Ελέχθη πρόσφατα πως «για να προκύψει συμφωνία» μεταξύ Ελλάδας και Σκοπίων θα πρέπει «οι δυο πλευρές να εγκαταλείψουν τις ανιστόρητες θέσεις τους» για να φτάσουν «σε μια λύση που να αντιστοιχεί στις πραγματικότητες της περιοχής»...
γράφει ο Κρεσέντσιο Σαντζίλιο
Τώρα, μιλώντας για «ανιστόρητες θέσεις», ο νους δεν μπορεί παρά να πάει στα σκοπιανά καραγκιοζιλίκια που βλέπουμε στη χώρα τους και στις εξίσου σκοπιανές νομοθετικές παρεκτροπές και δηλώσεις. Εν σχέση με την Ελλάδα όμως πολύ θα ήθελα να γνωρίσω ποιες είναι αυτές οι «ανιστόρητες θέσεις». Έτσι, απ΄ τη μια πλευρά τα...
ανιστόρητα γραπτά και δρώμενα (Σύνταγμα, ονόματα, κτίσματα, λόγια, απαιτήσεις, κλπ.), απ΄ την άλλη η καταγγελία του πολιτιστικού και πολιτικού τυχοδιωκτισμού.
Πολλές φορές ειπώθηκε, κι ας ειπωθεί ακόμη μια άλλη για όσους εθελοντές της αμνημοσύνης: αληθινά «ανιστόρητες θέσεις» είναι οι ιστορικές, πολιτιστικές και γλωσσολογικές αλλοιώσεις της επίσημης και καθημερινής σκοπιανής πραγματικότητας κουκουλωμένες κάτω από έναν ανυπόστατο, γεωγραφικά και εθνολογικά, σλαβικό μακεδονισμό. Έναν «σλαβικό μακεδονισμό» που είναι καθαρή contradictio in terminis διότι:
1ον) κιόλας από τον 7ο αιώνα μ.Χ. όλος ο χώρος νότια των Σκοπίων έπαψε να λέγεται «Μακεδονία» (που επανεμφανίστηκε, μάλλον νεκραναστήθηκε, για φανερούς οπορτουνιστικούς λόγους τον 19ο-20ό αιώνα) και αδιαμφισβήτητα έγινε «γενικά σλαβικός» (γι’ αυτό και η απελπιστική επιδίωξη μια κάποιας «καλής» ταυτότητας – και ορίστε: η «Μακεδονία» και ολίγον «Σλάβια», για να μην το παρακάνουμε!), και
2ον) σε ένα χώρο που δεν παρουσιάζει τίποτα το μακεδονικό – όπου βέβαια η λέξη «μακεδονικό» αποκλειστικά και ιστορικά ένα ένα «σημαίνον» που αντανακλά μόνο κάτι το ελληνικό, και αυτό το ξέρουν και οι πέτρες – το πλήρες και εκτεταμένο υπάρχον σλαβικό στοιχείο δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να ταυτιστεί ή να συγκεραστεί ή να αφομοιωθεί με οτιδήποτε ανήκει στο ελληνικό μακεδονικό στοιχείο έτσι όπως η Ιστορία (που δεν είναι ά λα καρτ) μας διδάσκει και ταυτοποιεί.
Ας πούμε όμως και δυο λόγια για την πραγματικότητα της ευρύτερης περιοχής της «Μακεδονίας» όπως λανθασμένα, πιστεύω, αναφέρεται εδώ κι εκεί η σκοπιανή επικράτεια. Η πραγματικότητα της περιοχής είναι οφθαλμοφανώς πως βρισκόμαστε μέσα σε έναν ανθρωπολογικά σλάβικο κόσμο με γλωσσικό πρόσημο αναγνώρισης και αναγνωρισημότητας την κυριλλική γραφή η οποία δεν είναι βέβαια μια παραλλαγή της ελληνικής. Και δυστυχώς για τους θιασώτες του σλαβομακεδονισμού, είναι κιόλας 1300 χρόνια που βόρεια των ελληνικών συνόρων δεν υπάρχει κανένας γεωγραφικός μακεδονικός προσδιορισμός. Αν ακούσει κάποιος έναν Σέρβο να μιλάει και ακούσει πλάι του έναν Σκοπιανό, θα αντιληφθεί πως είναι το ένα και αυτό! Και βέβαια δεν μπορούμε να πούμε ότι ο Σέρβος είναι «Μακεδόνας» ή, αν προτιμάτε, Makedonskij!
Αμφότεροι είναι καθαρόαιμοι σλάβοι, και ασφαλώς ούτε «σλαβομακεδόνες»(!). Υπάρχει η αίσθηση ότι ο όρος «σλαβομακεδονικός» χρησιμοποιείται κατά κόρον σαν ένα πολύ βολικό άλλοθι ή μάλλον ένα passe-partout, κατά κάποιο τρόπο μια «θεραπεία» για «πάσα νόσο και μαλακία», όταν ο όρος αυτός και είναι ανακριβής και παραπλανητικός, και είναι αναχρονιστικός και αδόκιμος. Τους σχετικούς λόγους τους έχουμε και τους έχουν άλλοι πολλοί εκφράσει με αφθονία επιχειρημάτων. Επομένως ούτε εθνικότητα «σλαβομακεδονική» υπάρχει στα Σκόπια, ούτε γλώσσα «σλαβομακεδονική», ούτε ταυτότητα «σλαβομακεδονική», ούτε και «ράτσα σλαβομακεδονική», αλλά πολύ απλά εθνικότητα, γλώσσα, ταυτότητα και ράτσα αμιγώς και απελπιστικά σλάβικη, όσο κι αν θέλουν, Σκοπιανοί και Έλληνες συνοδοιπόροι, να μας παραμυθιάσουν.
Οι Σκοπιανοί, και πριν απ’ αυτούς όλοι εκείνοι οι Σλάβοι που είχαν συγκροτήσει απ’ τις αρχές του 1900 έως το 1945 τα διάφορα κατ’ ευφημισμό «σλαβο-μακεδονικά» κινήματα και «ομοσπονδίες» και πολιτικώς οπορτουνιστικές οργανώσεις, χρησιμοποιούν ένα όνομα μιας ουσιαστικά ανύπαρκτης «εθνικής οντότητας» η οποία στην πραγματικότητα βασίζεται σε ένα «γεωγραφικό υπόβαθρο» εξίσου ανύπαρκτο και υπάρχον μόνο στη φαντασία τους και στη μη ομολογούμενη επιδίωξη απόκτησης μιας ιστορικής ταυτότητας με, πάλι με μη ομολογούμενες, επεκτάσεις σαφώς αλυτρωτικές και υπονομευτικά διαλυτικές της γενικής ελληνικότητας, όχι μόνο για τον απλό όρο «Μακεδονία», αλλά προπάντων για την έννοια του «μακεδονικού» και του «Μακεδονισμού». Βέβαια το πιο άσχημο για την Ελλάδα είναι το ότι και μέσα στην ίδια την επικράτεια της υπάρχουν εκείνοι οι ανεκδιήγητοι «νοσταλγοί» της χαμένης δήθεν «σλαβομακεδονικής πατρίδας» οι οποίοι και δίνουν ένα καλό «χεράκι» στις δοξασίες της σκοπιανής διαφήμισης.
Τώρα, το ότι π.χ. στη Θάσο ή στη Καβάλα, για να αναφέρουμε δυο ονόματα τόπων στην Ελλάδα που έρχονται στο νου, δήθεν όλοι οι Έλληνες πολίτες αποκαλούν τους σκοπιανούς τουρίστες «σλαβομακεδόνες», δεν σημαίνει απολύτως τίποτα, ή μάλλον σημαίνει κάτι δυστυχώς αρνητικό για τους Έλληνες πολίτες διότι εκφράζει, έστω και αποσπασματικά, την μεγάλη έλλειψη γνώσης/πληροφόρησης και την κατά συνέπεια ύπαρξη άγνοιας που υφέρπει σε πολλά κοινωνικά στρώματα του ελληνικού πληθυσμού διαβρώνοντάς τα. Το έχουμε πει, και άλλοι πιο αρμόδιοι το έχουν επιβεβαιώσει: δεν υπάρχει καμία Σλαβομακεδονία και καμία σλαβομακεδονική εθνότητα ή ιθαγένεια, μήτε πηγαία μήτε επίκτητη. Είναι βασικά μια ομολογουμένως πανούργα, ευφάνταστη εφεύρεση των Σλάβων ώστε οι Νότιοι Σλάβοι στα βόρεια σύνορα της Ελλάδας να είναι σε θέση να στοχεύσουν την ελληνική Μακεδονία επιτυγχάνοντας έτσι με ένα σμπάρο (το «σλαβομακεδονικό» αφήγημα) δυο τρυγόνια: την απόκτηση μιας λαμπρής ιστορικής οντότητας(όνειρο αιώνων των άσημων νότιων Σλάβων) και την ποθητή «έξοδο» στο Αιγαίο καταβροχθίζοντας (και με την βοήθεια των ξένων «πεπεισμένων» οπαδών του σλαβομακεδονισμού καταλλήλως οδηγούμενων) και εξαφανίζοντας τον εναπομείναντα ελληνικό γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας.
Γι’ αυτούς τί άλλο είναι άλλωστε η «Αιγαιακή Μακεδονία, αν όχι τμήμα της «μητέρας» Vardarska Makedonija με την οποία πρέπει μια μέρα να συνενωθεί με το σύστημα της «αυτοδιάθεσης»;! Κατά τα άλλα, μη ξεχνάμε ποτέ ότι, από όλους τους Σλάβους της πρώην Γιουγκοσλαβίας, όλοι τους με κάποια, έστω και ελάχιστη ιστορία και παρελθόν, αυτοί οι Νότιοι Σλάβοι, οι Σκοπιανοί, είναι εκείνοι με ένα μηδαμινό παρελθόν, μια τιποτένια ιστορία, οπότε η ανάγκη, όντως υπαρξιακή, απόκτησης μιας «υπολογίσιμης» ταυτότητας έγινε θέμα ζωής ή θανάτου. Από κάπου και από κάποιους θα πρέπει να την πάρουν!
Αλλά ποιος ξέρει πόσοι Έλληνες γνωρίζουν, και πόσο γνωρίζουν, σχετικά με αυτόν τον «σλαβομακεδονισμό» που σήμερα συχνά-πυκνά μας πιπιλίζουν αρμόδιοι και μη αρμόδιοι παρουσιάζοντάς τον σαν ένα αυτοδημιούργητο, αυθύπαρκτο, αυτόχθονο και αληθινό ιστορικο-ανθρωπιστικό φαινόμενο με βαθιές ρίζες και «εθνικό» ιστορισμό. Μια μικρή, περιληπτική διαδρομή ίσως να είναι χρήσιμη. Δεν μπορούμε να πούμε ότι η αρχαία γεωγραφική έκταση και έννοια της Μακεδονίας συνέχισε και συνεχίζει να υπάρχει και μετά την εισβολή των σλαβικών φύλων στα νότια Βαλκάνια, βασικά στη περιοχή από τα βόρεια ελληνικά σύνορα έως μια γραμμή που περνάει κάτω από τα Σκόπια και συνεχίζει νότιο-ανατολικά και δυτικά απ’ αυτή τη γραμμή. Η κατάληψη του χώρου αυτού από τους διάφορους Σλάβους υπήρξε τόσο διαβρωτική και επεκτατική που τίποτα δεν έμεινε από τον έως τότε υπάρχοντα ελληνο-μακεδονικό κόσμο και τον περίγυρό του γεωγραφικό στίγμα.
Οι Σλάβοι τα ξεπάτωσαν όλα και γι’ αυτό τα ευρήματα της αρχαίας ελληνομακεδονικής παρουσίας είναι σπανιότατα και ασήμαντα. Και κάτι άλλο που είναι αναμφισβήτητο: άμετρα περιορισμένες, έως και ανάξιες λόγου, υπήρξαν σε αυτόν τον χώρο οι αναμείξεις μεταξύ του τότε τοπικού πληθυσμού (όσοι έμειναν εκεί) και των εισβολέων Σλάβων. Άλλωστε, είναι ιστορικά αποδεδειγμένο πως τα ελληνικά φύλα σε όλη την αρχαία και σύγχρονη ελληνική επικράτεια ποτέ δεν «ενώθηκαν» και ποτέ δεν είχαν κάποιο συγχρωτισμό με τους ξένους εισβολείς/κατακτητές. Έτσι, και πάλι μπορεί να ειπωθεί – repetita juvant – ότι από τον 7ο αιώνα μ.Χ. και μετά η γεωγραφική οντότητα αναφερόμενη στη Μακεδονία σταδιακά και αρκετά γρήγορα απώλεσε την μακεδονική ονομασία της γης και των ανθρώπων για να αποκτήσει όλο και πιο σταθερά και βαθιά την γεωγραφική υπόσταση, έννοια, «χρώμα», βάση και έκφραση του σλαβισμού σε όλες τις εκφάνσεις του.
Έγινε καθ’ όλα Σλάβια, έδαφος και άνθρωποι. Απλά πράγματα και πραγματικότητες, τα οποία δεν πρέπει ούτε και μπορούμε να τα «θολώσουμε» με αμπελοφιλοσοφίες και μακιαβελισμούς περί «μακεδονικού σλαβισμού» για να δικαιολογήσουμε να ανυπόστατα και αδικαιολόγητα. Γι’ αυτό, πώς γίνεται, διερωτώμαι, πώς μπορεί να γίνεται, αυτή η γεωγραφική περιοχή με όνομα Μακεδονία, μετά από όσα καταργητικά εκεί παν-σλαβικά δημιουργήθηκαν και βιώθηκαν κατά τη διάρκεια 1300 ετών, να διατηρεί ακόμη την ιδέα της ίδιας ονομασίας και να μην έχει μετατραπεί ή, καλύτερα, μετασχηματιστεί, μεταλλαχθεί σε κάτι τελείως διαφορετικό, το οποίο απόλυτα συνάδει και συνηχεί ακριβώς με όσα σλάβικα έχουν γίνει εκεί;
Για ποιο φάντασμα της αρχαίας γεωγραφικής Μακεδονίας μιλάμε αναφερόμενοι στην Vardarska Banòvina ή στην Jušna Srbia ή Jušna Slavija;
Για ποιο μακεδονικό γεωγραφικό υπόλειμμα που δεν υπάρχει πουθενά όταν και οι πέτρες γίνηκαν σλάβικες και όλη η ζωή μυρίζει σλάβικα;
Έως τις αρχές του 20ού αιώνα (ή έστω τέλη του 19ου) η ονομασία «Μακεδονία» σε όλο το σλαβικό χώρο του σημερινού σκοπιανού γεωγραφικού περιγράμματος ήταν τελείως άγνωστη και εν πάση περιπτώσει δεν προσδιόριζε πια καμία άξια λόγου «σλαβικο-μακεδονική» οντότητα, δηλαδή εν ολίγοις μια «μακεδονοποίηση» του σλάβικου στοιχείου, δηλαδή ένα σλάβικο περιεχόμενο μέσα σε ένα γεωγραφικό μακεδονικό περιέχον! Στα μεσαιωνικά χρόνια, όπως και στους επόμενους αιώνες, δεν υπάρχει καμία μνεία «μακεδονικής» ταυτότητας ή εθνικότητας: ούτε καν γεωγραφικά υπήρχε πια μια «Μακεδονία». Κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ο όρος «Μακεδονία» ήταν παντελώς άγνωστος.
Η γεωγραφική Μακεδονία είχε ονομαζόταν Βιλαέτι του Μοναστηρίου και Βιλαέτι της Θεσσαλονίκης, ενώ περιοχή των Σκοπίων είχε το όνομα Βιλαέτι του Κοσόβου. Η πρώτη «αναβίωση» του «μακεδονισμού», της ιδέας δηλαδή πως δήθεν «ξανα-υπάρχει» εν μέσω του ανόθευτου σλαβικού κόσμου ένας γεωγραφικός χώρος που ξανα-ονομάζεται «Μακεδονία», γίνεται το 1903 με τον Κρίστο Μισίρκοφ και το βιβλίο του «Περί του μακεδονικού ζητήματος», άσχετα κι αν αργότερα ο ίδιος κατάλαβε το λάθος του και την «μακεδονική ταυτότητα», που αρχικά είχε «δει» σε εκείνους τους Σλάβους χωρίς ιστορία, την μετέτρεψε σε «βουλγάρικη εθνικότητα», μια όντως πολύ πιο ακριβοδίκαια ανάλυση και ρεαλιστική προσέγγιση. Ο συγγραφέας δεν δίστασε και να αποκηρύξει το έργο του και να δηλώσει ως αντιεπιστημονικό το «μακεδονικό ζήτημα», κάτι που αντανακλά με σιγουριά την πραγματικότητα.
Ωστόσο στα ίδια πρώτα χνάρια του Μισίρκοφ είχε βαδίσει και το ιδεολογικό κίνητρο της εξέγερσης του Ίλιντεν στις 2 Αυγούστου του ίδιου εκείνου 1903, τόσο που το γεγονός μολονότι αποτυχημένο να θεωρείται ο προπομπός της «μακεδονοποίησης» των εκεί Σλάβων. Πρέπει να πούμε επίσης ότι αυτή η αναστημένη εκ νεκρών «μακεδονικότητα» των Σλάβων και της σλαβικής γης αρχικά δεν αναφερόταν ουδόλως στους αρχαίους Μακεδόνες: στην αρχή απλά οικειοποιήθηκε το όνομα «Μακεδονία» και το τοποθέτησε στον πέριξ σλαβικό χώρο ως χαρακτηριστικό γνώρισμα της ύπαρξης της νέας πληθυσμιακής οντότητας: ήταν κατά κάποιο τρόπο η (μια) «μακεδονο-σλαβική εθνογένεση» με το προαπαιτούμενο διακριτικό της διαφοροποίησης από οποιεσδήποτε (στην πραγματικότητα όμως υπάρχουσες!) βουλγάρικες ρίζες. Όντως φαεινή υπήρξε η πρωτοβουλία/ιδέα να βγάλουν από τη ναφθαλίνη έναν προ πολλών αιώνων πια ανύπαρκτο γεωγραφικό χώρο ονόματι «Μακεδονία» και να τον βαφτίσουν «Σλάβικη Μακεδονία» ντύνοντάς τον με σλάβικα ρούχα! Γύρω-γύρω σε όλη τη περιοχή δεν υπήρχε (και συνεχίζει να μην υπάρχει) τίποτα το πιο δοξασμένο και ιστορικά λαμπρό από το αρχαίο ελληνικό μακεδονικό παρελθόν, και πρώτο-πρώτο το όνομα. Υπέροχο δέλεαρ. Με μια διαφοροποίηση, ωστόσο, που βασικά δείχνει και όλη την πονηριά εκείνων των Σλάβων: η ελληνικότητα του μακεδονικού χώρου έπρεπε να εξαφανιστεί και να αντικατασταθεί από το παραμύθι της σλαβικής αφομοίωσης και επομένως της ύπαρξης και καταξίωσης μιας «πρωτότυπης» προαιώνιας(!) σλαβικής μακεδονικής υπόστασης η οποία έως τότε «κοιμόταν», βρισκόταν σε χιλίων τριακοσίων χρόνων χειμέρια «νάρκη»! Έτσι η από αιώνες εκλιπούσα γεωγραφική ελληνική Μακεδονία «αναστήθηκε» και, mutatis mutandis, πήρε το όνομα της «γεωγραφικής σλαβικής Μακεδονίας»: διότι αλλιώς ακούγεται το «Μακεδονία», αλλιώς το ανιστόρητο «Σλάβια»!
Συνάμα, στο διάχυτο γιουγκοσλαβικό περιβάλλον η ονομασία «Μακεδονία» χρησίμευσε και σαν αποτρεπτικό στοιχείο ενάντια των βουλγάρικων βλέψεων και επιδιώξεων: «μακεδονοποιόντας» τους Σλάβους εαυτούς τους θέλησαν να απομακρύνουν οποιαδήποτε βουλγάρικη «προέκταση», όχι μόνο ανθρωπολογική αλλά και εδαφική. Η όλη «ιστορία» ξεκίνησε ουσιαστικά από την αντιπαλότητα μεταξύ της Γιουγκοσλαβίας και της Βουλγαρίας, και οι δυο με βλέψεις και «προοπτικές» για τη «χώρα των Σκοπίων», μετά από τους Βαλκανικούς Πολέμους, τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο και την Συνθήκη του Neuilly στις 27.11.1918. Από τότε άρχισε και μια πιο συγκροτημένη ιδέα περί «σλαβομακεδονισμού», ένα είδος κάποιας ρεβάνς κόντρα στην νικήτρια Ελλάδα, ειδικά από τους Βούλγαρους. Αυτοί, στη συνέχεια, από το 1930 και μετά, έχοντας αποτύχει στη Νότια Σερβία ή Σλάβια την ίδρυση μιας αυτόνομης σλαβομακεδονικής οντότητας, καταλήγουν με όχημα τη δράση της VMRO στην θεώρηση ενός ανεξάρτητου «μακεδονικού» κράτους με εδάφη ελληνικά, γιουγκοσλαβικά και βουλγάρικα – με προοπτική τη γέννηση ενός alter ego του βουλγάρικου κράτους και μελλοντική συγχώνευση σε μια «Μεγάλη Βουλγαρία». Απ’ την άλλη πλευρά, η αντίδραση της Γιουγκοσλαβίας ήταν μια μονόπλευρη προσπάθεια εκσερβισμού των βουλγαρόφωνων Σλάβων της Νότιας Σερβίας έτσι ώστε να ακυρωθεί η βουλγάρικη επιρροή όχι μόνο ως φυλετική εξάρτηση, αλλά και στον ίδιο τον φορέα επικοινωνίας, τη γλώσσα. Τότε αυτό εμμέσως και απλώς σήμαινε πως οι κάτοικοι της σημερινής FYROM θεωρούταν αλλά και ήταν στην ουσία βουλγάρικης καταγωγής. Βέβαια και οι ίδιοι τότε δεν έκαναν και τίποτα για να το διαψεύσουν!
Οπότε, εάν τότε ήταν Βούλγαροι, και επειδή από τότε (1920-1930) δεν επήλθε καμία ανθρωπολογική αλλαγή στην σύνθεση, συνεπώς και τώρα είναι Βούλγαροι, εάν ο συλλογισμός είναι σωστός. Και σήμερα ακόμη οι Σκοπιανοί επίσημοι βλέπουν την βουλγάρικη φύτρα τους όπως ο διάβολος το λιβάνι: κάτι τους έχει μείνει από τις εμμονές του Τίτο έστω κι αν και γι’ αυτόν υπήρξαν αμνήμονες αφαιρώντας από τη πόλη Titov Veles το Titov (του Τίτου) και αφήνοντας σκέτο το Veles. Παρενθετικά, αργότερα, κατά τη διάρκεια του 2ου παγκοσμίου πολέμου η κομμουστικοποίηση ως ελευθέρωση από τον φασισμό σημαδεύει και την νέα προσπάθεια «μακεδονοποίησης» με γεωγραφικό πρόσημο κόντρα στον φασιστο/βουλγάρικο κίνδυνο. Ας θυμηθούμε, σχετικά, πως το 1924 το Κομιντέρν, η Κομμουνιστική Διεθνής, υπήρξε βασικός αρωγός της ιδέας μιας «μακεδονικής εθνότητας».
Αυτόν λοιπόν τον ψευδεπίγραφο «μακεδονισμό», ο οποίος λίγο πριν το 1940 καρκινοβατούσε μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, περιορισμένος σε μια προβληματική αναγνωρισημότητα, ο Ιωσήφ Μπροζ Τίτο ανέλαβε να προωθήσει σε «εθνική» αμετάκλητη θεματολογία με ανθελληνικές προεκτάσεις, επωφελούμενος ειδικά και από την πλήρη αδράνεια της Ελλάδας, από τότε κιόλας (1940), και πριν ακόμη από τη Γιάλτα, υποχείριο των φίλων αγγλο-αμερικανών στην διαμάχη τους με τους Σοβιετικούς. Είναι σαφές πως οι ενέργειες του Τίτο ακολουθούσαν ακριβώς δυο κατευθύνσεις: την μια ως ανάχωμα στις βουλγαρικές, εδαφικές και άλλες διεκδικήσεις (πόσα σκαμπανεβάσματα υπήρξαν μεταξύ αυτού και του Ντιμίτροφ!) και την άλλη σαν όχημα «αιγαιακών προοπτικών» εις βάρος της Ελλάδας. Αμφότεροι οι δρόμοι είχαν για σκοπό την εδραίωση της «μακεδονικής νομιμοποίησης» του σλάβικου πληθυσμού και μιας δήθεν «αυθύπαρκτης» εθνικής και πολιτικο-πολιτιστικής ταυτότητας.
Για τον Τίτο η αποσύνδεση από την βουλγάρικη παρουσία ήταν το κομβικό σημείο δράσης, έστω κι αν αυτό απόβαινε με θύμα την Ελλάδα. Άλλωστε ο ίδιος, ως «καλό παιδί» των Αμερικανών και γενικά της Δύσης, είχε όλο το ελεύθερο να κάνει ό, τι ήθελε, αρκεί να γινόταν φράγμα στην σοβιετική αρκούδα. Και ήταν κομβικό επίσης για την συνοχή της Γιουγκοσλαβίας ολόκληρης ώστε να εξουδετερωθεί οριστικά κάθε διασύνδεση των «Μακεδόνων Σέρβων» με την βουλγάρικη προγονική ύπαρξη και, με την ευκαιρία, να τεθούν οι βάσεις μελλοντικών επιχειρήσεων διεκδίκησης εδαφών για την πραγματοποίηση του θεμελιακού σχεδίου του Τίτο μιας «Μεγάλης Μακεδονίας», (τι ζόρι τραβάνε αυτές οι πάμφτωχες χώρες των νοτίων Βαλκανίων να γίνουν όλες «μεγάλες»!), που θα περιλάμβανε τα σημερινά Σκόπια, την σημερινή Μακεδονία ως τον Όλυμπο στην Ελλάδα και την δυτική Βουλγαρία, η δήθεν «βουλγάρικη Μακεδονία» ως το Μπλαγκόιεβγκραντ. Σίγουρα οι προοπτικές του Τίτο απέτυχαν και ακόμη περισσότερο η πολιτική του μετά τον θάνατό του το 1980 όταν άρχισε και η διαδικασία διαμελισμού της Γιουγκοσλαβίας με πρώτη και καλύτερη τη Γερμανία, όπως ξέρουμε. Η «Μεγάλη Μακεδονία» του Τίτο πέρασε σαν τελευταία κληρονομιά στο κράτος που ακολούθησε με το δημοψήφισμα του 1991. Η ανεξαρτητοποίηση των Σκοπίων έδωσε εξάλλου νέα ώθηση στον «μακεδονισμό» με την ένταξή του στα πολιτικά και ιστορικά δρώμενα ενός κράτους πλέον, και όχι μιας ασήμαντης ομόσπονδης διοίκησης.
Ήταν και η αρχή της ολικής αναβάθμισης της πλαστογραφικής εκμετάλλευσης του σκοπιανού «μακεδονικού» αφηγήματος όταν το 1992 η κρατική αποκλειστικότητα της ονομασίας «Μακεδονία» επικυρώθηκε κατά κάποιο τρόπο, έστω και προσωρινά, από τον ΟΗΕ με την εκεί εκκωφαντική απουσία αντίλογου της Ελλάδας, αν και ήδη από το 1944 η σκοπιανή ιστοριογραφία είχε μεριμνήσει να οργανώσει ένα ολόκληρο «σύστημα εκπαίδευσης» στον «μακεδονισμό» διαμορφώνοντας τις γραμμές ενός πολύπλοκου πλέγματος ιστορικών αναληθειών σχετικά με τους αρχαίους Μακεδόνες ώστε να γίνει η σύνδεση με αυτούς των συγχρόνων Σλάβων «Μακεδόνων» για την απόκτηση μιας «μακεδονικής ταυτότητας» προερχόμενη από την αρχαιότητα! Δοθείσες λοιπόν της ολικής επίσημης ελληνικής ολιγωρίας και αδιαφορίας και της έλλειψης οποιασδήποτε κυβερνητικής συνετής και δυναμικής αντίδρασης, εύκολο έργο υπήρξε για το μετέπειτα κράτος των Σκοπίων η «επέκταση» της «μακεδονικότητάς» των από το απλό όνομα «Μακεδονία» στον πιο περίπλοκο και πολυσημαντικό χώρο του μακεδονικού πολιτισμού και της πολιτιστικής κληρονομιάς, απλά «αγνοώντας» και «ξεπερνώντας» το ελληνικό υπόστρωμα και αλλάζοντάς του την ιθαγένεια από ελληνική σε σλαβική, δηλαδή ένας ετεροχρονισμός μέσα στον μεγαλύτερο αναχρονισμό όλων των εποχών και στην πλέον αμετροεπή αλλοίωση των ιστορικο-πολιτιστικών δεδομένων μιας ολόκληρης ελληνικής φυλής. Αυτό υπήρξε και το μεγάλο «άλμα ποιότητας» των Σκοπιανών σε σχέση με την αρχική περίοδο της «μακεδονικής εθνογένεσης» τα πρώτα χρόνια του 1900 και του πρώιμου «μακεδονισμού». Και είναι επίσης κιόλας από το τέλος του 1944 που άρχισε, και με γοργά βήματα τελείωσε, η διαδικασία «εφεύρεσης» μιας κοινής γλώσσας, δήθεν ξεχωριστής από τις όμορες σερβική και βουλγάρικη, που να «αντιπροσωπεύει» και τα τρία τμήματα της «σλαβικής Μακεδονίας».
Στο Βελιγράδι τον Μάρτιο του 1945 συγκροτήθηκε η «νέα μακεδονική γλώσσα», μια σλάβικη γλώσσα που βαπτίστηκε «μακεδονική», με κεντρική γλωσσολογική βάση την διάλεκτο του Prilep-Monastir, τοπικό ιδίωμα στο οποίο προστέθηκαν σέρβικα στοιχεία και βουλγάρικα διακριτικά και διατηρήθηκαν μερικά του παλιού εκκλησιαστικού σλαβόνικου γνωρίσματος. Η διαδικασία υπήρξε αρκετά απλή, έστω κι αν δεν έλειψαν οι αντιπαραθέσεις μεταξύ των Σέρβων και Βουλγάρων για το μέγεθος της αντίστοιχης γλωσσολογικής επιρροής. Ο εντεταλμένος γλωσσολόγος Blagoj Konev, ο οποίος και άλλαξε και το όνομά του στο πιο «μακεδονικό»(!) Blaže Koneski, ετοίμασε την νέα αλφάβητο, που περισσότερο μοιάζει με βουλγάρικη διάλεκτο, και την αποκάλεσε «μακεδονική» – μια αλφάβητο που «δίνει ζωή» σε μια γλώσσα της οποίας η προφορά πλησιάζει πολύ τη σερβική, ενώ η γραφή αντικατοπτρίζει περισσότερο τη βουλγάρικη γλώσσα. Έτσι λοιπόν, προς γνώση των ανίδεων, αυτοί οι «αρχαίοι Σλαβο-Μακεδόνες», με το «μεγάλο παρελθόν» τους, μόνο το 1945 απέκτησαν μια επίσημη, δικής τους γλώσσα! Τί άσχημα παιχνίδια σου παίζει μερικές φορές η «Ιστορία»!
Τελικά, όλη αυτή η μικρή «ιστορία», εκτός από αβάσιμη υστερία, τίποτα άλλο δεν είναι παρά μια χείριστης ποιότητας «μυθολογία», μια φαντασία, ένα τεράστιο φανταστικό και φαντασιακό οικοδόμημα που έχει αναχθεί σε εθνικό «σήμα» και, ακόμη χειρότερα, σε εθνικό παραληρηματικό φρόνημα: με λίγα λόγια, μια άκρως αντιεπιστημονική «θεωρία» πλούσια σε στοιχεία απάτης τα οποία καμία ελληνική κυβέρνηση ως τώρα δεν μερίμνησε(καλύτερα: δεν τόλμησε) όχι μόνο να καταγγείλει δημόσια (ΟΗΕ, ΕΕ, παγκόσμια ΜΜΕ), αλλά και να αποδομήσει, όπως είχε και έχει όλα τα μέσα και εργαλεία για να το κάνει. Από τότε η εξέλιξή της είναι γνωστή.
Τώρα, όλοι κρεμόμαστε από το «Έγγραφο Κοτζιά» (που φαίνεται εστάλη κιόλας στα Σκόπια), το μυστηριώδες αντικλείδι(;) που μπορεί (λένε, ελπίζουν, προσδοκούν, είναι σίγουροι) να ανοίξει την τακτοποίηση της κατάστασης και να φέρει την ειρήνη στη περιοχή, να κάνει πάλι φίλους καρδιακούς την GornaMakedonija (αποκλειστικά «ένα όνομα», «στα σλάβικα» και «μη μεταφράσιμο»!) με την Ελλάδα της Μακεδονίας (όνομα και πράμα!) η οποία αργά ή γρήγορα, σαν «απλή» επαρχία, δεν αποκλείεται να της ζητηθεί κάποια μέρα να μαζέψει τα φτερά της (το όνομά της) μπροστά σε «ολόκληρο» κράτος Makedonija, που είναι πάλι Μακεδονία, έστω και στα σλάβικα, διότι θα είναι ένα όνομα που της κάνει «παράνομο ανταγωνισμό» ιδίως στον πολιτικό και οικονομικό τομέα, αλλά γιατί όχι; και στον πολιτισμικό! Λέτε να χρειαστεί να αλλάξει και το όνομά της και από Μακεδονία να γίνει π.χ. Βόρεια Ελλάδα;! Παράλογο; Εξωπραγματικό; Τότε τί είναι η «ιστορία» της μελλοντικής Gorna Makedonija ή αλλιώς πώς θα ονομαστεί; Η αλήθεια;!
Θα πρέπει ακόμη να δει κανείς κατά πόσο αυτή η Gorna Μακεδονία θα «καθίσει στα αυγά της», δεν θα ζητήσει να έχει εκείνη, και μόνον εκείνη, τον πρώτο και μοναδικό λόγο στον όρο «Μακεδονία» και παράγωγά του (έστω και στα σλαβικά) και δεν θα ξανα-εκθέσει σε πλατείες και δρόμους και κτίρια ταμπέλες και αγάλματα των, βαπτισμένων Σλάβων, αρχαίων Μακεδόνων-Σλάβων «προγόνων». Το «΄Εγγραφο Κοτζιά» είναι μέρος της πάντα βολικής (όταν βρισκόμαστε σε δυσκολίες) «μυστικής διπλωματίας» που αγνοεί, και μάλλον απαξιώνει, τον Έλληνα πολίτη και δεν νιώθει καθόλου την ανάγκη να γνωρίζει αυτός τί τον περιμένει, ή μάλλον τί θέλουν να του «σερβίρουν» με τα τετελεσμένα γεγονότα. Ποιος ξέρει γιατί το «Έγγραφο» δεν δίνεται στην δημοσιότητα. Και πάλι, τί θα γίνει αν δημοσιοποιηθεί πριν από όποια συνάντηση με τους Σκοπιανούς;
Οι Σκοπιανοί θα το αρνηθούν μόνο και μόνο επειδή το γνώρισαν οι Έλληνες πολίτες; Δηλαδή η αιτία απόρριψής του θα είναι το δικαίωμα των Ελλήνων πολιτών να ξέρουν τί «μαγειρεύει» γι’ αυτούς η κυβέρνησή τους και όχι το βασικότατο, ο πυρήνας της ουσίας, τουτέστιν το ίδιο το περιεχόμενό του, η αξία του και η «ακτινοβολία» του; Μήπως παιδιαρίζουμε; Και κρυβόμαστε πίσω από βλακώδεις μυστικότητες γιατί τρέμουμε από τον φόβο μήπως ο κόσμος μας καταγγείλει για εθνική μειοδοσία ή και προδοσία; Γι’ αυτό και πάμε να του παρουσιάσουμε το πιάτο μετά που θα έχει μαγειρευτεί, με την δικαιολογία πως δυστυχώς «είχαμε το πιστόλι στον κρόταφο», καλή ώρα η πετυχημένη έκφραση του «Ελληνοκύπριου» Προέδρου Νίκου Αναστασιάδη;! Απ’ ό, τι φαίνεται η ιδέα του δημοψηφίσματος δεν συμφέρει: υπάρχει φανερά ο κίνδυνος να μη μπορούμε να επιβάλλουμε τη βούληση και τα σχέδια μας, οπότε βασιζόμαστε καλύτερα στην ψηφοφορία μιας Βουλής που είναι στα μέτρα μας, καταλλήλως χειραγωγημένη, μιας και η «πολιτική» που κρατάμε στα χέρια μας, με την οποία οι πολίτες δεν πρέπει να έχουν καμία σχέση, όλα τα επιτρέπει, τα δικαιολογεί και τα εξαγνίζει.
Ή μήπως, τέλος, και τρελά αισιόδοξα, μπορούμε να σκεφτούμε πως το μυστηριώδες «Έγγραφο» περιέχει όλα εκείνα τα συμφέροντα για την Ελλάδα που η Ελλάδα έπρεπε να είχε απαιτήσει και κερδίσει από το 1944 και μετά, και ακόμη περισσότερο υποχθόνια δεν απαίτησε και δεν απέκτησε, προ παντός εκείνα τα ευνοϊκότατα έτη 1991-1992(δηλώσεις 16.12.1991: ΕΟΚ, 13.4.1992: Ελλάδα, 27.6.1992: ΕΟΚ και 3.10.1992: Κλίντον/ΗΠΑ); Και επομένως θα έχουμε την ευχάριστη έκπληξη της πραγμάτωσης, χάρη στις σωστές και υπεύθυνες υπηρεσίες του Νίκου Κοτζιά, των έως σήμερα παραμελημένων ελληνικών ιστορικών θέσεων και αληθειών έχοντας οι «φανταστικοί» και φαντασιόπληκτοι (μήπως «φασματικοί»;) «Σλαβομακεδόνες» τιθασευτεί και πειστεί για την πραγματική, προγονική ταυτότητά τους, όπως ο μακαρίτης Γκλιγκόρωφ το είχε καταλάβει, το ήξερε και το είπε; Όνειρο θερινής νυκτός; Οι διαδηλώσεις στα Σκόπια άλλα δείχνουν. Εν τω μεταξύ ο «καλός» και ο δήθεν «πιο βολικός» Ζάεφ, σαν καλός μαθητής του Νίμιτς, έκανε τώρα και τις δικές του προτάσεις στις οποίες ο όρος Μακεδονία δεσπόζει και στις τέσσερις ονομασίες, αν και τη μια απ’ αυτές, την «Άνω Μακεδονία», δεν την θέλει. Καλοσύνη του. Και δεν θέλει επίσης το όνομα να είναι «αμετάφραστο» (ειλικρινά, όμως, για να πούμε την αλήθεια, αυτή η ελληνική «πρωτοτυπία» του «αμετάφραστου ονόματος» πώς μπορεί διεθνώς να σταθεί στα πόδια του;!)
Ωστόσο η γνώμη μου είναι πως η πρόταση του Ζάεφ «Μακεδονία του Βαρντάρ» θα πρέπει να μετατραπεί σε «Σλάβια του Βαρντάρ» και να είναι η πραγματικά αληθινή ονομασία του κράτους των Σκοπίων. Ναι, αυτή θα πρέπει να είναι και η πρόταση της Ελλάδας, για τους λόγους που άπλετα είπαμε παραπάνω: γνωρίζοντας απ’ τη καλή κι απ’ την ανάποδη τον γονιδιακό σλαβισμό των Σκοπίων, η FYROM στην ουσία και με το δίκιο της μόνο Vardarska Slavja θα μπορούσε να ονομαστεί! Απ’ την άλλη μεριά ο Σκοπιανός προθυπουργός δείχνει αποφασισμένος να αρνηθεί τελείως την όποια αλλαγή του Συντάγματος που η ελληνική πλευρά φαίνεται να ζητάει εκ των ουκ άνευ. Και το άκρον άωτον του παραλογισμού; Ο ευγενικός Ζάεφ να υποστηρίζει πως «το όνομά μας είναι η περηφάνια και η ταυτότητά μας», δηλαδή αυτοί οι Σκοπιανοί σλαβοβούλγαροι είναι υπερήφανοι για κάτι που ιστορικά δεν τους ανήκει, το έχουν αρπάξει από άλλους προγενέστερους «προσαρμόζοντάς» το στα τοπικά, διαμετρικά αντίθετα, ιστορικά τους δεδομένα! Μήπως αυτό είναι εκείνο που λένε πως δήθεν η κάθε χώρα δικαιούται να ονομαστεί όπως θέλει(κι όποιον πάρει ο χάρος!);
Εμείς συνεχίζουμε να τρέφουμε την ελπίδα οι Κοτζιάς/Τσίπρας να μην υποκύψουν και δεχθούν οι αλλαγές στο σκοπιανό Σύνταγμα, εάν γίνουν, να γίνουν δήθεν σε μεταγενέστερο χρόνο με την δικαιολογία πως δεν χρειάζεται να γίνουν τώρα είτε επειδή είναι δευτερεύουσας σημασίας είτε, όπως ακούστηκε κι αυτό, γιατί η «Ενδιάμεση Συμφωνία» δήθεν «υπερκαλύπτει» το θέμα, πράγμα καθόλου αληθινό, ενώ επιπλέον η «Συμφωνία» είναι διάτρητη λόγω διαφόρων και συνεχών παραβιάσεων από τα Σκόπια.
Και last but not least – μόνο και μόνο από περιέργεια – ας παρατηρήσουμε πως, μετά την Συμφωνία του Saint-Germain-en-Laye στις 10.9.1919, είχε υποβληθεί στην τότε Κοινωνία των Εθνών αίτηση της πρώην Αυστρο-ουγγρικής Αυτοκρατορίας για να ενταχθεί με το όνομα «Γερμανική Δημοκρατία της Αυστρίας», αίτηση που απερρίφθη διότι ο επιθετικός προσδιορισμός «Γερμανική» αντίβαινε στο υπάρχον κράτος της Γερμανίας. Τελικά η ένταξη έγινε με το όνομα «Αυστρία».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου