά της εκπαίδευσης με την
πραγματικότητα. Σήμερα αυτό που γίνεται είναι να εμφανίζονται «κάποιοι» μερικοί
ή ορισμένοι σπουδαστές σε επιχειρήσεις για να κάνουν την πρακτική τους, τις
περισσότερες (αν όχι όλες) τις φορές ο σπουδαστής αναλώνεται από τον
επιχειρηματία στην παραγωγή των «καφέδων» της επιχείρησης αναμένοντας την έξοδό
του στο τέλος της «πρακτικής» εκπαίδευσης.
Η εικόνα αυτή ίσως και να μην είναι ακριβής, αλλά
αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο αριθμό σπουδαστών, και αυτό διότι είναι σε όλους
τους επιχειρηματίες γνωστό ότι οι σπουδαστές που εξέρχονται από τα ΤΕΙ είναι
εξαιρετικά χαμηλού γνωσιακού επιπέδου.
Η παραμονή των σπουδαστών στην πρακτική τους περίοδο
είναι εξαιρετικά μικρή ο χρόνος παντελώς ανεπαρκής για να φέρει τον σπουδαστή
σε κατάσταση επαρκούς απόδοσης. Ακόμα και σε αυτό το επίπεδο εκπαίδευσης θα
πρέπει, με επέμβαση και επιστασία της πολιτείας, να υπάρχει ένα ουσιαστικό
επίπεδο απασχόλησης επί του αντικειμένου, και βέβαια σε απόλυτη συνεργασία με
τους εργοδότες πάντα.
Τα επόμενα τρία έτη της βασικής εκπαίδευσης (από το τρίτο
και μετά) αυτά δηλαδή τα έτη που ονομάζονται σήμερα Λύκειο θα μπορούσαν να
αναλωθούν στην προετοιμασία αυτών που επέλεξαν τον κλάδο των θεωρητικών
επιστημών. Εκεί όπου θα πρέπει να αναπτυχθούν όχι μόνο οι υπάρχουσες επιστήμες
αλλά και να εκκολαφθούν νέες.
Θα πρέπει τα πανεπιστήμια και τα πολυτεχνεία να
αναπτύξουν τμήματα έρευνας και ανάπτυξης των επιστημών τους, όχι πως δεν
υπάρχουν αλλά σε μεγαλύτερη ένταση. Μα κάποιος θα μου πεί ότι υπάρχει αυτό δεν
χρειάζεται να το δούμε ξεχωριστά, ε λοιπόν θα σας ενημερώσω ότι η υλικοτεχνική
υποδομή στα πολυτεχνία αλλά και τα λοιπά πανεπιστημιακά ιδρύματα είναι επαρκώς
ελλιπής ακολουθώντας τα χνάρια της Τεχνολογικής εκπαίδευσης.
Και εκεί επικρατεί το φαινόμενο των πολυπληθών τμημάτων
και κατά συνέπεια μειωμένης προσφοράς γνώσης λόγω ανεπάρκειας χρόνου και δομών.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει με έμφαση να αναφερθώ στην ενίσχυση των οικονομικών
απολαβών των διδασκόντων, αλλά και μερικώς και κατά περίπτωση των διδασκομένων,
παραλλήλως δε τα εργαστήρια των ΑΕΙ να λάβουν ιδιαίτερα μεγάλη και ουσιαστική
οικονομική ενίσχυση.
Η άμεση και έμμεση επαφή των πανεπιστημίων με τα ιδρύματα
των άλλων χωρών είναι απολύτως αναγκαία δίχως να επεκτείνουμε την αναφορά στο
σημείο αυτό εφόσον γίνεται απολύτως κατανοητή η αναγκαιότης αυτή.
Για την είσοδο των διδασκομένων σε ΑΕΙ και ΤΕΙ θα είχα να
προτείνω τα εξής, για την είσοδο στα ΤΕΙ η είσοδος να είναι ελεύθερη (άνευ
βαθμολογίας), και να γίνεται ένα «ξεκαθάρισμα» στην πορεία της εκπαίδευσης,
στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση η είσοδος επιβάλλεται να είναι με βάση
βαθμολογία την οποία θα έχουν στα τρία τελευταία έτη σύν την βαθμολογία από τις
ειδικές εισαγωγικές εξετάσεις.
Τόσο για την Τεχνολογική εκπαίδευση όσο και για την
πανεπιστημιακή εκπαίδευση επιβάλλεται να γίνουν μεγάλες και ουσιαστικές
επενδύσεις σε κτηριακές εγκαταστάσεις απολύτως σύγχρονες, αλλά και επαρκώς
εξοπλισμένες και διαχρονικά εκσυγχρονιζόμενες με υλικά νέας τεχνολογίας τα
οποία κάλλιστα θα μπορούσαν να είναι αποτέλεσμα του συνδυασμού των έργων των
σπουδαστών της σε συνδυασμό με το παραγόμενο έργο των πανεπιστημιακών
σπουδαστών.
Εκείνο που είναι άκρως απαραίτητο είναι η σύνδεση των δύο
εκπαιδευτικών οντοτήτων με την παραγωγή της χώρας. Ο εκάστοτε επενδυτής δεν θα
έχει την ανάγκη να απευθυνθεί στο εξωτερικό για την παροχή αντικειμενικής
τεχνογνωσίας, αλλά θα μπορεί να απευθύνει το αίτημά του στο υπουργείο
εσωτερικών τομέας Γενικής γραμματείας παιδείας και εκπαίδευση, και αυτό με την
σειρά του να μεταφέρει τα αιτήματα στην φυσική ηγεσία των πανεπιστημίων και των
Τεχνολογικών ιδρυμάτων.
Όλα τα μέχρι στιγμής αναφερθέντα δεν θα μπορέσουν να
έχουν εφαρμογή αν δεν υπάρχουν τα απαιτούμενα κονδύλια από τον προϋπολογισμό,
έναν προϋπολογισμό που θα έχει ρίξει με απόλυτη σοβαρότητα το βάρος του στην
παιδεία και την εκπαίδευση των νέων Ελλήνων και Ελληνίδων. Έναν προϋπολογισμό ο
οποίος δεν θα έχει περικοπές, για κανέναν λόγο, η ροή των χρημάτων θα πρέπει να
είναι σταθερή και απολύτως βεβαιωμένη από πλευράς Ελληνικής πολιτείας.
Όπως γίνεται κατανοητό μέχρι αυτή την στιγμή, θα πρέπει
να υπάρχει ιδιαίτερα αυξημένη πολιτική βούληση για την λειτουργία των δομών της
παιδείας και της εκπαίδευσης. Κάτι τέτοιο όμως προϋποθέτει την ύπαρξη μιάς
δημοκρατικής και πατριωτικής κυβέρνησης η οποία θα εργάζεται για το συμφέρον
του Ελληνικού λαού και όχι για τα συμφέροντα αλλότριων οικονομικών παραγόντων
του εξωτερικού.
Απαραίτητη είναι και η ύπαρξη εθνικού νομίσματος, για την
σωστή διαχείριση όλων των προαναφερθέντων. Το χρήμα στην παιδεία είναι κεφάλαιο
επιστρεφόμενο στην πολιτεία κατά ποσοστό 100%, εφόσον τα σωστά εκπαιδευμένα
στελέχη της θα έχουν την δυνατότητα να ξοδέψουν τα όποια κεφάλαιά τους μέσα
στην Ελληνική οικονομία, ανακυκλούμενα διαρκώς, εφόσον όλα τα απαιτούμενα υλικά
για την οργάνωση της εκπαίδευσης θα προέρχονται από την Ελληνική αγορά, ουδεμία
ανάγκη παρουσιάζεται για την εισαγωγή οιουδήποτε υλικού από τις εξωτερικές
αγορές.
Η Παιδεία, είναι ένας από τους δύο τρόπους διαπαιδαγώγησης. Ο άλλος είναι η Διαφθορά. Η Εκπαίδευση, είναι ένα εργαλείο χρήσιμο για εξοικείωση και αφομοίωση. Μπορεί να συμβάλει τόσο στην διαπαιδαγώγηση μέσω Παιδείας, όσο και στην διαπαιδαγώγηση μέσω Διαφθοράς. Τέλος η Παιδεία είναι ο τρόπος διαπαιδαγώγησης που στηρίζει την Δημοκρατία, αλλά καθιερώνεται από αυτήν. Η Ολιγαρχίες έχουν την Διαφθορά για τις μάζες, ενώ καλλιεργούν την παιδεία σε χώρους απολύτου ελέγχου τους, για να απομυζούν επιστήμονες και ταλέντα της τέχνης από την μάζα, με σκοπό την εκμετάλλευση. Ποτέ δεν θα αφήσει η Ολιγαρχία να λειτουργήσει η Παιδεία, έξω από τον έλεγχο της.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό μπορεί να γίνει μόνο αν ΕΜΕΙΣ θελήσουμε να το αλλάξουμε
ΔιαγραφήΚαι μπορούμε... είναι στο χέρι μας....
Τίποτα δεν μας εμποδίζει πέραν από το μυαλό μας.