Ο Θουκυδίδης έγραψε για τα αίτια του Πελοποννησιακού Πολέμου. «Η αύξηση ισχύος της Αθήνας, ήταν ο φόβος που ενέπνευσε τη Σπάρτη, και προκάλεσε ένα πόλεμο που ήταν αναπόφευκτος.» Αυτή η περιγραφή είναι συνάμα μια συμβουλή σε ένα ευρύ φάσμα σχέσεων κρατών...
Των Δημήτρη Τσαϊλά και Αλέξανδρου Δρίβα
Όπως τα έθνη αυξάνονται, απειλούν άλλα έθνη που δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να αναλάβουν την απειλή πολύ σοβαρά. Συχνά, αυτή η απειλητική συμπεριφορά είναι ακούσια. Οι μελετητές των διεθνών σχέσεων έχουν ονομάσει αυτή την ιδέα, «δίλημμα ασφαλείας» και διαπιστώνουμε ότι...
συμβαίνει ξανά και ξανά, τόσο σε στρατηγικά θέματα όσο και σε επιχειρησιακό επίπεδο συγκρούσεων. Ένα δίλημμα ασφαλείας για την εθνική μας πολιτική είναι και ο ζωτικός χώρος του Αιγαίου που το γειτονικό κράτος της Τουρκίας προσπαθεί εναγωνίως να υφαρπάξει.
Από την ανεξαρτησία τους, Τουρκία και Ελλάδα έχουν εμπλακεί σε μια παρατεταμένη αμοιβαία εχθρότητα, με κάθε χώρα να επιθυμεί να ενισχύσει την ασφάλεια και την αυτο-προστασία της. Για το σκοπό αυτό, έχουμε αποκτήσει σύγχρονα όπλα, με συνεχή ανταγωνισμό σε εξελιγμένη στρατιωτική τεχνολογία, και συνεργαστήκαμε με ισχυρούς οργανισμούς και κράτη. Κινήσεις από τη μία χώρα θα μπορούσε να προκαλέσει την άλλη να αισθάνεται καχυποψία και ανασφάλεια. Ωστόσο, ο κύριος λόγος πίσω από την κλιμάκωση του φαύλου κύκλου της δυσπιστίας και της εχθρότητας οφείλεται στην παρερμηνεία των κινήτρων και των προθέσεων των ιθυνόντων και στις δύο χώρες. Ως αποτέλεσμα, τόσο στην Άγκυρα, όσο και την Αθήνα φαίνεται να έχουμε παγιδευτεί σε αυτό που χαρακτηρίσαμε παραπάνω ως δίλημμα ασφάλειας. Αυτό έχει επιβαρύνει το κόστος, με τις σχεδόν καθημερινές στρατιωτικές αντιπαλότητες μεταξύ των δύο χωρών που μπορεί να οδηγήσουν σε κρίση ακόμη και σε σημειακό ή γενικευμένο πόλεμο.
Η πρόσφατη επιθετικότητα της Τουρκίας εκτιμώ ότι είναι μια ευκαιρία για την αναθέρμανση του πολιτικού ρεαλισμού, και ορθολογικής αντίληψης αποφυγής ενός νέου γύρου οικοδόμησης θεσμικών συμφωνιών ως κάστρων στην άμμο. Αν η Ελλάδα είναι σοβαρή χώρα που προσέχει την άμυνα και την ασφάλειά της, ο χρόνος έχει φτάσει για την ανοικοδόμηση και την ενίσχυση της αποτρεπτικής μας ισχύος. Καμία από τις εκφράσεις οργής ή ανησυχίας δεν θα αλλάξουν την πραγματικότητα, ότι η τουρκική προκλητικότητα θα κλιμακώνεται συνεχώς. Η αυξανόμενη αστάθεια στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική είναι πραγματικά γεγονότα, όπως είναι η αυξημένη γεωστρατηγική αυτοπεποίθηση της Ρωσίας, η αμυντική ανικανότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα προειδοποιητικά σημάδια ότι η Αμερική πρόκειται να μεταβάλλει τις στρατηγικές της προτεραιότητες.
Σε αυτό το σημείο οι περισσότερες από τις εκτιμήσεις για το μέλλον των διατλαντικών σχέσεων δείχνουν μια τεκτονική μετατόπιση των ΗΠΑ στην εσωστρέφεια και καθιστά σαφές ένα πράγμα, οι επόμενοι μήνες θα είναι είτε, το τέλος, της ισχυρής συμμαχίας των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης γύρω από τις βασικές αρχές της εθνικής ασφάλειας, ή ο επανακαθορισμός του ρόλου του ΝΑΤΟ ως μιας αμυντικής συμμαχίας, με εντεινόμενο το δημόσιο αίσθημα που επιτάσσει στις Ηνωμένες Πολιτείες και μόνο για τα δικά της γεωστρατηγικά συμφέροντα.
Το δικό μας Εθνικό συμφέρον σήμερα είναι ακριβώς το ίδιο όπως έχει οριστεί για τα τελευταία 185 χρόνια. Δηλαδή να εξασφαλιστεί η φυσική ασφάλεια της χώρας, η οικονομική ευημερία, η προστασία της ζωής και των περιουσίων των πολιτών. Το πραγματικά ενδιαφέρον μέρος της στρατηγικής μιας κυβέρνησης, ως εκ τούτου, συχνά αρχίζει με την αντίληψη της φύσης του διεθνούς περιβάλλοντος και των κύριων απειλών που θέτουν σε αμφισβήτηση αυτά τα βασικά συμφέροντα.
Εν ολίγοις, για να μη βρεθούμε σε δυσάρεστες εκπλήξεις τα σύγχρονη έθνη, καταρτίζουν αποτρεπτικά και αμυντικά σχέδια έκτακτης ανάγκης για να αναπτύξουν την αποτρεπτική τους ισχύ. Η ανικανότητα ενός έθνους θα έχει ως αποτέλεσμα να υποστεί εισβολή καθώς ο κίνδυνος παρερμηνείας της εικόνας και κλιμάκωσης απειλής, δίδει τη δυνατότητα στον εχθρό να γίνει πιο απειλητικός. Καθώς όλο και περισσότερο η Τουρκία βλέπει να δέχεται πλήγματα στις στρατηγικές της επιλογές του μεγαλοϊδεατισμού, το πρόβλημα στο Αιγαίο θα επιδεινωθεί.
Εν ολίγοις, για να μη βρεθούμε σε δυσάρεστες εκπλήξεις τα σύγχρονη έθνη, καταρτίζουν αποτρεπτικά και αμυντικά σχέδια έκτακτης ανάγκης για να αναπτύξουν την αποτρεπτική τους ισχύ. Η ανικανότητα ενός έθνους θα έχει ως αποτέλεσμα να υποστεί εισβολή καθώς ο κίνδυνος παρερμηνείας της εικόνας και κλιμάκωσης απειλής, δίδει τη δυνατότητα στον εχθρό να γίνει πιο απειλητικός. Καθώς όλο και περισσότερο η Τουρκία βλέπει να δέχεται πλήγματα στις στρατηγικές της επιλογές του μεγαλοϊδεατισμού, το πρόβλημα στο Αιγαίο θα επιδεινωθεί.
Η Ελλάδα έχει μια δυαδική επιλογή: είτε να επικεντρώσει και ενισχύσει τις σχέσεις της με τις Ηνωμένες Πολιτείες σε στρατηγικό επίπεδο για να καλύψει τα κενά ασφαλείας που θα δημιουργηθούν, ή να διατηρηθεί το status quo, με την όποια εναπομένουσα συναίνεση στα ελληνο-τουρκικά με την κρίσιμη σημασία της διατλαντικής σύνδεσης. Για πρώτη φορά το δίλημμα ασφάλειας της Ελλάδας είναι ορατό και πραγματικό. Πρέπει να πάρουμε στα σοβαρά την οικοδόμηση της αποτρεπτικής μας ισχύος, ή να αποδεχτούμε την ταχεία περιθωριοποίηση μας και να επιστρέψουμε στους γείτονες να μας απειλούν.
Όλα τα παραπάνω, στέκονται στον προβληματισμό δημιουργίας μιας νέας ατζέντα την οποία η ελληνική εξωτερική πολιτική οφείλει να προσαρμόσει στις ανάγκες του πολυπολικού κόσμου. Οι δύο βασικοί άξονες προβληματισμού για τον στρατηγικό μας σχεδιασμό, οφείλουν να είναι δύο επιταγές του πολιτικού ρεαλισμού: Πρώτον, η αρχή της αυτοβοήθειας η οποία αποδέχεται την ύπαρξη ενός άναρχου διεθνούς περιβάλλοντος στο οποίο κυριαρχεί η καχυποψία και ο υπολογισμός των συμφερόντων (καλώς ή κακώς, όπως έχει δείξει η ιστορία, βραχυπρόθεσμων συμφερόντων). Η ενίσχυση της Άμυνας και η διαρκής εκπαίδευση των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας οφείλουν να αντιμετωπιστούν ως προτεραιότητες καθώς η εσωτερική ομαλότητα, εξασφαλίζεται από την αποτροπή κινδύνων (πλέον και ασύμμετρων απειλών). Δεύτερον, ο σχεδιασμός μιας σύγχρονης και αποδοτικής στρατηγικής εξωτερικής εξισορρόπησης. Η δημιουργία συμμαχιών, δεν είναι εύκολη γι’ αυτό και χρειάζεται η καλή ανάγνωση «εχθρών και φίλων». Επιπρόσθετα, η εξωτερική εξισορρόπηση, στέλνει και ένα μήνυμα στη διεθνή κοινότητα πως η χώρα δεν επιθυμεί την απομόνωση και πιστεύει στη συνεργασία.
Στην Ανατολική Μεσόγειο, η Ελλάδα καλείται να καλύψει δύο στόχους: Ο πρώτος, είναι η διατήρηση της εδαφικής της ακεραιότητας και η αποτροπή του εξ ανατολών κινδύνου. Η τουρκική απειλή έχει γίνει πολύ πιο σύνθετη από το να υπολογίζεται απλά ως μια χώρα που απειλεί με casus belli σε περιπτώσεις που δεν ικανοποιούνται τα αιτήματά της (βλ. δορυφοροποίηση της Αλβανίας, ψευδομουφτής στη Θράκη κτλ). Ο σχεδιασμός μιας εξωτερικής εξισορρόπησης από την ελληνική πλευρά, θα δώσει το σήμα μιας συνεργατικής-περιφερειακής πρωτοβουλίας που έχει ανάγκη όλη η περιοχή και θα εγκιβωτίσει τα ελληνο-τουρκικά ζητήματα σε μια περιφερειακή ατζέντα.
Ο δεύτερος στόχος, αφορά την συνείδηση της ελληνικής γεωστρατηγικής αξίας, ειδικά τώρα που η Γερμανία με την Τουρκία, περνούν σε ένα ψυχρό επίπεδο σχέσεων. Μια τέτοια εξέλιξη, αποδεικνύει ότι η Ελλάδα είναι απαραίτητη ακόμη και γι’ αυτήν την «πλαδαρή» Ε.Ε και για κάθε μορφή Ε.Ε, που πρόκειται να προκύψει μελλοντικά. Ο ευρωπαϊκός νότος και οι ευρωπαϊκές χώρες της Μεσογείου, αποτελούν κομμάτι του ελληνικού χώρου επιρροής. Ένας τέτοιος σχεδιασμός, θα βοηθήσει την Ελλάδα στο να διεκδικήσει καλύτερες οικονομικές συμφωνίες στο μέλλον (αναφορικά με το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής της) καθώς η Μεσογειακή Διάσκεψη στα πλαίσια της Ε.Ε της 9ης Σεπτεμβρίου 2016 στην Αθήνα, επαναλήφθηκε λίγες μέρες πριν στη Λισαβόνα, γεγονός που δείχνει ότι η ευρωπαϊκή Μεσόγειος, αποκτά σημάδια συνοχής.
Η διεθνής πολιτική και η ιστορία αυτής μας θυμίζουν έντονα ένα απόσπασμα που ανήκει στον πνευματικό εγκέλαδο του 19ου αιώνα, του Φρειδερίκου Νίτσε ο οποίος μας βοηθά να συλλάβουμε την παραπάνω σύζευξη (μεταξύ αρχής αυτοβοήθειας και εξωτερικής εξισορρόπησης). Εκείνος έλεγε: «Όταν βοηθάς τον εαυτό σου, ξαφνικά, όλοι αρχίζουν να σε βοηθούν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου