Παράλληλα με την διαμόρφωση του ιστορικού, γεωγραφικού, πολιτικόοικονομικού και πολιτισμικού χώρου του Ισλάμ ανά τους αιώνες, διαμορφωνόταν αργά άλλα σταθερά και η αντίληψη των ίδιων των μουσουλμάνων για την Ούμμα, δηλαδή την Κοινότητα που κληρονόμησαν από τους προγόνους τους και στην οποία προορίζονταν να πορευτούν οι ίδιοι και οι επόμενες γενιές...
του ΠΑΝΟΥ ΚΟΥΡΓΙΩΤΗ δρ. Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ, αραβολόγου
Για τους περισσότερους το αίσθημα του «ανήκειν» στην Κοινότητα εκπληρώθηκε με την ενεργή τους συμμετοχή σε ό,τι ονομάστηκε σταδιακά «στύλοι του Ισλάμ», δηλαδή με την καθημερινή προσευχή, την ομολογία της πίστεως στον έναν Θεό, τη νηστεία κατά το μήνα του Ραμαζανίου, τη μετάβαση στη Μέκκα για το προσκύνημα και την ελεημοσύνη. Για άλλους, η Κοινότητα γινόταν αντιληπτή μέσω της σχολαστικής...
ερμηνείας των πηγών της θρησκείας και της υιοθέτησης της Σαρίας ως ρυθμιστικού πλαισίου του ιδιωτικού και του δημόσιου βίου, μεταπηδώντας από το επίπεδο της θεολογικής αναζήτησης σε αυτό του νομικού συστήματος.
Άλλοι, τέλος, έτρεφαν προσδοκίες κοινωνικής, οικονομικής, πολιτικής και πολιτειακής οργάνωσης, ταυτίζοντας την Κοινότητα με ένα «Ισλαμικό Κράτος», το οποίο υποτίθεται πως θα έπρεπε να ανασυσταθεί. Σε κάθε περίπτωση, με την πάροδο του χρόνου και τη δημιουργία μιας ασφαλούς ιστορικής απόστασης από τα γεγονότα και τις κοινωνικές-πολιτικές-πνευματικές συνθήκες που τα γέννησαν, το παρελθόν ξαναδιαβάστηκε υπό το φως των νεότερων εξελίξεων, εξιδανικεύτηκε και εν τέλει αναβαπτίστηκε ως «παράδοση». Μία «παράδοση», η οποία αποτελεί μέχρι και σήμερα την προσφιλέστερη δεξαμενή άντλησης παραδειγμάτων, συμβόλων κι εννοιών, κάθε φορά που εκδηλώνεται μία κρίση ή συντελούνται πολιτικές και πολιτισμικές μεταβολές.
Καμία έννοια βέβαια δεν έχει μονοπωλήσει τη δημόσια συζήτηση, τόσο εντός, όσο κι εκτός Ισλάμ, με τον τρόπο που κατάφερε να το κάνει η έννοια του Τζιχάντ, το οποίο αναγνωρίζουμε όλοι σήμερα ως «Ιερό Αγώνα» και –αρκετά αυθαίρετα– ως γενεσιουργό αιτία των τεράτων εκείνων που ονομάζουμε τζιχαντιστές. Και αυτό διότι μία ιστορική έννοια δεν είναι από μόνη της αρκετή για να περιγραφεί ένα σύγχρονο πολιτικό φαινόμενο. Τίθενται ζητήματα ερμηνείας ή διαστρέβλωσης της ίδιας της κειμενικής παράδοσης, ιδεολογίας και πολιτικής πρακτικής, ενώ συντρέχουν και σπουδαιότατοι κοινωνικοί, γεωπολιτικοί και άλλοι παράγοντες. Καλούμαστε λοιπόν να ανασυνθέσουμε την ιστορική σύνδεση ανάμεσα στο Τζιχάντ ως έννοια και πρακτική και στην εμφάνιση μίας ακραίας συνιστώσας εντός του ευρύτερου ισλαμιστικού κινήματος.
Η έννοια και τα πολιτικά της αποτελέσματα πριν την εποχή των εθνών-κρατών
Ετυμολογικά, το Τζιχάντ είναι το απαρέμφατο του ρήματος τζάχαντα που σημαίνει καταβάλλω προσπάθεια, κοπιάζω, αγωνίζομαι. Το Τζιχάντ απαντάται στο Κοράνι ως αλ-Τζιχάντ μπιν-Ναφς, δηλαδή η ψυχική- ατομική προσπάθεια και αλ-Τζιχάντ μπιλ-Μαλ, δηλαδή η προσπάθεια με όσα μέσα διαθέτει κάποιος από πόρους και περιουσιακά στοιχεία. Αν και δεν εντοπίζεται κάποια έκκληση στη βία, παρά μόνο μία αόριστη προτροπή στον κάθε πιστό ατομικά να αγωνιστεί για την υπόθεση του Θεού, η έννοια συχνά συγχέεται με τον σαφώς πολεμικότερο όρο Κιτάλ, που αναφέρεται στο δικαίωμα νόμιμης αυτοάμυνας των μουσουλμάνων, αλλά και στην καταδίωξη των εχθρών τους, οι οποίοι την εποχή εκείνη δεν ήταν άλλοι από τους ειδωλολάτρες Άραβες, που κυνηγούσαν τον Μωάμεθ και τους πρώτους προσήλυτους στο Ισλάμ ως «αιρετικούς».
Το ζήτημα που προκύπτει εδώ είναι ότι προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε έννοιες με βάση τις κορανικές αναφορές, πολλές φορές παραβλέποντας ότι το ίδιο το Κοράνι, δηλαδή ο Λόγος του Θεού κατά τη μουσουλμανική θεολογική παράδοση, αποκαλύφθηκε στον Άραβα Προφήτη κατά τη διάρκεια πολλών διαδοχικών αποκαλύψεων από το 610 έως το 632 μ.Χ. (έτος θανάτου του Μωάμεθ), ενώ κυκλοφόρησε ως ένα ενιαίο βιβλίο περίπου το 650 μ.Χ., αφού πρώτα είχαν καταστραφεί διάφορες «αμφιλεγόμενες» αποκαλύψεις κι ενώ μαινόταν η σύγκρουση μεταξύ των πρώτων ισλαμικών ιθυνουσών ομάδων για τη νομή της εξουσίας εντός του θεσμού εκείνου που οι ίδιες επινόησαν, του Χαλιφάτου. Ενώ συνέβαιναν όλα αυτά και παρά το γεγονός, ότι ακόμη δεν είχε δημιουργηθεί μία μουσουλμανική θεολογική διανόηση ικανή να προσδιορίσει το περιεχόμενο και τα όρια του Τζιχάντ, η έννοια πολιτικοποιήθηκε ταχύτατα και αξιοποιήθηκε στρατιωτικά από την πρώιμη ισλαμική αυτοκρατορία. Το «κυνήγι των απίστων» δεν μπορούσε πια να διεξάγεται στην επικράτειά της, αφού όλες οι αραβικές φυλές είχαν ενταχθεί στη συμμαχία του Ισλάμ και πλέον κατέβαλλαν τον φόρο της ελεημοσύνης, το γνωστό Ζακάτ, ενώ ήταν υποχρεωμένες να απέχουν από τις μεταξύ τους επικερδείς λαφυραγωγικές επιδρομές. Στο όνομα της εσωτερικής ειρήνης λοιπόν, δημιουργήθηκαν μουσουλμανικοί στρατοί που τους απάρτιζαν Άραβες και βρίσκονταν διαρκώς απασχολημένοι σε επεκτατικούς πολέμους μακριά από τη Μεδίνα και αργότερα τη Δαμασκό. Επρόκειτο για τις περίφημες Ημισεληνοφορίες, τις οποίες βέβαια θα αντέγραφαν στη συνέχεια και τα φεουδαλικά μεσαιωνικά βασίλεια του ευρωπαϊκού χώρου με τις Σταυροφορίες τους κατά των «απίστων της Ανατολής».
Πριν συνεχίσουμε την ιστορική μας αναδρομή, κρίνεται απαραίτητο να επισημάνουμε τις διαφορές του σουνιτικού και του σιιτικού Ισλάμ σε σχέση με το Τζιχάντ. Και, πράγματι, στους ιστορικούς χώρους του σουνιτικού Ισλάμ παρατηρούμε μέχρι σήμερα μια εντυπωσιακή πληθώρα ανάληψης πρωτοβουλιών κήρυξης του Τζιχάντ από διάφορους φορείς, θεσμικούς κι εξωθεσμικούς, θρησκευτικούς και πολιτικούς, ελλείψει μιας ανώτατης πνευματικής ή πολιτικής αρχής, ειδικά επιφορτισμένης με τον σκοπό αυτό. Αντίθετα, στο σιιτικό Ισλάμ, το δικαίωμα κήρυξης του Τζιχάντ μονοπωλείται μέχρι σήμερα από έναν καλά οργανωμένο και ιεραρχημένο κλήρο, ο οποίος διαμορφώθηκε ανά τους αιώνες, προκειμένου να αποτελέσει τον θεματοφύλακα της παράδοσης των ιμάμηδων, κεντρικού πυρήνα της σιιτικής θεολογικής σκέψης.
Αυτή η πληθώρα σε φορείς που κήρυτταν το Τζιχάντ, πράγματι αποτέλεσε ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα του σουνιτικού Ισλάμ, ιδίως κατά την αποικιοκρατική περίοδο και πριν την ανάδυση των σύγχρονων εθνικών μουσουλμανικών κρατικών οντοτήτων, όταν συνυπήρχαν διάφορα μοντέλα οργάνωσης και κινητοποίησης, τόσο παραδοσιακά, όσο και περισσότερο νεωτερικά. Καθ’ όλο τον 19ο αιώνα η Αλγερία γνώρισε αγροτικές εξεγέρσεις που πονοκεφάλιαζαν τους Γάλλους. Αν και οι εξεγέρσεις αυτές αποκτούσαν τα χαρακτηριστικά ενός αντιαποικιακού Τζιχάντ, στην πραγματικότητα επρόκειτο για αντιδράσεις του καθυστερημένου κόσμου της ενδοχώρας υπό τον συντονισμό των παραδοσιακών σουφικών αδελφοτήτων, οι οποίες είχαν αναβαθμιστεί σε ντε φάκτο εκπροσώπους μεγάλου μέρους του πληθυσμού, με την παρότρυνση των ίδιων των αποικιοκρατών. Αντίστοιχα στην ινδική υποήπειρο, μεταξύ 1847-1908 καταγράφηκαν πάνω από 60 τέτοιες εξεγέρσεις κατά των Βρετανών, ενώ παρόμοια καλέσματα σε Τζιχάντ παρατηρήθηκαν την ίδια περίοδο και στον Καύκασο κατά της τσαρικής Ρωσίας. Στο Σουδάν, προς τα τέλη του 19ου αιώνα, το μεσσιανικό μεταρρυθμιστικό κίνημα του Μαχντί δημιούργησε το δικό του «Χαλιφάτο» και απάντησε με Τζιχάντ προκειμένου να αντιμετωπίσει την κοινή αγγλόαιγυπτιακή πίεση, ενώ η κήρυξη του Τζιχάντ αποτελούσε μονόδρομο για τον Ομάρ Μουχτάρ, με σκοπό την επιβεβαίωση των δεσμών ανάμεσα στον ντόπιο πληθυσμό και την αδελφότητα της Σενουσίγια, εν μέσω της ιταλικής φασιστικής επέλασης στην Κυρηναϊκή κατά τη δεκαετία του 1920.
Το Τζιχάντ ωστόσο δεν αποτελούσε απλώς μία απάντηση του κόσμου της υπαίθρου στις αποικιακές πιέσεις της περιόδου, αλλά και μία ιδεολογική αυτοκρατορική επιλογή. Έτσι λοιπόν και η ασθμαίνουσα οθωμανική αυτοκρατορία, στο πλαίσιο των πολιτικών του πανισλαμισμού, κήρυξε Τζιχάντ κατά των ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών, προσπαθώντας από τη μια να κινητοποιήσει τους μουσουλμάνους των αγγλό-γαλλικών αποικιών υπέρ του χαλίφη – σουλτάνου και από την άλλη να αναχαιτίσει τον εμβρυακό αραβικό εθνικισμό εντός της επικράτειάς της, προτάσσοντας την ενότητα της πίστης μεταξύ Τούρκων και Αράβων. Τέλος και η ιστορική γενέτειρα του Ισλάμ, η Αραβική Χερσόνησος, συγκλονίστηκε από το Τζιχάντ του οίκου των Σαούντ εναντίον των χασεμιτών συμμάχων των Βρετανών, αμέσως μετά τον Α΄ Παγκόσμιο. Και πράγματι οι Σαούντ επικράτησαν στο μεγαλύτερο μέρος της χερσονήσου, όπου και θα ίδρυαν αργότερα το ομώνυμο βασίλειό τους το 1932, χάρη στη διαρκή πολεμική κινητοποίηση των φυλών, ωστόσο το αδιάκοπο Τζιχάντ που είχαν κηρύξει στράφηκε εναντίον τους, όταν προσπάθησαν να το τερματίσουν κατόπιν βρετανικών πιέσεων και χάριν της εξομάλυνσης των σχέσεων του βασιλείου με τα νεότευκτα κράτη της Υπεριορδανίας και του Ιράκ.
Το ζήτημα που προκύπτει εδώ είναι ότι προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε έννοιες με βάση τις κορανικές αναφορές, πολλές φορές παραβλέποντας ότι το ίδιο το Κοράνι, δηλαδή ο Λόγος του Θεού κατά τη μουσουλμανική θεολογική παράδοση, αποκαλύφθηκε στον Άραβα Προφήτη κατά τη διάρκεια πολλών διαδοχικών αποκαλύψεων από το 610 έως το 632 μ.Χ. (έτος θανάτου του Μωάμεθ), ενώ κυκλοφόρησε ως ένα ενιαίο βιβλίο περίπου το 650 μ.Χ., αφού πρώτα είχαν καταστραφεί διάφορες «αμφιλεγόμενες» αποκαλύψεις κι ενώ μαινόταν η σύγκρουση μεταξύ των πρώτων ισλαμικών ιθυνουσών ομάδων για τη νομή της εξουσίας εντός του θεσμού εκείνου που οι ίδιες επινόησαν, του Χαλιφάτου. Ενώ συνέβαιναν όλα αυτά και παρά το γεγονός, ότι ακόμη δεν είχε δημιουργηθεί μία μουσουλμανική θεολογική διανόηση ικανή να προσδιορίσει το περιεχόμενο και τα όρια του Τζιχάντ, η έννοια πολιτικοποιήθηκε ταχύτατα και αξιοποιήθηκε στρατιωτικά από την πρώιμη ισλαμική αυτοκρατορία. Το «κυνήγι των απίστων» δεν μπορούσε πια να διεξάγεται στην επικράτειά της, αφού όλες οι αραβικές φυλές είχαν ενταχθεί στη συμμαχία του Ισλάμ και πλέον κατέβαλλαν τον φόρο της ελεημοσύνης, το γνωστό Ζακάτ, ενώ ήταν υποχρεωμένες να απέχουν από τις μεταξύ τους επικερδείς λαφυραγωγικές επιδρομές. Στο όνομα της εσωτερικής ειρήνης λοιπόν, δημιουργήθηκαν μουσουλμανικοί στρατοί που τους απάρτιζαν Άραβες και βρίσκονταν διαρκώς απασχολημένοι σε επεκτατικούς πολέμους μακριά από τη Μεδίνα και αργότερα τη Δαμασκό. Επρόκειτο για τις περίφημες Ημισεληνοφορίες, τις οποίες βέβαια θα αντέγραφαν στη συνέχεια και τα φεουδαλικά μεσαιωνικά βασίλεια του ευρωπαϊκού χώρου με τις Σταυροφορίες τους κατά των «απίστων της Ανατολής».
Πριν συνεχίσουμε την ιστορική μας αναδρομή, κρίνεται απαραίτητο να επισημάνουμε τις διαφορές του σουνιτικού και του σιιτικού Ισλάμ σε σχέση με το Τζιχάντ. Και, πράγματι, στους ιστορικούς χώρους του σουνιτικού Ισλάμ παρατηρούμε μέχρι σήμερα μια εντυπωσιακή πληθώρα ανάληψης πρωτοβουλιών κήρυξης του Τζιχάντ από διάφορους φορείς, θεσμικούς κι εξωθεσμικούς, θρησκευτικούς και πολιτικούς, ελλείψει μιας ανώτατης πνευματικής ή πολιτικής αρχής, ειδικά επιφορτισμένης με τον σκοπό αυτό. Αντίθετα, στο σιιτικό Ισλάμ, το δικαίωμα κήρυξης του Τζιχάντ μονοπωλείται μέχρι σήμερα από έναν καλά οργανωμένο και ιεραρχημένο κλήρο, ο οποίος διαμορφώθηκε ανά τους αιώνες, προκειμένου να αποτελέσει τον θεματοφύλακα της παράδοσης των ιμάμηδων, κεντρικού πυρήνα της σιιτικής θεολογικής σκέψης.
Αυτή η πληθώρα σε φορείς που κήρυτταν το Τζιχάντ, πράγματι αποτέλεσε ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα του σουνιτικού Ισλάμ, ιδίως κατά την αποικιοκρατική περίοδο και πριν την ανάδυση των σύγχρονων εθνικών μουσουλμανικών κρατικών οντοτήτων, όταν συνυπήρχαν διάφορα μοντέλα οργάνωσης και κινητοποίησης, τόσο παραδοσιακά, όσο και περισσότερο νεωτερικά. Καθ’ όλο τον 19ο αιώνα η Αλγερία γνώρισε αγροτικές εξεγέρσεις που πονοκεφάλιαζαν τους Γάλλους. Αν και οι εξεγέρσεις αυτές αποκτούσαν τα χαρακτηριστικά ενός αντιαποικιακού Τζιχάντ, στην πραγματικότητα επρόκειτο για αντιδράσεις του καθυστερημένου κόσμου της ενδοχώρας υπό τον συντονισμό των παραδοσιακών σουφικών αδελφοτήτων, οι οποίες είχαν αναβαθμιστεί σε ντε φάκτο εκπροσώπους μεγάλου μέρους του πληθυσμού, με την παρότρυνση των ίδιων των αποικιοκρατών. Αντίστοιχα στην ινδική υποήπειρο, μεταξύ 1847-1908 καταγράφηκαν πάνω από 60 τέτοιες εξεγέρσεις κατά των Βρετανών, ενώ παρόμοια καλέσματα σε Τζιχάντ παρατηρήθηκαν την ίδια περίοδο και στον Καύκασο κατά της τσαρικής Ρωσίας. Στο Σουδάν, προς τα τέλη του 19ου αιώνα, το μεσσιανικό μεταρρυθμιστικό κίνημα του Μαχντί δημιούργησε το δικό του «Χαλιφάτο» και απάντησε με Τζιχάντ προκειμένου να αντιμετωπίσει την κοινή αγγλόαιγυπτιακή πίεση, ενώ η κήρυξη του Τζιχάντ αποτελούσε μονόδρομο για τον Ομάρ Μουχτάρ, με σκοπό την επιβεβαίωση των δεσμών ανάμεσα στον ντόπιο πληθυσμό και την αδελφότητα της Σενουσίγια, εν μέσω της ιταλικής φασιστικής επέλασης στην Κυρηναϊκή κατά τη δεκαετία του 1920.
Το Τζιχάντ ωστόσο δεν αποτελούσε απλώς μία απάντηση του κόσμου της υπαίθρου στις αποικιακές πιέσεις της περιόδου, αλλά και μία ιδεολογική αυτοκρατορική επιλογή. Έτσι λοιπόν και η ασθμαίνουσα οθωμανική αυτοκρατορία, στο πλαίσιο των πολιτικών του πανισλαμισμού, κήρυξε Τζιχάντ κατά των ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών, προσπαθώντας από τη μια να κινητοποιήσει τους μουσουλμάνους των αγγλό-γαλλικών αποικιών υπέρ του χαλίφη – σουλτάνου και από την άλλη να αναχαιτίσει τον εμβρυακό αραβικό εθνικισμό εντός της επικράτειάς της, προτάσσοντας την ενότητα της πίστης μεταξύ Τούρκων και Αράβων. Τέλος και η ιστορική γενέτειρα του Ισλάμ, η Αραβική Χερσόνησος, συγκλονίστηκε από το Τζιχάντ του οίκου των Σαούντ εναντίον των χασεμιτών συμμάχων των Βρετανών, αμέσως μετά τον Α΄ Παγκόσμιο. Και πράγματι οι Σαούντ επικράτησαν στο μεγαλύτερο μέρος της χερσονήσου, όπου και θα ίδρυαν αργότερα το ομώνυμο βασίλειό τους το 1932, χάρη στη διαρκή πολεμική κινητοποίηση των φυλών, ωστόσο το αδιάκοπο Τζιχάντ που είχαν κηρύξει στράφηκε εναντίον τους, όταν προσπάθησαν να το τερματίσουν κατόπιν βρετανικών πιέσεων και χάριν της εξομάλυνσης των σχέσεων του βασιλείου με τα νεότευκτα κράτη της Υπεριορδανίας και του Ιράκ.
Το τζιχάντ στην εποχή των εθνών-κρατών:
ο τζιχαντισμός ως υποπροϊόν των κρίσεων του Ισλαμισμού
Προκειμένου να κατανοήσουμε τις συνθήκες γέννησης του σύγχρονου τζιχαντισμού, πρέπει πρώτα να σταθούμε στην ίδια την ιδεολογία του ισλαμισμού και στην πρώτη του οργανωμένη έκφραση, τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, η οποία ιδρύθηκε το 1928 στην επαρχιακή πόλη του Καναλιού του Σουέζ, την Ισμαηλία, εν μέσω των επιπτώσεων της παγκόσμιας ύφεσης στην αγροτική οικονομία της Αιγύπτου και στον απόηχο της κεμαλικής επανάστασης στην Τουρκία και της κατάργησης του Χαλιφάτου το 1924. Εν αντιθέσει με πολλές συγκαιρινές της πουριτανικές αδελφότητες, στις οποίες μεσουρανούσαν οι θεολόγοι του Άζχαρ, η καινοτομία της Μουσουλμανικής Αδελφότητας έγκειτο στο ότι αποτελούσε μία λαϊκή οργάνωση του εξωθεολογικού κόσμου, η οποία βασιζόταν κοινωνικά στη συμμαχία των προσφάτως μορφωμένων μεσοστρωμάτων και των παραδοσιακών επαγγελματικών ομάδων των πόλεων και της υπαίθρου και ιδεολογικά στην αναγωγή του Ισλάμ σε ένα σύστημα, το οποίο θα μπορούσε να προσφέρει καθοδήγηση για την κοινωνία και λύσεις για τα προβλήματά της, κατ’ αντιστοιχία των εισαγόμενων ιδεολογικών μοντέλων από τον κόσμο των μητροπόλεων, όπως ο εθνικισμός, ο φιλελευθερισμός, ο φασισμός ή ο κομμουνισμός. Επομένως, από πολλές απόψεις η εμφάνιση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας συνιστούσε μία ακόμη αντανάκλαση του γενικότερου εκσυγχρονισμού της πολιτικής και πνευματικής ζωής που βίωνε η Αίγυπτος του Μεσοπολέμου.
Οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι υιοθέτησαν την έννοια του Τζιχάντ, ωστόσο της προσέδωσαν ένα νέο περιεχόμενο, ανταποκρινόμενο στις συνθήκες της εποχής και της κοινωνίας που έδρασαν. Τόσο στο ιστορικό σύνθημα της οργάνωσης (το Κοράνιο είναι το Σύνταγμά μας και το Τζιχάντ ο τρόπος μας), όσο και στις περίφημες επιστολές του ιδρυτή της, Χάσαν αλ Μπάνα, οι οποίες αποτέλεσαν και τη βάση της ύστερης ισλαμιστικής φιλολογίας, το Τζιχάντ ερμηνεύεται ως το προαπαιτούμενο της «ισλαμικής δράσης», εννοώντας τη ρήξη με ό,τι χαρακτήριζαν ως «παθητικό Ισλάμ» των λόγιων και των θεολόγων και «παρηκμασμένο Ισλάμ» των αγίων της υπαίθρου και των αδελφοτήτων τους. Το Τζιχάντ των Αδελφών Μουσουλμάνων περιλάμβανε την εθνικοαπελευθερωτική δράση κατά του ξένου κατακτητή, σε μία εποχή που ο νεοσύστατος αραβικός εθνικισμός ακόμη διέθετε μία έντονη θρησκευτική χροιά, ωστόσο περιλάμβανε και μία έντονη ιεραποστολική-κοινωνική διάσταση: τη γνωριμία των ανθρώπων με το Ισλάμ «όπως πραγματικά είναι», μέσω της ίδρυσης σχολείων, λεσχών για τη νεολαία, παροχής κοινωνικών υπηρεσιών, κ.λπ. Εν ολίγοις, η υιοθέτηση των μεθόδων δράσης των χριστιανικών ιεραποστολών από την πρώτη ισλαμιστική οργάνωση του κόσμου, μετονομάστηκε σε Τζιχάντ για την υπόθεση της κοινωνικής μεταρρύθμισης, όμως δεν προέκυπτε πουθενά μέσα από τις επιστολές του Μπάνα ποια θα έπρεπε να είναι η στάση των Αδελφών απέναντι στις «αντι-ισλαμικές» κυβερνήσεις, ούτε υπήρχε κάποια σαφής προτροπή για την άσκηση βίας κατά συγκεκριμένων στόχων στο εσωτερικό και το εξωτερικό, πέραν του αόριστου αιτήματος για απελευθέρωση και ενότητα του «Ισλαμικού Έθνους».
Επιπλέον, το ζήτημα γίνεται ακόμη συνθετότερο, αν αναλογιστούμε ότι η Μουσουλμανική Αδελφότητα, ακόμη και αν ξεκίνησε ως μία ιεραποστολική-μεταρρυθμιστική οργάνωση, παρ’ όλα αυτά πολιτικοποιήθηκε ταχύτατα εντός της πρώτης εικοσαετίας που έδρασε, πριν προλάβει να επεξεργαστεί ένα συγκεκριμένο πολιτικό πρόγραμμα ή να λύσει το ακανθώδες ζήτημα των σχέσεών της με την εξουσία. Αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι ο δάσκαλος Μπάνα, ενώ αναφέρθηκε λεπτομερώς στα δύο πρώτα στάδια του «μηνύματος», αυτού της γνωριμίας (δηλαδή του προσηλυτιστικού έργου) και της δημιουργίας (εννοώντας την επέκταση των οργανωτικών δομών της Αδελφότητας και τη δημιουργία ενός μοντέλου προς εξαγωγή σε άλλες χώρες), δεν διασαφήνισε ποτέ το τι ακριβώς περιλάμβανε το τρίτο στάδιο, αυτό της εκτέλεσης. Ή δεν πρόλαβε λόγω της δολοφονίας του το 1949, ή δεν το έπραξε σκόπιμα, επειδή δεν ήξερε πώς να διαχειριστεί τα πολιτικά διακυβεύματα της φάσης αυτής.
Όσο βαθύτερα εισερχόταν η Αδελφότητα στο πεδίο των πολιτικών ανταγωνισμών, τόσο περισσότερο οξύνονταν οι ιδεολογικές και οι οργανωτικές της αντιφάσεις, αφού από τη μια αμφιταλαντευόταν μεταξύ της μεγάλης ανοιχτής οργάνωσης που προσδοκούσε τη σταδιακή ισλαμική μεταρρύθμιση της κοινωνίας, της οικονομίας, της παιδείας και της διακυβέρνησης και, από την άλλη, είχε αναπτυχθεί κατά τη δεκαετία του ’40 στα σπλάχνα της μια συνωμοτική παραστρατιωτική οργάνωση, που βασιζόταν στους κλειστούς πυρήνες των πέντε ατόμων και αργότερα θα ενέπνεε την ίδια την αλ-Κάιντα. Οι κρίσεις του 1948, όταν η οργάνωση αυτή δολοφόνησε τον Αιγύπτιο πρωθυπουργό Νουκρασί Πασά και του 1954, όταν αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον ίδιο τον Τζαμάλ Άμπντ αλ Νάσερ, αποτέλεσαν πρελούδιο της εμφάνισης της τζιχαντιστικής πτέρυγας του ισλαμισμού και της σύγχρονης ισλαμιστικής τρομοκρατίας. Και οι κρίσεις αυτές βέβαια προκλήθηκαν λόγω της αδυναμίας της Αδελφότητας να εξέλθει από τα ιδεολογικο-πολιτικά της αδιέξοδα: Ελλείψει ενός σαφούς προγράμματος εξουσίας κι ενός επαναστατικού ορίζοντα, αυξήθηκαν τα περιθώρια ερμηνείας του ανεκπλήρωτου σταδίου της εκτέλεσης.
Η δολοφονία του πρωθυπουργού από μια μερίδα Αδελφών ήταν το Τζιχάντ κατά ενός τυράννου, πιστεύοντας ότι έτσι θα ικανοποιούνταν η επαναστατική προσδοκία για τον θρίαμβο του Ισλάμ. Όσο και αν προσπάθησαν στη συνέχεια οι συντηρητικότεροι της ηγεσίας να εξαλείψουν τους ριζοσπάστες, η μοίρα όλων ήταν προδιαγεγραμμένη. Η Αδελφότητα διαλύθηκε στα μέσα της δεκαετίας ’50 και όσα στελέχη της δεν κατάφεραν να βρουν καταφύγιο στις χώρες του Κόλπου, απαγχονίστηκαν ή σάπισαν στις νασερικές φυλακές.
Οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι υιοθέτησαν την έννοια του Τζιχάντ, ωστόσο της προσέδωσαν ένα νέο περιεχόμενο, ανταποκρινόμενο στις συνθήκες της εποχής και της κοινωνίας που έδρασαν. Τόσο στο ιστορικό σύνθημα της οργάνωσης (το Κοράνιο είναι το Σύνταγμά μας και το Τζιχάντ ο τρόπος μας), όσο και στις περίφημες επιστολές του ιδρυτή της, Χάσαν αλ Μπάνα, οι οποίες αποτέλεσαν και τη βάση της ύστερης ισλαμιστικής φιλολογίας, το Τζιχάντ ερμηνεύεται ως το προαπαιτούμενο της «ισλαμικής δράσης», εννοώντας τη ρήξη με ό,τι χαρακτήριζαν ως «παθητικό Ισλάμ» των λόγιων και των θεολόγων και «παρηκμασμένο Ισλάμ» των αγίων της υπαίθρου και των αδελφοτήτων τους. Το Τζιχάντ των Αδελφών Μουσουλμάνων περιλάμβανε την εθνικοαπελευθερωτική δράση κατά του ξένου κατακτητή, σε μία εποχή που ο νεοσύστατος αραβικός εθνικισμός ακόμη διέθετε μία έντονη θρησκευτική χροιά, ωστόσο περιλάμβανε και μία έντονη ιεραποστολική-κοινωνική διάσταση: τη γνωριμία των ανθρώπων με το Ισλάμ «όπως πραγματικά είναι», μέσω της ίδρυσης σχολείων, λεσχών για τη νεολαία, παροχής κοινωνικών υπηρεσιών, κ.λπ. Εν ολίγοις, η υιοθέτηση των μεθόδων δράσης των χριστιανικών ιεραποστολών από την πρώτη ισλαμιστική οργάνωση του κόσμου, μετονομάστηκε σε Τζιχάντ για την υπόθεση της κοινωνικής μεταρρύθμισης, όμως δεν προέκυπτε πουθενά μέσα από τις επιστολές του Μπάνα ποια θα έπρεπε να είναι η στάση των Αδελφών απέναντι στις «αντι-ισλαμικές» κυβερνήσεις, ούτε υπήρχε κάποια σαφής προτροπή για την άσκηση βίας κατά συγκεκριμένων στόχων στο εσωτερικό και το εξωτερικό, πέραν του αόριστου αιτήματος για απελευθέρωση και ενότητα του «Ισλαμικού Έθνους».
Επιπλέον, το ζήτημα γίνεται ακόμη συνθετότερο, αν αναλογιστούμε ότι η Μουσουλμανική Αδελφότητα, ακόμη και αν ξεκίνησε ως μία ιεραποστολική-μεταρρυθμιστική οργάνωση, παρ’ όλα αυτά πολιτικοποιήθηκε ταχύτατα εντός της πρώτης εικοσαετίας που έδρασε, πριν προλάβει να επεξεργαστεί ένα συγκεκριμένο πολιτικό πρόγραμμα ή να λύσει το ακανθώδες ζήτημα των σχέσεών της με την εξουσία. Αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι ο δάσκαλος Μπάνα, ενώ αναφέρθηκε λεπτομερώς στα δύο πρώτα στάδια του «μηνύματος», αυτού της γνωριμίας (δηλαδή του προσηλυτιστικού έργου) και της δημιουργίας (εννοώντας την επέκταση των οργανωτικών δομών της Αδελφότητας και τη δημιουργία ενός μοντέλου προς εξαγωγή σε άλλες χώρες), δεν διασαφήνισε ποτέ το τι ακριβώς περιλάμβανε το τρίτο στάδιο, αυτό της εκτέλεσης. Ή δεν πρόλαβε λόγω της δολοφονίας του το 1949, ή δεν το έπραξε σκόπιμα, επειδή δεν ήξερε πώς να διαχειριστεί τα πολιτικά διακυβεύματα της φάσης αυτής.
Όσο βαθύτερα εισερχόταν η Αδελφότητα στο πεδίο των πολιτικών ανταγωνισμών, τόσο περισσότερο οξύνονταν οι ιδεολογικές και οι οργανωτικές της αντιφάσεις, αφού από τη μια αμφιταλαντευόταν μεταξύ της μεγάλης ανοιχτής οργάνωσης που προσδοκούσε τη σταδιακή ισλαμική μεταρρύθμιση της κοινωνίας, της οικονομίας, της παιδείας και της διακυβέρνησης και, από την άλλη, είχε αναπτυχθεί κατά τη δεκαετία του ’40 στα σπλάχνα της μια συνωμοτική παραστρατιωτική οργάνωση, που βασιζόταν στους κλειστούς πυρήνες των πέντε ατόμων και αργότερα θα ενέπνεε την ίδια την αλ-Κάιντα. Οι κρίσεις του 1948, όταν η οργάνωση αυτή δολοφόνησε τον Αιγύπτιο πρωθυπουργό Νουκρασί Πασά και του 1954, όταν αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον ίδιο τον Τζαμάλ Άμπντ αλ Νάσερ, αποτέλεσαν πρελούδιο της εμφάνισης της τζιχαντιστικής πτέρυγας του ισλαμισμού και της σύγχρονης ισλαμιστικής τρομοκρατίας. Και οι κρίσεις αυτές βέβαια προκλήθηκαν λόγω της αδυναμίας της Αδελφότητας να εξέλθει από τα ιδεολογικο-πολιτικά της αδιέξοδα: Ελλείψει ενός σαφούς προγράμματος εξουσίας κι ενός επαναστατικού ορίζοντα, αυξήθηκαν τα περιθώρια ερμηνείας του ανεκπλήρωτου σταδίου της εκτέλεσης.
Η δολοφονία του πρωθυπουργού από μια μερίδα Αδελφών ήταν το Τζιχάντ κατά ενός τυράννου, πιστεύοντας ότι έτσι θα ικανοποιούνταν η επαναστατική προσδοκία για τον θρίαμβο του Ισλάμ. Όσο και αν προσπάθησαν στη συνέχεια οι συντηρητικότεροι της ηγεσίας να εξαλείψουν τους ριζοσπάστες, η μοίρα όλων ήταν προδιαγεγραμμένη. Η Αδελφότητα διαλύθηκε στα μέσα της δεκαετίας ’50 και όσα στελέχη της δεν κατάφεραν να βρουν καταφύγιο στις χώρες του Κόλπου, απαγχονίστηκαν ή σάπισαν στις νασερικές φυλακές.
Η νέα εποχή: ο τζιχαντισμός από το τοπικό
στο υπερεθνικό επίπεδο και οι γεωπολιτικοί παράγοντες
Στις αρχές της δεκαετίας ’70, μία από τις πρώτες πολιτικές κινήσεις που ανέλαβε ο διάδοχος του Νάσερ, Ανουάρ Σαντάτ, ήταν να απελευθερώσει τη γηραιά ηγεσία της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, προσδοκώντας να αντισταθμίσει τις αυξανόμενες νασερικές και φιλοκομμουνιστικές επιρροές στα αιγυπτιακά πανεπιστήμια, τα οποία είχαν εν τω μεταξύ διογκωθεί κατά την προηγούμενη δεκαετία. Όμως, μαζί με την Αδελφότητα, ο Σαντάτ απελευθέρωσε και το κληρονομημένο της σχίσμα μεταξύ των συντηρητικών μεταρρυθμιστών, που επιθυμούσαν να συνάψουν εκ νέου συμμαχίες με την αστική τάξη και να πειθαρχήσουν ενώπιον της εξουσίας, και των ολιγάριθμων ριζοσπαστών-τζιχαντιστών, οι οποίοι ακολουθούσαν πλέον τον δρόμο του απαγχονισθέντα το 1966, «μάρτυρα» Σάγιντ Κουτμπ, και όχι του δασκάλου Χάσαν αλ Μπάνα. Οι δεύτεροι ουσιαστικά είχαν ήδη απομακρυνθεί από τους Αδελφούς Μουσουλμάνους εντός των φυλακών και μετά την αποφυλάκισή τους αυτονομήθηκαν πλήρως τόσο ιδεολογικά, όσο και οργανωτικά. Έτσι λοιπόν γεννήθηκε ο τζιχαντισμός ως μία ανεξάρτητη συνιστώσα του ισλαμισμού και στην τότε φάση αποτελούσε ένα τοπικό αιγυπτιακό φαινόμενο. Άρχισαν να στρατολογούν τα μέλη τους από τις σχολές, στις οποίες πλέον φοιτούσε η πρώτη γενιά που είχε γεννηθεί κατά την αποαποικιοποίηση (τέλη ’40 – αρχές ’50) και τις φτωχογειτονιές των μεταναστών από την ύπαιθρο και να εισαγάγουν νέες έννοιες και μέσα δράσης στο λεξιλόγιο του ισλαμιστικού κινήματος.
Βασιζόμενοι και στα γραπτά του Κουτμπ, τα οποία άγγιζαν πολύ περισσότερο τους νεαρούς ζηλωτές του ισλαμισμού, σε σχέση με τι επιστολές του Μπάνα, οι τζιχαντιστές μιλούσαν για το «Τακφίρ», δηλαδή τον αφορισμό των μουσουλμάνων ως άθεων, επειδή είχαν περιέλθει στην προϊσλαμική κατάσταση άγνοιας, τη λεγόμενη «Τζαχιλίγια», γεγονός που τους εξουσιοδοτούσε να τους σκοτώσουν. Για να ξεφύγουν από την «εκφυλιστική» επίδραση της «Τζαχιλίγιας», οι πιστοί οργανώνονταν σε μικρές ομάδες και πραγματοποιούσαν τη «Χίτζρα», δηλαδή την Εγίρα, μεταναστεύοντας σε σπηλιές και σε συνοικίες πόλεων, στα πρότυπα της εξόδου του Μωάμεθ και των πρώτων του οπαδών από την ειδωλολατρική Μέκκα στη Μεδίνα, το 622 μ.Χ. Η «Χίτζρα» λοιπόν ήταν μία πράξη εξαγνισμού, αλλά και ρήξης με το «αντι-ισλαμικό» περιβάλλον των σύγχρονων αραβικών εθνών-κρατών. Από τις νέες τους κοινότητες, οι πιστοί καλούνταν να προετοιμαστούν για Τζιχάντ κατά των «φαραώ», όπως χαρακτήριζαν όλους τους δικτάτορες των κοσμικών, στρατιωτικών καθεστώτων στις νασερικές ή τις μπααθικές τους εκδοχές.
Οι τζιχαντιστές πράγματι δολοφόνησαν τον «φαραώ» Σαντάτ το 1980, ωστόσο ακόμα και η πράξη αυτή, που συγκλόνισε τον αραβικό κόσμο ως προς τον θεαματικό της χαρακτήρα, ήταν ενδεικτική των ορίων της πολιτικής τους σκέψης. Ενώ προσπάθησαν μέσω των εξατομικευμένων πράξεων βίας να προσδώσουν στον ισλαμισμό την επαναστατική προοπτική που ανέκαθεν στερούνταν, παρ’ όλα αυτά η δολοφονία του τυράννου δεν οδήγησε στο ξέσπασμα μιας λαϊκής επανάστασης, επειδή οι τζιχαντιστές δεν υιοθέτησαν ποτέ ως στρατηγική τους την οργάνωση κάποιου μαζικού κινήματος. Η πράξη αυτή δεν είχε καμία σχέση με το επαναστατικό προηγούμενο του Ιράν υπό την καθοδήγηση του ιμάμη Χομεϊνί, διότι, πολύ απλά, στην περίπτωση των σιιτών η θεολογική παράδοση προσέφερε τα εργαλεία εκείνα που ήταν ανύπαρκτα στη σκέψη των ακραίων σουνιτών. Το μόνο που κατάφεραν εν τέλει οι τζιχαντιστές, δολοφονώντας τον Σαντάτ, ήταν να κάνουν βαθύτερο το ρήγμα στις τάξεις των ισλαμιστικών δυνάμεων και να αποξενωθούν περαιτέρω από την κοινωνία και τα πραγματικά της προβλήματα. Η «Χίτζρα» ήταν απλώς μία πανάκεια και το Τζιχάντ μία εκτόνωση.
Πέραν των πολιτικών δολοφονιών, μία προσφιλής τακτική των τζιχαντιστών, η οποία παραμένει εξαιρετικά διαχρονική μέχρι σήμερα, υπήρξε η εμπλοκή τους σε εμφύλιους πολέμους μουσουλμανικών χωρών. Ο τζιχαντισμός, όπως τον γνωρίζουμε σήμερα με τη μορφή του ISIS, ανάγει τον χαρακτήρα του στην παράδοση αυτή και στην εμπειρία του Αφγανιστάν κατά τη δεκαετία του ’80, όταν η τάση αυτή αναπόφευκτα αλληλεπέδρασε με τους περιφερειακούς γεωπολιτικούς συσχετισμούς δυνάμεων και απέκτησε μία υπερεθνική-διεθνή διάσταση. Η ανάθεση εκ μέρους των ΗΠΑ της δημιουργίας ενός ταυτόχρονου αναχώματος στη Σοβιετική Ένωση και το επαναστατικό Ιράν επέτρεψε στο Πακιστάν και τη Σαουδική Αραβία να αντιληφθούν το ψυχροπολεμικό παιχνίδι με όρους ηγεμονίας στον αραβοϊσλαμικό κόσμο, σε μία εποχή όπου ο παλιός αραβικός εθνικισμός έφθινε διαρκώς.
Τα πολιτικά αποτελέσματα αυτής της σουνιτικής εμπλοκής μεταφράστηκαν στη δημιουργία ενός εκτεταμένου δικτύου εθελοντών μαχητών (Μουτζαχεντίν) από διάφορες μουσουλμανικές χώρες και στη γέννηση ενός νέου είδους «τζιχαντιστικού τουρισμού», μέσω του οποίου ικανοποιούνταν η φαντασίωση της αναβίωσης της «Ισλαμικής Ούμμας».
Το Αφγανιστάν ωστόσο ήταν μόνο η αρχή. Το υπερεθνικό Τζιχάντ, που πυροδοτήθηκε υπό το φως συγκεκριμένων γεωπολιτικών στοχεύσεων, μπορεί να διαλύθηκε εις τα εξ ων συνετέθη, όμως πλέον είχε δημιουργήσει μια γενιά ανδρών που γνώριζαν με ποιον τρόπο θα κινούνταν από εδώ και στο εξής. Από τις αρχές του ’90, οι Τζιχαντιστές «τουρίστες» επέστρεψαν στα κράτη τους, όπου απλώς αναλώθηκαν σε πράξεις πολιτικής βίας στα σταθερότερα από αυτά, όπως η Αίγυπτος και η Σαουδική Αραβία, ενώ κατάφεραν να δημιουργήσουν για πρώτη φορά τις δικές τους, άλλοτε βραχύβιες και άλλοτε περισσότερο ανθεκτικές, αυτοδιοικούμενες πολιτικές οντότητες υπό τη μορφή «εμιράτων» ή ακόμα και «χαλιφάτων», σε κράτη ρημαγμένα από εμφύλιες συγκρούσεις, όπως η Αλγερία, η Βοσνία, η Τσετσενία και αργότερα το Ιράκ, η Συρία, η Λιβύη και η Υεμένη. Ιδίως τα τελευταία χρόνια, η γεωπολιτική αποσταθεροποίηση της Μέσης Ανατολής, με τη μερική αποσάθρωση των παλαιών κρατικών δομών που την ακολούθησε, δημιούργησε συνθήκες ιδανικές για την ανάδυση εστιών οργανωμένου τζιχαντισμού, από τη Λιβύη και το Σινά, έως την ανατολική Συρία και το δυτικό Ιράκ και από εκεί στην Υεμένη.
Και ενώ αρχικά, οργανώσεις όπως η αλ-Κάιντα διεκδίκησαν –τουλάχιστον για τα προσχήματα– την πατρότητα των εξεγέρσεων της Αραβικής Άνοιξης, ταυτίζοντας τους λαϊκούς ξεσηκωμούς με Τζιχάντ κατά των «φαραώ» Μπεν Αλή, Μουμπάρακ, Καντάφι, Άσαντ και Μάλικι, γρήγορα εξοστρακίστηκαν από τη δυναμική των δρόμων και των πλατειών, όπου δεν είχαν καμία απολύτως πολιτική παρουσία και περίμεναν τον εκφυλισμό των εξεγέρσεων σε βίαιες εμφύλιες συγκρούσεις για να αναπαραγάγουν τη «χρυσή εποχή» τους, την αφγανική εμπειρία. Και, βέβαια, διάφορες παράμετροι υποβοήθησαν την επανεμφάνιση των τζιχαντιστών, όπως η διασύνδεση παλιών τοπικών συγκρούσεων που αναζωπυρώθηκαν εντός των μεσανατολικών κρατών με τη σύγκρουση μεταξύ περιφερειακών μουσουλμανικών δυνάμεων, η αρνητική κληρονομιά της αμερικανικής εισβολής στο Ιράκ το 2003 ως προς την αναδιαμόρφωση του πολιτικού συστήματος της χώρας και η εξαγωγή των ενδοσουνιτικών ανταγωνισμών αναφορικά με τον έλεγχο της μετά Άσαντ Συρίας στις τάξεις της ένοπλης αντιπολίτευσης. Κάπου εδώ εντοπίζεται και η στιγμή γεννήσεως του ISIS ως μορφώματος, το οποίο διεκδικεί την εδραίωση ενός νέου χώρου, τέμνοντας νοητά τις παλιές εθνικές επικράτειες σε «Οίκο του Ισλάμ» και «Οίκο του Πολέμου» και αναβιώνοντας στη σκέψη χιλιάδων νεαρών μουσουλμάνων ανά τον κόσμο την αναγκαιότητα μιας νέας Εγίρας.
Βασιζόμενοι και στα γραπτά του Κουτμπ, τα οποία άγγιζαν πολύ περισσότερο τους νεαρούς ζηλωτές του ισλαμισμού, σε σχέση με τι επιστολές του Μπάνα, οι τζιχαντιστές μιλούσαν για το «Τακφίρ», δηλαδή τον αφορισμό των μουσουλμάνων ως άθεων, επειδή είχαν περιέλθει στην προϊσλαμική κατάσταση άγνοιας, τη λεγόμενη «Τζαχιλίγια», γεγονός που τους εξουσιοδοτούσε να τους σκοτώσουν. Για να ξεφύγουν από την «εκφυλιστική» επίδραση της «Τζαχιλίγιας», οι πιστοί οργανώνονταν σε μικρές ομάδες και πραγματοποιούσαν τη «Χίτζρα», δηλαδή την Εγίρα, μεταναστεύοντας σε σπηλιές και σε συνοικίες πόλεων, στα πρότυπα της εξόδου του Μωάμεθ και των πρώτων του οπαδών από την ειδωλολατρική Μέκκα στη Μεδίνα, το 622 μ.Χ. Η «Χίτζρα» λοιπόν ήταν μία πράξη εξαγνισμού, αλλά και ρήξης με το «αντι-ισλαμικό» περιβάλλον των σύγχρονων αραβικών εθνών-κρατών. Από τις νέες τους κοινότητες, οι πιστοί καλούνταν να προετοιμαστούν για Τζιχάντ κατά των «φαραώ», όπως χαρακτήριζαν όλους τους δικτάτορες των κοσμικών, στρατιωτικών καθεστώτων στις νασερικές ή τις μπααθικές τους εκδοχές.
Οι τζιχαντιστές πράγματι δολοφόνησαν τον «φαραώ» Σαντάτ το 1980, ωστόσο ακόμα και η πράξη αυτή, που συγκλόνισε τον αραβικό κόσμο ως προς τον θεαματικό της χαρακτήρα, ήταν ενδεικτική των ορίων της πολιτικής τους σκέψης. Ενώ προσπάθησαν μέσω των εξατομικευμένων πράξεων βίας να προσδώσουν στον ισλαμισμό την επαναστατική προοπτική που ανέκαθεν στερούνταν, παρ’ όλα αυτά η δολοφονία του τυράννου δεν οδήγησε στο ξέσπασμα μιας λαϊκής επανάστασης, επειδή οι τζιχαντιστές δεν υιοθέτησαν ποτέ ως στρατηγική τους την οργάνωση κάποιου μαζικού κινήματος. Η πράξη αυτή δεν είχε καμία σχέση με το επαναστατικό προηγούμενο του Ιράν υπό την καθοδήγηση του ιμάμη Χομεϊνί, διότι, πολύ απλά, στην περίπτωση των σιιτών η θεολογική παράδοση προσέφερε τα εργαλεία εκείνα που ήταν ανύπαρκτα στη σκέψη των ακραίων σουνιτών. Το μόνο που κατάφεραν εν τέλει οι τζιχαντιστές, δολοφονώντας τον Σαντάτ, ήταν να κάνουν βαθύτερο το ρήγμα στις τάξεις των ισλαμιστικών δυνάμεων και να αποξενωθούν περαιτέρω από την κοινωνία και τα πραγματικά της προβλήματα. Η «Χίτζρα» ήταν απλώς μία πανάκεια και το Τζιχάντ μία εκτόνωση.
Πέραν των πολιτικών δολοφονιών, μία προσφιλής τακτική των τζιχαντιστών, η οποία παραμένει εξαιρετικά διαχρονική μέχρι σήμερα, υπήρξε η εμπλοκή τους σε εμφύλιους πολέμους μουσουλμανικών χωρών. Ο τζιχαντισμός, όπως τον γνωρίζουμε σήμερα με τη μορφή του ISIS, ανάγει τον χαρακτήρα του στην παράδοση αυτή και στην εμπειρία του Αφγανιστάν κατά τη δεκαετία του ’80, όταν η τάση αυτή αναπόφευκτα αλληλεπέδρασε με τους περιφερειακούς γεωπολιτικούς συσχετισμούς δυνάμεων και απέκτησε μία υπερεθνική-διεθνή διάσταση. Η ανάθεση εκ μέρους των ΗΠΑ της δημιουργίας ενός ταυτόχρονου αναχώματος στη Σοβιετική Ένωση και το επαναστατικό Ιράν επέτρεψε στο Πακιστάν και τη Σαουδική Αραβία να αντιληφθούν το ψυχροπολεμικό παιχνίδι με όρους ηγεμονίας στον αραβοϊσλαμικό κόσμο, σε μία εποχή όπου ο παλιός αραβικός εθνικισμός έφθινε διαρκώς.
Τα πολιτικά αποτελέσματα αυτής της σουνιτικής εμπλοκής μεταφράστηκαν στη δημιουργία ενός εκτεταμένου δικτύου εθελοντών μαχητών (Μουτζαχεντίν) από διάφορες μουσουλμανικές χώρες και στη γέννηση ενός νέου είδους «τζιχαντιστικού τουρισμού», μέσω του οποίου ικανοποιούνταν η φαντασίωση της αναβίωσης της «Ισλαμικής Ούμμας».
Το Αφγανιστάν ωστόσο ήταν μόνο η αρχή. Το υπερεθνικό Τζιχάντ, που πυροδοτήθηκε υπό το φως συγκεκριμένων γεωπολιτικών στοχεύσεων, μπορεί να διαλύθηκε εις τα εξ ων συνετέθη, όμως πλέον είχε δημιουργήσει μια γενιά ανδρών που γνώριζαν με ποιον τρόπο θα κινούνταν από εδώ και στο εξής. Από τις αρχές του ’90, οι Τζιχαντιστές «τουρίστες» επέστρεψαν στα κράτη τους, όπου απλώς αναλώθηκαν σε πράξεις πολιτικής βίας στα σταθερότερα από αυτά, όπως η Αίγυπτος και η Σαουδική Αραβία, ενώ κατάφεραν να δημιουργήσουν για πρώτη φορά τις δικές τους, άλλοτε βραχύβιες και άλλοτε περισσότερο ανθεκτικές, αυτοδιοικούμενες πολιτικές οντότητες υπό τη μορφή «εμιράτων» ή ακόμα και «χαλιφάτων», σε κράτη ρημαγμένα από εμφύλιες συγκρούσεις, όπως η Αλγερία, η Βοσνία, η Τσετσενία και αργότερα το Ιράκ, η Συρία, η Λιβύη και η Υεμένη. Ιδίως τα τελευταία χρόνια, η γεωπολιτική αποσταθεροποίηση της Μέσης Ανατολής, με τη μερική αποσάθρωση των παλαιών κρατικών δομών που την ακολούθησε, δημιούργησε συνθήκες ιδανικές για την ανάδυση εστιών οργανωμένου τζιχαντισμού, από τη Λιβύη και το Σινά, έως την ανατολική Συρία και το δυτικό Ιράκ και από εκεί στην Υεμένη.
Και ενώ αρχικά, οργανώσεις όπως η αλ-Κάιντα διεκδίκησαν –τουλάχιστον για τα προσχήματα– την πατρότητα των εξεγέρσεων της Αραβικής Άνοιξης, ταυτίζοντας τους λαϊκούς ξεσηκωμούς με Τζιχάντ κατά των «φαραώ» Μπεν Αλή, Μουμπάρακ, Καντάφι, Άσαντ και Μάλικι, γρήγορα εξοστρακίστηκαν από τη δυναμική των δρόμων και των πλατειών, όπου δεν είχαν καμία απολύτως πολιτική παρουσία και περίμεναν τον εκφυλισμό των εξεγέρσεων σε βίαιες εμφύλιες συγκρούσεις για να αναπαραγάγουν τη «χρυσή εποχή» τους, την αφγανική εμπειρία. Και, βέβαια, διάφορες παράμετροι υποβοήθησαν την επανεμφάνιση των τζιχαντιστών, όπως η διασύνδεση παλιών τοπικών συγκρούσεων που αναζωπυρώθηκαν εντός των μεσανατολικών κρατών με τη σύγκρουση μεταξύ περιφερειακών μουσουλμανικών δυνάμεων, η αρνητική κληρονομιά της αμερικανικής εισβολής στο Ιράκ το 2003 ως προς την αναδιαμόρφωση του πολιτικού συστήματος της χώρας και η εξαγωγή των ενδοσουνιτικών ανταγωνισμών αναφορικά με τον έλεγχο της μετά Άσαντ Συρίας στις τάξεις της ένοπλης αντιπολίτευσης. Κάπου εδώ εντοπίζεται και η στιγμή γεννήσεως του ISIS ως μορφώματος, το οποίο διεκδικεί την εδραίωση ενός νέου χώρου, τέμνοντας νοητά τις παλιές εθνικές επικράτειες σε «Οίκο του Ισλάμ» και «Οίκο του Πολέμου» και αναβιώνοντας στη σκέψη χιλιάδων νεαρών μουσουλμάνων ανά τον κόσμο την αναγκαιότητα μιας νέας Εγίρας.
* Τα σκίτσα είναι από την εξαιρετική ιστοσελίδα σκιτσογράφων cartoonmovement.com
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Historical Atlas of Islam. (Massachusetts, Harvard Univ. Press, 2004)
Julia Clancy Smith, Rebel and Saint – Muslim Notables, Populist Protest, Colonial Encounters (Algeria and Tunisia, 1800-1904). (Cambridge University Press, 1994)
P. M. Holt, The Mahdist State in the Sudan. (London, Oxford Univ. Press, 1958)
John S. Habib, Ibn Sa’ud’s Warriors of Islam: The Ikhwan of Najd and their role in the creation of the Sa’udi Kingdom 1910-1930. (Leiden, E.J. Brill, 1978)
Fred Halliday, Islam and the Myth of Confrontation. (London-New York, I.B. Tauris, 1996)
Gilles Kepel, Muslim Extremism in Egypt: the Prophet and the Pharaoh. (University of California Press, Al – Saqi Books, 1985)
Gilles Kepel, Τζιχάντ ο Ιερός Πόλεμος. (Αθήνα: Καστανιώτης, 2001)
Olivier Roy, The Failure of Political Islam. (Cambridge, Harvard University Press, 1994)
Πάνος Κουργιώτης, Μορφές «επανίδρυσης του Ισλάμ» στη Νεότερη και Σύγχρονη Εποχή: η εμφάνιση των Ισλαμικών Οργανώσεων – η περίπτωση των Αδελφών Μουσουλμάνων. (διδακτορική διατριβή, ΑΠΘ, Τμήμα Πολιτικών Επιστημών, 2013)
Πάνος Κουργιώτης, Το Χαλιφάτο ως Πολιτικό Αποτέλεσμα 90 χρόνια μετά την κατάργησή του (1924 – 2014). (Παν/μιο Πελοποννήσου, ΚΕΜΜΙΣ, 2014)
Πάνος Κουργιώτης, Αναζητώντας ισορροπίες ανάμεσα σε δύο κρίσεις: Συριακός Εμφύλιος και ISIS. (Παν/μιο Πελοποννήσου, ΚΕΜΜΙΣ, 2015)
Julia Clancy Smith, Rebel and Saint – Muslim Notables, Populist Protest, Colonial Encounters (Algeria and Tunisia, 1800-1904). (Cambridge University Press, 1994)
P. M. Holt, The Mahdist State in the Sudan. (London, Oxford Univ. Press, 1958)
John S. Habib, Ibn Sa’ud’s Warriors of Islam: The Ikhwan of Najd and their role in the creation of the Sa’udi Kingdom 1910-1930. (Leiden, E.J. Brill, 1978)
Fred Halliday, Islam and the Myth of Confrontation. (London-New York, I.B. Tauris, 1996)
Gilles Kepel, Muslim Extremism in Egypt: the Prophet and the Pharaoh. (University of California Press, Al – Saqi Books, 1985)
Gilles Kepel, Τζιχάντ ο Ιερός Πόλεμος. (Αθήνα: Καστανιώτης, 2001)
Olivier Roy, The Failure of Political Islam. (Cambridge, Harvard University Press, 1994)
Πάνος Κουργιώτης, Μορφές «επανίδρυσης του Ισλάμ» στη Νεότερη και Σύγχρονη Εποχή: η εμφάνιση των Ισλαμικών Οργανώσεων – η περίπτωση των Αδελφών Μουσουλμάνων. (διδακτορική διατριβή, ΑΠΘ, Τμήμα Πολιτικών Επιστημών, 2013)
Πάνος Κουργιώτης, Το Χαλιφάτο ως Πολιτικό Αποτέλεσμα 90 χρόνια μετά την κατάργησή του (1924 – 2014). (Παν/μιο Πελοποννήσου, ΚΕΜΜΙΣ, 2014)
Πάνος Κουργιώτης, Αναζητώντας ισορροπίες ανάμεσα σε δύο κρίσεις: Συριακός Εμφύλιος και ISIS. (Παν/μιο Πελοποννήσου, ΚΕΜΜΙΣ, 2015)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου