Ήταν 4 Μαρτίου του 2022. Η Ελληνική κοινωνία
γι’ ακόμη μια φορά είχε παραδοθεί αβασάνιστα σε ένα περιβάλλον διχασμού όπου με
αφορμή το Ουκρανικό, οι μισοί συμπολίτες
μας εμφανίζονται να αναπαράγουν αφορισμούς για την «εγκληματική εισβολή»
των Ρώσων στην γειτονική χώρα και οι
άλλοι μισοί παραληρούσαν με ενθουσιασμό, για την υποτιθέμενη ευκολία με την οποία πίστευαν ότι οι Ρώσοι θα
σάρωναν τα πάντα στο διάβα τους και ότι μέσα σε ελάχιστο χρόνο η Ουκρανία θα
μπορούσε ακόμη και να αφανιστεί από τον Ευρωπαϊκό χάρτη…
του Κ. ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Ήταν 4 Μαρτίου του 2022, όταν κόντρα στο
ρεύμα και στους ανερμάτιστους αλαλαγμούς των ημερών, υπήρξαμε οι πρώτοι και ίσως οι μοναδικοί που επισημάναμε ότι η
έκβαση του πολέμου είχε ήδη κριθεί. Ότι για
την Ρωσία η έκβαση αυτού του πολέμου, φαίνεται να συνιστά μια πολυδιάστατη
στρατηγική ήττα, αφού κατά την διεξαγωγή του, δεν απομυθοποιήθηκε μονάχα η ικανότητά της να ανταποκριθεί με επιτυχία
στις απαιτήσεις μιας μεσαίας συμβατικής πολεμικής αναμέτρησης, έχοντας σταθμίσει
πλήρως την σχέση κόστους - οφέλους, αλλά παράλληλα
με αυτό, απομυθοποιήθηκε πρωτίστως η
ικανότητά της να διαχειριστεί επιτυχώς το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού, το
οποίο ομολογουμένως είχε εξασφαλίσει έναντι πάντων. Και φυσικά, επί της ουσίας,
αλλά και εκ του αποτελέσματος κρίνοντας, αυτό
που επίσης καταγράφεται από τις πρώτες κιόλας ημέρες της σύγκρουσης, είναι η επιτελική ανεπάρκειά της στον επιχειρησιακό σχεδιασμό αλλά και στην οργάνωση της επιμελητείας,
γεγονός που οδήγησε σε μια ραγδαία
αποδόμηση της εικόνας ισχύος η οποία φιλοτεχνήθηκε επιμελώς κατά την
διάρκεια της τελευταίας εικοσαετίας.
Θα μπορούσαν τα πράγματα να εξελιχθούν
διαφορετικά;;;
Προφανώς και θα μπορούσαν. Άλλωστε χωρίς περιστροφές και χωρίς να διατηρούμε την παραμικρή επιφύλαξη, σε σχετικό μας άρθρο την 22α Φεβρουαρίου 2022, αμέσως μετά την έναρξη των συγκρούσεων, τονίσαμε πως: «Με την επέμβαση στην Ουκρανία, η επιλογή του Πούτιν, ήταν να εγκαινιάσει ένα παιχνίδι ΣΚΛΗΡΗΣ ΙΣΧΥΟΣ, με ενσωματωμένη την δυνατότητα να διαχυθεί η δυναμική του και να απορυθμίσει συνολικά την Δυτική Αρχιτεκτονική». Γι’ αυτό και...
Η παραπάνω προσέγγιση, την οποία δεν διστάσαμε να διατυπώσουμε με
σαφήνεια εκείνες τις ημέρες, δεν ήταν
ένας αυθαίρετος και επιπόλαιος συλλογισμός. Άλλωστε θεωρήσαμε βέβαιο, ότι η Ρωσική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία,
δεν αντιμετώπιζε την Ουκρανική πρόκληση επιφανειακά ως μια απλή ιστορική περιφερειακή
εκκρεμότητα, αλλά με την σοβαρότητα και κυρίως με την ετοιμότητα που
απαιτεί η συστημική διάσταση μιας σύγκρουσης με ευρύτερα γεωστρατηγικά
χαρακτηριστικά, η έκβαση της οποίας θα
προσδιορίσει τελικά την φυσιογνωμία του νέου ισοζυγίου ισχύος στον
νεο-ψυχροπολεμικό κόσμο που αναδύεται.
Για την Ρωσία επομένως, το Ουκρανικό στοίχημα, ως προς την διαχείριση του οποίου
διατηρούσε την πρωτοβουλία των κινήσεων μέχρι τον Φλεβάρη του 2022, δεν μπορούσε και δεν θα έπρεπε να εξελιχθεί
σε μια αλληλουχία ερασιτεχνικών χειρισμών και καραμπινάτης επιτελικής
ανεπάρκειας που θα την καθήλωνε στους Ουκρανικούς λασπότοπους χωρίς ορατή
την προοπτική διεξόδου. Αντιθέτως θα
έπρεπε να αντιμετωπιστεί ως η πλέον κρίσιμη και καθοριστική παρτίδα στην
Ευρασιατική σκακιέρα, που θα μπορούσε να θεμελιώσει τον πρωταγωνιστικό της
ρόλο στο Διεθνές Σύστημα και να
αναβαθμίσει σημαντικά τις μετοχές της στο Χρηματιστήριο της Ισχύος.
Στο θέατρο του
Ουκρανικού, η Ρωσία είχε την μοναδική
ευκαιρία να συντρίψει οριστικά και αμετάκλητα την εκφυλιστική Διπλωματία
την οποία υιοθέτησαν οι Αμερικανοί προκειμένου να διαχειριστούν τις συστημικές
αδυναμίες και τα αδιέξοδά τους και
φυσικά είχε την εξαιρετική δυνατότητα να διαμηνύσει προς κάθε κατεύθυνση
στην εγγύς γεωπολιτική της γειτονιά, ότι
ουδείς πλέον δικαιούται να αμφισβητήσει χωρίς κόστος, την νέα αντίληψη
διαχείρισης ισχύος και θεώρησης του Διεθνούς περιβάλλοντος την οποία
εισήγαγε με τις αποφάσεις της για την ενσωμάτωση της Κριμαίας και των
Δημοκρατιών του Ντονμπάς.
Δυστυχώς, για την εξαιρετικά ασταθή γειτονιά μας
αλλά και για τον πλανήτη ολόκληρο που έχει ανάγκη από μια νέα ισορροπία ισχύος η οποία με την σειρά της θα
άνοιγε τον δρόμο σε μια νέα επικαιροποιημένη και λειτουργική Αρχιτεκτονική
Ασφαλείας, τίποτε απ’ όλα τα παραπάνω
δεν εξελίχθη όπως ήταν αναμενόμενο.
Η Ρωσία μπήκε σε
αυτόν τον μακροχρόνιο πόλεμο, χωρίς να
έχει ιεραρχήσει στην φαρέτρα της τα εργαλεία που θα έκαναν την διαφορά, χωρίς βιώσιμο σχέδιο που θα της
επέτρεπε να διαχειριστεί αποτελεσματικά τα απρόοπτα αυτής της σύγκρουσης, χωρίς ξεκάθαρες στρατηγικές στοχεύσεις που
να προσβλέπουν και να υπηρετούν το όραμα της επόμενης μέρας και φυσικά μπήκε σε
αυτόν τον πόλεμο, χωρίς τις στοχεύσεις
εκείνες που παραπέμπουν σε σχεδιασμό Υπερδύναμης, η οποία έχει σταθμίσει
συγκεκριμένους βηματισμούς ικανούς να διασφαλίσουν την στρατηγική της
ενδυνάμωση μέσα σε μια κρίσιμη ιστορική συγκυρία. Προφανώς δεν θεωρούμε πως η Ρωσία μπήκε σε αυτήν την περιπέτεια,
προσβλέποντας μόνο στην μετατροπή της Ουκρανίας σε περίκλειστο κράτος και
στην παράλληλη νομιμοποίηση κάποιων τετελεσμένων που θα παγιώσουν την Ρωσική
κυριαρχία, από την Κριμαία μέχρι την Οδησσό. Δεν μπορεί να εξαντλείται σ’ αυτό η στόχευση μιας Υπερδύναμης
η οποία διεκδικεί πρωταγωνιστικό ρόλο
και αυξημένο μερίδιο στην πυραμίδα της Ισχύος.
Τα κρίσιμα λάθη που θα έπρεπε να είχαν αποφευχθεί…
Πρώτον: Η Ρωσία μπήκε
σε έναν πόλεμο τον οποίο βάφτισε «ειδική
στρατιωτική επιχείρηση», χωρίς να
έχει επεξεργαστεί σχέδια που θα εμπόδιζαν την τροποποίηση των φυσιογνωμικών
χαρακτηριστικών αυτής της επιχείρησης και
χωρίς να έχει αποσαφηνισμένο έναν οδικό χάρτη προνομιακής και αξιοπρεπούς
εξόδου από αυτόν. Το αποτέλεσμα
είναι οδυνηρό. Τόσο επικοινωνιακά όσο και στο μέτωπο των συγκρούσεων.
- Αυτοεγκλωβίστηκε διαχειριζόμενη κακώς και με σοβαρές ανεπάρκειες, τις προδιαγραφές μιας «ειδικής στρατιωτικής
επιχείρησης» ενώ ήταν από την αρχή φανερό ότι αυτή η σύγκρουση είχε σαφές και ευρύτατο στρατηγικό αποτύπωμα…
- Επιμένει να μιλάει για «ειδική στρατιωτική
επιχείρηση» θεωρώντας ότι
έτσι «χτίζει» καλύτερα το άλλοθι του επιχειρησιακού Βατερλό που ήδη
προδιαγράφεται, ενώ την ίδια στιγμή η
Δυτική Συμμαχία, εγκαταλείπει σταθερά τα προσχήματα και με τον
υπερεξοπλισμό των Ουκρανών, αναβαθμίζει
δραστικά τον στρατηγικό χαρακτήρα αυτής της σύγκρουσης, απαλλαγμένη πλήρως
από τους φόβους και τις αναστολές των πρώτων ημερών, επιδιώκοντας να
συμπαρασύρει την Ρωσία σε ελεγχόμενη καταστροφή.
- Μετατοπίζει σταθερά προς τα πίσω τις «κόκκινες
γραμμές», αποδυναμώνοντας
έτσι το κύρος της και διευκολύνοντας
περαιτέρω την αποθράσυνση των Ουκρανών, αλλά και την κλιμάκωση της επιθετικότητας εκ μέρους της Δυτικής
Συμμαχίας.
Δεύτερον: Η δυσκολία
επιχειρησιακής προσαρμογής στα νέα δεδομένα, έρχεται να λειτουργήσει σωρευτικά με τις παραπάνω διαπιστώσεις και να επιδεινώσει μάλλον δραματικά την
συνολική εικόνα στο μέτωπο των επιχειρήσεων.
- Η Ρωσία έκανε πολύ καλά που «άπλωσε» επικοινωνιακά
το εύρος των επιδιώξεών της προαναγγέλλοντας την «ειδική στρατιωτική επιχείρηση», έκανε όμως πολύ άσχημα που δεν έκανε ότι περνούσε από το χέρι της για
να τον τελειώσει αστραπιαία, αντί να παγιδεύεται στην δόλια τακτική των Αμερικανών που επιδιώκουν να την καθηλώσουν στον
λασπότοπο και να ροκανίσουν ολοκληρωτικά το κύρος της και την ισχύ της. Και
φυσικά έκανε πολύ άσχημα που δεν αποφάσισε έστω και μετά από τις πρώτες
παλινωδίες που έφεραν, με τα γνωστά καταστροφικά αποτελέσματα, τις δυνάμεις
της στα προάστια του Κιέβου, να ανασυνταχθεί, να «ασφαλίσει» αποτελεσματικά τα κέρδη της, να «κλειδώσει» τα νέα
κεκτημένα στην περιοχή του Ντονμπάς και συνολικά της Ανατολικής Ουκρανίας
και να αξιοποιήσει την δυνατότητά της με την ζώνη απαγόρευσης πτήσεων, έτσι
ώστε να μην αφήσει κολυμπηθρόξυλο και
πέτρα επί πέτρας στα περάσματα της Δυτικής Ουκρανίας από τα οποία υπήρξε η
μαζική «εισβολή» σύγχρονου δυτικού οπλισμού. Αυτά τα περάσματα έπρεπε να είχαν τσακιστεί από τις πρώτες κιόλας
ημέρες, όχι για να πατήσουν εκεί τα πόδια τους Ρώσοι στρατιώτες, αλλά για να υποδέχονται με κόλαση πυρός, κάθε
προσπάθεια εξοπλιστικής ενίσχυσης των Ουκρανών.
Τρίτον: Η Ρωσία μπήκε
σε έναν πόλεμο, χωρίς «επενδυτικό σχέδιο» ικανό να διαχειριστεί τις ανάγκες της
πολεμικής επικοινωνίας μιας Υπερδύναμης. Το αποτέλεσμα είναι και εδώ καταστροφικό.
- Οπλικά συστήματα δεν ξεχώρισαν για την ιδιαίτερη αποτελεσματικότητά
τους. ΟΥΤΕ κατά την διάρκεια των
επιθετικών επιχειρήσεων, ΟΥΤΕ
βεβαίως σε ότι αφορά στην αποτελεσματική άμυνα των στρατηγικών υποδομών. Ο
καθένας αντιλαμβάνεται τις επιπτώσεις
που μπορεί να έχει αυτή η εξέλιξη στις
εμπορικές συμφωνίες της Ρωσικής πολεμικής βιομηχανίας.
- Η συμβατική ισχύς δεν εργαλειοποιήθηκε πειστικά έτσι ώστε να λειτουργήσει ως καταλύτης ικανός να διευκολύνει την
διεύρυνση των περιφερειακών ή άλλων στρατηγικών συμμαχιών ή να αμβλύνει
τους επίδοξους «γείτονες» που διεκδικούν μερίδιο στην νέα κατανομή της Ισχύος
πυροδοτώντας νέες εστίες έντασης στο Ρωσικό μαλακό υπογάστριο.
- Οι υπό εμβάθυνση στρατηγικές συμμαχίες τόσο με την Κίνα όσο και με την Τουρκία, ενδέχεται να αποδειχτούν εξαιρετικά
ετεροβαρείς ενώ η νέα έκρηξη συγκρούσεων μεταξύ Κιργιστάν και Τατζικιστάν, όπως και η επανεμφάνιση των πολεμικών
εντάσεων μεταξύ Αζερμπαϊτζάν και
Αρμενίας, φαίνεται ότι παραπέμπουν σε βρώμικο
Τουρκικό δάκτυλο και αυτό συνιστά μια πρόσθετη διαχειριστική δυσκολία.
Στην νέα κατάσταση
που έχει διαμορφωθεί…
Η μακροπρόθεσμη ιδιαίτερη θέση της Ρωσίας στο Διεθνές Σύστημα, εκτιμάται πως θα είναι καταφανώς διαφορετική και μάλλον αποδυναμωμένη σε
σχέση με το παρελθόν. Και αυτό γιατί ο κίνδυνος
να λειτουργήσουν συνδυασμένα και σωρευτικά οι παρακάτω τέσσερις λόγοι, δεν
είναι απλά υπαρκτός, αλλά τα πάντα συνηγορούν πως είναι κάτι παραπάνω από
βέβαιος.
Πρώτον: Η ραγδαία
μεταβολή της δυναμικής στο μέτωπο των επιχειρήσεων, δεν αποκλείεται τελικά να σηματοδοτήσει ακόμη και την στρατιωτική ήττα
της Ρωσίας και αυτό σε συνδυασμό με την στρατηγική ήττα θα ενεργοποιήσει
ένα εξαιρετικά απρόβλεπτο ντόμινο πολύ
οδυνηρών εξελίξεων, τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στο περιφερειακό status. Ουδείς
βεβαίως μπορεί να αποκλείσει την ύπαρξη ενός «κέντρου» μέσα στην πολιτικοστρατιωτική
ηγεσία της Ρωσίας, το οποίο ενδεχομένως να «έσπρωξε» συνειδητά τα πράγματα
σε αυτήν την αδιέξοδη κατάσταση.
Δεύτερον: Η διαρκής
υποχωρητικότητα και η αποκαθήλωση των «κόκκινων γραμμών», έχουν ήδη
επιδεινώσει δραματικά την πραγματική κατάσταση στα Δυτικά σύνορα της Ρωσίας, με την ένταξη στο ΝΑΤΟ της Σουηδίας και της
Φινλανδίας, αλλά και με τις γενικότερες αναδιατάξεις που δρομολογεί στην
ευρύτερη περιοχή η Ατλαντική Συμμαχία. Η επαναφορά σχετικού αιτήματος για
ένταξη στο ΝΑΤΟ ΚΑΙ από την Ουκρανία,
δημιουργεί μια καινούρια κατάσταση που μπορεί
να έχει απρόβλεπτες προεκτάσεις, αν δεν υπάρξει έξυπνος και στοχευμένος
διπλωματικός χειρισμός.
Τρίτον: Η διαρκής
επίκληση της πυρηνικής απειλής, δεν είναι δείγμα ισχύος αλλά ομολογία αδυναμίας
έως και εξάντλησης της πραγματικής δυνατότητας της Ρωσίας να σταθεί στα πόδια
της στηριγμένη στην συμβατική της ισχύ. Προφανώς
η Δυτική Συμμαχία δεν θα κάνει το λάθος να προκαλέσει τον θρίαμβο της
παράνοιας σε βάρος της λογικής. Είναι όμως φανερό ότι αργά η γρήγορα θα υπάρξουν αντιδράσεις στην Ρωσική κοινωνία, όσο αυτή θα
συνειδητοποιεί ότι μια αλληλουχία κακών χειρισμών και στρατηγικής απερισκεψίας,
έχει οδηγήσει την πραγματική θέση της χώρας σε δραματική επιδείνωση (και ας μην
κάνει κανείς το λάθος να αποτιμήσει την πραγματική κατάσταση αποτιμώντας μονάχα
τις εισπρακτικές παραμέτρους). Ταυτόχρονα είναι φανερό ότι ουδείς περιφερειακός συνεργάτης πρόκειται να κάνει το λάθος (και πάντως δεν πρόκειται να το κάνει η
Κίνα) και να εκθέσει την
αποτελεσματικότητα των οπλικών της συστημάτων στα «αδιάκριτα βλέμματα» του
κορυφαίου στρατηγικού ανταγωνιστή, προκειμένου να εξασφαλίσει έμπρακτη
στήριξη στην Ρωσία για τις ανάγκες του Ουκρανικού μετώπου.
Τέταρτον: Η επιλογή
του ενεργειακού εκβιασμού της Ευρώπης, δεν είναι η καλύτερη επιλογή σε μια
ιστορική συγκυρία που θα έπρεπε να
αναζητηθεί ο οδικός χάρτης για έναν αξιοπρεπή διπλωματικό συμβιβασμό όλων
των μερών. Το περιβάλλον των
αντικυρώσεων το οποίο αυτήν την στιγμή κυριαρχεί στην Ευρώπη ως προϊόν της
Ρωσικής αντεπίθεσης, συνθλίβει πρωτίστως τις Ευρωπαϊκές κοινωνίες, διευκολύνοντας παράλληλα τα ανομολόγητα σχέδια των Αμερικανών. Είναι
αναμενόμενο ότι αυτό θα σηματοδοτήσει
και αρκετές πολιτικές ανατροπές. Ωστόσο, η Ρωσική πολιτική ηγεσία δεν
μπορεί να αισθάνεται μακροπρόθεσμα εφησυχασμένη και ισχυρή. Αντίθετα, έχει την
υποχρέωση να κατανοήσει ότι σε αυτό το
περιβάλλον, δημιουργούνται τα άλλοθι που έχουν ανάγκη ισχυρά κέντρα του Δυτικοευρωπαϊκού Καπιταλισμού, προκειμένου να δρομολογήσουν ένα ευρύτατο πρόγραμμα καπιταλιστικών
αναδιαρθρώσεων, αγοράζοντας και πάλι χρόνο από την Ιστορία. Ο Ευρωπαϊκός
Καπιταλισμός έχει την δυνατότητα να το κάνει. Ο Ρωσικός δεσποτισμός δεν την έχει αυτήν την δυνατότητα και
σταδιακά θα αυτοπαγιδευτεί και πάλι στην
περιδίνηση ανατροφοδοτούμενων αδιεξόδων.
Πέμπτον: Η
προοπτική της στρατηγικής ενδυνάμωσης της Ρωσίας στο περιβάλλον των
περιφερειακών συμμαχιών με πυρήνα τον
Σινορωσικό άξονα, δεν μπορεί πλέον να προσεγγίζεται
με τους καλύτερους δυνατούς όρους. Φυσικά
αυτή η προοπτική συνιστά μια πολύ σημαντική εξέλιξη την οποία ουδείς δικαιούται
να υποτιμήσει, ωστόσο θα πρέπει να μην μας διαφεύγει ότι πρόκειται για ένα περιβάλλον με έκδηλους τους ιδιαίτερους
εσωτερικούς του ανταγωνισμούς στο οποίο θα πρέπει να συνυπολογίζονται αναγκαστικά
και οι απαράγραπτες Κινεζικές γεωπολιτικές και άλλες στοχεύσεις. Η ενεργειακή προίκα και η πυρηνική
παρακαταθήκη υπήρχαν ανέκαθεν αλλά σε αυτήν την κρίσιμη καμπή της Ιστορίας,
δεν προσαυξάνουν το ειδικό βάρος στο πλαίσιο της συμμαχικής σχέσης αφού οι πάντες είναι υποχρεωμένοι να τις
συνεκτιμούν (ακόμη και η ίδια η Ρωσία για τον εαυτό της) μέσα στις συνθήκες της αυξημένης
γεωπολιτικής δυσκολίας που είναι συνεπακόλουθο της Ρωσοουκρανικής
σύγκρουσης η εξέλιξη της οποίας προδιαγράφεται αβέβαια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου