Οι διπλές εκλογές του 2012 εισήγαγαν τον πολιτικό συσχετισμό της χώρας
στη δύσκολη και σύνθετη μετάβαση που θα συνεχιστεί- χωρίς να
ολοκληρωθεί- με τις επερχόμενες αυτοδιοικητικές και ευρωπαϊκές εκλογές...
του ΘΕΜΗ ΤΖΗΜΑ
Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η διαδικασία μετάβασης και
μετασχηματισμού του πολιτικού εποικοδομήματος θα έχει διάρκεια και θα
είναι επώδυνη, ευρισκόμενη σε αντιστοίχηση- τελικά και μοιραία- με τους
μετασχηματισμούς στην οικονομική βάση. Οι βίαιες καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις που επιβάλλουν ο ξένος
παράγοντας και η ντόπια ολιγαρχία εκδηλώνονται πολιτικά διά των ισχυρών
φυγόκεντρων δυνάμεων στα προ της κρίσης πολιτικά κόμματα αλλά και σε
εκείνα τα κόμματα που...
εν μέσω κρίσης διαθέτουν μόνο μεταβατικό
χαρακτήρα- δηλαδή δομημένο μόνο γύρω από κάποια πολιτική πρόταση εξόδου
από την κρίση- χωρίς στρατηγικό προσανατολισμό. Παρά την όποια ανάπτυξή
τους, τα τελευταία αυτά σχήματα θα δοκιμάσουν σοβαρές κρίσεις σε κάθε
αλλαγή φάσης της κρίσης, αντιμετωπίζοντας προγραμματικά και οργανωτικά
αδιέξοδα και μεταπίπτοντας- συχνά άθελά τους- σε αντικειμενικά
οπορτουνιστικές θέσεις.
Στο πλαίσιο αυτό οι επερχόμενες εκλογές κρατούν μοναδικά κρίσιμο
ρόλο, καθώς θα αναδείξουν τις νέες συγκλήσεις και τα μέτωπα, που θα
πρωταγωνιστήσουν στην περίοδο της πρώτης απόπειρας- εν μέσω κρίσης και
μετά τις εθνικές εκλογές- συγκρότησης μιας αντιμνημονιακής κυβέρνησης.
Από τη μια θα βρεθεί το μπλοκ των δυνάμεων υπεράσπισης των βίαιων
αναδιαρθρώσεων, που συντελούνται με βασικό όχημα τα μνημόνια, το
συντηρητικό- αντιδραστικό μπλοκ. Δομείται στη βάση της παραδοχής και της
υποστήριξης των μνημονικών πολιτικών- ομολογημένα ή ανομολόγητα- ως
αναγκαίων ή ευκταίων, προκειμένου να μετασχηματίσουν την ελληνική εκδοχή
καπιταλισμού στις βάσεις μιας μόνιμης σχέσης νεοαποικιακής εξάρτησης
από τη γερμανό- ευρωπαϊκή μητρόπολη, συνακόλουθης υποανάπτυξης, εντός
της οποίας θα ενισχυθεί η θέση του ντόπιου παρασιτισμού και
μεταπρατισμού, επιδίωξης μιας ρηχής κοινωνικά, εργασιακά και τεχνολογικά
μεγέθυνσης στη βάση φτηνού εργατικού δυναμικού και- αναγκαία-
πολιτειακής αυταρχικοποίησης.
Το μπλοκ συναρθρώνουν η Νέα Δημοκρατία ως παραδοσιακή δύναμη, της
οποίας η ηγετική ομάδα έχει πραγματοποιήσει «γενναία» (ακρο)δεξιά στροφή
κινούμενη οριακά εντός του αστικοφιλελεύθερου πλαισίου, θυμίζοντας τη
μετεμφυλιακή (ψευτό-) λαϊκοδεξιά πολιτική παράδοση της καθυστέρησης.
Δίπλα της φυτοζωούν- εντός ΝΔ και εκτός- διάφορες απόπειρες συγκρότησης
φιλελεύθερης, πιο «σύγχρονης» κοινωνικά δεξιάς, που παραμένουν ωστόσο
μικρής εκλογικής απήχησης αν και μεγάλης επικοινωνιακής προβολής.
Μετά τη διάλυση του ΠΑΣΟΚ στο ίδιο μπλοκ έχουν προστεθεί οι
πειραματισμοί ανασύνθεσης του εξωνημένου δεξιού κέντρου- προδικτατορικής
πολιτικής υπόστασης- που επανέρχεται ως ο κατεξοχήν και διακηρυγμένα
καιροσκοπικός χώρος, με το πολυχρησιμοποιημένο σύνθημα του
εκσυγχρονισμού, προκειμένου να καλύψει την προγραμματική ένδειά του.
Κίνηση των 58, προσωποπαγείς κινήσεις υπουργών της κυβέρνησης
Παπανδρέου, «ΠΑΣΟΚ» του Βενιζέλου και των συν αυτώ, ευρύτατα τμήματα
της ΔΗΜΑΡ, μέσα από τις αντιθέσεις και τις αντιφάσεις τους δίνουν μάχη
επιβίωσης εντός του κρατικού- κυβερνητικού μηχανισμού. Στόχος τους είναι
να εξακολουθήσουν να (συγ-) κυβερνούν είτε με τον κατεξοχήν χώρο τους-
το «μνημονικό»- είτε με το ΣΥΡΙΖΑ ως τοποτηρητές του κατεστημένου.
Στο ίδιο μπλοκ το πιο εμφανώς διακριτό, δυναμικό, επικίνδυνο και
φαύλο μόρφωμα είναι η ναζιστική Χρυσή Αυγή, που θα δώσει σκληρή μάχη με
τη ΝΔ για τον έλεγχο της δεξιάς παράταξης και του εν λόγω μπλοκ.
Αποτελώντας την ανώτατη μορφή φαύλης αντιδραστικότητας του παρασιτισμού
παραμένει η χρυσή εφεδρεία του συστήματος που θα προσπαθήσει στις
αυτοδιοικητικές εκλογές άμεσα ή έμμεσα να αποκτήσει τον έλεγχο σε
τμήματα του κρατικού μηχανισμού και στις ευρωεκλογές να αποδείξει ότι
είναι είτε σε θέση διεκδίκησης της δεύτερης θέσης στις εθνικές εκλογές
προοπτικά, είτε εγκατάστασής σταθερά και με ανοδική προοπτική στην τρίτη
θέση, ούτως ώστε να αποτελέσει κομβικό παράγοντα κυβερνητικών
εξελίξεων.
Η σύγκρουση αυτή ΝΔ- Χρυσής Αυγής εν πολλοίς θα σηματοδοτήσει τις
εξελίξεις ευρύτερα στους πολιτικούς μετασχηματισμούς καθώς η περαιτέρω
ανάπτυξη της τελευταίας θα θέσει επιτακτικά το ζήτημα συγκρότησης ευρέως
αντιφασιστικού και δημοκρατικού μετώπου, το οποίο από τη μια θα
αποτελέσει αναγκαιότητα αλλά από την άλλη και όχημα για απόπειρα ελέγχου
της αριστεράς.
Εν τέλει και ενώ θα λήγει το ζήτημα της ηγεμονίας εντός του πρώτου
μπλοκ, το κατεστημένο θα προσπαθήσει να πετύχει έναν υψηλό βαθμό
ενότητάς του συντηρητικού- αντιδραστικού μπλοκ. Γι’ αυτό ο παρασιτισμός
θα προβεί σε συστηματικές εκκαθαρίσεις στο εσωτερικό του μπλοκ- είτε εις
βάρος της φασιστικής εκδοχής, είτε της παραδοσιακής λαϊκοδεξιάς,
αναλόγως του ποιος θα έχει πάρει κεφάλι- και θα ενισχύσει τη νέα
ηγεμονική δύναμη, προκειμένου να διασφαλίσει την ολοκλήρωση των
προωθουμένων αναδιαρθρώσεων. Στην περίπτωση που νικήτρια αναδειχθεί η
φασιστική εκδοχή βεβαίως θα υπάρξει ένα σοβαρό πρόβλημα σε σχέση με το
εξωτερικό και με την εσωτερική όξυνση, γι’ αυτό είναι πιθανό να γίνει
μια προσπάθεια, αμφιβόλου βέβαια επιτυχίας, μετεξέλιξης της φασιστικής
εκδοχής σε πιο «καθωσπρέπει», αυταρχική κατεύθυνση. Την κρίσιμη πάντως
στιγμή που θα κορυφωθεί η σύγκρουση με το προοδευτικό μπλοκ, το
συντηρητικό θα χρησιμοποιήσει εμφανώς ή κεκαλυμμένα όλες του τις
δυνάμεις.
Το αντίπαλο μπλοκ συναρθρώνεται καταρχήν στη βάση της παραδοχής ότι η
μεταβατική πολιτική εξόδου από την κρίση προϋποθέτει την έξοδο από την
πολιτική των μνημονίων και όσων αυτά σηματοδοτούν. Υπ’ αυτήν την έννοια
θα λέγαμε ότι είναι καταρχήν το προοδευτικό μπλοκ, όρος που από
σχηματικός πρέπει να καταστεί επαληθεύσιμος. Υπό το βάρος όμως αφενός
της εξαφάνισης του ΠΑΣΟΚ και αφετέρου της ελλιπούς προγραμματικής
επεξεργασίας τόσο στο στρατηγικό όσο και στο μεταβατικό επίπεδο για
πολλές και μάλιστα κομβικές εκ των δυνάμεων αυτών, το «αντιμνημονιακό»,
προοδευτικό μπλοκ σπαράσσεται από αντιφάσεις και αντιθέσεις, οι οποίες
αν δεν τις ξεπεράσει θα το οδηγήσουν στην ήττα.
Ενσωματώνει και εκφράζει δύο αντιφατικές αλλά ευεξήγητες τάσεις που
έχουν διαμορφωθεί μέσα στο λαό: από τη μια ένα βαθύ αίσθημα ήττας που
εκδηλώνεται ως αποπροσανατολισμός, ηττοπάθεια, κατάτμηση των αντιδράσεων
και σταδιακά αλλοτρίωσης. Από την άλλη έναν έντονο ριζοσπαστισμό που
όμως λόγω του αισθήματος ήττας δεν οδηγεί σε ένα ώριμο, συνειδητό εν
τέλει επαναστατικό και απελευθερωτικό λαϊκό κίνημα αλλά σε οργισμένες
επιμέρους αντιδράσεις που κινούνται σε λογική εκκρεμούς.
Η ήττα στη συνείδηση μεγάλων τμημάτων του λαού και μάλιστα αυτών που
κατεξοχήν υφίστανται την κρίση δεν αποτρέπει μόνο αυτά τα τμήματα από τη
δημιουργική δράση αλλά επιπλέον λόγω του χαμηλού επιπέδου πολιτικής
συνείδησης πολλών εκ των κομματικών υποκειμένων που φιλοδοξούν να
συγκρουστούν με την κυρίαρχη πολιτική μεταφέρεται και στους εν λόγω
κομματικούς χώρους. Στην κατάστασή αυτών των φορέων βλέπουμε ανάγλυφα τι
συμβαίνει στην αριστερά όταν από πρωτοπορία μετατρέπεται σε ουραγό,
όταν υποτάσσεται σε κατώτερες συνειδήσεις.
Έχουμε λοιπόν τα εξής επιμέρους φαινόμενα εντός του δευτέρου μπλοκ:
Πρώτον, το ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος θα αναδειχθεί σε πρώτο κόμμα στις ευρωεκλογές
και στις επερχόμενες εθνικές εκλογές όπως όλα δείχνουν, εκφράζοντας
αυτός κατά βάση τη διάθεση αλλαγής πολιτικής. Η νίκη του θα είναι όμως
υπονομευμένη εξαιτίας της κεντριστικής στροφής του, που τον οδηγεί στην
παραδοχή όλων των συνθηκών που οδήγησαν στη μνημονική πολιτική, της
ανεπαρκούς προγραμματικής του επεξεργασίας, που αδυνατεί μάλιστα να
συνθέσει πολύ ενδιαφέρουσες κατά τα άλλα θέσεις που συναντώνται στο
εσωτερικό του, της οργανωτικής του αδυναμίας και της μικρής διείσδυσής
του στους κοινωνικούς χώρους που κατεξοχήν επιδιώκει να εκφράσει-
γεγονός που εκδηλώνεται στις εκλογές σε μαζικούς χώρους και που πολύ
πιθανά θα εκδηλωθεί και στις αυτοδιοικητικές εκλογές.
Έτσι ο ΣΥΡΙΖΑ
ενσωματώνει την κατεξοχήν αντίθεση βολονταριστικής διάθεσης και
αντικειμενικής αδυναμίας, μεταπίπτοντας σε σοσιαλδημοκρατική κατεύθυνση.
Έπειτα τις διάφορες κινήσεις τμημάτων του λεγομένου αριστερού πρώην
ΠΑΣΟΚ, που επιδιώκουν στην πραγματικότητα να ανασυνθέσουν κάποια εκδοχή
του ιστορικού αυτού φαινομένου. Πολλές εξ αυτών συνιστούν έντιμες και
συνεπείς πολιτικά δυνάμεις, που όντως βρίσκονται στον αριστερό χώρο και
που μάλιστα εμπεριέχουν ένα βασικό καμβά προοδευτικών θέσεων. Όμως
μένουν εγκλωβισμένες για λόγους πολιτικούς αλλά και ψυχολογικούς στην
προσπάθεια ανασύνθεσης και ανάστασης ενός ξεπερασμένου ιστορικού
φαινομένου με αποτέλεσμα να τους διαφεύγει το γεγονός ότι η (ανά-)
συγκρότηση του σοσιαλιστικού χώρου που αποτελεί αναγκαιότητα θα
επιτευχθεί σε διαφοροποιημένη βάση από εκείνη που οδήγησε στη γέννηση
του ΠΑΣΟΚ, τόσο σε ό,τι αφορά το στρατηγικό προσανατολισμό και τη
μεταβατική πολιτική, όσο και σε ό,τι αφορά τις δυνάμεις που θα συνθέσουν
τον κατεξοχήν σοσιαλιστικό φορέα. Γι’ αυτό πολλές εκ των εν λόγω
κινήσεων είναι είτε απολογητικές ως προς την ιστορική εμπειρία του
ΠΑΣΟΚ, είτε αδυνατούν να αμφισβητήσουν στο μεταβατικό στάδιο- όπως και ο
ΣΥΡΙΖΑ- βασικές συνθήκες που οδηγούν στα μνημόνια- βλ. Ευρώ, λειτουργία
της ΕΕ και της Ευρωζώνης κλπ.
Τρίτον, το ΚΚΕ το οποίο βρίσκεται σε πορεία παραφθοράς,
εγκαταλείποντας το μαρξισμό- λενινισμό και γι’ αυτό τις καλύτερες από
τις παραδόσεις του- με κορυφαίο τον εαμικό αγώνα. Το ΚΚΕ έχοντας
ερμηνεύσει λανθασμένα τις διαδοχικές ήττες του από το Δεκέμβρη του ’44
και έπειτα και έχοντας υποστεί όλη την αλλοτριωτική τους επίδραση έχει
ενσωματωθεί στον κυρίαρχο αστικό καταμερισμό πολιτικής ισχύος,
ενσωμάτωση που τη θεωρητικοποιεί μέσα από μια βαθιά αντιλενινιστική
τακτική. Η χρησιμότητά του ωστόσο μπορεί να φανεί εάν η άνοδος του
φασιστικού φαινομένου μεταφέρει την πολιτική σύγκρουση το δρόμο.
Τέταρτον, ο χώρος που είναι διατεθειμένος να αμφισβητήσει τις
συνθήκες που οδήγησαν στις μνημονικές πολιτικές και να δουλέψει πάνω σε
στρατηγικού χαρακτήρα προγραμματικές συγκλήσεις, δηλαδή ένας φιλόδοξος
στη σύλληψή του αλλά ακόμα εν δυνάμει χώρος. Πρόκειται για αυτές τις
δυνάμεις που ασχέτως προέλευσης- σοσιαλιστική, ευρωκομμουνιστική,
κομμουνιστική, αριστερή σοσιαλδημοκρατική- ξεκινούν από τέσσερις βασικές
παραδοχές: πρώτον ότι η τωρινή- έστω- φύση της Ευρωζώνης- σταδιακά δε
και της ΕΕ- είναι αυτή της δόμησης νεοαποικιακών δεσμών γύρω από ένα
μικτό μητροπολιτικό κέντρο- σε κρατικό επίπεδο η Γερμανία και σε
κεφαλαιακό το μεγάλο βιομηχανικό κεφάλαιο και το χρηματοπιστωτικό- και
μετάπτωσης της ευρωζώνης σε αδύναμο κρίκο διεθνώς. Δεύτερον, ότι
συνεπεία του πρώτου οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις που προωθούνται
τόσο στη χώρα μας όσο και ευρύτερα σε ευρωπαϊκό πλαίσιο διαδραματίζουν
αντιδραστικό και όχι εκσυγχρονιστικό ρόλο και ότι συνεπώς πρέπει να
αναστραφούν προς προοδευτική κατεύθυνση. Τρίτον, ότι για να συντελεστεί
αυτή η αναστροφή προϋποτίθεται αμφισβήτηση όλου του πλαισίου που προωθεί
την εν λόγω εξέλιξη, από το κοινό νόμισμα έως το ντόπιο κατεστημένο.
Τέταρτον, ότι μια τέτοια συγκρουσιακή μεταβατική πολιτική πρέπει να
δένει με μια στέρεη στρατηγική για το μετά την κρίση μοντέλο.
Οι εν λόγω παραδοχές οδηγούν λοιπόν σε διαδικασίες σύγκλησης και
υπέρβασης των ιστορικών προσδιορισμών προς την κατεύθυνση αρχικά
εκλογικών συμπράξεων και κατόπιν κοινών κομματικών φορέων. Αυτός ο χώρος
θα μπορούσε να είναι και ο κατεξοχήν σοσιαλιστικός.
Καταρχήν, στις ευρωεκλογές θα καταγραφούν και οι τέσσερις χώροι, με
μια μεγάλη ποικιλομορφία σχημάτων. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα αναδειχθεί πλειοψηφικός-
γενικά και εντός του εν λόγω μπλοκ- όμως ο βαθμός κυριαρχίας του θα
είναι ενδεικτικός της διάρκειας ζωής του ως ενιαίου φαινομένου. Ο
κατεξοχήν σοσιαλιστικός χώρος εφόσον συγκροτηθεί με μια σχετική έστω
πολιτική κα οργανωτική επάρκεια θα καταγράψει μια μικρή έως μέτρια
απήχηση, πάνω στην οποία θα κληθεί να χτίσει την ηγεμονία του, υπό
εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες προκειμένου αρχικά να καταστεί η ώριμη,
αριστερή, σοσιαλιστική συνείδηση της κοινωνίας και μιας κυβέρνησης του
ΣΥΡΙΖΑ και έπειτα η ηγεμονική δύναμη εντός του προοδευτικού μπλοκ.
Οι προσανατολισμένες αντικειμενικά στο παρελθόν «πασοκογενείς»
κινήσεις θα αποτύχουν εκλογικά και θα εισέλθουν σε διαδικασία
ενσωμάτωσης. Οι πλέον κεντρώες θα προσχωρήσουν αρχικά στο ΣΥΡΙΖΑ και
αργότερα θα αναζητήσουν κάποιο κεντρώο σχήμα, ενώ οι υπόλοιπες, οι
αριστερά προσανατολισμένες θα συμβάλλουν στη συγκρότηση του κατεξοχήν
σοσιαλιστικού χώρου και στην ανάδειξή του σε ηγεμονική δύναμη.
Στην παραπάνω πρόβλεψη βέβαια υπεισέρχονται μια σειρά αστάθμητων
παραγόντων: όπως είπαμε η τυχόν άνοδος του φασιστικού φαινομένου θα
επιταχύνει συγκλήσεις στη βάση ενός δημοκρατικού μετώπου. Η διαφαινόμενη
αποτυχία του εξωνημένου κέντρου θα στερήσει από εφεδρείες το
κατεστημένο και θα ενισχύσει τη διαφωνία στο εσωτερικό του: από τη μια
οι δυνάμεις που θα θελήσουν κάποιου είδους συμμαχία ΝΔ- φασιστικού
φαινομένου και από την άλλη εκείνες που επιδιώκουν προσεταιρισμό της
ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ. Η έστω μέτρια καταγραφή και άλλων δυνάμεων στις
ευρωεκλογές πλην του ΣΥΡΙΖΑ στο προοδευτικό μπλοκ θα ενισχύσει στο
εσωτερικό του τελευταίου τις πιο αριστερές δυνάμεις και την προοπτική
συμμαχιών προεκλογικά ή μετεκλογικά. Η καταγραφή πασοκογενών σχηματισμών
θα ωθήσει τους τελευταίους στην αναγκαία ωρίμανση και στην κατανόηση
των νέων συνθηκών. Οι αυτοδιοικητικές εκλογές δε, θα διαμορφώσουν
θύλακες στον κρατικό μηχανισμό που κατά την όξυνση της πολιτικής
σύγκρουσης θα διαδραματίσουν κομβικό ρόλο.
Εν κατακλείδι, η μετάβαση συνεχίζεται και εντείνεται, όπως και η
περιδίνηση της Γ’ ελληνικής δημοκρατίας που για πρώτη φορά αντιμετωπίζει
είτε το φάσμα της αντιδραστικής παλινόρθωσης, είτε αυτό ενός βαθέως,
προοδευτικού- σχεδόν επαναστατικού- μετασχηματισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου